Vekrakos
Spartorama | «Το Παλιό Ημερολόγιο», από τον Βαγγέλη Μητράκο

«Το Παλιό Ημερολόγιο», από τον Βαγγέλη Μητράκο

Ευάγγελος Μητράκος 02/01/2019 Εκτύπωση Άρθρα Δημοτικά
«Το Παλιό Ημερολόγιο», από τον Βαγγέλη Μητράκο
«Η μνήμη και το ασυνείδητό μας είναι άχρονα. …Πάντα κάτι σημαντικό στιγματίζει την ψυχή μας και χαράσσεται με τρόπο ανεξίτηλο. …Τίποτε δε χάνεται όσο περνούν τα χρόνια», Μαριαλένα Σπυροπούλου, 3-1-2014
Οδός Εμπόρων

Αγαπημένοι μου φίλοι Καλή Χρονιά!!!

Στα χρόνια τα παλιότερα, πριν ακόμα αλλάξει ο χρόνος, ο κάθε νοικοκύρης φρόντιζε να πάρει το Ημερολόγιο του σπιτιού για τη Νέα Χρονιά.

Όχι τίποτε επιτραπέζια ημερολόγια ή ημερολόγια τύπου βιβλίου, κλπ, αλλά απλά ημερολόγια του τοίχου. Αυτά τα ημερολόγια, που τα κρεμούσες στον τοίχο από ένα καρφί στο πιο πολυσύχναστο μέρος του σπιτιού, συνήθως στο λεγόμενο «χειμωνιάτικο» (στο δωμάτιο, δηλαδή, που είχε το τζάκι και ήταν μαζί και κουζίνα και τραπεζαρία και υπνοδωμάτιο και καθιστικό και ό,τι άλλο μπορούσες να φανταστείς).

Τούτα τα ημερολόγια ήταν (ως επί το πολύ) καρτέλες από χαρτόνι, που πάνω τους είχαν κάποια ωραία ζωγραφιά και στο κάτω μέρος κολλημένο το ημερολόγιο το οποίο μπορούσε να ήταν  «ποιημάτων», «ανεκδότων» ή «συνταγών μαγειρικής». Υπήρχαν όμως και ημερολόγια διακοσμητικά, πλαστικά, ξύλινα, γύψινα, κ.α., τα οποία σε ειδική θέση είχαν κολλημένο τα χαρτάκια του ημερολογίου.

Το κάθε φύλλο του ημερολογίου είχε στο μπροστινό μέρος τα κλασικά: Το όνομα της ημέρας, την ανατολή και δύση του Ηλίου, τη φάση και τις ημέρες της Σελήνης, τον κανόνα νηστείας της ημέρας («κατάλυσις εις πάντα») τον αριθμό της ημέρας του χρόνου και το όνομα του μήνα, τη γιορτή της ημέρας και τα ευαγγελικά και αποστολικά αναγνώσματα της γιορτής.

Στο πίσω μέρος, ανάλογα με το είδος, είχε ανέκδοτα, συνταγές μαγειρικής ή λαϊκά-παραδοσιακά  4στιχα όπως:

«Πουλί που ξέρει στη ζωή

 ν’ αντέχει όλον τον πόνο

στα ύψη φτάνει και πετά

με μια φτερούγα μόνο.»

Πρώτο μέλημα του νοικοκύρη ή της νοικοκυράς του σπιτιού, κάθε πρωί, ήταν να ξεκολλήσει το χαρτάκι της προηγούμενης μέρας, να διαβάσει τα από πίσω και ύστερα να πάρει τις πληροφορίες για την καινούρια μέρα που ξημέρωνε.

Με τα ανέκδοτα ξεκινούσε η μέρα σου μ’ ένα χαμόγελο, τις συνταγές, που ήταν λαϊκές, απλές και δοκιμασμένες, τις διάβαζε και τις φύλαγε στα συρτάρια της η νοικοκυρά ενώ πολλές φορές τις  μαγείρευε με ξεχωριστή επιτυχία και τα 4στιχα, τέλος, τα διάβαζαν όλοι και κάποιες φορές τα μάθαιναν κι απ’ έξω για «εαυτών τέρψιν», αλλά και για να τα απαγγέλλουν σε συντροφιές «προς εντυπωσιασμόν».

 Ειδικά για τα 4στιχα πρέπει να πούμε πως προπολεμικά οι ρεμπέτες τα αντέγραφαν, τα κολλούσαν θεματικά μεταξύ τους και σκάρωναν τραγούδια παρουσιάζοντας αυτούς τους «αδέσποτους» στίχους σαν δικούς τους:

«Τα ματοκλαδά σου λάμπουν

σαν τα λούλουδα του κάμπου

τα ματοκλαδά σου γέρνεις

νου και λογισμό μου παίρνεις.»

Τα παλιά αυτά,όμορφα κι απλά ημερολόγια, έμεναν  κρεμασμένα στο καρφί όλη τη χρονιά. Όταν ο παλιός χρόνος ξεψυχούσε αγόραζαν καινούριο ημερολόγιο ή κρατούσαν τη βάση του παλιού και πάνω της κολλούσαν το νέο. Άλλες φορές οι βάσεις των παλιών ημερολογίων χρησίμευαν ως καδράκια και διακοσμητικά στους τοίχους του παλιού σπιτιού.

Σήμερα στα «καλά» τα σπίτια το ημερολόγιο του τοίχου θεωρείται «τρε μπανάλ» κι έχει ξορκιστεί εδώ και χρόνια πολλά. Κάποια «φτωχόσπιτα» αγοράζουν ακόμα και κρεμούν ημερολόγια στον τοίχο, γιατί είναι μια συνήθεια παλιά που την παρέλαβαν από τους προπάτορες, τη σέβονται κι έχει γίνει μέρος της ζωής του σπιτιού.

Έχω κι εγώ ένα παλιό ημερολόγιο κρεμασμένο στο τοίχο του σπιτιού μου, πλάι στα εικονίσματα, αφού για μένα έχει γίνει πλέον, κι αυτό, εικόνισμα ιερό κι ένας κρίκος δυνατός και ακατάλυτος που με συνδέει με το «χθες» του πατρικού μου σπιτιού και της ζωής μου.

Είναι από ξύλο κόντρα – πλακέ και το είχε αγοράσει ο μερακλής ο πατέρας μου, ο Παναγιώτης, από το κατάστημα της «ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ» στις καμάρες της Σπάρτης, στα 1963.  Παριστάνει το εσωτερικό ενός παλιού χωριάτικου σπιτιού με τζάκι. Μπροστά στο τζάκι, που είναι αναμμένο, κάθεται σε χαμηλό σκαμνί ένας παππούς ασπρομάλλης με πουκαμίσα του παλιού καιρού, φεσάκι, χοντρό μάλλινο παντελόνι, άσπρες μάλλινες κάλτσες και γουρνοτσάρουχα, με τα χέρια του απλωμένα προς το τζάκι για να τα ζεστάνει. Πίσω του ο εγγονός, κοκκινοντυμένος, τον αγκαλιάζει στοργικά. Στο πλάι η εγγονούλα του με τη λουλουδάτη νυχτικιά της, καθισμένη κατάχαμα στο υφασμένο στον αργαλειό χαλάκι, ζεσταίνεται κι αυτή με τεντωμένες τις παλάμες προς τη φωτιά και πίσω της μια μαύρη γατούλα παίρνει και εκείνη το μερίδιό της απ’ τη γλυκιά θαλπωρή. Ψηλά στη γωνιά του τοίχου η εικόνα της Παναγίας της Βρεφοκρατούσας αγναντεύει, χαμογελά κι ευλογεί.

Το ημερολόγια αυτό κρεμάστηκε στο «χειμωνιάτικο» του πατρικού μου σπιτιού, στον τοίχο, ανάμεσα στο τζάκι και στο ντιβάνι που κοιμούνταν ο πατέρας και η μάνα μου  κι έμεινε εκεί κρεμασμένο μέχρι το 1985 που γκρεμίσαμε το παλιό το σπίτι. Έζησε τόσα πολλά χρόνια γιατί αγαπήθηκε από την πρώτη στιγμή από ολόκληρη την οικογένεια, ιδιαίτερα από τα παιδιά, γιατί έμοιαζε τόσο πολύ το σπίτι του ημερολογίου με  το δικό μας το σπίτι, ώστε δεν ήταν ποτέ δυνατό να σκεφτεί κάποιος να το καταργήσει ή να το αντικαταστήσει.Το μόνο που κάναμε ήταν να αγοράζουμε και να κολλάμε κάθε χρόνο πάνω του τα χαρτάκια του νέου ημερολογίου.

Το διέσωσα από τα ερείπια του παλιού σπιτιού και το πήρα μαζί μου στο νέο  σπίτι. Το έβαλα στο εικονοστάσι και κάθε πρωί, τελετουργικά, ξεκολλάω το χαρτάκι της μέρας που πέρασε, διαβάζω τα στιχάκια στο πίσω μέρος και πληροφορούμαι τα στοιχεία της νέας μέρας, αφού χαϊδέψω πρώτα με το βλέμμα μου το σπιτάκι, τον παππού και τα εγγόνια, τη γατούλα, το τζάκι, το εικόνισμα και τις κόρδες της σκεπής, ανάβοντας ένα μελισσοκέρι μνήμης στα χρόνια που πέρασαν και στους ανθρώπους της οικογένειας που λείπουν. Μια μέρα μάλιστα ανακάλυψα στο πίσω μέρος του ημερολογίου, γραμμένες από το χέρι της μητέρας μου πάνω στο κόντρα πλακέ με μολύβι, ημερομηνίες που προφανώς είχε θεωρήσει σημαντικές για κάποιους λόγους που κανείς δε θυμάται πια:

12 Μαΐου…, 19 Απριλίου…,  6 Ιουνίου …

Μακάρι, κάποιο απ’ τα παιδιά μου να το «δανειστεί» αυτό το παλιό ημερολόγιο όταν έρθει η ώρα και να περνά από χέρι σε χέρι και από γενιά σε γενιά λέγοντας τις ιστορίες που έχει δει και ακούσει στο διάβα τόσων χρόνων.

Λένε, μερικοί, πως από καιρού εις καιρόν, πρέπει να αδειάζουμε τη ζωή μας από το παλιό για να έρθει το καινούριο. Μπορεί να είναι κι έτσι. Όμως εγώ δεν μπορώ να έχω μια ζωή προσηλωμένη στο καινούριο. Θέλω, κάτω στα θεμέλια, να έχω τα παλιά δοκιμασμένα ντουβάρια, για να αντέχει η ζωή στους σεισμούς και τις τρικυμίες, να ξέρω από πού έρχομαι και πού πάω.

«Μικρά ενθύμια αναζητούμε όλοι,

για να κρατήσουμε μέσα στη μνήμη μας

στιγμές εφήμερες που μας άγγιξαν,

γιατί σκεφτήκαμε τον άλλο «άλλο»,

που περίμενε την σκέψη του ενός,

για να χαρεί τη ζωή του,

που δεν θα είχε κανένα νόημα

δίχως αυτή τη λεπτομέρεια,

στην οποία ένας άγνωστος

δεν θα έδινε καμία σημασία,

διότι δεν ξέρει τι μπορεί να δει

αυτός που δεν κοιτάζει μόνο με τα μάτια

αλλά και με την καρδιά.»

(Ν. Λυγερός)

1-1-2019
Βαγγέλης Μητράκος


Οδός Εμπόρων