Vekrakos
Spartorama | «Οι Χαρταετοί της Καρδιάς μας», από τον Βαγγέλη Μητράκο

«Οι Χαρταετοί της Καρδιάς μας», από τον Βαγγέλη Μητράκο

Ευάγγελος Μητράκος 09/03/2019 Εκτύπωση Άρθρα Δημοτικά
«Οι Χαρταετοί της Καρδιάς μας», από τον Βαγγέλη Μητράκο
«Πραγματικά, οι «ουρανοί ήταν δικοί μας»: Δεκάδες αϊτοί, με διάφορα χρώματα, σχήματα και μεγέθη, αδερφωμένοι στα ψηλά, ζωγράφιζαν τον ουρανό με τα χρώματά τους»
Οδός Εμπόρων

Οι δικές μας οι Απόκριες ήταν χειροποίητες, πραγματικό κομμάτι της ψυχής μας. Όλα ανθρώπινα, γήινα, φυσιολογικά, ελληνικά και πατροπαράδοτα. Με το που άνοιγε το Τριώδιο, οίστρος αποκριάτικος μας έπιανε όλα τα παιδιά της γειτονιάς. Πρώτα  απ’ όλα τρέχαμε να βρούμε καλάμια ξερά στον Ευρώτα ή στη Μαγουλίτσα, για να φτιάξουμε τους αϊτούς μας. Το φτιάξιμο του αϊτού ήταν μια προσπάθεια συνεργατική. Παρέες-παρέες, στις αυλές των σπιτιών, απλώναμε τα συμπράγκαλά μας και δουλεύαμε, όλοι μαζί, για τον βασιλιά της αποκριάς, τον αϊτό.

Σπάζαμε το καλάμι, βγάζαμε λεπτές βέργες, τις ξύναμε με μαχαίρι να γίνουνε φίνες, ίσιες κι ελαφριές, τις στερεώναμε στη μέση με ένα καρφί και με σπάγκο και σχηματίζαμε ένα κανονικό εξάγωνο. Γύρω – γύρω από το καλαμένιο εξάγωνο τυλίγαμε και τεντώναμε σπάγκο ώστε να σχηματιστεί η βάση, που πάνω της θα κολλάγαμε το χαρτί του αϊτού. Τον σπάγκο τον αγοράζαμε από τα μπακάλικα της γειτονιά και το χαρτί, τις κόλλες τις χρωματιστές, από τα βιβλιοπωλεία-χαρτοπωλεία της εποχής, του Λαμπρόπουλου, του Σαμπατάκου, του Κουτσοβίτη, του Παπαγιαννόπουλου κ.α.  Ο αϊτός μας μπορεί να γινόταν με ένα χρώμα κόλλας ή με περισσότερα, ανάλογα με τα γούστα του καθένα αλλά και με την τέχνη που κατείχε. Το χαρτί το κολλάγαμε πάνω στον σπάγκο του σκελετού με αλευρόκολλα. Μετά φτάχναμε τα ζύγια, που έπρεπε να είναι καλά μετρημένα για να πετά ο αϊτός χωρίς να κάνει «καπάκι» (να χάνει, δηλαδή, τον αέρα) και χωρίς να  κάνει «μυτιές», ν’ αρχίζει, δηλαδή, να στρίβει απότομα δεξιά κι αριστερά, να κάνει κωλοτούμπες και να καρφώνεται, τελικά, στο έδαφος. Ύστερα από τα ζύγια ερχόταν η σειρά της ουράς. Η ουρά ήταν η μεγάλη τέχνη για να πετάει ψηλά  ο αϊτός, όρθιος και καμαρωτός, χωρίς προβλήματα με τον αέρα, όσο δυνατός κι αν ήτανε. Εμείς φτιάχναμε ουρές διπλές  και αρκετά μακριές, γιατί η κοντή ουρά δεν στέριωνε καλά τον αϊτό στα ψηλώματα του ουρανού.  Μετράγαμε, λοιπόν, με το σπάγκο το μάκρος  της ουράς, κόβαμε ομοιόμορφα κομμάτια, σε διάφορα χρώματα, από τις χαρτοκόλλες, τα διπλώναμε «φυσαρμόνικα», όπως η φυσούνα του ακορντεόν, τα ψαλιδίζαμε ώστε να γίνουν λεπτά κατσαρά κρόσσια και ύστερα, με αλευρόκολλα, τα κολλάγαμε κατά μήκος του σπάγκου της ουράς. Στο τέλος, με τον ίδιο τρόπο, φτιάχναμε και μια μακριά «φούντα», την οποία δέναμε στη μέση τού κάτω μέρους της ουράς, ΚΑΙ για ομορφιά, αλλά ΚΑΙ για να «κεντράρει» το πέταγμα του αϊτού.  Μερικοί, που θέλανε στολισμένους τους αϊτούς τους, βάζανε τέτοια σιρίτια και γύρω από τον αϊτό, καθώς και δυο φούντες, μικρότερες, τα «σκουλαρίκια», μια δεξιά και μια αριστερά. Ήτανε και κάποια παιδιά «μαστόροι» που ξέρανε και φτιάχνανε αϊτούς «αστεράκια». Όποιος είχε αϊτό «αστεράκι» καμάρωνε, και με το δίκιο του, αφού ξεχώριζε ανάμεσα στους άλλους για την ομορφιά του, όπως η μύγα μες στο γάλα.  Με ειδική τεχνική,  μετά, τυλίγαμε τον σπάγκο σε ένα ξύλο κοντό και καλοφτιαγμένο με το μαχαίρι, με μια ειδική τεχνική (πάνω – κάτω, δεξιά –αριστερά) ώστε να σχηματίζεται ένα μακρόστενο κουβάρι (καλούμπα), που με τον τρόπο που ήτανε τυλιγμένο, δεν κινδύνευε να μπερδευτεί  όταν «αμολάγαμε» τον αϊτό. Όταν  όλα ήταν έτοιμα, βγαίναμε στις αλάνες της γειτονιάς, σε χωράφια που είχαν ανοίγματα χωρίς δέντρα  και, κυρίως, στο προαύλιο του Γυμνασίου Αρρένων Σπάρτης, για να «αμολήσουμε» τους αϊτούς μας.

Για να πετάξει ο αϊτός χρειαζόσουνα έναν βοηθό για να στον  «κρατήσει». Έπιανε τον αϊτό ο βοηθός από τα καλάμια και απομακρυνόταν, ενώ εσύ είχες παρατήσει κάτω την καλούμπα και άφηνες τον σπάγκο να ξετυλίγεται μέσα από τη χούφτα και τα δάχτυλά σου. Όταν ο βοηθός, με τον αϊτο στα χέρια έφτανε σε ικανή απόσταση, σταματούσε και τον σήκωνε ψηλά. Εσύ, έχοντας τεντώσει ελαφρά το σπάγκο περίμενες τον κατάλληλο αέρα. Όταν ένιωθες ότι φυσούσε αρκετά δυνατά, φώναζες στον βοηθό «άστον» και την ίδια στιγμή  μάζευες τον σπάγκο με γρήγορες κινήσεις, ώστε να αναγκάσεις τον αϊτό  «να σηκωθεί». Αν είχες χώρο μπορούσες, αντί να μαζεύεις τον σπάγκο, να τρέξεις γρήγορα τραβώντας τον αϊτό. Τέλος πάντων, όταν ο αϊτός «έπαιρνε» έβρισκε, δηλαδή, ρεύμα αέρα και σταθεροποιούταν ψηλά, άρχιζες, σιγά- σιγά και ανάλογα με το τράβηγμα του αϊτού, να αφήνεις σπάγκο, να σταματάς λίγο, να ξανατραβάς μαλακά, και πάλι και πάλι, για «να ξαναβρεί τον αέρα του» ο αϊτός, μέχρις ότου τελειώσει το κουβάρι  και  έρθει, μόνο του, το ξύλο της καλούμπας στο χέρι σου. Έκανες τα τελευταία μαλακά τραβήγματα για να έρθει ο αϊτός στην καλύτερη και ψηλότερη θέση του  και  ύστερα ερχότανε η στιγμή της μεγάλης απόλαυσης: Να καμαρώνεις τον δικό σου αϊτό να έχει κατακτήσει τα ουράνια, να νιώθεις το τρυφερό τράβηγμά του από το σπάγκο, σα να σου ζητάει να τον αφήσεις να πάει ακόμα πιο ψηλά  και ν’ ακούς τα σιρίτια της ουράς και τις φούντες του να θροΐζουν δυνατά, σαν να είσαι μέσα σ’ ένα  δάσος, ξαπλωμένος κάτω από μια βελανιδιά ή από ένα πεύκο και ν’ ακούς, με κλειστά τα μάτια, τον αέρα να τραγουδάει μέσα από τα φυλλώματα. 

Το πέταγμα του αϊτού στο προαύλιο του Αρρένων ήτανε πραγματική απόλαυση, αφού είχαμε πολύ χώρο, χωρίς δέντρα, σπίτια, κολώνες της ΔΕΗ και άλλα εμπόδια. Εκτός απ’ αυτό, μπορούσαμε να καθόμαστε αναπαυτικά στις κερκίδες του προαυλίου και να απολαμβάνουμε το πέταγμα του αϊτού μας ή, ακόμα καλύτερα, αν φύσαγε νοτιάς, να ξαπλώνουμε στο χορτάρι που φύτρωνε στο κάτω μέρος του προαυλίου, να δένουμε τους αϊτούς στα κάγκελα και … να ονειρευόμαστε. Γιατί …πώς το ’πε κάποιος:  "…Όποιος δεν έπαιξε ποτέ του χαρταετό, δεν κοίταξε όσο χρειάζεται ψηλά».  Πραγματικά, οι «ουρανοί ήταν δικοί μας»:  Δεκάδες αϊτοί, με διάφορα χρώματα, σχήματα και μεγέθη, αδερφωμένοι στα ψηλά, ζωγράφιζαν τον ουρανό με τα χρώματά τους. Ήταν τόση η χαρά μας, που νιώθαμε την ανάγκη να στείλουμε μήνυμα στον αϊτό μας  με «τηλεγράφημα». Το «τηλεγράφημα» δεν ήταν άλλο παρά ένα απλό τετράγωνο χαρτάκι, που το κόβαμε από ένα φύλλο του τετραδίου μας.Το σχίζαμε μέχρι τη μέση και μετά περνάγαμε τη σχισμή στον τεντωμένο σπάγκο του αϊτού. Το χαρτάκι αυτό, το «τηλεγράφημα», με τον αέρα και με τα μικρά τραβήγματα του σπάγκου που κάναμε, ανέβαινε σιγά – σιγά μέχρι τον αϊτό, μεταφέροντάς του τα χαιρετίσματα της γης.

Φυσικά, η προσπάθεια του καθένα, ήταν να πετάξει τον αϊτό του ψηλότερα από τους άλλους. Αυτό ήτανε θέμα μαεστρίας, αλλά, κυρίως, θέμα σπάγκου: Όποιος  είχε μεγαλύτερο χαρτζιλίκι και μπορούσε να αγοράσει  πιο πολλά κουβάρια σπάγκο, ήτανε, συνήθως, ο νικητής. Μερικοί, μάλιστα, «μαστόροι» του πετάγματος, με κατάλληλα τραβήγματα του σπάγκου, καταφέρνανε να φέρουνε τον αϊτό τους, ακριβώς από πάνω από τον αϊτό του ανταγωνιστή τους και τότε του λέγανε την ταπεινωτική, γι’ αυτόν, φράση: «Σε κατούρησα»!!! Μερικές φορές, στο Γυμνάσιο «είχαμε προβλήματα» με τον κυρ-Βούλη, τον επιστάτη, ο οποίος ήθελε να μας βγάλει από το προαύλιο, αλλά εμείς είχαμε πάντα  τον τρόπο να τον «καταφέρνουμε».  Δεν έλειπαν, βέβαια,  και τα «ατυχήματα»: Επειδή οι αϊτοί ήταν πολλοί και πετούσαν κοντά ο ένας με τον άλλον, μπερδεύονταν μερικές φορές οι σπάγκοι και τότε, αν τα παιδιά που τους πετούσαν δεν κατάφερναν να τους «ξεμπλέξουν», κατέληγαν  ΚΑΙ οι δύο αϊτοί στο έδαφος, ενώ οι κάτοχοί τους «πλακώνονταν» για το ποιος έφταιγε.  Μερικοί αϊτοί κακοφτιαγμένοι ή με ελαττωματικά ζύγια και «κακή» ουρά, όταν φυσούσε δυνατά, άρχιζαν να κάνουν «μυτιές» και, πολλές φορές, καρφώνονταν στο χώμα, με τόση δύναμη, που έσπαζαν τα καλάμια τους. Όταν βλέπαμε τέτοιους αϊτούς, απομακρύναμε τους δικούς μας από κοντά τους, γιατί την ώρα που έκαναν τις μυτιές, μπορεί να μπέρδευαν κάποιον διπλανό αϊτό και να τον έριχναν κι αυτόν.  Άλλες φορές ο «στρατηγός άνεμος» έπαιζε μαζί μας άσχημα παιχνίδια: Μερικές φορές που φυσούσε πολύ δυνατά μπορούσε να μας πληγιάσει το χέρι όταν αφήναμε σπάγκο, να κόψει, ακόμα, τον σπάγκο ή να μας πάρει το κουβάρι από το χέρι και τότε ο αϊτός έφευγε ακυβέρνητος για να καταλήξει, ένας Θεός  ξέρει πού. Τότε τα παιδιά «κυνηγούσαν» τον αϊτό, αλλά σπάνια τον έβρισκαν  για να τον μαζέψουν. Άλλες φορές «έπεφτε» ο αέρας και τότε ο αϊτός  «έχανε τον αέρα του», ο σπάγκος «έκανε κοιλιά» και ο αϊτός άρχιζε «να πέφτει» με κινήσεις όλο νάζι, πότε δεξιά – πότε αριστερά. Και τότε έπρεπε, πριν σου «πέσει» τελείως ο αϊτός, με γρήγορες και αποφασιστικές κινήσεις, να  «μαζεύεις σπάγκο» ώστε να ανεβεί ο αϊτός, ελπίζοντας να «βρει αέρα» και να παραμείνει ψηλά. Αν όχι, εσύ μάζευες σπάγκο, ο αϊτός συνέχιζε να πέφτει και στο τέλος ο εκείνος βρισκόταν πεσμένος  στο χώμα κι εσύ είχε μπροστά σου απλωμένο, αμάζευτο, μπερδεμένο σπάγκο, τον οποίο έπρεπε να ξαναμαζέψεις στην καλούμπα και να ξαναρχίσεις το πέταγμα από την αρχή.

Αν πετούσες αϊτό σε αλάνα, χωράφι ή σε κάποιο δρόμο κινδύνευες να «πιαστεί» ο αϊτός ή η ουρά του ή ο σπάγκος στα καλώδια της ΔΕΗ  ή σε κάποιο δέντρο ή σε κάποιο σπίτι και να παραμείνει εκεί μέχρι να λιώσουν «τα κόκαλά του», σημάδι μια ήττας που κανείς δεν ήθελε ποτέ. Το πρόβλημα με τα καλώδια της ΔΕΗ ήταν τόσο μεγάλο κι επικίνδυνο, που η ΔΕΗ αναγκαζόταν να βγάζει  (και βγάζει ακόμα) προειδοποιητικές ανακοινώσεις  και αφίσες: «Μην πετάτε χαρταετό κοντά σε ηλεκτροφόρα καλώδια».

Το πέταγμα του αϊτού συνεχιζόταν και μετά τις απόκριες, φτάνοντας μέχρι κοντά το  Πάσχα. Τότε, οι αϊτοί μαζεύονταν προσεχτικά και αποθηκεύονταν μέχρι να ’ρθουν οι  άλλες Απόκριες.

Σήμερα, αϊτό πετάνε, για το έθιμο,  μόνο την Κυριακή της Αποκριάς, άντε και την Καθαρή Δευτέρα, και μάλιστα αϊτούς «ετοιματζήδικους» (μισή χαρά) αγορασμένους από τα μαγαζιά. Κάποια παιδιά όμως των 60 των 70 και των 80 χρόνων, εξακολουθούν, κάθε που ανοίγει το Τριώδιο, να βγάζουν από τα  μπαούλα της καρδιάς  τούς παλιούς χαρταετούς  που με ευλάβεια πολλή έχουν εκεί φυλαγμένους και να τους πετάνε ψηλά, ως τον ήλιο, έτσι όπως έκανε στο παλιό αλφαβητάρι, από την ταράτσα του σπιτιού του, ο «αδερφούλης μας» ο Μίμης με το ριγέ μπλουζάκι, το κοντό παντελονάκι και το κοντοκουρεμένο κεφάλι, πλάι στην αδελφή του την Άννα,  που τα μαλλιά της «τ’ ανέμιζε ο αγέρας στα ζερβά». 

«Είδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγκοι ν’ ανεβαίνει στα ουράνια; Ε, λοιπόν, ούτε είδες ούτε θα ματαδείς ένα τέτοιο θάμα. Αρχινούσανε την Καθαρή Δευτέρα – ήτανε αντέτι – και συνέχεια την κάθε Κυριακή και σκόλη, ώσαμε των Βαγιών. Από του Χατζηφράγκου τ’ Αλάνι κι από κάθε δώμα κι από κάθε ταρλά του κάθε μαχαλά της πολιτείας, αμολάρανε τσερκένια. Πήχτρα ο ουρανός. Τόσο, που δε βρίσκανε θέση τα πουλιά. Για τούτο, τα χελιδόνια τα φέρνανε οι γερανοί μονάχα τη Μεγαλοβδομάδα, για να γιορτάσουνε την Πασχαλιά μαζί μας. Ολάκερη τη Μεγάλη Σαρακοστή, κάθε Κυριακή και σκόλη, η πολιτεία ταξίδευε στον ουρανό. Ανέβαινε στα ουράνια και τη βλόγαγε ο Θεός. Δε χώραγε στο μυαλό σου πώς μπόραγε να μένει κολλημένη χάμω στη γης, ύστερα από τόσο τράβηγμα στα ύψη».

Κοσμάς Πολίτης - «Στου Χατζηφράγκου»

 

Σπάρτη 8-3-2019
Βαγγέλης  Μητράκος


Οδός Εμπόρων