Vekrakos
Spartorama | Μάνη: «Η τελευταία μεγάλη βεντέτα Καουριάνων - Κουρικιάνων»

Μάνη: «Η τελευταία μεγάλη βεντέτα Καουριάνων - Κουρικιάνων»

Πηγή 22/10/2017 Εκτύπωση Άρθρα Ιστορία Λακωνία
Μάνη: «Η τελευταία μεγάλη βεντέτα Καουριάνων - Κουρικιάνων»
«Μα αδερφός τον αδερφό ρε κορώνια;» αναρωτήθηκε και ένα δάκρυ έτρεξε από τα μεγάλα μάτια του
Οδός Εμπόρων

Φτάσαμε στον Πύργο Διρού  αργά το βράδυ μετά από κοπιαστικό ταξίδι. Γνωρίζαμε μια όμορφη απομονωμένη ταβερνούλα στο δρόμο που οδηγεί στα Σπήλαια και καθίσαμε να ξαποστάσουμε και να πάρουμε ένα κομμάτι ψωμί. Μάθαμε ότι η ταβέρνα ήταν της κυρίας Αθηνάς της Κολοκούρη, έτσι την γνώριζαν όλοι. Εδώ στη Μέσα Μάνη, δεν κρατούν την επιγραφή των καταστημάτων, όπως συμβαίνει στην ΑΘήνα. Δεν λένε π.χ. «Το Αρχοντικό» ή η «Στάνη»!! Στη Μάνη τα μαγαζιά τα ξεχωρίζουν από το όνομα του ιδιοκτήτη τους. «Της Αθηνάς της Κολοκούρη, του Παναγιώτη του Κριαλάκου, του Μπέη, του Λάουλα κ.α.» 

Παραγγείλαμε το παραδοσιακό σύγκλινο, λίγα χόρτα και μια σαλάτα συνοδευόμενα όλα με μια κούπα κρασί. Απέναντι μας κάθονταν ένας ηλικιωμένος άντρας φορώντας ένα ψάθινο καπέλο δυο φορές μεγαλύτερο από το κεφάλι του. Ξένους όπως μας έβλεπε καταλαβαίναμε ότι κάτι ήθελε να μας πει! 

«Από ποιο χωριό  είστε βρε κορώνια;» μας ρώτησε μην αντέχοντας άλλο να περιμένει για να λύσει την περιέργεια του! 

Έχοντας ξαναέρθει στην Μάνη, γνωρίζαμε και τους ιδιωματισμούς των φράσεων τους αλλά και την συνήθεια που έχουν οι ντόπιοι να ξέρουν τα πάντα! 

«Επισκέπτες είμαστε μπάρμπα..» του απαντήσαμε ορθά-κοφτά, «όμορφος τόπος η Μάνη», ολοκληρώσαμε, πριν προλάβει να αθρώσει λέξη από το γεμάτο ούλα στόμα του, που μάχονταν να κρατήσουν ένα δόντι που του είχε απομείνει. 

«Όμορφος είναι μα και άγριος, σκληρός..», μας απάντησε, με ύφος κάπως βλοσυρό και αινιγματικό. 

Αφού τον προσκαλέσαμε πήρε το ποτήρι του, ήρθε στο τραπέζι μας και προσφέροντας του λίγο κρασί και ένα μεζέ τον προτρέψαμε να μας πει τι εννοούσε! 

Ο παππούς ξεκίνησε με καμάρι την ιστορία του και εμείς τον ακούγαμε προσεκτικά: 

«Ο τόπος αυτός εκτός από την περηφάνια και την ανεξαρτησία του έχει κουρασθεί από τις άπειρες μάχες μεταξύ των οικογενειών. Ενωμένος ήταν μόνο όταν είχε να αντιμετωπίσει τους ξετσίπωτους και άθρησκους τούρκους (..) λες ο διάβολος τους έβαζε να σκοτώνονται ολημερίς και ολονυκτίς για ένα κομμάτι γης και για εγωϊσμό!! Κρατήσανε την Μάνη μακριά από την εξέλιξη και ο τόπος μας παραμένει ακόμα και σήμερα χωρίς ανάπτυξη.» 

Ήταν ειλικρινής, το ύφος του είχε ένα παράπονο που μόνο σε ξένους μπορούσε να το βγάλει. Παρά του ότι το ανάστημα του ήταν μεγάλο και το πρόσωπο του  καθαρό, αν και είχε τα χρονάκια του, εντούτοις έβγαζε μια εικόνα φιλήσυχου ανθρώπου διαφορετικού από αυτούς τους Μανιάτες που διαβάζουμε στην ιστορία. Τους πολεμοχαρείς, τους εγωϊστές τους βάνδαλους! 

Ήπιε μια κούπα κρασί, τσίμπησε λίγο σύγκλινο μασώντας το με δυσκολία και συνέχισε: 

«Η Μάνη, κορώνια μου, ταλαιπωρήθηκε από τις ατέλειωτες βεντέτες που όμοιες τους δεν υπάρχουν σε ολόκληρο τον κόσμο. 

Την περηφάνια και το αήττητο του τόπου δεν τους αρκούσε να το δείχνουν στον εχθρό, το επέβαλαν και μεταξύ τους. Εδώ στη Μάνη επικρατούσε το δίκιο του ισχυρού!! 

Ρωτήστε τους Κοιτιάτες (σημ:  Από την Κοίτα) να ζας σε πουν για τους Νικλιάνους! (..) 

Όποια οικογένεια έβαζε τα στήθη της και δεν έσκυβε μπροστά τους άνοιγε αμέσως πόλεμο μαζί τους! Τα τουφέκια άναβαν και αθώοι άνθρωποι εσκοτώνονταν! Θα έπρεπε ή να σκοτωθούν ή να γίνουν αχαμνόμεροι (σημ: ανεκτικοί, υπόδουλοι)!! 

Ο γέροντας φύσηξε με δύναμη, και συνέχισε: 

«Η μεγαλύτερη βεντέτα, η πιο αιματηρή  μα και η τελευταία ήταν αυτή των Καουριάνων και των Κουρικιάνων που συνέβη στην Κοίτα στα τέλη του 19ου αιώνα. 

Ο αγώνας της αντεκδίκησης ανάμεσα στις φαμίλιες, άδειασε όλο το χωριό από όλους τους κατοίκους και έμεναν μόνο εκείνοι που μάχονταν. Όλα τα γύρω χωριουδάκια αντηχούσανε απ΄τους γνωστούς ήχους των κανονιών, τους εκσφενδονιζόμενους βράχους και το θρυμμάτισμα των μαρμάρινων στέγων. Κανείς πέρα από τον δάσκαλο (είχε σεβασμό και από τα δύο μέρη) δεν μπορούσε να περάσει τον δρόμο, δίχως να φωνάξει: «Μην πυροβολείτε. Είμαι ουδέτερος»!! Όλη η Μάνη μα και η χώρα ήταν στο πόδι. Οι κάτοικοι σε όλα τα χωριά είχαν μαζέψει σε αποθήκες τρόφιμα και τις πιθάρες νερό από τις στέρνες τους για να μην μετακινούνται και φάνε καμιά αδέσποτη σφαίρα. Τα μαγαζιά στη Μέσα Μάνη είχαν κλείσει. Όλοι ζούσαν με το φόβο. 

Όσοι μου τα έχουν διηγηθεί το έκαναν με σπαραγμό καρδιάς», συμπλήρωσε με μελαγχολικό ύφος πίκρας και αγανάκτησης για αυτά που έχουν συμβεί στον τόπο. 

«Μα αδερφός τον αδερφό ρε κορώνια;» αναρωτήθηκε και ένα δάκρυ έτρεξε από τα μεγάλα μάτια του! 

Δικαιολογημένο το συναίσθημα αλλά εμείς θέλαμε να μάθουμε τη συνέχεια την οποία δεν άργησε να μας πει: 

«Ενημερώθηκε ο πατριώτης μας πρωθυπουργός Κουμουνδούρος. Για να σταματήσει το κακό, έστειλε δύναμη χωροφυλακής προκειμένου να σταματήσει τους Καουριάνους που θεωρούνταν υπαίτιοι του κακού διότι επιτέθηκαν πρώτοι. 

Η χωροφυλακή νικήθηκε με βαριές απώλειες και μιλούσε με σεβασμό «για αυτούς τους ανθρώπους του σιδήρου και του αίματος». Τελικά οι Καουριάνοι νικήθηκαν από μια πολιορκητική δύναμη από τετρακόσιους τακτικούς στρατιώτες και πυροβολικό κι αναγκάσθηκαν να παραδοθούν». 

Γυρνά ο γέροντας και μας κοιτά με ύφος κάπως επιθετικό: 

«Μη φανταστείτε ότι τους βασάνισαν; Τους φέρθηκαν ευγενικά, απλά απαίτησαν να σταματήσει εδώ το κακό»!!! 

«και τι έγινε, σταμάτησε το κακό;», τον ρωτήσαμε με αγωνία σαν κάτι μαθητούδια που ρωτούν την δασκάλα τους να τους πει πότε είναι η επόμενη αργία. 

«Ναι , σταμάτησε», μας είπε και συνέχισε «οι αιώνες αναρχίας μετά από εκείνα τα σκοτεινά χρόνια της Μάνης έλαβε τέλος. Κάποια μικρά περιστατικά δεν έχουν καμία σημασία. Σταμάτησαν και οι διακρίσεις με τους αχαμνόμερους και όλοι ζούσαν ειρηνικά και μάλιστα μαζεύονταν στις ρούγες τα βράδια και λέγαν ιστορίες γελώντας και διασκεδάζοντας.» 

Η νύχτα είχε απλωθεί σε όλο το μεσσηνιακό κόλπο. Κάπου-κάπου φαίνονταν αυτοκίνητο στο δρόμο έξω από την ταβέρνα της κυρά Αθηνάς. Ο μπάρμπας συγκινημένος μας χαιρέτησε και μας έδωσε ραντεβού μιαν άλλη φορά. Τα μάτια του είχαν ζαρώσει από την κούραση όλης της ημέρας. Σηκώθηκε , πήρε το μαγκουράκι του μας έγνεψε φιλικά. 

Κι εμείς σηκωθήκαμε να φύγουμε ευχαριστώντας την κυρά Αθηνά για την περιποίηση. 

Στο δρόμο προς τον Γερολιμένα περάσαμε από την Κοίτα και μας ήρθαν στο νου όλα όσα μας είχε πει ο γέροντας για  την διαμάχη Καουριάνων και Κουρικάνων. Κοιτάζοντας τους ψηλούς σκοτεινούς πύργους θεωρούσαμε σίγουρο ότι κάποιος Κουρικάνος θα ξεπροβάλλει για να μας αναγνωρίσει και αλίμονο εάν είμασταν… Καουριάνοι!

omorfimani.gr


Οδός Εμπόρων