Vekrakos
Spartorama | Ένας ποιητής λέει «Όχι». Ο Νικηφόρος Βρεττάκος στο μέτωπο

Ένας ποιητής λέει «Όχι». Ο Νικηφόρος Βρεττάκος στο μέτωπο - video

Πηγή 28/10/2017 Εκτύπωση Άρθρα
Ένας ποιητής λέει «Όχι». Ο Νικηφόρος Βρεττάκος στο μέτωπο
«Δεν είμαστε πια άνθρωποι. Χαμένοι σερνόμαστε από λόφο σε λόφο. Τ’ αυτιά μας βουίζαν από την πείνα. Είμαστε φριχτοί στην όψη. Τα μάτια μας είναι κατακόκκινα από την αϋπνία και τον πυρετό»
Οδός Εμπόρων

Το 1962 ο μεγάλος μας ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος είναι συνεργάτης του περιοδικού Δρόμοι της Ειρήνης, μηνιαίας έκδοσης της «Επιτροπής δια την Διεθνή Ύφεσιν και Ειρήνην» (ΕΕΔΥΕ). Στο περιοδικό αρθρογραφεί (από το 1958) ο δημοσιογράφος Γιάννης Θεοδωράκης, αδελφός του Μίκη και στιχουργός πολλών όμορφων μελοποιημένων από τον Μίκη τραγουδιών. Η συνάντηση των δυο αντρών, που έγινε με την ευκαιρία της επετείου της 28ης Οκτωβρίου, είχε ως αποτέλεσμα το κείμενο με τις αυτοβιογραφικές αναμνήσεις του ποιητή που παρουσιάζουμε σήμερα. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Δρόμοι της Ειρήνης (πηγή: Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας) τον Οκτώβρη του 1962. 

-------

Τι κάνει άραγε ένας ποιητής όταν βρίσκεται στον πόλεμο; Ιδού ή απορία! Αν είσαστε ζωγράφος ίσως τον στήνατε όρθιο πάνω σ’ ένα κανόνι. Στο ένα χέρι να κρατάει τον πάπυρο, στο άλλο τη γραφίδα. Το βλέμμα του γεμάτο εγκαρτέρηση, αλλά και αστραποβόλο, να ατενίζει τον ουρανό. Κάτω, μπροστά στο κανόνι, μια τρομερή μάχη σε πλήρη εξέλιξη. Ο τίτλος που θα άρμοζε σ’ ένα τέτοιον πίνακα θα ήταν ίσως: «Ποιητής συνθέτων έπος» ή κάτι παρόμοιο. 

Η σύλληψη, πρέπει να το ομολογήσετε, δεν είναι μεγαλοφυής. Και δεν είναι τέτοια γιατί είναι συνηθισμένη. Αιώνες τώρα βλέπουμε ποιητές να συνθέτουν έπη καβάλα σ’ ένα κανόνι ή σ’ ένα σύννεφο. Αλλά ακόμα, δεν είναι και αληθινή. Τουλάχιστον για τον καιρό μας. Όχι τόσο γιατί εφευρέθηκαν τα αντιαεροπορικά, οπότε ούτε στα σύννεφα δεν είναι κανείς ασφαλισμένος, όσο, γιατί στη μάχη είτε ποιητής είσαι, είτε μαθηματικός, δυο πράγματα μόνο μπορείς να κάνεις: Ή να πολεμήσεις ή… να το βάλεις στα πόδια. 

Ευτυχώς για την Ελλάδα, οι Έλληνες δεν είν’ απ’ αυτούς που το βάζουν στα πόδια. Βέβαια υπάρχουν και τέτοιοι. Είναι όμως ελάχιστοι και οι… εκλεκτοί. Στους τελευταίους ζήτημα να βρεις έναν ποιητή. Ε! Τι διάβολο, ένας, έτσι για δείγμα, θα υπάρχει. Κι αλήθεια υπάρχει.

(…) 

Αλλ’ ας αφήσουμε τους κουραμπιέδες κι ας έρθουμε στους άλλους, στους πολλούς. Σ’ εκείνους πού όταν στις 28 του Οκτώβρη οι καμπάνες του συναγερμού διαλαλούσαν πως ο Β΄παγκόσμιος πόλεμος έφτασε στη χώρα μας, δε σκέφτηκαν κανέναν άλλο κίνδυνο εκτός από τον κίνδυνο που διέτρεχε η πατρίδα. 

Ένας απ’ αυτούς τους τελευταίους είναι κι ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος. Ασφαλώς όλοι σας θα ξέρετε τον εκλεκτό ποιητή. Άλλοι απ’ τα βιβλία του, άλλοι από τις εφημερίδες, άλλοι από το χρονογράφημά του στους «Δρόμους» κι άλλοι πάλι μόνο, απ’ τη φήμη του ονόματός του. Όμως όσοι είχατε την τύχη να τον γνωρίσετε από κοντά, δεν είναι δυνατόν να μη διαπιστώσατε ότι αυτός ο ποιητής ξεχειλίζει από μια παράξενη καλοσύνη. Το ζεστό βλέμμα του, η ήρεμη μα όλο σιγουριά φωνή του και το παιδικό του χαμόγελο σε κάνουν να στοιχηματίζεις πως αυτός ο άνθρωπος είναι γέννημα και θρέμμα της αγάπης και της ειρήνης. 

Κάθομαι απέναντί του. Προσπαθώ να τον φανταστώ με το κράνος, με τη λόγχη, με το πολυβόλο. Στέκεται αδύνατο. Μα κι όταν κάποτε, βάζοντας όλη τη δύναμη της φαντασίας μου, τα καταφέρνω, όλ’ αυτά τα σύνεργα του πολέμου πόσο άχαρα κρέμονται απάνω του! Πόσο δεν του πηγαίνουν! 

Κι όμως νάτος στη γραμμή. Ανάμεσα στους άλλους άνδρες της μονάδας βαδίζει προς τα σύνορα. Είναι νύχτα και ξεκίνησαν πολύ νωρίς. Πριν ακόμα γύρει ο ήλιος. Στην αρχή τραγουδούσαν. Ύστερα μουρμούριζαν. Όμως όταν η πορεία μέσ’ απ’ τα κατσάβραχα έφτασε τις έξη ώρες, ή φάλαγγα βουβάθηκε. Καθένας συζητάει πια μόνος του. Με το νου του και τον εαυτό του. 

Στα σύνορα σε καιρό ειρήνης! Να ένα θέμα που χρειάζεται αντιμετώπιση. Πώς θα περάσει ο καιρός σε τέτοια ερημιά; Ο δεκανέας, επιρρεπής στις φωτογραφίες ίσως να σκέφτεται πώς θα τα κατάφερνε να αποθανατιζότανε στο ξένο έδαφος χωρίς να τόν πάρουν χαμπάρι οι απέναντι φρουροί. 

«Μήτρος δεκανεύς. Εις ανάμνησις της αυτοπροσώπου προελάσεώς του» θάγραφε στο πίσω μέρος της φωτογραφίας και θα την έστελνε στο χωριό. Εκείνος πάλι ο νεαρός που συνέχεια αναστενάζει, ίσως σκέφτεται να περάσει τον καιρό του γράφοντας καθημερινά κι απ’ ένα γράμμα στην αγαπημένη του. 

Κι ο ποιητής; Ε! Αυτός τουλάχιστον έχει λάβει τα μέτρα του ώστε να μην πάει χαμένος ο καιρός του. Ο γυλιός του είναι γεμάτος χαρτί και μεγάλα ξύλινα μολύβια. 

—«Κανείς μας δεν σκεφτότανε τον πόλεμο γιατί κανείς μας δεν είχε μιλήσει γι’ αυτόν. Κάποτε μετά από οκτώ ώρες περπάτημα φτάσαμε, μεσάνυχτα, στο Επτάλοφο της Κοζάνης. Ξεθεωμένοι, μοιραστήκαμε στα σπίτια του χωριού για να περάσουμε τη νύχτα. Μαζί με μερικούς άλλους βρέθηκα στο φτωχικό ενός τσαγκάρη με πολλά παιδιά. Άναψε φωτιά για να ζεσταθούμε, έστησε ένα τσουκάλι γεμάτο κάστανα για να χορτάσουμε και μας άπλωσε μια μεγαλειώδη για την περίσταση στρωματσάδα. Έτσι, ζεστοί και χορτάτοι βουτήξαμε ασυγκράτητοι στην αγκαλιά του Μορφέα». 

Ο ύπνος μετά από μια εξαντλητική πορεία είναι βαρύς σαν μολύβι. Αφανίζεσαι μέσ’ στα σκοτάδια του και θέλεις ο αφανισμός αυτός να είναι ατέλειωτος. Κι όταν νοιώθεις κάποιο χέρι να σε τραντάζει, να προσπαθεί να σε ξυπνήσει νομίζεις ότι το χέρι αυτό δεν είναι παρά ένας αβάσταχτος εφιάλτης. Όμως εκείνο ήταν αληθινό. Ήταν το χέρι του τσαγκάρη: 

«Άνοιξα επιτέλους τα μάτια μου. Ήθελα να διαμαρτυρηθώ. Μα ο ήχος της σάλπιγγας που ερχότανε από την πλατεία του χωριού μ’ έκανε να ανακαθίσω στη στρωματσάδα. Το ίδιο κάνανε κι οι συνάδελφοί μου. Ήταν το σήμα του συναγερμού! Και πάλι ο νους μας δεν πήγαινε στον πόλεμο. 

Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας απορημένοι. Όχι γιατί ακούγαμε για πρώτη φορά το σήμα του συναγερμού, αλλά γιατί νομίζαμε πως κι αυτή τη φορά ήταν άσκηση. Ντυθήκαμε όσο πιο νωχελικά, πιο αργά γινότανε. Έτσι, στο πείσμα του ταγματάρχη. Κάποιος μας τον έλουζε με κατάρες και βρισιές. Νύχτα που βρήκε για να μας κάνει άσκηση! 

Όταν φτάσαμε στην πλατεία το τάγμα ήταν συγκεντρωμένο. Δεν θυμάμαι αν στοιχηθήκαμε, αν σταθήκαμε προσοχή. Θυμάμαι μόνο μια λέξη. Μια λέξη που η κάθε συλλαβή της ερχόταν σαν κεραυνός από τον ουρανό: 

—Πόλεμος! 

Ναι πόλεμος. Και μάλιστα τώρα αμέσως. Απόδειξη οι 10 σφαίρες που μοίρασαν στον καθένα μας οι υπαξιωματικοί. Απόδειξη κι ο λόγος που μας έβγαλε ο ταγματάρχης. Δεν είχε σημασία τι μας έλεγε. Σημασία είχε η φωνή του. Για πρώτη φορά ήταν ζεστή, απαλή, ανθρώπινη. 

Ξεκινάμε βαδίζοντας όσο πιο γρήγορα μπορούμε. Στη Λιτοράχη, 8 ώρες μακριά μας, κινδυνεύει ο λόχος του Καραγιώργου. Πρέπει να πάμε. Να τον ενισχύσουμε». 

Διακόπτω την αφήγηση του κ. Βρεττάκου για να κάνω μια διευκρίνιση που τη νομίζω απαραίτητη για τους νεώτερους αναγνώστες μας. Ίσως μερικοί από τους τελευταίους ρωτήσουν: Μα καλά, πώς είναι δυνατόν όλοι αυτοί οι στρατιώτες να πηγαίνανε στα σύνορα με μοναδική σκοτούρα πώς θα περνούσανε εκεί πάνω τον καιρό τους; Για να φτάσουν δυο χώρες στην ένοπλη σύρραξη θα έχουν ήδη δημιουργηθεί μεταξύ τους μια σειρά επεισόδια. Πριν απ’ το θερμό προηγείται ο ψυχρός πόλεμος. Πώς λοιπόν ήταν τελείως ήσυχος ο κ. Βρεττάκος κι οι άλλοι συνάδελφοί του. 

Στις 28 τού Οκτώβρη, ο λαός μας αιφνιδιάστηκε. Ακόμα και μετά τον τορπιλισμό της «Έλλης» από τους Ιταλούς η δικτατορική κυβέρνηση προσπάθησε με κάθε τρόπο να μη δοθεί πολεμικός συναγερμός στη χώρα. 

Για να πετύχει ο αιφνιδιασμός, πολύ επάσχισε ή 4η Αυγούστου. Ραδιόφωνο, τύπος, ειδικές εκδόσεις πλημμύριζαν καθημερινά την Ελλάδα με ψεύτικες ειδήσεις. Ότι τάχα η διπλωματία έχει εξασφαλίσει την ουδετερότητα. Ότι η Ελλάδα λόγω τού καθεστώτος της ήταν συμπαθής στις δυνάμεις του άξονα.  Ότι είμαστε…  ισχυροί. Ακόμα και η Ιταλογερμανική προπαγάνδα δούλευε δραστήρια σ’ ενίσχυση αυτής της κοροϊδίας. Οι εφημερίδες του Βερολίνου και της Ρώμης έγραφαν ειδικά άρθρα τα όποια η 4η Αυγούστου τα μετέφερε μεταφρασμένα σε ειδικές εκδόσεις τις οποίες μοίραζε στο λαό. 

«Ο μέγας πολιτικός ο οποίος εχάραξε την εξέλιξιν ολοκλήρου της Ελληνικής ζωής» έγραφε η «Ιλουστρασιόνε Ιταλιάνα» (Εκδόσεις 4ης Αυγούστου, άριθ. 35, τόμ. Α΄ σελ. 259). «Ο στρατιωτικός εφοδιασμός της χώρας αποτελεί ένα θαύμα οφειλόμενον εις τον μεγάλον οργανωτήν Ιωάννην Μεταξάν»  έγραφε η «Μεσατζέρο» της Ρώμης μερικές μέρες πριν την εισβολή (παραπάνω έκδοση, σελ. 331). ―«Δημιουργήσαμεν έναν ισχυρόν στρατόν» φώναζε ο ίδιος ο Μεταξάς. Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στην αφήγηση του κ. Βρεττάκου. 

«Οκτώ ώρες βαδίσαμε κάτω από ραγδαία και συνεχή βροχή. Ο λόχος του Καράγιωργα δεν κινδύνευε πια. Στρατοπεδεύσαμε σ’ ένα κοντινό του χωριό που κατά τύχη ήταν η έδρα του Δαβάκη. Εκεί επικρατούσε άλλος αέρας. Οι στρατιώτες χόρευαν, τραγουδούσαν και μοίραζαν σε μας τους καινουργιοφερμένους ζεστές κουραμάνες. Σαν όνειρο θυμάμαι τον ηρωικό εκείνο συνταγματάρχη να πηγαινοέρχεται ανάμεσα στους άνδρες του. Εδώ να δίνει διαταγές, εκεί κουράγιο κι άλλοτε πάλι να στήνει χορό με τους οπλίτες. Δυστυχώς για μας, η μονάδα μας δεν ήταν γραφτό να στεριώσει κάπου, έστω για λίγες ώρες. 

Φεύγουμε. Για που; Δεν ξέρουμε. Δεν επιτρέπεται να ξέρουμε πια. 

Νύχτα. Σκοτάδι πίσσα. Το ότι ανεβοκατεβαίνουμε βουνά μόνο απ’ τα πόδια μας το καταλαβαίνουμε. Δεν μας έφτανε η βροχή, έπρεπε να περάσουμε και ποτάμι. Πιανόμαστε ο ένας από την λόγχη του άλλου και προχωρούμε. Νοιώθω το νερό να μου παγώνει τα γόνατα, να μου φτάνει στη μέση, ν’ αγγίζει τον λαιμό μου. Ύστερα πάλι να χαμηλώνει. Ως το πρωί άλλα δυο τέτοια ποτάμια θα τύχουν στο δρόμο μας. 

Η μέρα μάς βρίσκει σ’ ένα λασποχώρι, το Κάντσικο. Κοιτάζουμε ο ένας τον άλλον κοιταζόμαστε και στα καθρεφτάκια που έχουν μαζί τους μερικοί συνάδελφοι: Είμαστε τελείως αγνώριστοι. Λες και τα πρόσωπά μας είναι μαρμάρινα. Το κρύο και η υγρασία μας έχουν παραμορφώσει. Το ρίχνουμε στ’ αστείο.  Πειραζόμαστε. 

—Βρε πώς έγινες! 

—Κρίμας την ομορφιά σου! 

Μερικοί προτείνουν να παίξουμε μπιζ για να ζεσταθούμε. Μα να που οι χωριάτες μας προσκαλούνε στα σπίτια τους. Να πιούμε ένα ζεστό. Να φάμε κάτι. Παρά την κούραση και την αϋπνία δεν έχουμε χάσει την ανθρωπιά μας. Πριν ξεκινήσουμε για τα σπίτια χτενιζόμαστε, συγυριζόμαστε. Με χοροπηδήματα προσπαθούμε να χαλαρώσουμε τα σκεβρωμένα κορμιά μας». 

Μια αχτίνα ήλιου προβάλλει πίσω από τους λόφους. Μαζί με το φως της, άστραψαν κι οι πρώτες βροντές της μάχης. 

«Δεν ακούμε πρώτη φορά τουφεκιές. Όμως τώρα ο ήχος τους είναι αλλιώτικος. Δεν είναι σαν κι αυτόν που είχαν στα έμπεδα. Καθώς η ηχώ παρατάσσει την μια βουή πίσω από την άλλη θαρρείς πως ο ήχος αυτός είναι ατέλειωτος κι ανίκητος. Αμίλητοι κοιτάμε προς τη μεριά της μάχης. Ύστερα κοιταζόμαστε μεταξύ μας. Ύστερα κοιτάμε τους χωριάτες που κι αυτοί μας κοίταζαν χωρίς να μιλάνε. Η διαταγή ήταν κοφτή και σύντομη: 

— Ολοταχώς για τη Γύφτισα! 

Όταν φτάσαμε στους πρόποδες του βουνού η μάχη είχε σταματήσει. Στην κορφή του οι στρατιώτες μας ύψωναν τα όπλα τους θριαμβευτικά. Οι Ιταλοί είχαν αποσυρθεί. Σκαρφαλώνουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε. Λαχανιασμένοι φτάνουμε κάποτε στην κορυφή. Κι  όλοι σχεδόν — άκαπνοι ακόμα — ρωτάμε το ίδιο πράγμα: 

—Πόσοι δικοί μας σκοτωθήκανε;» 

Εδώ οι τρεις λόχοι του τάγματος χωρίζουν. Ο καθένας θα τραβήξει προς άλλη κατεύθυνση. Ο λόχος στον οποίο υπηρετεί ο ποιητής πρέπει να φέρει σε πέρας μια πολύ – πολύ… πεζή αποστολή. Να μετακινείται από ύψωμα σε ύψωμα και να ρίχνει τουφεκιές για να νομίζει ο εχθρός ότι υπάρχει πολύς στρατός. Παλιό το κόλπο. Κολοκοτρωναίικο μα που ωστόσο είχε πέραση ακόμα. Τρόφιμα δεν υπάρχουν. Βρέχει συνεχώς. Τη νύχτα κοιμούνται μέσα σε πρόχειρα χαρακώματα γεμάτα νερό. 

«Δεν είμαστε πια άνθρωποι. Χαμένοι σερνόμαστε από λόφο σε λόφο. Τ’ αυτιά μας βουίζαν από την πείνα. Είμαστε φριχτοί στην όψη. Τα μάτια μας είναι κατακόκκινα από την αϋπνία και τον πυρετό. Τα πρόσωπά μας κατάμαυρα απ’ τις φωτιές που ανάβαμε τις νύχτες για να στεγνώσουμε. Προσθέστε την αξυρισιά μας και τις λάσπες με τις οποίες είμαστε σουβαντισμένοι… Ένα απόγευμα πέφτουμε επάνω σ’ ένα σκοτωμένο μουλάρι. Ούτε καν το συζητήσαμε. Κόψαμε κομμάτια από τα καπούλια του. Ανάψαμε φωτιά. Κι όταν μισοψήθηκαν τα μοιραστήκαμε. 

Όμως κάτι άλλο θα μου μείνει αξέχαστο. Ένα μεσημέρι, πετύχαμε στο δρόμο μας έναν ταγματάρχη. Ήταν καβάλα πάνω στο άλογό του ενώ ο πεζός ιπποκόμος του, του καθάριζε αυγά. Τον περιτριγυρίσαμε εμείς, οι θεονήστικοι και τον κοιτάζαμε αποσβολωμένοι. Όμως αυτός έκανε σαν να μην μας είχε δει. Αφοσιωμένος στο γαστρονομικό του όργιο πλατάγιζε κάθε τόσο τα χείλη του ευχαριστημένος. Σαν χόρτασε, έδωσε μια καμτσικιά του αλόγου του και έφυγε. Σε μας δεν έμειναν παρά τα τσόφλια. Τα σηκώσαμε από χάμου. Τα μυρίσαμε. Τα βάλαμε στο στόμα και τα γλύφαμε σαν καραμέλες… 

Την πέμπτη μέρα ήρθαν εφόδια. Ψωμί, ελιές, σταφίδες και κονιάκ. Ήρθε κι  ένας γιατρός που τρόμαξε απ’ τη θωριά μας. Ανέφερε στον ταγματάρχη ότι είμαστε πια τελείως άχρηστοι. Έτσι μάς πήγαν για 20 μέρες στα μετόπισθεν σ’ ένα χωριό του Σμόλικα, θαρρώ πως το λέγανε Σαμαρίνα.» 

Στο χωριό που τους πάνε για ανάπαυση τρέφονται με τσάι χωρίς ζάχαρη, με σταφίδες και νερόσουπες. Σπάνια θα φάνε και λίγο όσπριο. Όμως μένουνε κοντά σε τζάκια αναμμένα που τη φωτιά τους δεν την αλλάζεις με τίποτα. Ο καιρός περνά γράφοντας κανένα γράμμα στο σπίτι σου με την υποψία ότι δεν θα το λάβουν οι δικοί σου λόγω πλημμελούς ταχυδρομικής υπηρεσίας. Ακόμα, κάνοντας συντροφιά σε μια ομάδα Ιταλούς αιχμαλώτους που οι περισσότεροί τους είναι βαριά άρρωστοι ή τραυματισμένοι και που λόγω της καταστάσεώς τους δεν είναι δυνατή η μεταφορά τους στην Αθήνα. 

«Θυμάμαι πως — παρά το ότι η δική μας κατάσταση δεν ήταν καλύτερη — αναλαμβάναμε εθελοντικά να φυλάξουμε βάρδιες στα προσκέφαλα των τραυματισμένων εχθρών μας. Θυμάμαι συναδέλφους που δίνανε στους ξαπλωμένους Ιταλούς ρουφηξιές απ’ το τσιγάρο τους. Κουταλιά κουταλιά τους ταΐζαμε το τσάι. Νύχτες ολόκληρες τούς βρέχαμε το μέτωπο με δροσερό νερό. 

Ήταν κι αυτοί σαν κι εμάς. Τσαγκαράδες, υπάλληλοι, φοιτητές, εργάτες και ποιητές. Δεν είχαμε τίποτε να χωρίσουμε. Κι είχαμε όλοι το ίδιο μίσος για τα φασιστικά καθεστώτα μας. Με τον τρόπο τους σου δίναν να καταλάβεις ότι γνωρίζανε το μέγεθος της Μουσολινικής απρέπειας στην οποία όμως συνέβαλλαν χωρίς να το θέλουν…»

Ο καιρός περνά. Ο στρατός μας προελαύνει. Χάρις στα λάφυρα έχει βελτιώσει τον οπλισμό του και την τροφή του. Οι μονάδες στις οποίες υπηρετεί ο ποιητής είναι απ’ αυτές που προηγούνται. Γι αυτό κι η μοίρα του είναι βαριά. Τέσσερις απ’ αυτές — το πρώτο Σύνταγμα Δαβάκη, το πέμπτο και πεντηκοστό πρώτο Τρικάλων και το τέταρτο Λαρίσης — διαλύονται λόγω απωλειών. 

«Δώδεκα  Δεκεμβρίου  1940.   Χωμένοι   στο  χιόνι ως τη μέση και τυλιγμένοι από μια πρωτοφανή  ομίχλη πού δεν σου επιτρέπεται  να  βλέπεις άλλο τίποτα εκτός απ’ τη σκιά του μπροστινού σου, βαδίζουμε προς το χωριό Φρατάλι.  Το κατέχουν οι δικοί μας. Οδηγός μας είναι ένας Αλβανός. Η τύχη μας κρέμεται απ’ αυτόν. Στο χέρι του είναι να μας ρίξει σαν τα ποντίκια μέσα σε καμιά εχθρική φάκα.  Καλού κακού βαδίζουμε αμίλητοι. Το παχύ χιόνι πνίγει κάθε θόρυβο. Σε μια στιγμή  αραιώνουν τα σύννεφα.  Βγαίνει ο ήλιος. Οι  ακτίνες του κομματιάζουν την ομίχλη.  Η ατμόσφαιρα   ξεθαμπώνει.      Συρματόπλεγμα!   Και στο  βάθος   μια   Ιταλική  φάλαγγα  ν’  ανεβαίνει στην   κορυφή   του   βουνού!   Μας   είδαν  άραγες; Μάλλον  όχι.   Πέσαμε  χάμου  περιμένοντας  εντολή.  Πλάι  μας περνάει  σκυφτός ο ταγματάρχης. Ψάχνει να βρει τον Αλβανό.  Βέβαιος ότι ο τελευταίος ήταν πράκτορας του εχθρού, θέλει να τον τιμωρήσει.  Αλήθεια,  αν δεν αραίωνε η ομίχλη, τώρα θάμαστε ή νεκροί ή αιχμάλωτοι. Μα ο Αλβανός επιμένει ότι έχει δίκιο. Ότι μας οδήγησε σωστά.  Αυτό ήταν το Φρατάλι. Απλώνει ο ταγματάρχης το χάρτη. Δεν είναι το χωριό Φρατάλι αλλά πίσω από το ύψωμα που κρατούν οι Ιταλοί,  είναι ένα άλλο χωριό, το Φρασάλι. Λέτε να μη κατάλαβε καλά ο Αλβανός; Χάρις σ’ αυτήν την αμφιβολία γλιτώνει τη ζωή του. 

Το ύψωμα είναι το 1220 της Κλεισούρας κι είναι γνωστό για το πείσμα με το οποίο το κρατούσαν οι Ιταλοί. Μόλις πριν δυο βδομάδες οι δικοί μας, με δυο συντάγματα πεζικού και ένα πυροβολικού δεν  μπόρεσαν να το καταλάβουν. 

— Εφ’ όπλου λόγχη! Καταλάβατε το ύψωμα! 

— Κοιταζόμαστε. Θυμόμαστε τον αριθμό μας. Είμαστε όλοι κι όλοι εκατό. 

Χαμογελάμε. Αστειεύεται   ο  ταγματάρχης. 

— Εφ’ όπου λόγχη! Καταλάβατε το ύψωμα! 

Αυτή τη φορά δεν αστειευότανε. Οι υπαξιωματικοί άρχισαν ήδη να προχωρούν. Ορμάμε κι οι στρατιώτες. Φτάνουμε και προσπερνάμε τους υπαξιωματικούς. Προχωράμε. Ανεβαίνουμε. Όλο ανεβαίνουμε. Οι Ιταλοί δεν μας παίρνουν χαμπάρι παρά μόνο όταν φτάναμε στην κορυφή. Μπροστά στις σκηνές τους. Τα χάνουν. Φεύγουν. Ασφαλώς θα νομίζουν ότι είμαστε τρία συντάγματα. 

Δεν προλάβαμε να χαρούμε. Είχαμε ανεβεί σχεδόν όλοι πάνω στην κορυφή όταν πολλά πολυβόλα συγχρόνως μας ρίχνουν την φωτιά τους από παντού. Οι Ιταλοί ήταν ένα ολόκληρο σύνταγμα. Όταν είδαν πόσοι λίγοι ήμασταν ξαναγύρισαν μανιασμένοι. Κινδυνεύαμε να κυκλωθούμε. Όμως επιμένουμε. Δεν θέλαμε να εγκαταλείψουμε το ύψωμα. Ένας έφεδρος ανθυπολοχαγός μάχεται δίπλα μου. Ξαφνικά γυρίζει και μου λέει: 

— Τρέχα στον συνταγματάρχη. Πέσ’ του να στείλει  ενισχύσεις. 

Κατεβαίνω την πλαγιά, φτάνω στα συρματοπλέγματα. Φτάνω εκεί απ’ όπου αρχίσαμε την εφόρμηση. Κανένας! Ο καιρός έχει καθαρίσει τελείως. Ένα τέταρτο από εδώ απέχει η έδρα του συντάγματος. Τρέχω. Φτάνω. Μα κι εκεί δεν υπάρχει κανείς. Μόνο ένα φρεσκοσκοτωμένο άλογο με κοιτάζει με το έκπληκτο μάτι του. Ξαναγυρίζω πίσω. Περνάω πάλι τα συρματοπλέγματα. Οι δικοί μας εγκαταλείπουν το ύψωμα. Εγώ ανεβαίνω. Πρέπει να φτάσω στην κορυφή. Πρέπει να αναφέρω στον ανθυπολοχαγό ότι βοήθεια δεν θάρθει. Γύρω μου κατεβαίνουν στρατιώτες. Άλλοι ζωντανοί. Άλλοι κατρακυλάνε νεκροί. Άλλοι σκοτώνονται μπροστά μου από τις χειροβομβίδες. Το χιόνι είναι πιτσιλισμένο αίματα. Σε τόπους τόπους μαυρισμένο από τις χειροβομβίδες. Ξαφνικά, χώνουμαι στο χιόνι σχεδόν ως το λαιμό. Για μια στιγμή δεν μπορώ να κουνήσω. Γύρω μου σφυρίζουν οι σφαίρες ενώ μ’ αγγίζει ο θερμός αέρας των εκρήξεων. Μια τελευταία προσπάθεια για να πάρω κι εγώ την κατηφόρα. Όμως το χιόνι εξακολουθεί να μου φτάνει ως τη μέση. Απομονωμένος το παίρνω πια απόφαση. Εδώ θα κάτσω. Εδώ φαίνεται ήταν γραφτό μου να τελειώσω. Να «τελειώσω» είναι μια κουβέντα. Ας κάνω άλλη μια προσπάθεια. Ας προσπαθήσω να ξαπλώσω πάνω στο χιόνι. Τα καταφέρνω. Ύστερα σιγά - σιγά αρχίζω να σέρνουμαι προς τα κάτω. Ύστερα πότε πρόσωπο, πότε πλάτη, να κατεβαίνω. Σε λίγο μια χιονόμπαλα κατρακυλούσε με δύναμη βολίδας, την πλαγιά. Στο κέντρο της χιονόμπαλας εγώ… 

Η εισβολή των Γερμανών με βρήκε στα μετόπισθεν. Θυμάμαι πως μείναμε μ’ ανοιχτό το στόμα όταν μάθαμε το νέο. Η δύναμη της Γερμανίας ήταν τότε τρομερή. Σε λίγο ήρθαν κι οι πιο μαύρες ειδήσεις. Υποχωρούμε. Ήταν αδύνατο να συγκρατήσουμε τα δάκρυα μας. Τόσων μηνών κόποι  και θυσίες πηγαίνανε χαμένοι. 

Η  δική  μας  μονάδα έπρεπε να προχωρήσει. Θα κάναμε μια πορεία  100 χιλιομέτρων για να καλύψουμε τα  συντάγματα που  κατέβαιναν  από την Κορυτσά. Φτάνοντας έξω από το χωριό Μυγδαλιά, είχαμε διανύσει  ήδη τα πενήντα χιλιόμετρα. Ξαφνικά  δεκάδες  φωτοβολίδες αστράφτουν πάνω από τα γύρω υψώματα και το χωριό. Σημείο ότι μόλις καταλήφθηκαν από τους Ιταλούς. Τους βλέπαμε.  Είναι χιλιάδες και κατεβαίνουν νωχελικά προς  το   μέρος   μας.   Δεν  μπορούμε να προχωρήσουμε.   Δεν   μπορούμε να  φέρουμε την αποστολή   μας  σε  πέρας.   Ο   συνταγματάρχης   μας κλαίει. Μάς λέει ότι πρέπει να φύγουμε. Είμαστε ελεύθεροι  να περάσουμε στο  Γράμμο.  Αυτός θα μένει εκεί. Θα προσπαθήσει μόνος του να περάσει τις γραμμές του εχθρού. Να καλύψει και τα υπόλοιπα χιλιόμετρα που έπρεπε να κάνουμε. Ήθελε οπωσδήποτε να εκτελέσει  τη διαταγή έστω και μόνος.  Δεν θέλουμε  να  τον αφήσουμε  μόνο. Μα και πάλι αρνούμαστε να εκτελέσουμε τη διαταγή.  Με τα πολλά θα φύγουν οι στρατιώτες. Αλλά   μαζί   με τον  συνταγματάρχη   θα   μείνουμε οι αξιωματικοί, ο λοχίας Δούσμανης κι εγώ. Μένουμ’ εκεί ως στις 7 το βράδυ. Ο συνταγματάρχης πείστηκε πια ότι κάθε απόπειρα για να περάσουμε τις γραμμές των  Ιταλών είναι μάταιη. Αποφασίζουμε  να  εγκαταλείψουμε  το  μέτωπο. Αν και γυρίζουμε στα σπίτια μας είμαστε αμίλητοι, φαρμακωμένοι. Φεύγουμε, πήρα τη σημαία του συντάγματος στο σακίδιό μου. 

Στο δρόμο μας συναντάνε εκατοντάδες στρατιώτες και αξιωματικοί. Πολλοί λένε να μην κατέβουμε στα σπίτια μας. Να μείνουμε στα βουνά. Ν’ αρχίσουμε κλεφτοπόλεμο. Στο Μέτσοβο χωριστήκαμε. Οι αξιωματικοί τράβηξαν από άλλο δρόμο. Ο Δούσμανης κι εγώ από άλλον. Η υποχώρηση συνεχίζεται. Ήδη οι Γερμανοί πρέπει νάχουν φτάσει στην Αθήνα. Σ’ ένα χωριό, Περιστέρι το λέγανε, έχουμε συναντηθεί κάμποσοι στρατιώτες. Αποφασίζουμε να καταστρέψουμε τα όπλα μας. Ο Δουσμανης κι εγώ τα θάβουμε πίσω από το ιερό της εκκλησίας. Μόνο ένας πεισματάρης δεν κατέστρεψε το όπλο του. Ήταν μέτριος στο ανάστημα και με πολλά γένια. Αντίθετα προσπαθούσε να μάς πείσει να μην καταστρέψουμε ούτε τα δικά μας. Μάς παρακαλούσε εμάς και τους χωριάτες, να πάρουμε τα βουνά. Ήταν μεσημέρι. Ετοιμαζόμαστε να πάρουμε πάλι το δρόμο προς τα κάτω. Δεν έπρεπε να βαδίζουμε πολλοί μαζεμένοι γι’ αυτό μοιράζαμε τις κατευθύνσεις. Εσείς απ’ εδώ, εμείς απ’ εκεί… Ξαφνικά τρεις τέσσερις χωριάτες ήρθαν και μας είπαν ότι είδαν τον κοντό με τα γένια, φορτωμένον μ’ άλλα δυο όπλα να περνάει από τα χωράφια τους. Ν’ ανεβαίνει την πλαγιά, να χώνεται μέσα στα έλατα και να χάνεται. Άραγες ποιος ήταν; Τι απέγινε;» 

Αλήθεια, τι ν’ απέγινε ο κοντός με τα γένια; Νάταν άραγες ο πρώτος σπόρος της Εθνικής μας Αντίστασης; Ο πρώτος αντάρτης; Αν είχαμε την δυνατότητα να ψάχναμε καλά ίσως βρίσκαμε τα ίχνη του στο Γοργοπόταμο, στους κάμπους της Θεσσαλίας ή και στους δρόμους της ηρωικής Αθήνας. Ίσως πάλι σε κάποια φυλακή νάναι κλεισμένος. Ποιος ξέρει;».

stithaghi.blogspot.gr


-------


Ένας στρατιώτης μουρμουρίζει στο αλβανικό μέτωπο

 

Ποιος θα μας φέρει λίγον ύπνο εδώ που βρισκόμαστε;

Θα μπορούσαμε τότες τουλάχιστο

να ιδούμε πως έρχεται τάχατε η μάνα μας

βαστάζοντας στη μασχάλη της ένα σεντόνι λουλακιασμένο

με μια ποδιά ζεστασιά και κατηφέδες από το σπίτι μας.

Ένα φθαρμένο μονόγραμμα στην άκρη του μαντηλιού: ένας κόσμος χαμένος.

 

Τριγυρίζουμε πάνω στο χιόνι με τις χλαίνες κοκκαλιασμένες.

Ποτέ δεν βγήκε ο ήλιος σωστός απ΄ τα υψώματα του Μοράβα,

ποτέ δεν έδυσε ο ήλιος αλάβωτος απ΄ τ΄ αρπάγια της Τρεμπεσίνας.

Τρεκλίζω στον άνεμο χωρίς άλλο ρούχο,

διπλωμένος με το ντουφέκι μου, παγωμένος και ασταθής.

 

(Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια της πατρίδας μου

δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο).

 

Δε θα μου πήγαινε αυτή η προσβολή περασμένη υπό μάλης,

δε θα μου πήγαινε αυτό το ντουφέκι αν δεν ήσουν εσύ,

γλυκό χώμα που νιώθεις σαν άνθρωπος,

αν δεν ήτανε πίσω μας λίκνα και τάφοι που μουρμουρίζουν

αν δεν ήτανε άνθρωποι κι αν δεν ήταν βουνά με περήφανα

μέτωπα, κομμένα θαρρείς απ΄ το χέρι του θεού

να ταιριάζουν στον τόπο, στο φως και το πνεύμα του.

 

Η νύχτα μάς βελονιάζει τα κόκκαλα μέσα στ΄ αμπριά· εκεί μέσα

μεταφέραμε τα φιλικά μας πρόσωπα και τ΄ ασπαζόμαστε

μεταφέραμε το σπίτι και την εκκλησιά του χωριού μας

το κλουβί στο παράθυρο, τα μάτια των κοριτσιών,

το φράχτη του κήπου μας, όλα τα σύνορά μας,

την Παναγία με το γαρούφαλο, ασίκισσα,

που μας σκεπάζει τα πόδια πριν απ΄ το χιόνι,

που μας διπλώνει στη μπόλια της πριν απ΄ το θάνατο.

 

Μα ό,τι κι αν γίνει εμείς θα επιζήσουμε.

Άνθρωποι κατοικούν μες στο πνεύμα της Ελευθερίας αμέτρητοι,

Άνθρωποι όμορφοι μες στη θυσία τους, Άνθρωποι.

Το ότι πεθάναν, δεν σημαίνει πως έπαψαν να υπάρχουν εκεί,

με τις λύπες, τα δάκρυα και τις κουβέντες τους.

Ο ήλιος σας θα ΄ναι ακριβά πληρωμένος.

Αν τυχόν δεν γυρίσω, ας είστε καλά,

σκεφτείτε για λίγο πόσο μου στοίχισε.

 

(Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια της πατρίδας μου

δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο).


Νικηφόρος Βρεττάκος 



Οδός Εμπόρων