Εκτύπωση

https://www.spartorama.gr/articles/18851/

Spartorama - Print | «Η Διαθήκη του Χάιλιγκενσταντ»

«Η Διαθήκη του Χάιλιγκενσταντ»

«Η Διαθήκη του Χάιλιγκενσταντ»
«Έτσι είστε; Τώρα θα σας δείξω εγώ τι μπορώ να κάνω»
Οδός Εμπόρων

Σήμερα το πρωί πέρασα τυχαία έξω από το Εθνικό Ωδείο - Παράρτημα Σπάρτης επί της οδού Λεωνίδου. Η διεύθυνση του Ωδείου πέρα από την αφίσα του Μανώλη Καλομοίρη που έχει κρεμάσει εδώ και καιρό στην πρόσοψη του κτιρίου, πρόσφατα  ανάρτησε και μια καινούργια η οποία τιτλοφορείται «Η Διαθήκη του Χάιλιγκενσταντ». 

Η Διαθήκη του Χάιλιγκενσταντ είναι επιστολή που γράφτηκε από τον Μπετόβεν στις 6 Οκτωβρίου του 1802 και απευθύνεται προς τους αδελφούς του με την ένδειξη να ανοιχτεί και να εκτελεστεί μετά τον θάνατό του. Ανακαλύφθηκε ανάμεσα στα χαρτιά του λίγο μετά τον θάνατό του στις 26 Μαρτίου του 1827. Διάβασα λοιπόν το παρακάτω κείμενο: 


Για τους αδελφούς μου Καρλ και Γιόχαν Μπετόβεν 

Ω εσείς άνθρωποι, που με θεωρείτε εχθρικό, ισχυρογνώμονα ή μισάνθρωπο, πόσο πολύ με αδικείτε. Δεν γνωρίζετε τον κρυφό λόγο που με κάνει να δείχνω έτσι. Από την παιδική μου ηλικία, η καρδιά και η ψυχή μου ήταν γεμάτες από ευγενικά αισθήματα και καλή διάθεση, και ανυπομονούσα να δημιουργήσω σπουδαία πράγματα. Σκεφθείτε όμως, ότι εδώ και έξι χρόνια, ταλαιπωρούμαι χωρίς ελπίδα, και χειροτερεύω όταν ανόητοι γιατροί, χρόνο με το χρόνο με εξαπατούν, δίνοντάς μου ελπίδες για βελτίωση, υποχρεώνοντάς με τελικά να αντιμετωπίσω την προοπτική μιας μακράς ασθένειας, (της οποίας η θεραπεία μπορεί να διαρκέσει χρόνια ή ακόμα και να είναι αδύνατη). Αν και γεννήθηκα με φλογερό, έντονο ταμπεραμέντο, και διάθεση για διασκέδαση και κοινωνικές συναναστροφές, σύντομα αναγκάστηκα να απομονωθώ, να ζήσω μοναχικά. Κι αν μερικές φορές προσπάθησα να ξεχαστώ, ω, πόσο σκληρά με επανέφερε στην πραγματικότητα η αναμφισβήτητα θλιβερή εμπειρία της κακής ακοής μου. Γιατί μου ήταν αδύνατον να λέω στους ανθρώπους «Μιλήστε πιο δυνατά, φωνάξτε, γιατί είμαι κουφός». Πώς θα μπορούσα να παραδεχτώ μια αναπηρία σε εκείνη την αίσθηση, που σε εμένα έπρεπε να είναι πιο τέλεια απ’ ότι στους άλλους, μια αίσθηση που κάποτε διέθετα στο τελειότερο επίπεδο, μια τελειότητα που λίγοι στο επάγγελμά μου απολαμβάνουν, ή απόλαυσαν ποτέ! Ω, δεν μπορώ να το κάνω αυτό, συγχωρήστε με λοιπόν, όταν με βλέπετε να κλείνομαι στον εαυτό μου, ενώ θα ήθελα με χαρά να σας συναναστραφώ. Η ατυχία μου, είναι αναμφίβολα οδυνηρή, γιατί με οδηγεί σε παρεξηγήσεις. Δεν μπορώ να διασκεδάσω με τους συνανθρώπους μου, να χαρώ ενδιαφέρουσες συζητήσεις ή να ανταλλάξω απόψεις μαζί τους. Πρέπει να ζω σχεδόν μόνος, σαν εξόριστος. Η επαφή μου με την κοινωνία, περιορίζεται στις αναγκαστικές υποχρεώσεις μου. Εάν πλησιάσω άλλους ανθρώπους, με καταλαμβάνει τρόμος ότι θα αποκαλυφθεί η πάθησή μου. Έτσι έχει η κατάσταση και τους τελευταίους έξι μήνες που ζω στην εξοχή, με προτροπή τους ευφυούς γιατρού μου για να προστατεύσω την ακοή μου όσο το δυνατόν περισσότερο, προτροπή που με βρήκε σύμφωνο, αν και μερικές φορές, ξεφεύγω απ΄ την απομόνωσή μου, ενδίδοντας στην επιθυμία μου για συντροφιά. Αλλά τι ταπείνωση για μένα όταν κάποιος δίπλα μου άκουγε μια φλογέρα κάπου μακριά και εγώ δεν άκουγα τίποτα, ή όταν κάποιος άλλος άκουγε έναν βοσκό να τραγουδάει και πάλι εγώ δεν άκουγα τίποτα. Τέτοια γεγονότα με οδήγησαν σχεδόν στην απόγνωση. Λίγο ακόμα και θα έδινα τέλος στη ζωή μου. Μόνο η τέχνη μου με συγκράτησε. Ω, μου φαινόταν αδύνατον να αφήσω τον κόσμο, πριν δώσω όλα αυτά που ένοιωθα πως υπήρχαν μέσα μου. Γι΄ αυτό υπέμεινα αυτή την άθλια ύπαρξη, πραγματικά άθλια μέσα σ΄ ένα τόσο ευάλωτο σώμα, που μια ξαφνική αλλαγή, μπορεί να το ρίξει από την καλύτερη στη χειρότερη κατάσταση. Μου λένε ότι πρέπει να διαλέξω για οδηγό μου την υπομονή και αυτό έχω κάνει – ελπίζοντας ότι η αποφασιστικότητά μου θα παραμείνει ισχυρή, μέχρι οι αδυσώπητες Μοίρες να αποφασίσουν να κόψουν το νήμα της ζωής μου. Ίσως βελτιωθεί η κατάστασή μου, ίσως όχι·  είμαι προετοιμασμένος και για τα δυο. Αναγκάστηκα να γίνω φιλόσοφος στα 28 μου! Ω, δεν είναι καθόλου εύκολο και για έναν καλλιτέχνη, είναι ακόμα πιο δύσκολο απ’ ότι για τους άλλους ανθρώπους. Ω Θεέ, εσύ που βλέπεις στα βάθη της ψυχής μου, γνωρίζεις την αγάπη μου για τους ανθρώπους και την επιθυμία μου να πράττω το καλό. Ω, συνάνθρωποί μου, αν κάποτε διαβάσετε το κείμενο αυτό, σκεφθείτε μήπως με κρίνατε άδικα και ίσως κάποιος άτυχος άνθρωπος να παρηγορηθεί, βλέποντας ότι κάποιος σαν κι εκείνον, παρά τους φυσικούς του περιορισμούς, έκανε ότι ήταν δυνατόν για να γίνει ένας σημαντικός καλλιτέχνης και άνθρωπος. Αδελφοί μου, Καρλ και [Γιόχαν], όταν πεθάνω, ρωτήστε εκ μέρους μου τον γιατρό Σμιντ, αν ζει ακόμα, να σας περιγράψει την πάθησή μου και επισυνάψτε αυτό το κείμενο στην δική του περιγραφή για την ασθένειά μου, ώστε, όσο αυτό είναι δυνατόν, ο κόσμος να μπορέσει να με καταλάβει μετά τον θάνατό μου. Παράλληλα, ορίζω εσάς τους δυο κληρονόμους της μικρής μου περιουσίας (αν μπορεί να αποκαλεστεί έτσι)· μοιράστε την δίκαια, στηρίξτε και βοηθήστε ο ένας τον άλλον. Την άδικη στάση σας απέναντί μου, την έχω συγχωρήσει από καιρό. Εσένα αδελφέ μου Καρλ, σε ευχαριστώ ιδιαίτερα για την αφοσίωση που μου έχεις δείξει τελευταία. Εύχομαι να έχεις μια καλύτερη και πιο ανέμελη ζωή από τη δική μου. Καθοδήγησε τα παιδιά σου στην αρετή. Μόνο έτσι και όχι με τα χρήματα, μπορούν να είναι ευτυχισμένα. Σου το λέω από προσωπική εμπειρία. Αυτή μου έδωσε δύναμη στην απελπισία μου. Χάρη στην αρετή και στην τέχνη μου, δεν αυτοκτόνησα. Σας αποχαιρετώ και να αγαπάτε ο ένας τον άλλον. Ευχαριστώ όλους τους φίλους μου, ιδιαίτερα τον πρίγκιπα Λιχνόβσκυ και τον καθηγητή Σμιντ - θα ήθελα τα μουσικά όργανα από τον πρίγκιπα Λ. να διαφυλαχθούν από έναν από τους δυο σας, χωρίς όμως αυτό να αποτελέσει αιτία διαμάχης ανάμεσά σας και εφόσον αυτό σας χρησιμεύσει περισσότερο, μπορείτε να τα πουλήσετε. Θα είμαι ευτυχής αν μπορέσω με τον τρόπο αυτό να σας βοηθήσω ακόμα και απ΄ τον τάφο μου. Με χαρά σπεύδω προς τον θάνατό μου. Αν έρθει πριν προλάβω να ξεδιπλώσω όλες τις καλλιτεχνικές μου ικανότητες, παρά τη σκληρή μου μοίρα, θα ευχόμουν να μην ερχόταν τόσο σύντομα, αλλά ακόμα κι έτσι, θα χαιρόμουν, γιατί δεν θα ήταν μια λύτρωση αυτή για μένα από την ατέλειωτη ταλαιπωρία μου; Ας έρθει όποτε είναι. Θα τον αντιμετωπίσω με γενναιότητα. Αντίο και μη με ξεχάσετε εντελώς όταν θα είμαι νεκρός. Μου αξίζει αυτό από εσάς, γιατί στη διάρκεια της ζωής μου, σας σκεφτόμουν συχνά, καθώς και τρόπους για να σας κάνω ευτυχισμένους. Αμήν. 

Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, Χάιλιγκενσταντ, 6 Οκτωβρίου 1802 

Στη ουσία, το κείμενο απευθύνεται σε όλη τη Ανθρωπότητα!

 

Στο κείμενο αυτό φαίνεται όλη η απόγνωση του Μπετόβεν από την αυξανόμενη απώλεια της ακοής του, αλλά και η δύναμη την οποία αντλεί από την επίγνωση του τεράστιου ταλέντου του και το πάθος του να εκπληρώσει το καλλιτεχνικό του πεπρωμένο. 

Λίγο η παρακείμενη αφίσα του Μανώλη Καλομοίρη, λίγο η Ελληνική σημαία από πάνω, λίγο η αφόρητη υποκρισία των υπό εξέλιξη εθνικών εκλογών,  δεν άργησαν να προκύψουν οι σχετικοί συνειρμοί. Αναρωτήθηκα αν η Ελλάδα μας, σήμερα, αποφάσιζε να γράψει την διαθήκη της προς εμάς, τα παιδιά της, τι θα έγραφε. 

Ποιος αλήθεια αμφιβάλει ότι η Ελλάδα του σήμερα είναι ανάπηρη; Κατάντησε κουφή, τυφλή και λοβοτομημένη. Με μια στρατιά από σωτήρες γιατρούς, εγχώριους και ξένους πολιτικούς που «χρόνο με το χρόνο την εξαπατούν, δίνοντάς της ελπίδες για βελτίωση», συνεχώς χειροτερεύει. Τόσο που πλέον υποκρίνεται για όλα, ότι τάχα τα πάντα είναι σε τάξη, ότι γοητεύεται από το Ελληνικό φως ενώ δεν το βλέπει, ότι ακούει το τραγούδι των Μουσών ενώ δεν το ακούει, ότι σκέφτεται μεγαλόπνοα ενώ έχει ξεχάσει τελείως την τέχνη να στοχάζεται. Και παράλληλα, πάντα υπερήφανη και αξιοπρεπής, ντρέπεται να δείξει στους άλλους την κατάντια της. Έχει κλειστεί στο δικό της σύμπαν, στο δικό της μικρόκοσμο και κάθε μέρα υποκρίνεται πως βαδίζει σωστά προς το μέλλον αγνοώντας, από καθαρή αδυναμία αντίληψης, τους σκοπέλους που της φράζουν τον δρόμο. 

Είναι αναπόφευκτο το συμπέρασμα ότι η διαθήκη της Ελλάδας σήμερα προς τα παιδιά της θα ήταν κάτι σαν αυτή του Μπετόβεν, γεμάτη ντροπή, αγωνία και απόγνωση. 

Αλλά υπάρχει και μια νότα αισιοδοξίας. Την συγκεκριμένη διαθήκη ο Μπετόβεν την έγραψε σε ηλικία 28 ετών. Και έζησε άλλα 25 χρόνια, πλήρως ή σχεδόν κωφός για να συνθέσει ως το τέλος τις αριστουργηματικές συμφωνίες του. Ο Μπετόβεν είχε επίγνωση της αξίας και του προορισμού του, για αυτό και έμεινε "ηρωικά" αθάνατος. 

Θα μπορούσε να συμβεί το ίδιο και με την Ελλάδα; Θα μπορούσε να μεγαλουργήσει στο μέλλον; 

Αντί για απάντηση θα μοιραστώ μαζί σας την παρακάτω εμπειρία: 

Γνώρισα πρόσφατα ένα νεαρό ο οποίος σπουδάζει σκηνοθεσία στην Ακαδημία Θεάτρου της Μόσχας (GITIS, η καλύτερη σχολή στον κόσμο στο αντικείμενο), στη ρωσική γλώσσα παρακαλώ. Στη ερώτησή μου, πως επέλεξε έναν τόσο πρωτότυπο και δύσκολο δρόμο, έλαβα την ευλογημένη απάντηση: 

«Ευγνωμονώ την κρίση για αυτό. Είχα μπει σε ένα ΤΕΙ πληροφορικής αλλά δεν μου άρεσε. Μετά το πρώτο εξάμηνο συνειδητοποίησα ότι κινδυνεύω, με πολύ κόπο, να κάνω κάτι που δεν αγαπώ και στο τέλος να ζητιανεύω όπως όλοι για δουλειά. Έτσι σκέφτηκα ότι είναι μοναδική ευκαιρία -δεν είχα τίποτε να χάσω- να κυνηγήσω αυτό που πραγματικά αγαπώ και όπου με βγάλει. Η Μόσχα και η σκηνοθεσία θεάτρου μου προέκυψε μετά από σπουδές υποκριτικής στην Ελλάδα και πολλές άλλες σχετικές εμπειρίες. Δεν βλέπω την ώρα να γυρίσω στην Ελλάδα και να εφαρμόσω αυτά που έμαθα, στη χώρα μου». 

Ο νεαρός έχει πλήρη επίγνωση των δυνατοτήτων του και ξέρει που βαδίζει. Αλάνθαστη συνταγή για να αφήσει κανείς ένα στίγμα σ΄ αυτή τη ζωή. Η κρίση τον βοήθησε να ανακαλύψει τι πραγματικά αγαπάει και ήδη έχει βρει την ταυτότητά του. Φανταστείτε πόσοι άλλοι νέοι της ηλικίας του περνάνε από τις ίδιες διεργασίες. 

Ποιος θα μπορούσε να αμφισβητήσει την ψυχή του Έλληνα; Θυμηθείτε το περίφημο «για την Ελλάδα ρε γαμώτο» της Βούλας Πατουλίδου που οδήγησε στην άνθηση του Ελληνικού Αθλητισμού. Στις μέρες μας το νέο μότο διαμορφώνεται -ή θα έπρεπε να διαμορφώνεται- ως εξής: «Έτσι είστε; Τώρα θα σας δείξω εγώ τι μπορώ να κάνω». 

Ελπίζω η νεολαία μας, με αφορμή την κρίση, να βγάλει το μεγαλείο που κρύβει μέσα της και να ξαναστήσει σύντομα την Ελλάδα στα πόδια της, και να ξανακούσουμε τις  μουσικές της, που μπορεί να αποδειχτούν καλύτερες και από αυτές του Μπετόβεν.

 

Ν. Μ.