Vekrakos
Spartorama | «Οι Αετοί της Καρίτσας», πέταξαν ξανά, για να χαιρετίσουν τον Βασίλη Βλαχάκο

«Οι Αετοί της Καρίτσας», πέταξαν ξανά, για να χαιρετίσουν τον Βασίλη Βλαχάκο

Spartorama 17/10/2019 Εκτύπωση Δημοτικά Εκδηλώσεις
«Οι Αετοί της Καρίτσας», πέταξαν ξανά, για να χαιρετίσουν τον Βασίλη Βλαχάκο
«Κακό μπορεί να έκαμα, κακία όμως μέσα μου δεν είχα, ό,τι και να ‘καμα, και κακό να μου ‘κανε κάποιος. Για μια στιγμή γενόμουνα θεριό και την άλλη βόσκαγα εκεί πέρα σαν αρνί…»
Οδός Εμπόρων

Την Τετάρτη, 16 Οκτωβρίου 2019,  στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Σπάρτης, πλήθος κόσμου παρακολούθησε την παρουσίαση του βιβλίου του Βασίλη Γ. Βλαχάκου «Οι Αετοί της Καρίτσας». Την εκδήλωση συνδιοργάνωσαν η Ένωση Πνευματικών Δημιουργών Λακωνίας «Χείλων ο Λακεδαιμόνιος» και ο Πολιτιστικός Σύλλογος Καρίτσας. 

Το άνοιγμα της εκδήλωσης έκανε ο νεοεκλεγείς πρόεδρος της Ένωσης Πνευματικών Δημιουργών Λακωνίας κ. Νίκος Κουφός. Την παρουσίαση του βιβλίου (πολύπλευρη και εύστοχη όπως πάντοτε) επιμελήθηκε η γνωστή φιλόλογος κυρία Μεταξία Παπαποστόλου, ενώ, αποσπάσματα διάβασαν κυρίες από τον Πολιτιστικό Σύλλογο  Καρίτσας. Χαιρετισμό απηύθυναν ο πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου κ. Σπυρίδων Μοιράγιας και ο πατήρ Λάζαρος ως εκπρόσωπος του Μητροπολίτη μας. 


Είναι το πρώτο πεζογράφημα του συγγραφέα μετά από εφτά ποιητικές συλλογές του. 

Πρόκειται για ένα αφηγηματικό βιβλίο, πέρα για πέρα αληθινό, βιωματικό, ζωντανό με καρδιά και ψυχή, ιδρώτα και αίμα. 

Τα εικονιζόμενα πρόσωπα στο εξώφυλλο, που ξεχώριζαν για τη μοναδικότητα, ιδιαιτερότητα και γενικά με την «οδύσσεια» ζωή τους στα ρουμάνια και με σειρήνες τα τροκάνια, «βίος και πολιτεία», έγιναν η αφορμή για να γραφτεί το βιβλίο. 

Ο πρώτος, ο Μιχάλης, γνωστός με το παρανόμι «Ρουμάνος», μικρότερος από τον ετεροθαλή αδερφό του τον Κωνσταντή, «Κωσταντηρουμάνο» όπως τον έλεγαν για να τους ξεχωρίζουν, παρανόμι που το κληρονόμησαν από τον πατέρα τους Γιάννη Μαλαβάζο - Ρουμάνο, καθώς τον περισσότερο καιρό τον περνούσε με τα γιδοπρόβατα στα ρουμάνια. 

Δυο αδέρφια, που θύμιζαν πρόσωπα από τη μυθολογία, με κοινά χαρακτηριστικά την υπερβολική σωματική τους διάπλαση και υπερφυσική τους δύναμη, σωστοί γίγαντες, μα δυο διαφορετικοί χαρακτήρες, καθώς ο «Ρουμάνος» πότε γινόταν διάβολος και πότε άγγελος, όπως είχε πει και ο Καραϊσκάκης για τον εαυτό του, με τις εκρήξεις του και τις αγαθοεργίες του ήταν ένας σκληρός με καρδιά μαρουλιού. 

Αίαντας, κατσικοκλέφτης, «γυναικοαρπαχτής», σαν είχε αρπάξει εφτά ή οχτώ γυναίκες, και ο ίδιος δεν θυμόταν ακριβώς πόσες, από διπλανά χωριά, που τις έκοβε στον ώμο και μετά από ώρες ποδαρόδρομο τις πήγαινε πεσκέσι κάθε φορά και σε έναν υποψήφιο γαμπρό, καθότι δεν τις έδιναν τα γονικά τους, ή δεν ήθελαν και οι ίδιες να πάνε στην Καρίτσα, ή και σε άλλα ορεινά και φτωχά χωριά της Κυνουρίας. 

Όσο για τον «Κωσταντηρουμάνο», πότε Ηρακλής με τους κατά παραγγελία άθλους του, και άλλοτε με τις αγαθοεργίες του ο καλός Σαμαρείτης. 

Οι ιστορίες τους μοναδικές, ξεχωριστές, φανταστικές, απίστευτες.


Τον πρόλογο του βιβλίου υπογράφει ο σεβαστός Σπαρτιάτης Φιλόλογος - Λόγιος, Δημήτριος Κατσαφάνας, που σημειώνει 

«Κατορθώνει (σ.σ. ο συγγραφέας) και μετουσιώνει άνετα ένα συγκεκριμένο πρόσωπο σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα λαϊκή ιδιοτυπία. Και το πετυχαίνει χωρίς παραμορφώσεις, χωρίς αλλοίωση, χωρίς εξωτερική μεγέθυνση. Μας δίνει μορφές της περιοχής γεμάτες ένταση ζωής. Με την τέχνη του λόγου, αναπαύει το νου και την καρδιά, την φορτισμένη από τη δυσφορία, το άγχος και το αίσθημα «κενού» καθώς µας επαναφέρει την πρώτη, την ακατέργαστη ύλη της ζωής και βλέπουμε τη θετική ζωική δύναμη, τη συνυφασμένη µε την ανθρώπινη φύση µας.»


Παραθέτουμε ένα συγκινητικό απόσπασμα από το επίλογο του βιβλίου: 

«...Περνάμε μέσα (σ.σ. στο εκκλησάκι του Αγιαννάκη), προσκυνάμε, ανάβουμε ένα κερί στη μνήμη των Ρουμάνων και βγαίνουμε να απολαύσουμε τη θέα που απλώνεται σαν ένα τεράστιο κυματιστό σεντόνι σε όλες τις αποχρώσεις του πράσινου, μπαλωμένο µε τα γήινα χρώματα πάνω από κορυφές, μέσα από ρεματιές, πέρα από πλαγιές, ανηφοριές και κατηφόρες.

Εκείνη τη στιγμή καθώς η ματιά µου ιχνηλατεί το χώρο ακούω κάπου να χτυπούν τροκάνια. Η καρδιά µου σκιρτά και αυτό το «κάτι» που είχε λυθεί πιο πριν και κυριαρχούσε στη σκέψη µου και είχε αιχμαλωτίσει τη φαντασία µου, αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά.

Κάνω λίγο πιο πέρα και τα βήματά µου βλέπω να γίνονται δρασκελιές. Ανατριχιάζω, καθώς νοιώθω να περπατάω πάνω στα μεγάλα αχνάρια του μπάρμπα-Μιχάλη.

Προχωράω και ξαφνικά δεν μπορώ να κάνω βήμα. Στέκομαι και σκέπτομαι ότι εκεί θα στάθηκε κάποτε ο Ρουμάνος να αγναντέψει πού βόσκει το κοπάδι του.

Βάζω τις παλάμες µου γύρω από το στόμα µου «χωνί» για να ακουστεί η φωνή µου μακριά, και φωνάζω µε όλη τη μυϊκή και ψυχική µου δύναμη: Μπάρμπα-Μιχάληηηηη! Κωσταντήήήήή! Μετά ακούω από τη φωνή µου στις ρεµατιές, ληηηηη! .ντήήήήή!

Και ξάφνου ακούω από ψηλά … «ληηηηη! …ληηηηη!» 

Σηκώνω τα µάτια µου, και τι να δω! Δυο αετοί στον ουρανό βλέπω να ζυγιάζουν στα φτερά τους τα συναισθήματά µου, θεωρώ ότι ανοίγουν την αγκαλιά τους να µε πάρουν στα φτερά τους, νοιώθουν ό,τι νοιώθω, μένω στήλη άλατος. Χάνομαι στο αχανές και βρίσκομαι εκτός τόπου και χρόνου. Αποκωδικοποιώ αυτό που άκουσα, και τους απαντώ µε το ίδιο: « ... ληηηηη! ... ντήήήήή!». 

Με φωνάζουν πάλι «ληηηηη! …ληηηηη!» κουνάνε τα φτερά τους, ανταποδίδω το χαιρετισμό µε το χέρι µου, χάνονται αυτοί στο απέραντο γαλάζιο και εγώ βρίσκομαι εκτός τόπου και χρόνου χαμένος στην αιωνιότητα. 

Από πιο πέρα ο φίλος µου που έβλεπε, άκουγε και φωτογράφιζε, πλησιάζει και µου λέει.

- Φίλε, έχεις δίκιο που λες ότι ήσαν ερωτευμένοι µε την Τσούκα και καρδιακοί φίλοι µε τον Ελατιά. Σήμερα έδειξαν ότι είναι και φίλοι σου.

Η φωτογραφία που σε πήρα µε τους αετούς είναι ο αδιάψευστος μάρτυρας αυτού που είδαμε και όσο για αυτό που ακούσαμε θα έχω και θα το λέω.

- Όνειρο ή πραγματικότητα, πώς να τα ξεχωρίσουμε και πώς να τα ερμηνεύσουµε όταν η γέννηση είναι ένα θαύμα, η ζωή ένα αίνιγμα και ο θάνατος μυστήριο; 

Μένω σε αυτό που είδα, κρατάω αυτό που ένοιωσα, τελειώνω τη γραφή µου και κλείνω το πόνημά µου µε τους Αετούς της Καρίτσας στο εξώφυλλο όπως ήταν στη ζωή πάνω στη γη, και στο οπισθόφυλλο έτσι όπως εμφανίστηκαν στον ουρανό, όσο είναι στη μνήμη µας να ζουν και όσο λέμε το όνομά τους να υπάρχουν.»


















  



Οδός Εμπόρων