Εκτύπωση

https://www.spartorama.gr/articles/23724/

Spartorama - Print | Ο Harvey της θεατρικής ομάδας «Ιάσθε Θεάτρω», χαμογελούσε στη ζωή!

Ο Harvey της θεατρικής ομάδας «Ιάσθε Θεάτρω», χαμογελούσε στη ζωή!

Ο Harvey της θεατρικής ομάδας «Ιάσθε Θεάτρω», χαμογελούσε στη ζωή!
«Ε, εσείς, προσέξτε και μένα. Για μένα λέει, τη ζωή»
Οδός Εμπόρων

Σε μια κατάμεστη αίθουσα, στο πνευματικό κέντρο του Δήμου Σπάρτης, στο ισόγειο της βιβλιοθήκης, παρουσιάστηκε επιτέλους και στη Σπάρτη, το θεατρικό έργο “Harvey”  της Mary Chase, ανεβασμένο από την θεατρική ομάδα «Ιάσθε Θεάτρω» σε σκηνοθεσία της κας Χριστίνας Λαμπούση. 

Όλα πήγαιναν καλά μέχρι που, με όλους τους θετικούς οιωνούς υπέρ της, άρχισε η παράσταση. Για κάποιους λόγους που δεν γνωρίζω (μάλλον δεν δούλευαν καλά οι προβολείς), ο φωτισμός στην αίθουσα ήταν πολύ πιο δυνατός από το αναμενόμενο με αποτέλεσμα να μην μπορεί κανείς να εστιάσει στην παράσταση και διαρκώς αποσπόταν η προσοχή μου. Σαν να μην έφτανε αυτό κάποιος «ευφυής» φωτορεπόρτερ άρχισε να τραβάει συνεχώς φωτογραφίες, με φλας παρακαλώ, εξοργίζοντας με. Σε λίγο η κατάσταση είχε ξεφύγει εκτός ελέγχου. Κινητά τηλέφωνα κουδούνιζαν γύρω μου, κάποια κυρία κοντά μου είχε την αγένεια να το σηκώσει και να αρχίσει χαμηλόφωνη συνομιλία με τον καλούντα, άρχισαν τα ενδιάμεσα χειροκροτήματα -μάλλον προς επιβράβευση(;) των εμφανιζόμενων  ηθοποιών-, άλλοι σχολίαζαν την παράσταση δυνατά και πολλά άλλα παρόμοια. Κάποια στιγμή διαπίστωσα έντρομος ότι δυο σειρές μπροστά μου καθόντουσαν -μέχρι εκείνη τη στιγμή ήσυχα- τρία με τέσσερα παιδάκια, και το τρομακτικότερο ότι μια αξιοπρεπέστατη κυρία στην μπροστινή από την δική μου σειρά, και μια θέση αριστερότερα, κρατούσε στα γόνατά της ένα μωράκι που κοιμόταν! 

Πως κάθομαι τώρα εδώ και γράφω για μια παράσταση που δεν θα έπρεπε καν να συμμετέχω, παραμένει και απορία δική μου. Για μένα το θέατρο είναι μύηση και ιεροτελεστία. Οι άνθρωποι που παρακολουθούν μια παράσταση αποτελούν αναπόσπαστο μέρος αυτής της διαδικασίας και μπορούν να την διαλύσουν ή να την απογειώσουν. Η συμπεριφορά του κοινού εκείνης της βραδιάς μόνο τον ελάχιστο σεβασμό στον κόπο του συνανθρώπου δεν πρόδιδε. Η αίθουσα θύμισε καφενείο και μόνο την παράσταση δεν μπορούσες να δεις και ν’ ακούσεις. Συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις ή διαμαρτύρομαι ή σηκώνομαι και φεύγω για να μην χάνω τον καιρό μου. Μου πέρασε πολλές φορές από το μυαλό να αρχίσω τις παρατηρήσεις, πιο πολύ για να δηλώσω έμπρακτη συμπαράσταση προς τους ηθοποιούς που πάλευαν απτόητοι επάνω στη σκηνή, παρά για να συνετίσω τους συνθεατές μου. 

Ήταν όμως τέτοια η δύναμη της παράστασης που ξεπέρασε και αυτές τις αδυναμίες του κοινού. Με επίκεντρο την εξαίσια ερμηνεία του Μπάμπη Λύρα (Έλγουντ) ξετυλίχτηκε σιγά σιγά μπροστά μας η ιστορία ενός ανθρώπου που απλώς είχε το θάρρος ή την αφέλεια να εκφράζει την αγάπη του για τη ζωή. Κι αφού τέτοιου είδους «αγάπες» δεν γίνονται εύκολα αποδεκτές από την κοινωνία, για να επιβιώσει εφηύρε  τον συντροφικό, προστατευτικό και λυτρωτικό Χάρβεϊ, το κουνέλι. Ο κος Λύρας κατόρθωσε να ενσαρκώσει έναν ευαίσθητο, ερωτικό, ανθρώπινο, αγνό, αμόλυντο και καθάριο ενήλικο χαρακτήρα, πίσω από τον οποίο κρυβόταν η θλίψη, ο φόβος, οι απορίες, τα ερωτηματικά και οι ανασφάλειας μιας ανήλικης συναισθηματικά ψυχής. Και όλα αυτά τα περνούσε στην ίδια φράση, ισορροπημένα, με ρυθμό και συνοχή, χωρίς ούτε μια φορά να πέσει στην παγίδα της υπερβολής ή της γραφικότητας. Όταν μετά την παράσταση αναζήτησα τον κ. Λύρα για να τον συγχαρώ, και γνώρισα έναν στιβαρό άνθρωπο με πανέξυπνο βλέμμα, που φαίνεται να έχει πιάσει την ζωή από τα κέρατα και να την οδηγεί, θαύμασα ακόμη περισσότερο το γεγονός ότι κατάφερε να παίξει τόσο πειστικά και ισορροπημένα έναν τόσο κόντρα στον χαρακτήρα του ρόλο.

Σαν σύνολο το έργο (παρά τις συνεχείς οχλήσεις από το κοινό), αν εξαιρέσεις τον φωτισμό και τις παρατεταμένες αλλαγές σκηνικών, στάθηκε περίφημα. Και αν προς στιγμήν έχανε τον ρυθμό του -χωρίς ποτέ να κάνει κοιλιά- έφτανε να βγει ο ρόλος του Έλγουντ στο προσκήνιο, ο οποίος με θεϊκή μαεστρία επανέφερε την παράσταση στο σωστό της βηματισμό. 

Φυσικά και οι υπόλοιποι ηθοποιοί, έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους ενσαρκώνοντας τους χαρακτήρες του έργου. Η Μαργαρίτα Σπυριδάκου (Βέρα), απέδωσε με ακρίβεια την κομψή και αεράτη κυρία της υψηλής κοινωνίας, που όμως διακρίνει κάτι το απροσδιόριστο στον αδελφό της και αρχίζει να καταλαβαίνει αλλά και να υιοθετεί την αναγκαιότητα ύπαρξης του Χάρβεϊ, ενώ στο τέλος τον λυτρώνει από τα δόντια του γιατρού Τσάμλεϋ (Ντίνος Τρογκάνης, πειστικότατος ως ιατρική αυθεντία) που ο Χάρβεϊ τον κυνηγά όπου και να πηγαίνει. Να μνημονεύσουμε την κίνηση και την εκφορά του λόγου από τον Δημήτρη Ψυχογυιό (Γουίλσον), με την πρωτόγονη υπακοή στον αφέντη γιατρό αλλά και τον ενστικτώδη ερωτισμό, και την νεανική αφέλεια και χαριτωμενιά που ενσάρκωνε στην Έθελ, η Ξένια Μαρματζάκου. 

Εμείς πάντως, οι τυχεροί θεατές που καθόμασταν στην δεξιά μπροστινή περιοχή της δεξιάς σειράς καθισμάτων, απολαύσαμε και ένα επιπλέον ηθοποιό. Έναν ηθοποιό που δεν ήταν 1,85 ύψος όπως περιέγραφε ο Έλγουντ αλλά το πολύ 35 πόντους, δεν είχε αυτιά κουνελήσια αλλά δυο μικρά χεράκια, ούτε έγνεφε σιωπηλά στον Έλγουντ, απλά έβγαζε μια μικρή κραυγή. Θυμάστε τα παιδάκια που κάθονταν ήσυχα κοντά μου; Προς το τέλος της παράστασης τα παιδάκια βαρέθηκαν και άρχισαν τους θορύβους. Ένα μάλιστα άρχισε να παίζει τύμπανο με τον τοίχο μπροστά του, αλλά ήταν αρκετό, ένα νεύμα από τον πατέρα του για να σταματήσει. Θυμάστε και το μωράκι; Ε, κάποια στιγμή το μωράκι ξύπνησε και άρχισε να γίνεται ανήσυχο. Είναι αλήθεια ότι η μητέρα του έκανε ότι μπορούσε -και όσο μπορούσε πιο διακριτικά- για να το ηρεμήσει. Στο τέλος αναγκάστηκε να το ακουμπήσει στον ώμο της και να το κτυπά απαλά στην πλάτη για να χαλαρώσει. 

Αυτό ήταν. Τώρα το μωράκι έβλεπε προς τα πίσω, προς το κοινό και φαίνεται ότι εντυπωσιάστηκε. Και ξαφνικά, σαν να συντονίστηκε με το έργο άρχισε να δίνει και αυτό την δική του παράσταση. Είναι δύσκολο να το πιστέψετε, αλλά όταν ο Έλγουντ μνημόνευε τον Χάρβεϊ, ή έκανε κάποιον υπαινιγμό για αυτόν, σήκωνε τα χεράκια του ψηλά κι έβγαζε μια μικρή κραυγή «Ααα...», σαν να μας έλεγε: «Ε, εσείς, προσέξτε και μένα. Για μένα λέει, τη ζωή».

Έφυγα από την παράσταση με ένα μόνιμο χαμόγελο. Και με μια φαντασίωση (μιας και μας οδηγεί το έργο). Φαντάστηκα, ότι σε τριάντα, σαράντα χρόνια από τώρα, στο τύπο της εποχής -ότι μορφή και να έχει τότε- θα γράφεται η εξής απάντηση σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφου: «-Ευχαριστώ για την ερώτηση: Είδα για πρώτη φορά θέατρο, όταν ήμουν περίπου πέντε μηνών, και η μητέρα μου με πήγε να δω την παράσταση «Χάρβεϊ» που παρουσίαζε τότε στη Σπάρτη, η θεατρική ομάδα «Ιάσθε Θεάτρω». Και συμπλήρωσε ο μεγάλος/η μεγάλη μας ηθοποιός: «-Τότε ήταν που, μιας και ο ρόλος ήταν ακάλυπτος, έδωσα και την πρώτη μου -με μεγάλη επιτυχία όπως τόνισαν μερικοί- παράσταση. Έπαιξα τον ρόλο του Χάρβεϊ. Έπαιξα τη Ζωή!». 

Για τους συντελεστές του έργου και αληθινές κριτικές δείτε και άρθρο εδώ.


Ν.Μ.