Vekrakos
Spartorama | «Τους μαθητές, λοιπόν, δεν τους αγαπάμε αλλά τους διδάσκουμε, είμαστε οι οδηγοί τους στον δρόμο της γνώσης»

«Τους μαθητές, λοιπόν, δεν τους αγαπάμε αλλά τους διδάσκουμε, είμαστε οι οδηγοί τους στον δρόμο της γνώσης»

Πηγή 09/09/2017 Εκτύπωση Άρθρα
«Τους μαθητές, λοιπόν, δεν τους αγαπάμε αλλά τους διδάσκουμε, είμαστε οι οδηγοί τους στον δρόμο της γνώσης»
Κριτική από τον Παναγιώτη Γούτα για το βιβλίο του Σταύρου Ζουμπουλάκη «Για το σχολείο» (εκδ. Πόλις)
Οδός Εμπόρων

Αν συνοψίσει κανείς τις εκάστοτε ιδιότητες του Σταύρου Ζουμπουλάκη (1953), έτσι όπως τις γνωρίζουμε αλλά και όπως αναφέρονται στο τελευταίο βιβλίο του Για το σχολείο (Πόλις, 2017), δηλαδή φιλόλογος στη Μέση εκπαίδευση, διευθυντής του περιοδικού Νέα Εστία επί δεκαπενταετία, πρόεδρος του Δ.Σ. του Βιβλικού Ιδρύματος «Άρτος Ζωής», επίτιμος διδάκτορας διαφόρων τμημάτων του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και αρκετές άλλες ακόμη, νομίζω πως η συνισταμένη τους οδηγεί σε δύο λέξεις-κλειδιά, λέξεις συχνά παρεξηγημένες και φορτισμένες με διαφορετικά πρόσημα, ίσως και κάπως φθαρμένες από τη συχνή τους χρήση αλλά και τον αήττητο λαϊκισμό που όλα τα ισοπεδώνει: Διανοητής και δάσκαλος. Αυτές οι δύο επικρατούσες ιδιότητες, νομίζω, κυριάρχησαν μέσα του και τον έκαναν να συγκεντρώσει στον παρόντα τόμο κείμενα για το σχολείο, την εκπαίδευση και την εκπαιδευτική πράξη, είκοσι τον αριθμό, «δεκαεννιά για το σχολείο και ένα από το σχολείο», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος στο εισαγωγικό του σημείωμα, που, στην πλειοψηφία τους, δημοσιεύτηκαν παλιότερα στο περιοδικό Νέα εστία και στις εφημερίδες «Αυγή» και «Καθημερινή». 

Σχολείο μετάδοσης και όχι καινοτομίας 

Ο βασικός άξονας της συλλογιστικής και των προβληματισμών του Σταύρου Ζουμπουλάκη σε όλα τα κείμενά του είναι πως το σχολείο είναι ένας θεσμός μετάδοσης γνώσης και παράδοσης στους μαθητές, του πολιτισμού των προγόνων και των κλασικών έργων του παρελθόντος, και όχι θεσμός καινοτομίας, ενώ κεντρική μορφή του σχολείου είναι ο δάσκαλος, που αναλαμβάνει την ευθύνη να διδάξει τον μαθητή, σε μία σχέση μαζί του που, εξ ορισμού, κρίνεται ασύμμετρη. Η θέση αυτή, εμποτισμένη σε όλα τα κείμενα του βιβλίου, με μια πρόχειρη και επιφανειακή εκτίμηση από κάποιον «προοδευτικό» αναγνώστη ή εκπαιδευτικό, μπορεί να εκληφθεί ως άκρως συντηρητική, όμως ο συγγραφέας όχι απλώς δεν τη θεωρεί συντηρητική, αλλά αυτονόητη και αληθινή. Και κάτι περισσότερο: Πιστεύει πως αυτή του η θέση αγγίζει τα όρια της ουτοπίας, ως πρόωρη, αψηλάφητη αλήθεια, αφού η απομάκρυνση του σημερινού σχολείου από τον αληθινό του προορισμό μας έχει φτάσει στο σημείο να θεωρούμε άκρως επαναστατικό και πρωτοποριακό το να βρει κάποτε αυτό τον αληθινό προορισμό του. Να κυριαρχήσει δηλαδή κάποτε το αυτονόητο της υπερβολής, της διαστρέβλωσης και του εκτροχιασμού του νοήματος και του στόχου του ως θεσμού. 

Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης αντιλαμβάνεται το σχολείο όχι ως θεσμό καινοτομίας και επικοινωνίας, αλλά συντήρησης και μετάδοσης γνώσεων από τον δάσκαλο στους μαθητές. Θεωρεί ολέθριο ιδεολόγημα ότι το παιδί βρίσκεται στο επίκεντρο του σχολείου, που με τη σειρά του δεν είναι χώρος επικοινωνίας, ζωής, εξουδετέρωσης των κοινωνικών αδικιών και των ταξικών ανισοτήτων και «άλλων ωραίων πραγμάτων», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει (σελ. 29). Ο δάσκαλος δεν είναι εμψυχωτής (animateur) αλλά οφείλει να έχει τη μεταδοτική ικανότητα και να γνωρίζει εις βάθος το περιεχόμενο του μαθήματος που διδάσκει. Το σχολείο οφείλει να είναι κλειστό στη ζωή, γιατί «ανοίγω το σχολείο στη ζωή σημαίνει ανοίγω τον δρόμο για να γίνει το σχολείο προέκταση της οικογένειας, με τον δάσκαλο στον ρόλο του μπαμπά, ή, περισσότερο, της μαμάς των μαθητών, [...] και η αίθουσα διδασκαλίας προέκταση του παιδικού ή εφηβικού δωματίου» (σελ. 41). Αλλού, (σελ. 48), ο συγγραφέας αναφέρει: «Τους μαθητές, λοιπόν, δεν τους αγαπάμε αλλά τους διδάσκουμε, είμαστε οι οδηγοί τους στον δρόμο της γνώσης», για να αντιδιαστείλει τον επαρκή δάσκαλο με τον ναρκισσιστικό τύπο του συναισθηματικού δασκάλου που «φέρνει μέσα στην τάξη την οικογένεια». Ο θεσμός της Βουλής των Εφήβων κρύβει, κατά τον συγγραφέα, την «αβουλία των εφήβων» και αποκαλύπτει τον μικρομεγαλισμό των εφήβων-βουλευτών, βασισμένος στο πολιτιστικό φαινόμενο του «φιλονεϊσμού» που τον πριμοδοτεί. Φυσικά ο συγγραφέας στέκεται αρνητικά απέναντι στις σχολικές καταλήψεις που αποσαθρώνουν το δημόσιο σχολείο θεσμικά και συμβολικά, αλλά από την άλλη, θεωρεί βλακώδεις και αντεθνικές τις υπουργικές αποφάσεις που στερούν από αριστούχους μαθητές που δεν έχουν ελληνική υπηκοότητα και ιθαγένεια και, παράλληλα, έχουν πάρει απαλλαγή από το μάθημα της Φυσικής Αγωγής, να σηκώνουν την ελληνική σημαία στις παρελάσεις και στις εθνικές γιορτές. 

Στο ζήτημα της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ο Σταύρος Ζουμπουλάκης έχει θετική στάση και δικαιολογεί τη μη ορθή διδασκαλία τους στο ότι «η παράταξη του δημοτικισμού και εν γένει του προοδευτικού παιδαγωγισμού δεν έτρεφε ποτέ φιλικά αισθήματα για τη διδασκαλία της αρχαίας γλώσσας». Πολύ ενδιαφέρουσες οι θέσεις του για τη διδασκαλία της λογοτεχνίας στο σχολείο (για το πώς θα γεμίσει μια ώρα διδασκαλίας ποίησης προτείνει κάτι απλό και ευφυές –και αποτελεσματικό, θα πρόσθετα από τη δική μου εμπειρία– : διαβάζοντας πολλά άλλα ποιήματα του ίδιου ποιητή ή άλλων ποιητών, και όχι κάνοντας εξαντλητικού τύπου αισθητική ανάλυση του ενός μόνο ποιήματος), για το φάντασμα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που όλο την περιμένουμε και ποτέ δεν έρχεται, παρά τα μεγαλεπήβολα σχέδια των πολιτικών όλων των κυβερνήσεων, και για την αναγκαιότητα της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών, κάτι που σκοντάφτει στην τακτική και στις αντιλήψεις των συνδικαλιστών και των εργατοπατέρων αυτής της χώρας. Τέλος, για το μάθημα των Θρησκευτικών (προφητικό κείμενο, γραμμένο πριν από 17 χρόνια) πιστεύει πως για να μην αποσυρθεί και καταργηθεί ως μάθημα, θα πρέπει να διδάσκεται ως βιβλικό και όχι ως ομολογητικό μάθημα, γιατί, ως τέτοιο, έχει κλείσει προ πολλού ο κύκλος του (σελ. 145). 

Τελικές επισημάνσεις 

Οι θέσεις και οι αντιλήψεις του Σταύρου Ζουμπουλάκη για το σχολείο μπορεί να ερεθίσουν, να προκαλέσουν δυσφορία ή και αποστροφή σε πολλούς που επένδυσαν (ηθικά, παιδαγωγικά, ιδεολογικά) στο νέο σχολείο, στη μαθητοκεντρική εκπαίδευση, στις καινοτόμες δράσεις, στην πληθώρα των πολιτιστικών προγραμμάτων, στο γκρέμισμα της αυθεντίας του δασκάλου και στην αυτοακύρωση του παλιού του ρόλου, με την ιδιότητα του εμψυχωτή ή του διαμεσολαβητή γνώσεων, το περιεχόμενο των οποίων επιλέγουν τα ίδια τα παιδιά. Πιστεύω πως όποια αντίληψη κι αν έχει ο καθένας μας για τον θεσμό και τον ρόλο του σχολείου (είτε ζώντας τον εκ των έσω, ως εκπαιδευτικός, είτε από μακριά), δεν μπορούμε να αρνηθούμε και να μην αναγνωρίσουμε τα παρακάτω: 

  • Ο Ζουμπουλάκης είναι πρακτικός, ρεαλιστής και ουσιαστικός τις απόψεις του, μαχόμενος, πρωτίστως, για την εξασφάλιση της κανονικότητας της λειτουργίας του σχολείου και συγκρουόμενος με έναν αέναο μεταρρυθμιστικό οίστρο και έναν κούφιο παιδαγωγικό προοδευτισμό, που, τις περισσότερες φορές, είναι λόγια και πράξεις (ή μη πράξεις) ανθρώπων που κυνηγούν Χίμαιρες. 
  • Μιλάει από πρώτο χέρι, αφού δούλεψε επί 15 χρόνια ως φιλόλογος σε Γυμνάσια και Λύκεια ιδιωτικών σχολείων της Αθήνας. 
  • Εκτιμά, τονώνει και στηρίζει την έννοια και το κύρος του δασκάλου, που τείνει στην εποχή μας να χάσει το αληθινό και ουσιαστικό της περιεχόμενο. Για την ακρίβεια, επαναπροσδιορίζει τον ρόλο του δασκάλου στο σημερινό σχολείο. 
  • Λειτουργεί εξισορροπητικά και συνθετικά στις δύο τάσεις-φιλοσοφίες της εκπαίδευσης και του σχολείου που, διαχρονικά, κυριάρχησαν (αυστηρά δασκαλοκεντρικό παλιό σχολείο με κατήχηση, ιδεοληψίες, τιμωρίες και κακού τύπου εκπαίδευση από τη μια, ανοιχτό σχολείο τύπου «παιδικής χαράς» ή «λούνα παρκ» με ακυρωμένο τον δάσκαλο και πληθώρα καινοτόμων δράσεων που αναιρούν την ουσία της εκπαιδευτικής διαδικασίας από την άλλη). 
  • Απομυθοποιεί, με τόλμη, σύγχρονες μεταρρυθμιστικές προθέσεις και απόπειρες προσώπων που ηγήθηκαν του Υπουργείου Παιδείας, από τη μεταπολίτευση και εντεύθεν (Ράλλης, Αρσένης, Διαμαντοπούλου), επισυνάπτοντάς τους αμέλειες, σφάλματα, παραλείψεις ή, το λιγότερο, διφορούμενη γλώσσα στις εξαγγελίες τους. 
  • Όλα τα δοκίμια είναι αποστάγματα βαθιάς αγάπης και εκδήλωση γνήσιας αγωνίας-ανησυχίας για το μέλλον του σχολείου, του ρόλου του δασκάλου και της εκπαιδευτικής διαδικασίας. 

Στην κεντρική εικόνα, φωτογραφία από την ταινία Τα 400 χτυπήματα (1959) του Francois Truffaut.

Παναγιώτης Γούτας*, bookpress.gr

 

* Ο Παναγιώτης Γούτας είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.

-------

Ο ίδιος ο Σταύρος Ζουμπουλάκης στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του σημειώνει: 

Το δημοκρατικό σχολείο της νεωτερικότητας το διαπερνά μια αντινομία: έχει στόχο να διαπλάσει τον ελεύθερο πολίτη, την αυτόνομη ατομικότητα, τον άνθρωπο που σκέφτεται με το δικό του μυαλό, τον στόχο όμως αυτό τον επιδιώκει και τον πετυχαίνει διά της υποχρεωτικότητας και του αναγκασμού. Πράγματι, στο σχολείο, όπου ο μαθητής πηγαίνει θέλοντας και μη και όπου δεν έχει κανένα περιθώριο ουσιαστικής επιλογής, σε αυτόν ακριβώς τον χώρο του ετεροκαθορισμού, διαμορφώνεται -με τη συνδρομή προφανώς και άλλων εξωσχολικών παραγόντων- το ελεύθερο άτομο, η αυτόνομη ατομικότητα! 

Το σχολείο είναι θεσμός μετάδοσης της γνώσης, παράδοσης -όπως σοφά λέγεται στην ελληνική γλώσσα η διδασκαλία- στους μαθητές του πολιτισμού των προγόνων. Το σχολείο δεν είναι θεσμός καινοτομίας, η καινοτομία ανήκει στους μαθητές αφού αποφοιτήσουν από αυτό. Κεντρική μορφή του σχολείου είναι ο δάσκαλος, που αναλαμβάνει την ευθύνη να διδάξει τον μαθητή, σε μια σχέση μαζί του εξ ορισμού ασύμμετρη. 

Τα κείμενα του βιβλίου αυτού, όποιο κι αν είναι το θέμα τους, είναι όλα κείμενα ένθερμης αγάπης για το σχολείο και υπεράσπισής του. Υπερασπίζονται ένα σχολείο που λειτουργεί κανονικά, όπου ο δάσκαλος διδάσκει - και δεν επικοινωνεί απλώς με τα παιδιά-και οι μαθητές μαθαίνουν γράμματα - και δεν αποκτούν απλώς δεξιότητες. 

Στ.Ζ.


Για το σχολείο, Σταύρος Ζουμπουλάκης, εκδόσεις Πόλις, 2017, 186 σελ.


Βιογραφικό

O Σταύρος Ζουμπουλάκης γεννήθηκε το 1953 στη Συκιά Λακωνίας. Σπούδασε νομική και φιλολογία στην Αθήνα και φιλοσοφία στο Παρίσι. Δίδαξε πολλά χρόνια στη μέση εκπαίδευση. Από το 1998 ως το 2012 διετέλεσε διευθυντής του περιοδικού "Νέα Εστία". Είναι πρόεδρος, από το 2008, του Δ.Σ. του βιβλικού ιδρύματος "Άρτος Ζωής". Το 2013 ανέλαβε τη θέση του προέδρου του Εφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Το 2015 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.



  



Οδός Εμπόρων