Εκτύπωση

https://www.spartorama.gr/articles/54754/

Spartorama - Print | «Μετά φόβου Θεού», από τον Δημοσθένη Α. Ματάλα

«Μετά φόβου Θεού», από τον Δημοσθένη Α. Ματάλα

«Μετά φόβου Θεού», από τον Δημοσθένη Α. Ματάλα
(Σημείωμα συγγραφέως: Το κείμενο που ακολουθεί και έχει γραφτεί πριν δέκα πέντε χρόνια στην πρώτη επίσκεψή μου στο Άγιο Όρος, αφιερώνεται στη μνήμη του κοιμηθέντος προ ολίγων ημερών γέροντα Επιφάνιου, Αγιορείτη μοναχού επιφανούς όχι μόνον κατ’ όνομα αλλά και κατά τα έργα και τας ημέρας της «μοναστικής βιοτής του» στο περιβόλι της Παναγιάς).
Οδός Εμπόρων

Ακουμπισμένος στο παραπέτο της πλώρης, αντίκρισα στο βάθος του ορίζοντα τον πράσινο όγκο του ιερού βουνού, βουτηγμένον μέσα στο αιγαιοπελαγίτικο ατλάζι. Ότι και να είχα ακούσει, όσα και να είχα διαβάσει, ωχριούσαν μπροστά στο θέαμα πού ξετυλιγόταν μπροστά στα μάτια μου. Μόνον χέρι θεϊκό θα μπορούσε να σμιλέψει τούτο τον επιβλητικό ορεινό όγκο, πού βυθισμένος μέσα στο βαθυγάλανο θαλασσινό τοπίο, ατενίζει περήφανα τον ελληνικό ορίζοντα και πέρα απ’ αυτόν… Σιγά-σιγά, όσο πλησιάζαμε, το βουνό άρχισε να σχηματοποιείται, να παίρνει μορφή. Καταπράσινες δασωμένες πλαγιές, πού καταλήγουν σε απόκρημνες ακτές. Πού και πού κάποια αμμουδερή παραλία, έσπαγε την βραχώδη μονοτονία. Και ξαφνικά μπροστά σε μάτια έκπληκτα, παρουσιάστηκε η πρώτη επιβλητική φιγούρα μοναστηριού. Η Μονή Δοχειαρίου. Παραπλέοντας τις δυτικές ακτές της Αθωνικής χερσονήσου από την Ουρανούπολη μέχρι την Δάφνη, δεν χορταίνεις το πρωτόγνωρο και συνάμα συγκλονιστικό θέαμα. Οι Μονές Ξενοφώντος, Αγίου Παντελεήμονος και Ξηροποτάμου έκαναν τώρα την εμφάνισή τους. Τεράστια μοναστηριακά συγκροτήματα φτιαγμένα πριν από 10 αιώνες από ανθρώπινα χέρια, με ολοφάνερη όμως την θεϊκή καθοδήγηση. Πώς αλλιώς θα ήταν δυνατόν να σηκωθούν τούτα τα μεγαθήρια πάνω στα απόκρημνους βράχους εκείνες τις δύσκολες εποχές, χωρίς Θεία έμπνευση και βοήθεια; Αναμεσά τους οι αρσανάδες. Μικρά λιμανάκια-χώροι υποδοχής, φτιαγμένοι πάνω στην θάλασσα. Εκεί ξεμπάρκαραν μοναχοί, προσκυνητές και εφόδια πού είχαν προορισμό τις άλλες Μονές πού βρίσκονταν στην αποσκιαδερή πλευρά και το εσωτερικό του Όρους. Η Δάφνη, δεν σε προετοιμάζει γι’ αυτό πού έχεις να αντικρίσεις, διασχίζοντας από την μια άκρη στην άλλη το περιβόλι της Παναγιάς. Πατώντας το πόδι σου για πρώτη φορά στο επίνειο της μοναστικής Πολιτείας, αισθάνεσαι ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα να σε κατακλύζει. Είναι άραγε το δέος από την προσμονή του χιλιοακουσμένου κι’ όμως άγνωστου σε εσένα τρόπου ζωής στον Άθωνα, ή μην είναι ο φόβος μιας αμεσότερης και πιο ειλικρινούς επικοινωνίας σου με το Θείο; Εκείνη την πρώτη στιγμή πάντως, δεν είσαι σέ θέση να ξεδιαλύνεις τούτο το πιεστικό συναίσθημα πού σε έχει πλημμυρίσει. Η διαδρομή από την Δάφνη μέχρι τις Καρυές, εκπληκτικής φυσικής ομορφιάς. Ο χωμάτινος φιδωτός δρόμος στην αρχή ανηφορίζει μέσα σε βαθύσκιο δάσος από καστανιές, ιτιές και ελάτια και ξαφνικά μπροστά σου απλώνεται η προσηλιακή πλευρά του Όρους. Πέρα στον ορίζοντα ο λαμπρός ήλιος του Οκτωβρίου, καθρεφτίζεται στα καταγάλανα νερά του Αρχιπελάγους κι’ ο δρόμος αρχίζει να γίνεται κατηφορικός. Σε λίγο ένας τεράστιος τρούλος αχνοφαίνεται μέσα από το απέραντο πράσινο. Ο Άγιος Ανδρέας των Καρυών, μας εξηγεί ο οδηγός του μικρού φορτηγού πού προθυμοποιήθηκε να μας μεταφέρει. Η πρωτεύουσα της Αθωνικής Πολιτεία είναι πια μπροστά μας. Η περιήγηση είναι ενδιαφέρουσα αλλά και σύντομη, αφού όλοι μας αδημονούμε να επισκεφθούμε τα οργανωμένα Μοναστήρια. Ο Άγιος Ανδρέας, η Αθωνιάδα Σχολή, το κτίριο της Ιεράς Επιστασίας και τα άλλα αξιοθέατα των Καρυών, μας παίρνει περίπου δύο ώρες για να τα γυρίσουμε.

Αμέσως μετά αρχίζει η κατάβαση στην ανατολική πλευρά της χερσονήσου. Ύστερα από μερικά λεπτά στο βάθος αρχίζει να διαγράφεται η επιβλητική εικόνα της Μονής των Ιβήρων. Απολαύσαμε το πρώτο μας αγιορείτικο ηλιοβασίλεμα, καθισμένοι στο χαγιάτι του κελιού του Ευσταθίου, στον Μυλοπόταμο μιας μικρής σε έκταση αλλά τεράστιας σε μνήμες, γωνιά της Αγιορείτικης Επικράτειας που εποπτεύεται από τον γέροντα Επιφάνιο συνεπικουρούμενον από τον έτερο Καπαδόκη, τον Ιωακείμ. Θωρώντας μέσα από τον καταγάλανο ουρανό, την συνεφόσκεπη κορυφή του επιβλητικού Άθωνα και ακούγοντας τον Επιφάνιο να αναφέρεται με τρόπο συγκλονιστικό στο Θεϊκό τοπίο και την επίδραση του στον άνθρωπο, ένοιωσα μικρός, άπραγος και αδύναμος. Το άλλο πρωί άρχισε η περιήγηση και το προσκύνημα στις Μονές. Στην Ιβήρων, την Σταυρονικήτα, την Παντοκράτορος και το Βατοπέδι, αλλά και στην Καρακάλλου και την Φιλοθέου αντικρίσαμε πολύτιμα του γένους κειμήλια, ασπασθήκαμε ιερές εικόνες, προσκυνήσαμε άγια λείψανα, θαυμάσαμε εκκλησιές εκπληκτικής ομορφιάς και κτίρια μεγαλόπρεπα. Αισθανθήκαμε αγαλλίαση και συγκίνηση να μας κατακλύζει. Μα όλα τούτα δεν ήταν τίποτα μπροστά στο συναίσθημα πού σού δημιουργούσε η παρακολούθηση της νυκτερινής Θείας Λειτουργίας στις Μονές. Ξυπνώντας από το ήχο του σήμαντρου στις 2 1/2 τα ξημερώματα, με βαριά ακόμη τα βλέφαρα από τον ύπνο, έριχνες λίγο νερό στο πρόσωπο σου και κατέβαινες στον Ναό. Και εκεί πια βρισκόσουν σ’ έναν άλλο, τελείως διαφορετικό κόσμο. Σ’ έναν κόσμο πρωτόγνωρο. Οι σιγανές ψαλμωδίες των Μοναχών, και το ελάχιστα φωτισμένο απ’ τα καντήλια εσωτερικό του Ναού, δημιουργούσαν μια φορτισμένη συναισθηματικά ατμόσφαιρα μέσα στήν οποία δεν είχε θέση ο φόβος για την καθημερινότητα και η αγωνία για το μέλλον. Ούτε καν η κόπωση απ’ την αγρύπνια. Τούτη η ατμόσφαιρα σε παρέπεμπε σε άλλες εποχές μακρινές και σε καιρούς ξεχασμένους. Ή σκέψη σου στρεφόταν πίσω στο παρελθόν του Τόπου μας. Οι θύμησες σού σφίγγανε την καρδιά. Απωθώντας έστω και για λίγο πάσα βιοτική μέριμνα, ένοιωθες απελευθερωμένος από μικρότητες. Δυνατός. Ακμαίος. Περήφανος. Αισθανόσουν και εκείνη την στιγμή ήσουν, ένας άλλος άνθρωπος. Προσπαθώντας μέσα στο μισοσκόταδο να διακρίνω τις φυσιογνωμίες των μοναχών, πού κάθε τόσο, με βήμα ταχύ περνούσαν μπροστά μου και ασπάζονταν τις εικόνες, μού φάνηκε ότι ένας είχε τα χαρακτηριστικά του Παπαφλέσσα και ένας άλλος του Κολοκοτρώνη. Κάποιος τρίτος μού θύμισε τον Αθανάσιο Διάκο, έτσι όπως τον είχε πλάσει πριν πολλά-πολλά χρόνια η παιδική μου φαντασία. Κι’ όταν την τελευταία βραδιά, στην Μονή Καρακάλλου ο ιερέας με βαθιά κοντράλτα φωνή μάς κάλεσε να προσέλθουμε… μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης, αυτός πού πρώτος πλησίασε με βήμα αργό αλλά σταθερό, την Ωραία Πύλη δεν ήταν ο Ηγούμενος της Μονής. Μέσα στο μισοσκόταδο μού φάνηκε πώς ήταν ο Αυτοκράτορας σε εκείνη την ανεπανάληπτα δραματική τελευταία λειτουργία στην Αγιά Σοφιά, όταν μετάλαβε για τελευταία φορά των αχράντων μυστηρίων, ζητώντας από όλους συγχώρεση. Ήταν ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Εμένα τουλάχιστον …έτσι μού φάνηκε. Την άλλη μέρα στο γυρισμό κάθισα στην πρύμνη της βάρκας. Κάθε τόσο ασυναίσθητα έριχνα μια ματιά προς τά πίσω. Σιγά-σιγά η Αθωνική χερσόνησος όλο και απομακρυνόταν όλο και σμίκραινε. Όλο και χανόταν στο βάθος του ορίζοντα. Τα μοναστήρια όμως ήσαν πάντα εκεί. Άλλα κρεμασμένα στους βράχους της ακτής κι’ άλλα σκαρφαλωμένα στις καταπράσινες πλαγιές του Όρους. Όλα τους όμως με το… «βλέμμα στραμμένο» στο καταγάλανο Αιγαίο. Διαχρονικοί βιγλάτορες και παντοτινοί βαρδιάνοι της Ελληνικής Ορθοδοξίας.

 

Δημοσθένης Α. Ματάλας
Σπάρτη - Δεκέμβριος 2020