Εκτύπωση

https://www.spartorama.gr/articles/6528/

Spartorama - Print | Τα «στοιχειώδη» του Μποκόρου, από την Γεωργία Κακούρου-Χρόνη

Τα «στοιχειώδη» του Μποκόρου, από την Γεωργία Κακούρου-Χρόνη

Τα «στοιχειώδη» του Μποκόρου, από την Γεωργία Κακούρου-Χρόνη
«Ενστικτωδώς έτριψα τα δάχτυλά μου, τα είδα να κιτρινίζουν από τη γύρη και ανάκτησα τη μυρουδιά με τη μνήμη· έτσι, όπως κάθε φορά, όταν μαζεύω χαμομήλι την άνοιξη»
Οδός Εμπόρων

Οι άνθρωποι πάντοτε μελετούσαν τις κινήσεις του Ουρανού γιατί σχετίζονταν απολύτως με όσα είχαν να εκτελέσουν στη γη από την οποία εξαρτιόταν η ζωή τους: να σπείρουν, να θερίσουν, να αποπλεύσουν· «πέφτει η Πούλια στο γυαλό και πίσω παραγγέλνει: ούτε στανίτσα στα βουνά ούτε ζευγάς στους κάμπους!» δεν έλεγε ο λαός, όταν η Πούλια έδυε κατά το τέλος του Νοέμβρη; Ανάμεσα
στους ουράνιους και τους επίγειους νόμους υπήρχε απόλυτη αντιστοιχία.

Αυτή ήταν η πρώτη εντύπωση στην έκθεση του Χρήστου Μποκόρου, «Τα στοιχειώδη». Μια γυναίκα ξαπλωμένη και κάτω της η γη· να μοσχοβολά το χαμομήλι. Ενστικτωδώς έτριψα τα δάχτυλά μου, τα είδα να κιτρινίζουν από τη γύρη και ανάκτησα τη μυρουδιά με τη μνήμη· έτσι, όπως κάθε φορά, όταν μαζεύω χαμομήλι την άνοιξη. Και απέναντί της ακριβώς ένας άνδρας, ξαπλωμένος κι αυτός, και πάνωθέ του ο ουρανός. Ουράνιοι και επίγειοι νόμοι, όχι μόνο σε πρακτικό, αλλά κυρίως σε ηθικό επίπεδο, εν πλήρει αρμονία. Μια γυναίκα, μια γυναικεία θεότητα, η δική μας Γαία, να ακουμπά στη γη· κι ένας άνδρας, μια αρσενική θεότητα, ο δικός μας Ουρανός, να θωρεί τα της επικρατείας του· και οι δυο να συμπνέουν εις Εν.

Δεν θυμάμαι με ποια λόγια από τη «Γυναίκα της Ζάκυθος» συσχέτισε ο Μποκόρος τους δυο πίνακες, αλλά εγώ ανακάλεσα τον αμφίσημο λόγο: «Αλλά δεν έβλεπα […] μήτε τη θάλασσα, μήτε τη γη που επάτουνα, μήτε τον ουρανό. [...] Αλλά άκουσα να τρέμει η γη αποκάτου από τα πόδια μου, και πλήθος αστραπές εγιόμοζαν τον αέρα». Ως να διασαλεύτηκε δια παντός εκείνη η αρμονία της πρώτης εντύπωσης· και η απώλεια με άφησε απαρηγόρητη.

Η ξενάγηση του Χρήστου Μποκόρου (25.01.2014) πραγματοποιήθηκε σε μια κατάμεστη αίθουσα· κατά τη διάρκειά της, οι πίνακες δεν ήσαν εκεί· ήταν περισσότερο ο ζωγράφος, ακόμη περισσότερο η φωνή του, χωρίς μικρόφωνο, ψιθυριστή και κατανυκτική στην εξομολήγησή της, και το κοινό ακολουθούσε, όπως οι πιστοί στη λιτανεία.

Πολυκαιρινές σανίδες από ορεινά γεφύρια· ήχοι από σουρσίματα ποδιών, πατήματα των κοπιώντων και των πεφορτισμένων. Ο Στράτης που βοήθησε στο να μετατραπούν τα ξύλα σε μια επιφάνεια ευπρόσδεκτη του χρώματος· μετά ήταν και το όνομά του «Ευστράτιος»· καλή στράτα, όνομα ως ευχή, σαν εκείνη τη συνήθεια που είχαν οι Αρχαίοι να εύχονται με τα ονόματα των παιδιών τους («Δημοσθένης», να αποκτήσει σθένος στον δήμο).

Τον Στράτη, λοιπόν, ζωγραφίζει αμέσως μετά την τσιγγάνα, ξαπλωμένη κι αυτή, την πεφορτισμένη και κοπιώσα, με τα πόδια της γυμνά στα άπειρα περάσματά της από τη μια στην άλλη άκρη του γεφυριού. Κι απέναντί της ο Γεώργιος Χοιροβοσκός, κάποιος γνώριμος του Μποκόρου από το διαδίκτυο. Αλλά εγώ θυμήθηκα τον πραγματικό Γεώργιο Χοιροβοσκό και μου έμοιασε σαν να αποκαθίσταται η αδικία που έχει γίνει σ’ αυτόν τον μεγάλο διδάσκαλο που το προσωνύμιό του μας έμαθε να τον σκεπτόμαστε ως βοσκό χοίρων και όχι ως τον βυζαντινό γραμματικό που δεν έγραψε τίποτα και άφησε –όπως όλοι οι μεγάλοι δάσκαλοι– τους μαθητές του να γράφουν για εκείνον.

Και σε αυτή την καλή γειτονία, η μητέρα, που προσωπογραφείται για πρώτη φορά. Σκεπασμένη με ένα κομμάτι πανί, αλλά με τη γυναικεία φιλαρέσκεια παρούσα σε όλα της τα κοσμήματα. Καμαρώνει, καμαρώνει, από μέσα της σταυρώνει και εύχεται.

Πρόσωπα όλα στριμωγμένα στις στενές διαστάσεις του ξύλου, μοιάζουν να ξεχνούν το πέρασμα, την επικοινωνία του ενός με τον άλλον που μας χαρίζουν τα γεφύρια. Εντός ορίων, κατακτούν την ελευθερία τους, όπως εντός ορίων, εντός του στενεμένου χώρου, αποφασίζει αυτή τη φορά να ζωγραφίσει ο ζωγράφος, για να πεισθεί και να πείσει ότι εντός ορίων θεμελιώνεται και κατακτάται το αλωνάκι της ελευθερίας.

Το φως, η χαραμάδα του φωτός, ανάμεσα και κάτω από τα δυο φύλλα της ξύλινης πόρτας. Το προσωπείο του πατέρα, αφού αυτή ήταν η παρακαταθήκη στον γυιό: «το φως, να μην χάσεις από τα μάτια σου το φως». Ευήκοος καρδία! Ο Μποκόρος οδεύει, και μας οδηγεί, από το σκότος στο φως. Μου θύμισε τον Μποτιτσέλι σε εκείνα τα σχέδια από τη Θεία Κωμωδία με τη Βεατρίκη να κρατά από το χέρι τον Δάντη και να τον οδηγεί από μια δέσμη φωτός προς τους Ουρανούς.

Το «άνοιγμα» της πόρτας, πράγματι, οδηγεί στο φως, αφού τα έργα της έκθεσης χωρίζονται από τη ζωγραφισμένη πόρτα σε δύο χώρους, τον πρώτο σκοτεινό και το δεύτερο φωτεινό. Στο φως, δοξαστικόν(;), τα Στοιχειώδη. Μια ζωγραφιά με δυο πιάτα φαϊ, δυο ποτήρια κρασί, δυο ελιές, δυο φέτες ψωμί, δυο φρούτα, για να μοιράζονται τα αγαθά και να διπλασιάζεται η αγάπη. Μεριμνώμεν και τιρβάζομεν περί πολλών, αλλά ενός εστί χρεία: λίγο φαϊ, ένα στρωσίδι να ακουμπήσει ο κάματος, λίγο νερό, μια πλάκα σαπούνι, ένα προσόψιον για να καθαρθεί ο άνθρωπος· και ο καθρέφτης να βλέπει, χωρίς αιδώ, το πρόσωπό του.

Η πόρτα-χώρισμα των δύο χώρων οδηγεί αυτή τη φορά στην αντίστροφη πορεία, από το φως στο σκότος, επιτείνοντας τη συνομιλία φωτός σκότους, σκότους φωτός, αφού το ένα δεν γίνεται νομοτελειακά να υπάρξει χωρίς το άλλο. Έτσι όπως από το εσώτερο χάος εμφαίνεται και η μορφή επάνω στο ξύλο. Ή ίσως, όπως το πέρασμα του ίδιου του ζωγράφου από τις δαιδαλώδεις στενωπούς των νεανικών χρόνων στην αποδοχή του χαρίσματος το οποίο έλαβε για να διακονήσει αυτό εις εαυτούς ως καλός οικονόμος.

Ο ζωγράφος έχει απαλλαγεί πια από την αγωνία για την αναπαραστατική ζωγραφική. Έτσι κι αλλιώς, η τέχνη του προϋποθέτει έναν ολόκληρο κόσμο που καλούμεθα να διακρίνουμε. Ο Μποκόρος μας βοηθά με την αφηγηματική του ζωγραφική να προβούμε σε εκείνους τους συνδυασμούς που θα μας οδηγήσουν στη νοηματοδότηση. Να αποχωρήσουμε, αφού λάβουμε και άρτον και οίνον, αφού κοινωνήσουμε την τέχνη του.

Γεωργία Κακούρου-Χρόνη




   


* Η Γεωργία Κακούρου-Χρόνη είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης στο παράρτημα της Σπάρτης.

Η έκθεση "Τα στοιχειώδη" του Χρήστου Μποκόρου εγκαινιάστηκε στις 11/12/2013 και ολοκληρώθηκε, μετά από παράταση, στις 2 Φεβρουαρίου.