 
             
             
				Κι άπλωσε το χέρι της/ η βερικοκιά/ και μου ’δωσε/ ένα μπουκέτο ανθάκια
 
					
				
				
                
 Μπουκέτο Μια ταπεινή βερικοκιά ήταν, φυτρωμένη στην άκρη του δρόμου. Και ήτανε άνοιξη και διάβαινα κάτω απ’ τα κλαριά της συννεφιασμένος. Κι άπλωσε το χέρι της η βερικοκιά και μου ’δωσε ένα μπουκέτο ανθάκια. Και ξαστέρωσε η συννεφιά  κι η καρδιά μου άνθισε  και γέμισαν τα μάτια μου ομορφιά και φως.