Οι Κυριακές της ξενιτειάς με έμαθαν τί είναι νόστος αληθινός, τι είναι ο πόνος του νόστου
Άμα μεγάλωσα κατάλαβα το χρώμα που έχουν οι
Κυριακές. Όλες οι Κυριακές μου. Ένιωσα πως
όλες οι Κυριακές μου ευωδιάζουν νόστο και είναι μυρωμένες με νοσταλγία .
Όταν είμουνα παιδί τις Κυριακές χαιρόμουνα τις
συνάξεις των μεγάλων και ο νους μου ταξίδευε νοσταλγικά σε κόσμους
παραμυθένιους όπου όλοι μπορούσαν εύκολα να γίνουν οτιδήποτε. Ύστερα ανδρώθηκα. Τα παραμύθια στένεψαν και οι
συνάξεις των μεγάλων αραίωσαν. Κι όσο όλα αυτά αραίωναν τόσο ο νόστος με
κυρίευε και με κρατούσε. Νοσταλγούσα πολιτείες μακρυνές με ανθρώπους
ήμερους και ανέμους συνεχείς, τρυφερούς να χαϊδεύουν στο πέρασμά τους παριές,
να βαλσαμώνουν πληγές, να φέρνουν όνειρα. Άρχισα να ταξιδεύω. Οι Κυριακές της ξενιτειάς με έμαθαν τί είναι
νόστος αληθινός, τι είναι ο πόνος του νόστου. Στην ξεκούραση της Κυριακής ο νους ξεστράτιζε
και αλήτευε παντού. Κυρίως όμως γύρευε μια επιστροφή , ένα σπίτι, μιαν εστία
που είναι μια ανοικτή αγκαλιά σε προσμονή. Επέστρεψα πολλές φόρες. Ξαναέφυγα περισσότερες φορές. Ο νόστος δεν μέρεψε ποτέ. Κι όταν μου ζήτησαν να φτιάξω ένα κόσμημα σε
ένα υπέρθυρο ενός Αθηναϊκού σπιτιού δεν βρήκα άλλο να γράψω από ένα καράβι
αρχαίο να βασανίζεται ταξιδεύοντας μέσα στα κύματα, πεισματικά επιμένοντας να
βρει δρόμο της ισόβιας επιστροφής. Γεώργιος Κόρδης Εικόνα άρθρου: Οι Μούσες της Κυψέλης