Τετάρτη, 23 Απριλίου 2025
«Πιο γλυκό ψωμί και πιο μυρωδάτο μέλι, δεν έχουμε ξαναφάει ποτέ, από τότε»
Φτωχόπαιδα ήμαστε, η μανάδες μας ολημερίς στο σπίτι να φροντίζουν για όλους και για όλα, κι οι πατεράδες μας απ’ το πρωί ως το βράδυ στο μεροδούλι να βγάλουν το ψωμί της φαμελιάς ... πού να περισσέψουν λεφτά για «πολυτέλειες»! Πού και πού μας φίλευε η μάνα μας, κρυφά, κανένα ισχνό χαρτζιλίκι (το ’βγαζε απ’ την τσέπη της μπροστοποδιάς της), για να πάρουμε απ’ το μπακάλικο της γειτονιάς καμιά σοκολάτα, καμιά τσίχλα, καραμελίτσες, μπισκότα ή πορτοκαλάδα και απ’ τους πλανόδιους της γειτονιάς καμιά τυρόπιτα, ένα σουσαμένιο κουλούρι, ένα ματζούνι, ένα χωνάκι παγωτό… Όμως, ποτέ δε νιώσαμε παιδιά στερημένα. Το ελάχιστο μας φαινόταν μέγα, λέγαμε «ευχαριστώ» στην όποια μικροχαρά βρίσκαμε και ξέραμε, ακόμα και μέσα στη φύση που μας τριγύριζε, να βρίσκουμε λιχουδιές. Δυο απ’ αυτές τις λιχουδιές ...
Περισσότερα >>Όταν κατά καιρούς κάποιοι έφερναν το θέμα στο προσκήνιο ακούγονταν λόγοι ότι οι αγροτικές εκθέσεις είναι, πλέον, ένας θεσμός ξεπερασμένος και παρωχημένος
Η μεγάλη αγροτική έκθεση EURO AGRO EXPO 2024 και το παράλληλο Φεστιβάλ με τίτλο «Κερνάμε Ελλάδα» που διοργανώνονται φέτος στις 24, 25 & 26 Μαΐου 2024 στην Αμαλιάδα, ανακαλούν μνήμες από τις δύο Παλλακωνικές Αγροτικές Εκθέσεις που διοργανώθηκαν στη Σπάρτη, με μεγάλη επιτυχία, στα 1967 και στα 1968. Στη Σπάρτη, η 1η Παλλακωνική Έκθεση Παραγωγικότητας έγινε το Νοέμβριο του 1967 (εγκαίνια 26 Νοεμβρίου) στον χώρο του σημερινού Πάρκου ΟΤΕ, μπροστά από τον Α. Νίκωνα, που, τότε, ακόμα ήταν αδιαμόρφωτο. Στον όμορφα διαρρυθμισμένο και φωταγωγημένο το βράδυ χώρο είχαν κατασκευασθεί καλαίσθητα περίπτερα, στα οποία γινόταν έκθεση αγροτικών προϊόντων της Λακωνίας, με έμφαση στο πορτοκάλι, στο λάδι και στην ελιά, γεωργικά μηχανήματα και εργαλεία, στοιχεία τοπικού πολιτισμού και παράδοσης, ...
Περισσότερα >>Κι εγώ έπρεπε να γεράσω για να μάθω να διαβάζω τα σημάδια των ανθρώπων και να καταλαβαίνω τις χειρονομίες τους, να βρω την κρυμμένη τρυφερότητα, τον χωμάτινο ουρανό της αγάπη τους
Τη μανούλα μου, γεννημένη στα 1926, δεν την θυμάμαι να εκφράζεται ποτέ, θαρρώ, τρυφερά. Δεν ήξερε πώς να το κάνει, δεν το έμαθε αυτό. Οι συνθήκες της εποχής δεν το επέτρεψαν. Φτώχεια, πόλεμοι, Κατοχή, εμφύλιος, εσωτερική μετανάστευση, στέρηση. Μια ζωή φόβος και ανασφάλεια. Πήγε μονάχα στην πρώτη Δημοτικού. Ύστερα την σταμάτησαν για να μεγαλώσει τα άλλα πέντε μικρότερα αδέλφια της. Έπρεπε να τα φροντίζει, να ζυμώνει, να μαγειρεύει εκείνη, να τα προσέχει. Μέσα στην ευθύνη και τον φόβο από παιδί δεν έμαθε να βγάζει τρυφερότητα που είναι υψηλής μορφή εκδήλωση αγάπης. Γράμματα δεν έμαθε στο σχολείο. Παντρεύτηκε τον πατερούλη μου πριν εκείνος πάει φαντάρος. Έμαθε να διαβάζει και να γράφει για να του στέλνει γράμματα με το δικό της χέρι. Είναι περήφανη. Δεν καταδεχόταν άλλοι να της γράφο...
Περισσότερα >>«Την είχα ξεχασμένη την παράξενη αλλά γοητευτική αυτή λέξη που μοιάζει λες και έχει βγει από κάποιο παλιό παραμύθι»
–Παππού, μπελετσούκα, «διατάζαμε» τα εγγόνια. Κι ο παππούς, ο Γιάννης Κοντοές, από «χωρίον Κουρουνιού Καρύταινας, Γορτυνίας, Αρκαδίας», ξέχναγε όποια κούραση και έγνοια είχε και γονάτιζε. Κι εμείς πηγαίναμε από πίσω του, καβαλάγαμε στην πλάτη του, πιανόμαστε γερά από τον λαιμό του, εκείνος έβαζε τα χέρια του κάτω από τα λυγισμένα μας γόνατα, σηκωνότανε και άρχιζε, πότε τρέχοντας και πότε αργά και ρυθμικά, να μας κάνει βόλτες γύρω-γύρω στο μικρό δωμάτιο ή πέρα δώθε στο διάδρομο του πατρικού μας σπιτιού. Όταν κουραζότανε (εμείς δεν κουραζόμαστε ποτέ) σταμάταγε αναψοκοκκινισμένος και, ασκοφέρνοντας, καθότανε λίγο στην άκρη του ντιβανιού, στο χειμωνιάτικο, για να ξαποστάσει και μετά γονάτιζε ξανά, για να κάνει μπελετσούκα και το άλλο εγγόνι που περίμενε ανυπόμονα τη σειρά του. Άλλες ...
Περισσότερα >>«Η Λακωνία μας ευλογήθηκε να έχει εύφορα χώματα και κλίμα που αγαπάει το κρασί»
Οι σημερινοί Έλληνες λένε: «Πάμε να φάμε». Οι παλαιοί λέγανε: «Πάμε να πιούμε». Κι ακόμα καλύτερα: «Πάμε να πιούμε κρασάκι». Κι αυτό το…«κρασάκι» δεν ήτανε χαϊδευτικό αλλά έκφραση αγάπης, εκτίμησης κι ευγνωμοσύνης, για όσα τα «κρασάκι» πρόσφερε στη ζωή τους τη σκληρή. Γι’ αυτό και είχανε βγάλει και μια «προσευχή», εκείνοι οι παλιοί κρασοπατέρες: ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΜΟΥ ΠΟΘΩ, ΕΝΑ ΒΑΡΕΛΙ ΟΡΘΟ ΝΑ ΣΤΗΣΕΤΕ ΓΕΜΑΤΟ. ΚΙ ΑΝ ΤΥΧΕΙ ΚΑΙ ΣΩΘΕΙ, ΝΑ ΡΙΧΝΕΙ ΜΙΑ ΞΑΝΘΗ, ΚΑΙ ΝΑ ΔΡΟΣΙΖΟΜΑΙ ΑΠΟ ΚΑΤΩ!!! Ήταν αυτοί, που, όταν άνοιγε καινούργιο βαρέλι, το δοκίμαζαν πρώτοι με δυο ελιές, λίγο ψωμί και μπακαλιάρο με μπόλικο κουρκούτι, ξεροψημένο, γείτονες (συνήθως), που είχαν μόνιμο το τραπεζάκι κοντά στα βαρέλια για…να μην ενοχλούν. Κι ο θείος μου ο Μπάμπης, όταν γεμίζαμε το ποτήρι με κρασί, πριν ακ...
Περισσότερα >>Κάθε πρωί που βγαίνω στο μπαλκόνι, με καλημερίζει πρώτη κι ανταμώνει τα φυλλωμένα κλαδιά της να σμίξουνε με τα χέρια μου, έτσι όπως ανταμώνονται και χαιρετιούνται εγκάρδια δυο φίλοι καλοί...
Η κοντούλα η λεμονιά «ΟΛΑ μου τα δίνει, ΤΙΠΟΤΑ δεν θέλει». Απλόχερη, ΚΑΙ φέτος, με φιλοδώρησε με ένα πανέρι μυρωδάτα, κατακίτρινα, ζουμερά λεμόνια, που με αγάπη μάνας και στοργή ανάθρεψε στην αγκαλιά της όλη τη χρονιά. Η κοντούλα η λεμονιά μου είναι συνομήλικη με το σπιτικό μου. Όταν γκρεμίσαμε το παλαιό πατρικό μου σπίτι, περίσσεψε στο πίσω μέρος ένας μικρός «ακάλυπτος» και η πρώτη μας φροντίδα, με τον αδερφό μου το Γιάννη, ήταν να βάλουμε μια λεμονιά. Αγόρασα μια νεαρούλα λεμονίτσα και τη φυτέψαμε, με φροντίδα, στο μεσιανό παρτέρι. Κι αυτή, από την πρώτη κιόλας χρονιά, άρχισε να λουλουδιάζει και να κάνει λεμόνια, λίγα στην αρχή, περισσότερα όσο περνούσαν τα χρόνια. Δίπλα της, σ’ ένα άλλο μικρό παρτέρι είχε για συντροφιά μια γριούλα λεμονιά, από τα παλιά τα χρόνια. Διότι, στο σπίτ...
Περισσότερα >>«Τα σπίτια τα παλιά είχαν ψυχή και μέσα σ’ αυτά γράφτηκε η ιστορία της Σπάρτης»
Τα παλιά σπίτια της Σπάρτης ήταν τα στολίδια της και η καρδιά της. Όχι μόνο τα μέγαρα, τα νεοκλασικά κι εκείνα των νέων ρυθμών του ’30 (Bauhaus Architecture κλπ) αλλά κι αυτά τα λαϊκά και ταπεινά σπιτάκια στις γειτονιές. Τα σπίτια τα παλιά είχαν ψυχή και μέσα σ’ αυτά γράφτηκε η ιστορία της Σπάρτης. Δυστυχώς, στο πέρασμα των χρόνων, ιδιαίτερα μετά τον πόλεμο, τα σπίτια αυτά, απροστάτευτα ΚΑΙ από την πολιτεία, έγιναν εύκολα θύματα της νεοελληνικής νοοτροπίας της «αντιπαροχής» και της ανευθυνότητας των αρχόντων του τόπου. Απέμειναν, μόνο, κάποιες παλιές φωτογραφίες τους, που τις κοιτάζουμε και λέμε ιστορίες, και νοσταλγούμε (κάποιοι δακρύζουν κιόλας) όσοι, τουλάχιστον, έχουν ακόμα μνήμες ζωντανές και αγάπη αληθινή για την πόλη την παλιά, τη Σπάρτη την αρχόντισσα. Στην αρχή της Παλαι...
Περισσότερα >>«Χωρίς αυτά τα «σημάδια» του Χθες η ζωή μας θα ήταν ένα σπασμένος καθρέφτης χωρίς εικόνα, ένας δρόμος σκοτεινός χωρίς φαναράκια που να φωτίζουν τη διαδρομή του»
Κάθε χρόνο, που, παραδοσιακά, βγάζουμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο, για να το στολίσουμε, έρχονται, πρώτα – πρώτα, τρία πουλάκια και κάθονται στα κλαδιά του, μαζί και τέσσερις καμπανούλες. Τα πουλάκια αυτά και οι καμπανούλες «κοιμούνται» εδώ κι εξήντα, περίπου, χρόνια, σε χαρτόκουτα, που πάνε κι έρχονται σε αποθήκες, δωμάτια, ντουλάπες και υπόγεια. «Κοιμούνται» όλο το χρόνο, υπομονετικά και αδιαμαρτύρητα, και «ξυπνούν» μόνο όταν τ’ αγγίξει η μαγεία των Χριστουγέννων. Γιατί τα Χριστούγεννα, ανάμεσα σ’ άλλα, έχουν κι αυτή τη θεία δύναμη να ζωντανεύουν πράγματα που μοιάζουν νεκρά και κυρίως να κάνουν ν’ ανθίζει ο «ξέρακας» της ψυχής των ανθρώπων. Τα πουλάκια αυτά και οι καμπανούλες έρχονται από το μακρινό 1963. Τότε, στολίσαμε, για πρώτη φορά, χριστουγεννιάτικο δέντρο στο σπίτι μου το π...
Περισσότερα >>«Ό,τι παίρνουμε από τους γονιούς γράφεται ανεξίτηλα στις πλάκες της καρδιάς μας κι αν καμιά φορά φαίνεται πως έχει σβήσει, όμως είναι εκεί άσβηστο»
Καλό είναι οι άνθρωποι να αποχαιρετάμε με λόγια της καρδιάς τους αγαπημένους που φεύγουν από τη ζωή, ιδιαίτερα τους γονιούς, που είναι ό,τι πιο ιερό μπορεί να έχει ο άνθρωπος στη ζωή του. Είναι όμως υποχρέωσή μας να αναφερόμαστε, συνάμα, και σ’ εκείνους τους γιους και τις θυγατέρες που έκαναν πράξη και τρόπο ζωής τη Θεϊκή Εντολή: «Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, ίνα ευ σοι γένηται και ίνα μακροχρόνιος γένη επί της γης.» Στις 10 του Δεκέμβρη 2023, ο Λάμπρος Εγγλέζος, ο κοσμαγάπητος μπαρμπα – Λάμπρος, από την Καστανιά Καρδίτσας, έφυγε από τη ζωή στα 90 του χρόνια. Ένας Αετός των Αγράφων, αφού περιδιάβασε τους ουρανούς των Ανθρώπων με το μεγαλόπρεπο πέταγμά του, αποφάσισε να πάει ακόμα πιο ψηλά και να πετάξει στους ουρανούς του Θεού. Ο μπαρμπα – Λάμπρος, σ’ όλη του τη...
Περισσότερα >>«Τούτη η πόλη, πολύφερνη για τους ξένους τουρίστες, δεδομένη για τους κατοίκους της, ξέρει να κρύβει τα μυστικά της. Και έχει πολλά.»
Κάποτε η Σπάρτη είχε τα δικά της Μετέωρα. Ήταν ένας λόφος χωματένιος, στα νότια της πόλης, στο σημείο όπου σήμερα περνά η οδός Γυθείου, ανάμεσα στα Γυμνάσια-Λύκεια. Τον λόφο αυτόν οι παλαιοί Σπαρτιάτες, επειδή στεκόταν πιο ψηλά από την πόλη που απλωνόταν στα πόδια του, τον ονόμασαν (κατ’ ευφημισμόν) «Μετέωρα», παρ’ όλο που σ’ αυτόν δεν υπήρχαν μοναστήρια, όπως στα Μετέωρα της Καλαμπάκας. Ο λόφος «Μετέωρα» (όπως δείχνουν οι ισομετρικές του καμπύλες στο σχέδιο της νέας Σπάρτης, που εκπόνησε, στα 1834, κατ’ εντολή του βασιλιά Όθωνα, ο Βαυαρός πολεοδόμος Staufffert), είχε ύψος, περίπου, όσο και οι τέσσερις άλλοι λόφοι της περιοχής, οι οποίοι οριοθετούσαν τον χώρο, στον οποίο θα χτιζόταν η νέα Σπάρτη: Λόφος σημερινής Ευαγγελιστρίας (Τουρκοβούνι) Λόφος του «ΞΕΝΙΑ» Λόφος «Τούμπανο», πίσω απ...
Περισσότερα >>«Οι άνθρωποι δεν σταματούν να παίζουνε επειδή γερνάνε. Γερνάνε επειδή σταματούν να παίζουνε»
Κοιτάζω τα σημερινά παιδιά και στενοχωριέμαι, γιατί τα βλέπω, υποταγμένα στο κινητό και στο διαδίκτυο, να έχουν σταματήσει να παίζουν και σκέφτομαι κάτι σοφό που είχε πει ο αμερικανός συγγραφέας Όλιβερ Χόλμς: «Οι άνθρωποι δεν σταματούν να παίζουνε επειδή γερνάνε. Γερνάνε επειδή σταματούν να παίζουνε.» Και, βέβαια, η ευθύνη γι’ αυτό δεν ανήκει στα παιδιά αλλά στη νέα κοινωνία που εμείς οι μεγάλοι έχουμε φτιάξει, η οποία με τις νέες αρχές, τις αξίες και τα πρότυπα που ΕΜΕΙΣ βάλαμε ως σημεία αναφοράς, κάνει τα παιδιά μας να «γερνούν» από τα πιο όμορφα και τρυφερά τους χρόνια. Εμείς τα παιδιά του ’50 και του ’60 παίζαμε πολύ. Παίζαμε παιχνίδια ομαδικά που έρχονταν από τις μνήμες της παράδοσης, παιχνίδια που σήμερα έχουν, δυστυχώς λησμονηθεί παντελώς. Ακόμα, με τα φτωχικά βαλάντια των...
Περισσότερα >>«Οι πόρτες του σπιτιού ήτανε πάντα ανοιχτές για όλους, έτσι όπως ήτανε και οι καρδιές των ανθρώπων του»
Το σπιτάκι είναι έρημο πάνω από πενήντα χρόνια. Κάποτε έμενε εκεί μια μεγάλη, προκομμένη και χαρούμενη οικογένεια: Ο κυρ Γιώργης ο μπογιατζής, με τη γυναίκα του την κυρα – Ντίνα (τεχνίτρα παραδοσιακή του αργαλειού), και τα έξι παιδιά τους: τη Νίκη, τη Μαίρη, την Κανέλλα, την Κική, τον Κούλη και τον Αντρέα. Οι πόρτες του σπιτιού ήτανε πάντα ανοιχτές για όλους, έτσι όπως ήτανε και οι καρδιές των ανθρώπων του. Εμείς, σαν παιδιά της γειτονιάς, περάσαμε εκεί, σ’ αυτό το σπιτάκι, πολλές και όμορφες στιγμές, που μένουν χαραγμένες για πάντα στην καρδιά μας και ζουν στο νου μας σαν ένα ωραίο και ασυννέφιαστο όνειρο. Κάποια στιγμή, στο ’60 τόσο, «έφυγε» (άξαφνα) ο κυρ Γιώργης, μεγάλωσαν τα παιδιά και πήρανε, τα περισσότερα, το δρόμο της ξενιτιάς, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή, έμεινε η κυ...
Περισσότερα >>«Δεν είχες, λοιπόν, σαν έμπαινε το Χινόπωρο και ήσουνα μέσα στο σπίτι, να «στήσεις αυτί» και να περιμένεις, σαν ήτανε συννεφιά»
«Γλυκάδα πόχει η βροχή στον τσίγκο σα βαράει».(1) Τραγούδια έχουμε πολλά ακούσει στη ζωή μας. Κι όποιο τραγούδι γράφτηκε στα φύλλα της καρδιάς, ποτέ δεν του δε θα σβήσει. Τέτοιο τραγούδι είναι και το τραγούδι του τσίγκου. Κάποτε, ο φτωχός και ταπεινός ο τσίγκος, ο τόσο περιφρονημένος σήμερα, ήτανε μέλος του σπιτιού. Οποιοδήποτε σπίτι κι αν ήτανε, δεν μπορεί, κάπου θα ’χε έναν, τουλάχιστον, τσίγκο. Μα…σε μια αποθήκη απάνω, μα…σ’ ένα κοτέτσι, μα…στο μπαλκόνι, μα…σε μια κουζίνα, σ’ ένα φούρνο…κάπου θα ύπαρχε ένας τουλάχιστον τσίγκος. Καλός τσίγκος, «κακός» τσίγκος, σκουριασμένος, καινούριος, τσίγκος από ντενεκέ που τον είχανε κόψει κι ανοίξει με το σκεπάρνι («πάφυλλο» τον λέγανε οι παλιοί), τσίγκοι από βαρέλια πίσσας στρογγυλά που ξέμεναν, κάποτε, στις άκρες των νιόστρωτων δ...
Περισσότερα >>«To ιστορικό εστιατόριο «ΔΙΕΘΝΕΣ», της Σπάρτης, έρχεται από πολύ μακριά, δημιουργεί ένα «παρόν» αντάξιο της ιστορίας του και είναι σίγουρο ότι θα ταξιδέψει πολύ μακριά στο μέλλον»
Οι πόλεις αποτελούν σημαντικό κεφάλαιο της ζωής των ανθρώπων τους, όμως το κεφάλαιο αυτό γράφεται και με τη βοήθεια των αψύχων. Ακόμα κι ένα εστιατόριο, όπως το «ΔΙΕΘΝΕΣ», μπορεί (και δικαιούται) να καυχηθεί, ότι πήρε μέρος στη συγγραφή της νεότερης ιστορίας της Σπάρτης. Για να δημιουργήσεις το μέλλον πρέπει να γνωρίζεις καλά το παρελθόν. Για το λόγο αυτό, μιλώντας για το παρελθόν της Σπάρτης μας, βάζουμε ένα λιθαράκι, κάθε φορά, για να χτιστεί το μέλλον της, όμορφο, ανθρώπινο και στέρεο. Το «ΔΙΕΘΝΕΣ» υπήρξε ένα από τα παλαιότερα εστιατόρια της πόλης μας, που συνέδεσε το όνομά του με την ιστορία και τη διαδρομή της Σπάρτης από το Χθες μέχρι ΚΑΙ το Σήμερα. Οι ρίζες του φτάνουν, σίγουρα, κάπου στις πρώτες 10ετίες του 20ου αι. Διαβάζουμε, λόγου χάρη, στην τοπική εφημερίδα ΛΑΚΩΝΙΚΑ Ν...
Περισσότερα >>«Από το 1955 κι εντεύθεν το ΚΕΕΜ δέθηκε άρρηκτα με τη Λακωνία, τη Σπάρτη και την τοπική κοινωνία, παράγοντας σπουδαίο έργο και προσφέροντας τα μέγιστα στον τόπο μας»
Ήταν στα 1945, ένα χρόνο μετά την απελευθέρωση από τους γερμανούς κατακτητές, που ο Ελληνικός Στρατός συγκρότησε το Κέντρο Εκπαίδευσης Εφοδιασμού Μεταφορών (Κ.Ε.Ε.Μ.) στο χώρο των εγκαταστάσεων της Σιβιτανιδείου Σχολής στην Αθήνα. Στη συνέχεια το ΚΕΕΜ μεταστάθμευσε στη Γλυφάδα και το Ρούφ και από τα μέσα του 1955 (ύστερα από απόφαση του τότε Πρωθυπουργού, Στρατηγού Αλεξ. Παπάγου, στα 1950) εγκαταστάθηκε στη Λακωνία. Αυτή ήταν μια πολύ σημαντική απόφαση για τη Λακωνία, ιδιαίτερα για τη Σπάρτη, μιας και είναι γνωστό πως η λειτουργία στρατοπέδων, ιδιαίτερα Κέντρων Νεοσυλλέκτων, αποτελεί (εκτός άλλων) βασικό πνεύμονα οικονομικής στήριξης και ανάπτυξης των τοπικών κοινωνιών. Η σχετική είδηση δημοσιεύθηκε και στην τοπική εφημερίδα «ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΡΟΥΡΟΣ ΤΗΣ ΛΑΚΩΝΙΑΣ» στις 19 Μαρτίου 1950: Ε...
Περισσότερα >>«Άνθρωποι και άνθρωποι, εποχές και εποχές χάθηκαν μέσα στη σκόνη του Χρόνου, όμως το Πανηγύρι ζει και θα ζει»
Ταξιδευτής από το πολύ μακρινό Χθες μας ήρθε και πάλι το Πανηγύρι του Μυστρά. Πιτσιρικάδες, ακόμα, ακούγαμε από τους μεγάλους ότι «Έρχεται το πανηγύρι από την Τεγέα και μετά θα πάει στη Σκάλα» και με τη φαντασία μας βλέπαμε χαρούμενοι το πανηγύρι, μέσα στα χρώματα και στα φώτα, να ροβολάει τον κατήφορο από τη μεριά της Τρίπολης κατά το Μυστρά και στενοχωριόμαστε όταν το βλέπαμε να «ξεστήνεται» και να φεύγει για τη Σκάλα. Άνθρωποι και άνθρωποι, εποχές και εποχές χάθηκαν μέσα στη σκόνη του Χρόνου, όμως το Πανηγύρι ζει και θα ζει όσο κρατάει αυτή μαγεία του που κάνει τους ανθρώπους να προστρέχουν σ’ αυτό καθώς οι νυχτοπεταλούδες στη φλόγα του αναμμένου φαναριού. Κάθε άνθρωπος έχει τις δικές του απαντήσεις για το ΤΙ είναι γι’ αυτόν το πανηγύρι. Για μένα το Πανηγύρι του Μυστρά είναι ό,τι ...
Περισσότερα >>«Πέρασαν τα χρόνια, μεγάλωσαν τα παιδιά του «τότε», άλλαξαν οι ζωές και οι συνήθειες, χάθηκαν τα παιχνίδια τα παλιά, χάθηκαν, μαζί, και οι παλιές, χειροποίητες σφεντόνες»
Με το που έκλειναν, τότε, τα σχολεία και άρχιζε η εποχή της ξεγνοιασιάς, κάθε αξιοπρεπής γαβριάς το πρώτο που φρόντιζε να κάνει ήταν να φτιάξει το λάστιχό του, τη σφεντόνα του, δηλαδή. Πηγαίναμε πρώτα στη Μαγουλίτσα και ψάχναμε στις λυγιές της όχθης για να βρούμε ένα κλαδί που να κάνει καλή διχάλα. Το κόβαμε με τα σουγιαδάκια μας και ύστερα, στην αυλή του σπιτιού, κάτω από την κληματαριά, κόβαμε τη διχάλα στις σωστές διαστάσεις, έτσι όπως μας είχε διδάξει η εμπειρία και οι παλαιότεροι, γδύναμε το ξύλο από τη φλούδα του, και αφήναμε τη διχάλα στον ήλιο για να στεγνώσει και να σκληρύνει. Κατόπιν ζητάγαμε χαρτζιλίκι από τη μάνα μας και πηγαίναμε στα ψιλικατζίδικα της Σπάρτης, κυρίως στου Νικητόπουλου και στου Μερεκούλια και αγοράζαμε το λάστιχο της σφεντόνας. Ήταν ένα μαύρο, μακρόστενο,...
Περισσότερα >>«Δυο παλιές καρότσες, λοιπόν, πλάι στον μεγάλο δρόμο. Σίγουρα έχουν τη συνείδησή τους αναπαυμένη. Το Χρέος τους το ξόφλησαν με το παραπάνω»
Καθώς βγαίνεις από τη Σπάρτη και στρίβεις αριστερά στα Δαγρέικα, αμέσως μετά το γεφύρι της Μαγουλίτσας, στο δεξί σου χέρι, ακριβώς στη στροφή, χρόνια τώρα, «κρύβονται», πίσω από τις φυλλωσιές, πλάι στο δρόμο, δυο παλαιές ρυμουλκούμενες καρότσες. Δυο καρότσες διαφορετικών εποχών και ηλικιών, οι οποίες, «κουρασμένες» απ’ τη δουλειά που τράβηξαν χρόνια και χρόνια, σκαμμένες από τα βάσανα, άραξαν εκεί, διακριτικά, στην άκρη του πολύβουου δρόμου (ποιος ξέρει πότε;) για να ξεκουραστούν για πάντα, ζηλεύοντας τα τροχοφόρα που περνούν μπροστά τους και αναπολώντας τις εποχές της δικής τους δόξας. Η μια καρότσα δείχνει γεροντότερη από την άλλη. Τα παραπέτα της είναι από σανίδες που κάποτε ήταν βαμμένες με μπλε και άσπρη λαδομπογιά και στο πάνω μέρος είχε έναν σιδερένιο σκελετό όπου, προφανώς,...
Περισσότερα >>Η «ΕΙΛΙΚΡΙΝΕΙΑ» του παππού, που την είχαν βαριά και ακριβή κληρονομιά, αλλά και τα καλά προϊόντα ήταν το «μυστικό» της ζεστής σχέσης εμπιστοσύνης, που είχαν χτίσει οι Ζαχαρόπουλοι με τους πελάτες τους
Κάποτε, τα χωριά μας ήταν γεμάτα από ανθρώπους και όλες οι οικογένειες, άλλες πολύ - άλλες λίγο, είχανε ό,τι χρειάζονταν για να ζήσουν (τα ζώα τους, το χωραφάκι τους, το περιβολάκι τους, τον κήπο τους κλπ). Ακόμα κι όταν «μετανάστευσαν» στην πόλη, για να ζήσουν «καλύτερα», κράτησαν τη συνήθεια ζωής του χωριού και φτιάχνανε, όπου μπορούσαν, το κοτετσάκι τους, τον κήπο τους, το περιβόλι τους, τα ζώα τους (κουνέλια, γουρούνι, καμιά γιδούλα κλπ), μέχρι που η πρόοδος άρχισε να τα «απαγορεύει». Και τότε γεννήθηκαν τα επαγγέλματα, τα οποία θα κάλυπταν τις ελλείψεις που δημιουργήθηκαν από την αλλαγή του τρόπου ζωής. Ένα απ’ αυτά ήταν και το επάγγελμα του μανάβη. Αρχικά ο μανάβης ήταν ένας βιοπαλαιστής του δρόμου, που γύριζε στις γειτονιές με το ζώο του (συνήθως γαϊδουράκι) φορτωμένο με δυο κ...
Περισσότερα >>«Μια φωτογραφία μπορεί να είναι ένα στιγμιότυπο της ζωής που θα υπάρχει για πάντα, το οποίο δεν θα σταματήσει ποτέ να κοιτάει πίσω σε σένα»
Ο φωτογράφος που εργαζόταν σε εταιρεία εκδόσεων καρτ-ποστάλ (είχαν μεγάλη ζήτηση τότε, ήταν κάτι σαν τα σημερινά SMS) έστησε το ψηλό του τρίποδο στη διασταύρωση Παλαιολόγου και Λυκούργου της Σπάρτης του ’50, ανέβηκε στη κορυφή του κι ετοίμασε τη φωτογραφική του μηχανή, για να βγάλει μια ωραία φωτογραφία, προς την πλευρά της οδού Λυκούργου. Πρέπει να ήταν τέλος άνοιξης-αρχές καλοκαιριού (κοντομάνικα, Ταΰγετος χωρίς χιόνια), μεσημεράκι, μάλλον Κυριακή, και ο φωτισμός ήταν ιδανικός για φωτογράφηση. Πριν τραβήξει τη φωτογραφία, είδε ο φωτογράφος μια λιμουζίνα, ένα εντυπωσιακό κατακόκκινο ταξί, με άσπρη οροφή, να κατεβαίνει από ψηλά την Λυκούργου. Έμπειρος καθώς ήταν, περίμενε να φτάσει το ταξί σε κοντινή απόσταση και πάτησε το κουμπί, χαρίζοντας στην Σπάρτη μας μιαν ακόμα πανέμορφη φωτ...
Περισσότερα >>«Ανήκει στην οικογένεια των κορακοειδών και θεωρείται ως ένα από τα πιο έξυπνα πουλιά, καθώς μπορεί να αναγνωρίσει τον εαυτό της στον καθρέφτη»
Η γειτονιά μας στο Νέο Κόσμο της Σπάρτης έχει το προνόμιο να διαθέτει κάποιους μπαξέδες που την ομορφαίνουν. Αν και απότιστες οι πορτοκαλιές χάρις στις βροχές κρατάνε για μήνες το σκουροπράσινο φύλλωμά τους, την άνοιξη γεμίζουν με τα πανέμορφα κι ευωδιαστά άνθη τους και αργά το φθινόπωρο κρέμονται στα κλαδιά τους τα χρυσοκίτρινα πορτοκάλια. Στο μπαξέ του καλού γείτονα και φίλου Τάκη προ ετών ήλθε και φώλιασε πάνω σε μια πορτοκαλιά ένα ζευγάρι καρακάξες, Κι από τότε μας συντροφεύουν τα παιδιά τους, που δεν αφήνουν την πατρογονική φωλιά να ερημώσει και δίνουν ένα δυναμικό παρόν στην περιοχή μας. Από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ τα ιδιόμορφα κρωξίματά τους γεμίζουν τον αγέρα και πετούν από ταράτσα σε ταράτσα κι από μπαλκόνι σε μπαλκόνι, χωρίς να δείχνουν κανένα φόβο. Αυτό το προκλη...
Περισσότερα >>«Ο Δήμος Σπάρτης οφείλει να παρέμβει δυναμικά και αποτελεσματικά ώστε να διασωθούν όσα αρχιτεκτονικά στολίδια της Σπάρτης έχουν απομείνει»
Οικία ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, εμπόρου. Ένα από τα βουβά, γοητευτικά σπίτια της Σπάρτης. Πανέμορφο, απλό, κλασικιστικό, τριώροφο σπίτι, του 1890 - 1910, με τετράρριχτη κεραμοσκεπή. Κάτω από τα κεραμίδια του, στην πρόσοψη, θριγκός με γείσο, ζωφόρο ταινία βαμμένη στο μπλε και επιστύλιο. Τα πορτοπαράθυρά του χωρίς πλαίσια, με γαλλικά εξώφυλλα στους ορόφους και συμπαγή ξύλινα, ταμπλαδωτά, στο ισόγειο. Στον δεύτερο όροφο μεγάλος εξώστη, με απλό κιγκλίδωμα και μεταλλικά σφυρήλατα υποστηρίγματα (φουρούσια) και δυο μικροί εξώστες, στον πρώτο όροφο, με χυτά φουρούσια από μπετόν και απλά κιγκλιδώματα. Πλευρική μεταλλική αυλόπορτα που έμπαζε στη μικρή αυλή με τις πρασινάδες, από όπου γινόταν και η πρόσβαση στους ορόφους. Το σπίτι ήταν χτισμένο σε στενό οικόπεδο, σε σχήμα Γ. Απέναντι ακριβώς απ...
Περισσότερα >>«..κάθε φορά που βλέπω «κρέμα καραμελέ» θυμάμαι το εστιατόριο «Ο ΦΟΙΝΙΚΑΣ», τον καλόκαρδο κυρ-Γιώργη Γαλίφα, τον καλό μάγειρα και φανατικό της κρέμας καραμελέ»
Όταν σπουδάζαμε Δάσκαλοι, εμείς, οι σπουδαστές της ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΤΡΙΠΟΛΕΩΣ, της σειράς 1972-1974, τρώγαμε δωρεάν, με κουπόνια (των 30 δρχ την ημέρα, την πρώτη χρονιά, και των 20 δρχ τη δεύτερη), τα οποία εξαργυρώναμε στα εστιατόρια που είχαν συμβάσεις με την Ακαδημία. Ξεκινήσαμε να τρώμε (καθ΄ υπόδειξιν των παλαιότερων σπουδαστών) στο υπόγειο εστιατόριο «Ο ΓΕΡΟΣ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ» (πρώην ταβέρνα Γιαννίτσα), του Απόστολου Λυρώνη από τις Καλτεζές, στην πλατεία Αγίου Βασιλείου, κάτω από το πρακτορείο εφημερίδων ΛΙΑΒΑΡΗ–ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ (Κτήριο ΒΛΑΧΟΥ). Λαϊκό μαγέρικο, με ωραία «κουτουκιάρικη» ατμόσφαιρα και νόστιμα φαγητά από τον εξαίρετο μάγειρα Θεόδωρο Γεωργακόπουλο ή «Κολοκοτρώνη». Όλη η Ακαδημία εκεί έτρωγε! Μετά από κάμποσο καιρό (με τον φίλο μου τον Τάσο από τον Βόλο, τον Σταμάτη απ...
Περισσότερα >>«Ο ελεύθερος Τύπος μπορεί να είναι είτε καλός είτε κακός, αλλά χωρίς ελευθερία, είναι απόλυτα βέβαιο ότι ο Τύπος δεν μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο από κακός»
Ο «ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΡΟΥΡΟΣ ΛΑΚΩΝΙΑΣ - Εβδομαδιαία πολιτική εφημερίς των απανταχού εθνικοφρόνων Ελλήνων» υπήρξε μια εφημερίδα της Σπάρτης που άφησε έντονο αποτύπωμα στην ιστορία του τοπικού τύπου. Εκδόθηκε στα 1946 από τον Δ. Λ. Θεοφιλόπουλο ενώ το 1994 ανέλαβε την έκδοσή της η κόρη του ιδρυτή, κ. Δώρα Δ. Θεοφιλοπούλου. Λόγω της πολιτικής της τοποθέτησης η εφημερίδα «ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΡΟΥΡΟΣ ΛΑΚΩΝΙΑΣ» αλλά και ο εκδότης της, Δ. Λ. Θεοφιλόπουλος (ένας άνθρωπος παθιασμένος με τη δημοσιογραφία) έκαναν φανατικούς φίλους αλλά και φανατικούς αντιπάλους. Σήμερα, απαλλαγμένοι από τα πάθη του παρελθόντος, μπορούμε να σκύβουμε πάνω από τον τύπο παρελθόντων εποχών και να προσπαθούμε να ανιχνεύσουμε και να «διαβάσουμε» την κοινωνία και τη ζωή του τόπου μας, σ’ εκείνα τα πολύ δύσκολα και σκοτεινά (πολλές φορές) χρ...
Περισσότερα >>«Μαζί του έκλεινε κι ένα κομμάτι της ζωής και της νεότερης ιστορίας της πόλης μας, αφού δεν μπορούμε να θυμόμαστε μια πόλη και να αφηγούμαστε το παρελθόν της χωρίς τις ιστορίες των ανθρώπων της»
Βαδίζεις απορροφημένος σε σκέψεις και σε έγνοιες μέσα στην πολύβουη πόλη και νιώθεις ξαφνικά ένα τράβηγμα στο μανίκι. Και είναι τούτο το τράβηγμα το παράπονο των μικρών πραγμάτων που κάποτε υπήρξαν στη ζωή μας και που δεν θέλουν να ξεχαστούν. Το «φαστφουντάδικο» του Παναγιώτη Βαρβιτσιώτη, στο κέντρο της πόλης, Λυκούργου 132, ήταν το πρώτο κατάστημα του είδους στη Σπάρτη. Πριν από πολλά χρόνια, η Ελλάδα είχε...εισαγάγει το λεγόμενο «γρήγορο φαγητό», αντιγράφοντας, κυρίως, αλυσίδες φαστ-φουντ από τις ΗΠΑ. Το «γρήγορο φαγητό (fast food) δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα προϊόν του ταχύρυθμου κι αγχώδους τρόπου της σύγχρονης ζωής, που δεν δίνει στον άνθρωπο χρόνο ούτε για να φάει στο σπίτι του, μαζί με την οικογένειά του, όπως γινόταν κάποτε. Το «γρήγορο φαγητό» (είτε το αγαπά κανείς είτ...
Περισσότερα >>«Ξωκλήσια ταπεινά, ξεχασμένα στην ερημιά, είναι σαν καταφύγια σώματος και ψυχής για όποιον φεύγει από την ταραχή της πολιτείας που έχει καταντήσει σήμερα σαν πόρνη Βαβυλώνα»
«Λέγανε οι παλαιότεροι, πως ένας γερο-Στρατηγάκης, από το Ψυχικό, έβλεπε από το σπίτι του, τα βράδια, απέναντι στον Κοκκινόβραχο, ένα φωτάκι ν’ αναβοσβήνει. Το ’βλεπε, το ξανάβλεπε, αποφάσισε να πάει να δει τι είναι. Βρήκε στον τόπο να βγαίνει νερό κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι και κάτι απογκρεμίδια. Ανασκαλεύοντας ξεχώθηκε μια εικόνα και κατάλαβε πως εκεί ήτανε παλιά κάποιο εκκλησάκι. Μαζί με άλλους φτιάξανε, στον ίδιο τόπο, ένα μικρό ξωκλήσι και το αφιερώσανε στη Ζωοδόχο Πηγή. Μάλιστα, μέσα στο Ιερό, φτιάξανε και μια στέρνα που μάζευε το αγίασμα και το παίρνανε οι πιστοί και το πίνανε για να αγιαστούνε και να τους φυλάει η Παναγία και αγιάζανε και τα σπιτικά και το βιος τους για προστασία. Αργότερα, τούτο το εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής, το μεγαλώσανε οι Αφισιώτες, γιατί ήτανε μέσα στο ό...
Περισσότερα >>«Ο ΘΕΡΑΠΝΙΑΚΟΣ υπήρξε ιστορία και αξία ζωής και γι’ αυτό, όσοι τον έζησαν, δεν μπορούν παρά να κρατούν τη μνήμη του άσβεστη μέσα στο κύλισμα των χρόνων»
Ήταν Σεπτέμβρης του 1971 και ήμαστε μαθητές της ΣΤ΄ τάξης του Γυμνασίου Αρρένων Σπάρτης, όταν ο αείμνηστος συμμαθητής μας Γιάννης Κυριακούλιας, από την Γκοριτσά, άρχισε να πλησιάζει, έναν-έναν, όσους από μας πίστευε ότι «ξέραμε μπάλα», για να βγάλουμε δελτίο στη νεοϊδρυθείσα ποδοσφαιρική ομάδα του χωριού του, τον «ΘΕΡΑΠΝΙΑΚΟ», που έπαιζε, τότε, στο τοπικό πρωτάθλημα Λακωνίας. Τελικά, ενδώσαμε στις φιλικές πιέσεις του Γιάννη τρεις συμμαθητές, ο Βασιλάκης Κουκούμας (μας «έφυγε», δυστυχώς, νωρίς), ο Αργύρης Βράττης (δικηγόρος σήμερα στην Αθήνα) και ο υποφαινόμενος, Βαγγέλης Μητράκος. Εμείς βγάλαμε μόνο τις φωτογραφίες του δελτίου στον κυρ-Γιώργη τον Ράλλη, τον αξέχαστο φωτογράφο του Μουσείου και όλα τα υπόλοιπα τα ανέλαβε, μετά χαράς, ο Γιαννάκης ο Κυριακούλιας. Πολύ σύντομα τα δελτία ε...
Περισσότερα >>«Ας όψονται εκείνοι που άφησαν τα χωριά μας να ρημάξουν και να κλείσουν τα σχολεία τους. Όταν έκλεισαν τα σχολεία, σταμάτησε να χτυπά η καρδιά των χωριών και «πέθαναν» κι αυτά μαζί τους»
Κάθε που έρχεται η επέτειος της 25ης Μαρτίου 1821, η ψυχή μου βάζει τα γιορτινά της και τα γαλανόλευκα και πηγαίνει για να γιορτάσει, επισκέπτης μνήμης και αγάπης, στους Βουτιάνους, εκεί όπου υπηρέτησα σαν δάσκαλος επί 16 ολόκληρα χρόνια, 1978-1994, έδωσα όλο το «είναι» μου στα παιδιά-μαθητές μου για να μάθουν γράμματα και να γίνουν καλοί και άξιοι άνθρωποι, «υπηρέτησα» το χωριό όσο μπορούσα με τον καλύτερο τρόπο και, φεύγοντας, άφησα εκεί ένα κομμάτι της καρδιάς μου, ίσως το μεγαλύτερο. Οι σχολικές γιορτές, στο σχολείο μας (όπως άλλωστε σ’ όλα τα χωριά), ήτανε ένας ακόμα τρόπος βιωματικής μάθησης και μια ευκαιρία να έρχεται το χωριό σε άμεση επαφή κι επικοινωνία με το σχολείο, που χτίστηκε, κάποτε, με προσωπική εργασία και ιδρώτα των Βουτιανιτών και που, διαχρονικά, ήταν η καρδιά ...
Περισσότερα >>«Τις ταινίες τις απολαμβάνω και μεταφέρομαι σ΄ εκείνη την γλυκιά εποχή της εφηβείας μου. Έναν παλιμπαιδισμό, για μερικές στιγμές, όλοι τον χρειαζόμαστε»
Διαβάζοντας το χρονογράφημα του φίλου κ. Βαγγέλη Μητράκου που αναφέρεται στην ιστορία των σινεμά της Σπάρτης, συγκινήθηκα για μια ακόμα φορά από την καταγραφή, την έρευνα και την αγάπη του, για την πόλη μας. Ο κ. Μητράκος είναι ένας αξιόλογος ιστορικός και ερευνητής της ιστορίας της νεότερης Σπάρτης. Τον ευχαριστούμε θερμά. Επειδή είχα γράψει και εγώ παλαιότερα ένα αρθράκι, για την επίδραση του σινεμά στην ζωή μου, τολμώ να το δημοσιεύσω. Το ύφος της ανάρτησης είναι ερασιτεχνικό, συναισθηματικό και απόλυτα προσωπικό. Η αφορμή λοιπόν για την σημερινή δημοσίευση, δόθηκε σε μένα από το υπέροχο άρθρο του φίλου Βαγγέλη. Επίσης ευχαριστώ θερμά την ηλεκτρονική εφημερίδα "Spartorama" για την φιλοξενία. Σπάρτη: 1964 - 1970 Τρία κοριτσίστικα κεφαλάκια, στραμμένα προς το άσπρο πανί της ...
Περισσότερα >>«..κάθε φορά που σκύβεις με ενδιαφέρον πάνω από την Σπάρτη και την ιστορική της διαδρομή σου δημιουργείται μια σχέση αγάπης με την «τραυματισμένη πόλη»
Ο καλός μου φίλος, ο καρδιολόγος Γιάννης Μιχελόγγονας (όπως μου εκμυστηρεύθηκε) έβαλε ως προϋπόθεση για την αναζήτηση του ιατρείου του στη Σπάρτη, τη θέα του Ταΰγετου. Και, πράγματι, κατάφερε να βρει ένα ιατρείο, στην οδό Λυκούργου, στο ύψος της πλατείας, που του χαρίζει μια μοναδική θέα του φημισμένου βουνού της Σπάρτης, το οποίο ο Γιάννης έχει λατρέψει ως ορειβάτης αλλά και ως φυσιολάτρης από συνείδηση. Όταν βγαίνεις, λοιπόν, στο μεγάλο και ηλιόλουστο μπαλκόνι του ιατρείου του Γιάννη, το βλέμμα σου μαγνητίζεται, πρώτα, απ’ τον μυθικό Ταΰγετο, το «αρσενικό βουνό», του Στρατή Μυριβήλη, ο οποίος, εκεί πίσω από τις πλάτες της Σπάρτης, σ’ όλες τις εποχές, έχει να σου δώσει πανέμορφες όψεις του μεγαλείου του. Όταν καταφέρεις να πάρεις τα μάτια σου απ’ τον Ταΰγετο (πάντα απ...
Περισσότερα >>«..εκείνο το παλιό ρολόι της Μάνας μου, ήτανε ζωντανό, ήτανε μέλος του σπιτιού μας και καθοδηγούσε ολόκληρη τη μικροζωή της οικογένειας»
Μπορεί να κάνω και λάθος, όμως, νομίζω, πως τους ανθρώπους μας που φεύγουν απ’ τη ζωή, ιδιαίτερα τους μεγάλους, τους ενταφιάζουμε δυο φορές κι όχι μια. Γιατί, αφού καταλαγιάσει η θλίψη και ο πόνος, αρχίζουν, μετά, ν’ αδειάζουν τα δωμάτιά τους, οι ντουλάπες και τα συρτάρια τους από τα πράγματά τους και να διαμορφώνονται, εκ νέου, οι χώροι, έτσι όπως κρίνουν αυτοί που μένουν πίσω. Δεν ξέφυγα κι εγώ απ’ αυτόν τον κανόνα, όταν πέθανε η Μάνα μου, η κυρα-Παναγιώτα. Μόνο λίγα πράγματα προσωπικά της έμειναν σαν ενθύμιο μέσα σε κάποια συρτάρια και…φωτογραφίες. Από κει κι ύστερα η ζωή παίρνει το δρόμο της, που σε κάποιες στροφές του, όμως, συναντάς σημάδια του «Χθες». Έτσι, ανοίγοντας, τις προάλλες, το συρτάρι μιας σιφονιέρας, βρήκα μέσα του (ανάμεσα σ’ άλλα θυμήματα), ένα παλιό ξυπν...
Περισσότερα >>«Η αυθόρμητη παρουσία του κόσμου στις κατά τόπους υποδοχές της βασιλικής οικογένειας ήταν πραγματικά εντυπωσιακή»
Στα 1963 (από 2 έως 7 Μαΐου) η τότε βασιλική οικογένεια (Παύλος, Φρειδερίκη, Κωνσταντίνος και Ειρήνη) έκαναν μια ακόμα περιοδεία στην Πελοπόννησο, προκειμένου να συσπειρώσουν τα εκεί φιλοβασιλικά λαϊκά στρώματα και να διανείμουν τα αλήστου μνήμης «Βιβλιάρια Απόρων Κορασίδων», μέσα σε ένα πολύ έντονο κλίμα πολιτικής αστάθειας και ανωμαλίας, που δημιουργούσε και συντηρούσε το παλάτι, κάνοντας επίδειξη δυνάμεως κι απολυταρχικού ελέγχου της πολιτικής και πολιτειακής ζωής της Ελλάδας: Λίγο πριν από την περιοδεία, τον Απρίλιο του 1963, είχε πραγματοποιηθεί, μέσα σε κλίμα κρατικής και παρακρατικής τρομοκρατίας, η περίφημη Πορεία Ειρήνης με επικεφαλής τον Λαοφιλή Βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη, τον οποίο, λίγες μέρες μετά την περιοδεία της βασιλικής οικογένειας στην Πελοπόννησο (22 Μαΐου ...
Περισσότερα >>«Ίσως, αν συνέλθουμε (έστω και τώρα), να μπορέσουμε να διασώσουμε, τουλάχιστον, ό,τι έχει απομείνει»
Όταν στα 1834 βγήκε το διάταγμα του Βασιλέως Όθωνος για την ίδρυση της νέας Σπάρτης, ο κάμπος ανάμεσα στον Ευρώτα και στα ριζά του Ταϋγέτου ήταν μια χέρσα καταπράσινη έκταση με ήμερους λοφίσκους, με σκόρπια θραύσματα αρχαίων μνημείων, με αραιά αγροτόσπιτα εδώ κι εκεί, με ελιές, λεύκες, ιτιές, κυπαρίσσια, πλατάνια, καλάμια και χαμηλούς θάμνους. Πού και πού μικρά κοπάδια αιγοπροβάτων έσπαζαν την ησυχία του γαλήνιου τοπίου και κάποτε-κάποτε μικρές ομάδες ξένων περιηγητών έψαχναν, με ιερή έξαψη, να βρουν τα ίχνη της πάλαι ποτέ κραταιάς κι ένδοξης Σπάρτης. Το πολεοδομικό σχέδιο της νέας Σπάρτης που εκπόνησαν οι Βαυαροί ακολουθούσε τις αρχές του νεοκλασικού πολεοδομικού σχεδιασμού και διαφαινόταν εύκολα η προσπάθεια να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις «μιας ενεργητικής σύζευξης του παρελθόντο...
Περισσότερα >>«Πραγματικά, δεν υπάρχει Σπαρτιάτης γεννημένος τουλάχιστον μετά το 1950 που να μην έχει ζωηρές, όμορφες και γλυκές αναμνήσεις ζωής από τον φούρνο ΠΟΛΥΩΡΑΙΑ»
«Είναι, λοιπόν, μια τόσο προσφιλής ανάγκη, να διατηρηθούν τα όσα ζήσαμε…» Κοσμάς Πολίτης, «Ερόικα» Όταν τα τείχη έπεσαν και «μπήκαν στην πόλη οι οχτροί» (πολιτισμός-εκσυγχρονισμός-αντιπαροχή-τσιμέντο-σίδερο…) έτρεξαν έντρομα τα παιδιά της παλαιάς Σπάρτης να κρυφτούν όπου βρήκαν, όπου μπόρεσαν, σε υπόγεια, σε έρημες αυλές, σε κλειστές κάμαρες, σε γωνιές κρυφές…όπου βρήκαν, όπου μπόρεσαν. Οι εχθροί που άλωσαν την πόλη, έψαξαν με μανία (κι ακόμα ψάχνουν) να τα βρουν. Όλα να τα βρουν, όλα να τα ξεθεμελιώσουν, τίποτε να μη μείνει που να θυμίζει την ομορφιά της παλιάς αρχόντισσας. Ένα τέτοιο τρομαγμένο παιδί της παλιάς Σπάρτης, έχει κρυφτεί, κάτω από τη μύτη, κυριολεκτικά, των διωκτών: Δίπλα ακριβώς από την κεντρική πλατεία της πόλης, πίσω από το δημαρχείο, κοντά στο άλλο πληγωμένο...
Περισσότερα >>«Στις σελίδες τους ο δάσκαλος, ο πατέρας, η μητέρα, η γιαγιά, ο παππούς κ.ά. γίνονταν πρότυπα ζωής και ηθικής συμπεριφοράς για τους μικρούς μαθητές»
Η Πρωτοχρονιά ήταν για την παλιά ελληνική οικογένεια η πιο σημαντική μέρα του χρόνου, φορτωμένη με πολλές παραδόσεις, έθιμα και συνήθειες, που πατροπαράδοτα και πιστά ακολουθούσαν όλα τα σπίτια, σαν ένα μήνυμα ζωής και συνέχειας από το Χθες στο Σήμερα και στο Αύριο. Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, εκεί στο δείλι του χρόνου που έφευγε και στη χαραυγή του χρόνου που ερχόταν, γύρω από το γιορταστικό τραπέζι, ήτανε μαζεμένοι όχι μόνο οι ζωντανοί αλλά και οι ψυχές των προγόνων, των παππούδων και των γιαγιάδων, η μεγάλη και άγια οικογένεια όλων των καιρών, για να φτιάξει εκείνο τα αλωνάκι του χρόνου, μέσα στο οποίο η Οικογένεια αλώνιζε το σιτάρι της Ζωής κι ένιωθε ασφάλεια και σιγουριά, για να συνεχίσει την οδοιπορία της προς το Μέλλον, χωρίς να φοβάται τους Κύκλωπες και τους Λαιστρυγόνες, που...
Περισσότερα >>Πρώτος ο πετεινός ανάγγειλε, μέσα στη νύχτα, τη χαρμόσυνη είδηση: Κρίστους νατους εστ…» (Cristus natus est, Ο Χριστός γεννήθηκε…) Άκουσε το μήνυμα το μοσχάρι και ρώτησε με ένα παρατεταμένο μουγκανητό: Ούμπι… (Ubi…. Πού;….) Και το αρνάκι, χαρούμενο, απάντησε: Μπετθλεέμ… (Bethleem…. Βηθλεέμ…).
[...] Γεννήθηκα ξημερώνοντας της Πρωτάγιασης, την παραμονή των Φώτων το 1928 στο πατρικό σπίτι της μάνας μου. Η νεαρή, εικοσάχρονη, όλο ζωή γυναίκα, η Βασιλική Κληρονόμου, που θα μ’ έφερνε στον κόσμο, μόλις παντρεύτηκε τον Γιώργη Κατσαφάνα, έναν λιπόσαρκο και ηλιοκαμένο άνδρα στα 28 του χρόνια, την επόμενη κιόλας σκούπισε το πρώτο της δάκρυ. Βρέθηκε αναπάντεχα μπροστά στην αξίωση της πεθεράς να δώσει την προίκα της για να παντρέψει εκείνη την κόρη της. Το νιόπαντρο ζευγάρι αναγκάστηκε να κατοικήσει σε μια σκοτεινή χαμοκέλα, δίπλα στο πατρικό σπίτι του πατέρα μου. Το μόνο παράθυρο ήταν η γερασμένη πόρτα που έριχνε μέσα ένα θαμπό φως. Σκοτεινό κάτεργο για κατάδικους. Έξι μόλις χρόνια είχαν περάσει από την ημέρα που ο πατέρας μου είχε επιστρέψει εξαθλιωμένος από τη μεγάλη περιπέτεια τ...
Περισσότερα >>«Μπορεί τα μαθήματα να ήταν εορταστικά, όμως μέσα τους, είχαν και τον σπόρο της παλιάς ελληνικής οικογένειας»
«αμήν λέγω υμίν· εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών» (Ματθαίος 18:3) Στα χρόνια που είμαστε παιδιά, το πλησίασμα των Χριστουγέννων ήταν σαν ένα ταξίδι με τραίνο, που αργά, ήρεμα και όμορφα πλησίαζε στο σταθμό του. Τη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα τη δημιουργούσε, πρώτα απ’ όλα, το ίδιο το σπίτι μας, όπου η μάνα άρχιζε από νωρίς τις προετοιμασίες για τη μεγάλη γιορτή: Να σκουπίσει, να καθαρίσει το φτωχόσπιτο από πάνω ως κάτω, ακόμα και την αυλή, να φτιάξει τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες, να φρεσκοσιδερώσει τα ρούχα τα καλά των παιδιών και των μεγάλων, να στολίσει το ταπεινό μικρό χριστουγεννιάτικο δεντράκι και να το βάλει στο παραθύρι της «σάλας» για να το βλέπουν οι περαστικοί, να οικονομήσει μερικά χρήματα για το χριστουγενν...
Περισσότερα >>«Χριστούγεννα-Πρωτοχρονιά! Ευτυχείς όλοι όσοι έζησαν ή ζουν ακόμα τέτοιες χρονιάρες μέρες στα γορτυνιακά χωριά»
Η Γορτυνία, ο τόπος καταγωγής πολλών Σπαρτιατών και Λακώνων, είναι μία από τις πλέον όμορφες περιοχές της πατρίδας μας σε φυσικό κάλλος, σε παραδοσιακή αρχιτεκτονική, σε ιστορικά και θρησκευτικά μνημεία, που στα παλιά χρόνια, παρά τα προβλήματά της, έσφυζε από ζωή. Τέτοιες χαρμόσυνες μέρες όπως είναι τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά, οι κάτοικοι των γορτυνιακών χωριών άρχιζαν τις προετοιμασίες για να γιορτάσουν τη Γέννηση του Θεανθρώπου και τον ερχομό του νέου χρόνου με την πρέπουσα λαμπρότητα. Οι ξωμάχοι νοικοκυραίοι φρόντιζαν να έχουν τελειώσει τις αγροτικές τους δουλειές (σπαρτά, περιποίηση γιδοπροβάτων στα υποστατικά με καλή τροφή π.χ. σανό, τριφύλλια, βελόνια, επιλογή του γιορτινού σφαχτού και συγκέντρωση καυσόξυλων για το τζάκι). Οι νοικοκυρές είχαν τις δικές τους σπιτικές π...
Περισσότερα >>«Αυτές οι χριστουγεννιάτικες διηγήσεις διέσωζαν τρόπους ζωής του παρελθόντος και πολλά λαογραφικά στοιχεία τα οποία σήμερα έχουν λησμονηθεί»
Μου αρέσουν πολύ οι κλασικοί συγγραφείς που γράφουν για τα Χριστούγεννα και τους διαβάζω πολύ, όμως πιότερο με συναρπάζουν και μ’ οδηγούν κατευθείαν στην καρδιά της γιορτής εκείνοι οι πολλοί, οι «άσημοι» συγγραφείς, που γράφουν για να χαρούν μόνο και να μοιραστούν τη χαρά της γιορτής των Χριστουγέννων με τους αναγνώστες, με μόνη ανταμοιβή τους μια κουβέντα ζεστή, που πάει να πει πως αυτό που έβγαλαν απ΄ την καρδιά τους βρήκε φωλιά και σ’ άλλες καρδιές. Αυτές οι χριστουγεννιάτικες διηγήσεις, που παλαιότερα ήταν κανόνας για τις εφημερίδες και τα περιοδικά, εκτός από τη γνήσια χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα που δημιουργούσαν, διέσωζαν τρόπους ζωής του παρελθόντος και πολλά λαογραφικά στοιχεία τα οποία σήμερα έχουν λησμονηθεί κι έδιναν μια ζωντανή και ανθρώπινη εικόνα για τα Χριστούγεννα των...
Περισσότερα >>«Επειδή δεν είχαμε τι να ρίξουμε απάνου στις τάβλες και στο χώμα για να κοιμηθούμε, φτιάχναμε στον αργαλειό μάλλινα ματαράτσια»
-Ρε μάνα, είναι σκληρό το στρώμα…μας πονάει η πλάτη μας! λέγαμε τα τρία αδέρφια (δεκαετία ’60) στη μάνα μας, την κυρα-Παναγιώτα, εκεί στο φτωχικό πατρικό μας σπίτι, στο Νέο Κόσμο της Σπάρτης. -Σκληρό είναι; Έπρεπε να σας βάλω ένα ματαράτσι, όπως τότε που κοιμόμουνα εγώ στο χωριό, για να δείτε, μας απάνταγε. -Και τι είναι το ματαράτσι, ρε μάνα; -Άκουστε, το λοιπόν, να σας πω: Κάτω στο κατώι, η μάνα μου η Σταμάτα Κοντοέ, είχε στημένο τον αργαλειό κι εκεί καθόμαστε (είχε μάθει κι εμάς τα κορίτσια, τη Λία, την Αγγέλω κι εμένα, να υφαίνουμε) ό,τι στρωσίδι και ρούχο χρειαζόμαστε για το σπίτι. Τα κρεβάτια μας εκεί στο μαντρί και στη λότζα, στην Ξεροκαρύταινα, που κοιμόμαστε το πιο πολύ, ήτανε με κάτι τάβλες κι επειδή δεν χωράγαμε όλοι μερικοί κοιμούσαντε καταγή. Επειδή δεν είχα...
Περισσότερα >>«Εγκαινιάστηκε στις 7 Μαρτίου 1965 από τον τότε Υπουργό Υγιεινής της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου, Ανδρέα Κοκκέβη»
Η νέα Σπάρτη, άργησε πολύ, δυστυχώς, να αποκτήσει ένα δημόσιο Νοσοκομείο. Μόλις το 1922, απουσία του κράτους, 15 κυρίες της Σπάρτης, ίδρυσαν τον Φιλανθρωπικό Σύλλογο Σπάρτης, «ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ» κι έβαλαν ως σκοπό τους, πέραν των άλλων, να επιτύχουν την ίδρυση Νοσοκομείου και Φθισιατρείου στην πρωτεύουσα της Λακωνίας, η οποία αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα στο κορυφαίο ζήτημα της δημόσιας Υγείας. Οι άοκνη και συνεπής διεκδίκησή τους είχε σαν αποτέλεσμα την ίδρυση και ανέγερση του Νοσοκομείου Α. Ανάργυροι στη θέση του σημερινού Γηροκομείου Σπάρτης, το οποίο πρόσφερε πολλά και σημαντικά στο θέμα της Υγείας και της Περίθαλψης των πολιτών, στα πολύ δύσκολα εκείνα χρόνια. Λίγα χρόνια αργότερα, στα 1937, με τον Αναγκαστικό Νόμο 713/37 και ύστερα από δωρεά των μεγάλων και αειμνήστων Λακώνω...
Περισσότερα >>«Ας ελπίσουμε, ας ευχηθούμε κι ας προσευχηθούμε, κάποια στιγμή, να ανευρεθεί και ο Τάφος του Αγίου Νίκωνος, ο οποίος μέχρι σήμερα αγνοείται»
Το 1901 ήταν η πρώτη χρονιά του 20ου αιώνα, του αιώνα που έφερε πολλά καλά για την ανθρωπότητα στον τομέα των επιστημών, αλλά συγχρόνως και τα δεινά δυο παγκοσμίων πολέμων. Η Σπάρτη ήταν τότε μια μικρή πόλη πέντε χιλιάδων, πάνω-κάτω, κατοίκων που πάσχιζε, με πολλές δυσκολίες, να βρει τον βηματισμό της στο νέο αιώνα, μόλις 67 χρόνια από την ίδρυσή της, στα 1834. ΚΑΙ τη χρονιά αυτή οι Σπαρτιάτες του καιρού, εόρτασαν, με την δέουσα επισημότητα και λαμπρότητα, τον προστάτη Άγιο της πόλης, τον Όσιο Νίκωνα τον «Μετανοείτε». Ο Όσιος Νίκων γεννήθηκε μεταξύ των ετών 920 - 925 μ.Χ. στον Πόντο. Νέος, εγκατέλειψε την πατρική περιουσία περιόδευε κηρύττοντας τον Χριστιανισμό στην Ανατολή, στην Κρήτη και στην Πελοπόννησο όπου κατέληξε στην πόλη των Λακώνων. Εκεί κήρυξε, έκανε διάφορα θαύματα κα...
Περισσότερα >>«..πέρα από την κουβέντα με το θείο μου, μου άρεσε να περιδιαβάζω με το βλέμμα μου στις φωτογραφίες και στα εξώφυλλα που στόλιζαν το τσαγκάρικο»
Ο καλός μου θείος και πολυαγαπημένος, ο Βασίλης Αποστολόπουλος, ήτανε τσαγκάρης. Το τσαγκάρικό του το είχε σε ένα καμαράκι, κολλητά στο πατρικό του σπίτι, στο Νέο Κόσμο της Σπάρτης, λίγα μέτρα από τα κάγκελα του Γυμνασίου Αρρένων. Εκεί, στο μικρό μαγαζί της ανάγκης είχε στημένο, πλάι στο μεγάλο παράθυρο που έβλεπε προς τον δρόμο, τον πάγκο του, με όλα του τα σύνεργα βελόνες, σακοράφες, σουβλιά, σφυριά, λίμες, τανάλιες, καλαπόδια, φαλτσέτες…και κάτω στο πάτωμα, δίπλα απ΄ την καρέκλα του τη «βασανισμένη», το αμόνι του που ήτανε το δεξί του χέρι. Μηχανές δεν υπήρχανε τότε και όλα περνούσαν από τα μουντζουρωμένα αλλά τιμημένα χέρια του θείου μου του Βασίλη, που από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ, φορώντας πάντα την ποδιά του τσαγκάρη, πάσχιζε φιλότιμα και με τέχνη να φτιάξει τα χαλασμένα παπ...
Περισσότερα >>«...γίναμε άβουλοι, μοιραίοι και δουλικοί όταν έπρεπε να ξεσηκωθούμε και να αγωνιστούμε»
Το Πολυτεχνείο υπήρξε μια τίμια πράξη των φοιτητών και των νέων του 1973 απέναντι στη Χούντα. Ήταν η μοναδική εκδήλωση μαζικής αντίστασης στο δικτατορικό καθεστώς της 21ης Απριλίου, μια κορυφαία στιγμή της ελληνικής νεολαίας, την ώρα που ο ελληνικός λαός, πλην μεμονωμένων αντιστασιακών και οργανώσεων, έτρεχε αυθορμήτως στις υποδοχές των χουντικών και γέμιζε τις πλατείες αποθεώνοντάς τους. Βέβαια, όταν η χούντα κατέρρευσε κάτω από τα αμαρτήματά της, ΟΛΟΙ εμείς ενεδύθημεν τον μανδύα του δημοκράτη και βγήκαμε στους δρόμους ζητωκραυγάζοντας τη δημοκρατία και γιορτάζοντας τη λευτεριά. Είμαστε οι ίδιοι που παραλάβαμε την επέτειο του Πολυτεχνείου μεγάλη, ένδοξη και αληθινή και από τον πρώτο μαζικό, μεγαλειώδη και ανεπανάληπτο γιορτασμό του 1974, με 1.000.000 κόσμο, τη μετατρέψαμε (στα χρόνι...
Περισσότερα >>«Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα προσμένουμε ίσως κάποιο θάμα…»
Κάθε πόλη, μέσα στην ιστορική της διαδρομή, δημιουργεί την ταυτότητά της, αυτήν που την καθιστά αναγνωρίσιμη και καταγράφει τη διαφορετικότητά της από άλλες πόλεις. «Η ταυτότητα ενός τόπου συγκροτείται από το σύνολο των ενεργητικών (θετικών και αρνητικών) ατομικών ή συλλογικών εντυπώσεων, απόψεων και συναισθημάτων για τον τόπο αυτό. Το περιεχόμενο της ταυτότητας μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί την απάντηση στην ερώτηση «ποιος ακριβώς είναι αυτός ο τόπος;», δηλαδή: ποιος είναι ο χαρακτήρας του, ποιες κοινωνίες επέδρασαν πάνω του και σε ποιον βαθμό, έτσι ώστε να δομηθεί η μοναδικότητά του και, τέλος, για ποιον λόγο ξεχωρίζει από παραδείγματα άλλων αντίστοιχων τόπων.» Άρης Σαπουνάκης Δρ. Αρχιτέκτων Πολεοδόμος Καθηγητής Αρχιτεκτονικής και Αστικής Σύνθεσης του Τμήματος Μηχανικών Χωροταξ...
Περισσότερα >>Ο Παπάγος, στα πλαίσια μιας πρώιμης προεκλογικής εκστρατείας, επισκέφθηκε και τη Λακωνία από όπου προσδοκούσε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ψήφων
Τον Ιανουάριο του 1952, επισκέφθηκε τη Σπάρτη ο Αλέξανδρος Παπάγος, προκειμένου, ως επικεφαλής του κόμματος ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ, να απευθύνει πολιτική ομιλία στον Σπαρτιατικό και Λακωνικό Λαό ενόψει των διαφαινόμενων βουλευτικών εκλογών. Ο Αλέξανδρος Παπάγος υπήρξε μια πολύ σημαντική στρατιωτική προσωπικότητα της νεότερης Ελλάδας, ο οποίος, μετά τη λήξη του Εμφυλίου, αποφάσισε να πολιτευθεί, ιδρύοντας το κόμμα ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ. Το πρωτοεμφανιζόμενο κόμμα του Αλέξ. Παπάγου ήρθε πρώτο στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951, συγκεντρώνοντας ποσοστό 36,53% αλλά χωρίς αυτοδυναμία στο Κοινοβούλιο. Η άρνηση του Παπάγου να συνεργαστεί με οποιοδήποτε άλλο κόμμα, οδήγησε, τελικά, 48 ημέρες μετά τις εκλογές, στη συνεργασία των κομμάτων του Κέντρου ((Κόμμα Φιλελευθέρων και ΕΠΕΚ) και στο σχη...
Περισσότερα >>«Γεμάτος ανθρωπιά, ήθος και αγάπη για την πατρίδα, αυτός ήταν ο Μικρός Ήρωας»
Μπροστά στην επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940, κάθε χρόνο, το μυαλό μου ταξιδεύει πίσω στο χρόνο, για να συναντήσει και πάλι τον ΜΙΚΡΟ ΗΡΩΑ, το Παιδί Φάντασμα, τον Γιώργο Θαλάσση, το ίνδαλμα των παιδικών μας χρόνων, που μέσα απ’ τις σελίδες του «Μικρού Ήρωα», του πιο αγαπημένου παιδικού περιοδικού του ’50 και του ’60 (2 δραχμές-32 σελίδες) έδινε κάθε βδομάδα μάχες εναντίον των κατακτητών κατά τη διάρκεια της Κατοχής, κάνοντάς μας να νιώθουμε περηφάνια που γεννηθήκαμε Ελληνόπουλα. Όμορφος και γεροδεμένος ο Γιώργος, ο Μικρός Ήρωας, πάντα με το κοντό του παντελόνι και το πουκάμισο. Αξεπέραστος στα όπλα και στην πάλη σώμα με σώμα. Κορμί λάστιχο. Γνώστης πολλών γλωσσών. Μυαλό κοφτερό, ικανό να λύνει και τα πιο δύσκολα προβλήματα. Ικανός να διαβάζει τα χείλη κάποιου από μακριά ή να μαντεύει...
Περισσότερα >>Ένα πλήθος «μικρών» πραγμάτων αποτελούν αυτό που λέμε Εθνική Παράδοση και έχουμε χρέος να την κρατήσουμε ζωντανή
Του μακαρίτη του πατέρα μου, του Παναγιώτη, του άρεσε πολύ, σαν φαγητό, το μπουτάκι από κατσίκι ή αρνί. Πήγαινε, λοιπόν, στον χασάπη του, τον Κυρ-Πολυζώη τον Καββούρη (εκεί στην Παλαιολόγου όπου συνεχίζεται η παράδοση από τον εγγονό του), ο οποίος του διάλεγε ένα ωραίο μπουτάκι με λίγο από τη νεφραμιά. Μετά ρώταγε, ο κυρ-Πολυζώης, πώς θα το μαγειρέψει η κυρα-Παναγιώτα και, ανάλογα, αν ήταν για κατσαρόλα, το έκοβε σε μερίδες με τον μπαλτά ενώ αν ήταν για φούρνο, απλώς το «έσπαζε». Όταν το μπουτάκι ερχότανε στο σπίτι και το μαγείρευε η μάνα μου, εμείς τα παιδιά περιμέναμε πώς και πώς να μαζέψει τα πιάτα και τα αποφάγια και να μας δώσει τον «Βίζυρα», που πάει να πει το κότσι, τον αστράγαλο, από το κόκαλο του πίσω ποδιού του ζώου, για να παίξουμε. Το παιχνίδι αυτό το ήξερε καλά η μάνα μα...
Περισσότερα >>Ακόμα κι όταν τα χρόνια έγιναν ασήκωτα στους ώμους του ξεπρόβαινε για να «μιλήσει» με το φορτωτή του
Μια θρυλική μορφή της γειτονιάς μας, του Νέου Κόσμου της Σπάρτης, ο μπάρμπα-Μιχάλης Μιχαλόπουλος του Ιωάννη, έφυγε σήμερα, 13 του Οκτώβρη 2022, ήρεμα και ήσυχα, στα 98 του χρόνια, πλήρης ημερών, σκεπασμένος αγκαλιασμένος από την αγάπη και την έγνοια των παιδιών του, των εγγονών και των δισέγγονών του. Με μάνα Μυστριώτισσα και πατέρα Βορειοηπειρώτη, ο μπάρμπα-Μιχάλης, υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία, στην Αεροπορία, πήρε ειδικότητα ως χειριστής μηχανημάτων και μάλιστα, όπως έλεγε με καμάρι, υπηρέτησε ως χειριστής και στην αμερικάνικη βάση αεροπορίας, στη Σούδα της Κρήτης. Όταν απολύθηκε, όμορφος νέος και με καλή δουλειά, παντρεύτηκε την Κατίνα Μπουνίκου, φτιάξανε ένα ταπεινό, πετρόχτιστο σπιτάκι με πλάκα στον Νέο Κόσμο, έκαναν κι έναν γιό, τον Γιάννη, και μπήκαν μαζί, χέρι-χ...
Περισσότερα >>Δυο λεξούλες έφταναν: «Μαρμαρένια Βρύση» και μια ολόκληρη γειτονιά στο πάνω μέρος της πόλης προσδιοριζόταν χωροταξικά
Ένα από τα πλέον βασικά προβλήματα της Νέας Σπάρτης μετά την ανίδρυσή της από τον Όθωνα, στα 1834, ήταν αυτό της ύδρευσης. Για να αντιμετωπίσει, σε πρώτη τουλάχιστον φάση, το πρόβλημα αυτό, ο φημισμένος Γερμανός αρχιτέκτονας Φρειδερίκος Στάουφερτ (F. Staufert) που ανέλαβε να κάνει το σχέδιο της νέας πόλης, προέβλεψε μέσα στο σχέδιο την κατασκευή πέντε φρεάτων (πηγαδιών) εκ των οποίων το ένα ήταν στη θέση της κεντρικής πλατείας και τα υπόλοιπα σε επιλεγμένες θέσεις, ώστε να εξυπηρετούν ολόκληρη την πόλη. «Περί το 1860, κατασκευάζεται το πρώτο, περιορισμένης έκτασης, εσωτερικό δίκτυο με πήλινους σωλήνες, που μετέφεραν νερό ελευθέρας ροής από ένα πηγάδι κοντά στον Άγιο Δημήτριο, στην έξοδο προς Μαγούλα, και τροφοδοτούσαν μια μαρμαρόκτιστη και μία λιθόκτιστη κρήνη, που διευκόλυναν...
Περισσότερα >>Κυρία Σοφία, αγαπημένη μας «Γιαγιά», σ’ ευχαριστούμε για ό,τι μας έδωσες. Ας είναι η ψυχούλα σου αναπαυμένη και η θύμησή σου παντοτινή
Σοφία Γρηγοριάδου Η κυρία Σοφία, η Καθηγήτρια *Χρέος ιερό έχουμε να θυμόμαστε τους ανθρώπους που έχουν φύγει από τη ζωή, ιδιαίτερα εκείνους, που στα ευαίσθητα και τρυφερά παιδικά μας χρόνια βρέθηκαν δίπλα μας, μας κράτησαν απ’ το χέρι για να μάθουμε να περπατάμε στη ζωή και μας έδωσαν αγάπη και γνώση σαν απόθεμα για το ταξίδι. Ένας απ’ αυτούς τους ανθρώπους υπήρξε και η κ. Σοφία Γρηγοριάδου, η Φιλόλογος Καθηγήτριά μας, κάποτε, στο Γυμνάσιο Αρρένων Σπάρτης. Αυτό το μικρό αφιέρωμα στη μνήμη της, δεν είναι άλλο από ένα ελάχιστο «Χρέος» κι ένα μεγάλο «Ευχαριστώ». Και είναι η Αγάπη εκείνη, που τα ’φερε έτσι ώστε να συναντηθούν στο μικρό αυτό αφιέρωμα τρεις άνθρωποι διαφορετικών ηλικιών και με διαφορετική σχέση ζωής με την κ. Σοφία Γρηγοριάδου: ο Βαγγέλης Μητράκος, μαθητής της. ο Β...
Περισσότερα >>«...πόσο ευτυχισμένα υπήρξαμε τα παιδιά εκείνου του καιρού, τότε που η ζωή ήταν μεν φτωχή και δύσκολη, όμως δεν ήταν αλλοτριωμένη, κρύα, αποστεωμένη, ηλεκτρονική και μηχανοποιημένη»
Ποιος παλαιός μαθητής δεν θυμάται αυτόν τον χάρτη; Κάθε Σεπτέμβρη, που γυρίζαμε στο σχολειό, τα παιδιά των μικρών τάξεων του Δημοτικού, βρίσκαμε αυτόν τον χάρτη της «Πατριδογνωσίας» με τις «Τέσσερες Εποχές» να μας καρτερά, κρεμασμένος στον τοίχο της τάξης, μαζί με άλλους χάρτες που είχε φροντίσει να βάλει εκεί ο καλός μας ο δάσκαλος ή η δασκάλα μας, μερικές μέρες πριν εμείς καθίσουμε στα θρανία μας. Νιώθαμε σαν να ανταμώναμε ξανά, με έναν καλό φίλο, που τον είχαμε εγκαταλείψει τον Ιούνιο, και τον είχαμε αφήσει μόνο, στην τραγική ερημιά του κλειστού μας σχολείου. Γι’ αυτό, με το που γυρίζαμε στο αγαπημένο σχολείο μας, το πρώτο πράγμα που κάναμε, ήταν να σπεύσουμε κοντά στον φίλο μας τον χάρτη, να του «ζητήσουμε συγγνώμη» που τόσους μήνες τον αφήσαμε μοναχό και να δούμε (ξανά και ξανά)...
Περισσότερα >>Βλέπεις, έχουμε οι άνθρωποι την εντύπωση πως είμαστε αθάνατοι και πως θα έχουμε καιρό να ζητήσουμε τις «συγγνώμες» που χρωστάμε
Μέχρι να πεθάνουμε, δεν θα πάψουμε ποτέ να ζητάμε μικρές και μεγάλες συγγνώμες από τους γονιούς μας κι ας έχουν φύγει απ’ τη ζωή. Ευτυχώς, είναι σίγουρο, ότι πριν ακόμα ζητήσουμε τη συγγνώμη, την έχουμε ήδη λάβει, σαν κομμάτι της ψυχής εκείνων που μας αγάπησαν πιο πάνω απ’ τον καθένα σε τούτη εδώ τη ζωή. Ας δούμε, λοιπόν, για μια «συγγνώμη» που δεν ζητήθηκε όταν έπρεπε και που σήμερα είναι αργά να ζητηθεί: Το ρύζι δεν έλειπε ποτέ από το σπίτι μας, μιας και ήτανε η βασική τροφή της φτώχειας. Μας έστελνε η μάνα μας στο μπακάλικο της γειτονιάς να πάρουμε μισό…ένα κιλό ρύζι. Μόνο «ρύζι» έλεγε: «Πήγαινε στου Λουμάκη να πάρεις ένα κιλό ρύζι.» Γιατί τότε δεν υπήρχανε πολλά ρύζια: Ούτε καρολίνα, ούτε νυχάκι, ούτε μπόνετ, ούτε αρμπόριο, ούτε μπασμάτι, ούτε…. Το μόνο ρύζι που υπήρχε στ...
Περισσότερα >>Το πανηγύρι του Μυστρά ήταν, ανέκαθεν, η μεγάλη τοπική είδηση και το μεγάλο γεγονός του τέλους του καλοκαιριού
Το πανηγύρι του Μυστρά είναι κομμάτι της ζωής των ανθρώπων του τόπου μας. Κάθε χρόνο οι Σπαρτιάτες και οι Λάκωνες (κι όχι μόνο) περιμένουν, πώς και πώς, ολόκληρη τη χρονιά, το πανηγύρι του Μυστρά, όχι μόνο για να διασκεδάσουν και να ψωνίσουν, αλλά (κυρίως) για να αναβαπτίσουν την ψυχική τους διάθεση και να δουν πιο αισιόδοξα τον χειμώνα και τη χρονιά που έρχεται. Οι ρίζες του πανηγυριού του Μυστρά χάνονται στα βάθη των χρόνων της τουρκοκρατίας, τότε που ο Μυστράς ήταν μια σημαντική πόλη του Μοριά, η δεύτερη μετά την Τρίπολη, με πληθυσμό ο οποίος στην ακμή του έφτασε και τις 25.000 κατοίκους. Ο Μυστράς, εκτός άλλων πολλών, υπήρξε σημαντικότατο εμπορικό κέντρο του καιρού του, με συναλλαγές ακόμα και με την Κωνσταντινούπολη και με τα άλλα σπουδαία εμπορικά κέντρα των Βαλκανίων, κυρίως κ...
Περισσότερα >>Όλοι όσοι «περάσαμε» από τα διδασκαλικά χέρια του κ. Καθηγητή διατηρούμε μέσα στην καρδιά και την ψυχή μας τις καλύτερες από τις γυμνασιακές μας αναμνήσεις
Με ιδιαίτερη συγκίνηση διάβασα, τις τελευταίες ημέρες, στα τοπικά Μ.Μ.Ε., την καλή είδηση για την τοποθέτηση προς πώληση στο εκθετήριο της βυζαντινής καστροπολιτείας του Μυστρά, των τριών βιβλίων του Καθηγητή Φιλολόγου κ. Δημήτρη Κατσαφάνα που αναφέρονται στην πρωτεύουσα του Δεσποτάτου του Μορέως. Ήταν μια απόφαση των αρμοδίων φορέων και υπηρεσιών, που αντιπροσωπεύουν την αναγνώριση του πολύχρονου και κοπιώδους έργου ενός ανθρώπου που αφιέρωσε τη ζωή του στη φιλολογία, την ιστορία, την Τέχνη και τη φιλοσοφία. Είμαι ευτυχής που ως γυμνασιόπαιδο, ευρισκόμενος στην 6η τάξη του θρυλικού Γυμνασίου Αρρένων Σπάρτης, είχα ως φιλόλογο τον κ. Δημήτρη Κατσαφάνα, τον οποίο ενθυμούμαι και ως Γυμνασιάρχη να φέρνει έναν άλλο αέρα κι ένα άλλο πνεύμα στο σχολικό χώρο, κόντρα στο παγιωμένο συντηρητικό...
Περισσότερα >>«Έλα, πέρασε μέσα, κάθισε στο τραπεζάκι να σε φιλέψω, να τα πούμε, να θυμηθούμε, να γνωριστούμε…κι ύστερα κουβεντιάζουμε και για βιβλία»
Είναι όμορφο να περνάς μέσα στην πόλη από σημεία που είχε «διαταραχθεί» η κανονικότητα και να διαπιστώνεις πως πάλι η ζωή μπήκε στην κοίτη της. Είναι όμορφο να περνάς έξω από το ιστορικό βιβλιοπωλείο της Σπάρτης, το βιβλιοπωλείο ΣΑΜΠΑΤΑΚΟΥ, που μας σημάδεψε (παλαιότερες αλλά και νεότερες γενιές) ως αναγνώστες και ως ανθρώπους, και να βλέπεις μέσα τη Βάσω Σαμπατάκου , καθισμένη στο στρογγυλό τραπεζάκι της υποδοχής, να διαβάζει κάποιο βιβλίο ή να συζητά με φίλους και γνωστούς, που την είδαν και διάβηκαν να πουν από κοντά ένα «γεια». *Σήμερα συνάντησα τη Βάσω να διαβάζει, εκεί στο τραπεζάκι της, κρατώντας σημειώσεις, το νέο βιβλίο της Ρέας Γαλανάκη: «Εμμανουήλ και Αικατερίνη - Τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια» . Γιατί η Βάσω Σαμπατάκου διαβάζει…δεν πουλά μόνο βιβλία. Μάλιστα, με το «...
Περισσότερα >>Η δημιουργία ενός Μουσείου θα δικαιώσει, έστω και μετά θάνατο, τους πρόσφυγες από τη Λιβερά του Πόντου και τις θυσίες τους
«Νασάν εκείνον που αποθάν΄ ΄ς σον τόπον που εγεννέθεν, που κι εφέκεν τα χώματα τ΄ και που κι εξενιτεύτεν!...» (λαϊκό δίστιχο του Πόντου) H ιστορία χρειάζεται τον χρόνο και τον χώρο προκειμένου να γίνει αντιληπτή από τους ανθρώπους που ζουν μέσα σε αυτή και τη διαμορφώνουν (Koder). Η ιστορική θεώρηση βασίζεται κατά παράδοση στη χρονολογία ως δομικό στοιχείο, είναι ταυτισμένη με ημερομηνίες που την οριοθετούν και (θεωρείται ότι) την περιγράφουν. Όμως είναι ο χώρος που της προσδίδει χαρακτήρα και ιδιαιτερότητα. Ο χώρος που σφραγίζεται και διαμορφώνοντας διαμορφώνει, ενδεχομένως και καθορίζει, τα ιστορικά γεγονότα... Είναι αδιανόητο να μιλήσουμε για τα τραγικά γεγονότα του 1922, χωρίς να προσδιορίσουμε χωρικά την καταστροφή, που ως «μικρασιατική» αποκτά την πραγματική πολιτισμική και κ...
Περισσότερα >>Τότε, λοιπόν, μόλις έκλειναν τα σχολεία κι άρχιζαν οι καλοκαιρινές διακοπές μάς έπιανε όλους δημιουργικός οίστρος. Τρέχαμε στα βιβλιοχαρτοπωλεία της εποχής, του Παπαγιαννόπουλου, του Λαμπρόπουλου και του Κουτσοβίτη
Παρακολουθώ τα τελευταία χρόνια τον τρόπο με τον οποίο περνούν τα καλοκαίρια τους τα μικρά γειτονόπουλά μου και ασυναίσθητα κάνω σύγκριση με τα παλιά καλοκαίρια όπως τα ζούσαμε εμείς που σήμερα βρισκόμαστε στη μέση ηλικία με γκρίζα τα μαλλιά και την ψυχή μας γεμάτη αναμνήσεις. Τα παιδιά μας εκτός από κάποια αθλητικά παιχνίδια στους δρόμους, στις πλατείες και τις παιδικές χαρές, εκτός από τα πειράγματα και τις άσκοπες φωνασκίες βρίσκουν καταφύγιο στη σύγχρονη κατάρα που λέγεται κινητό τηλέφωνο, που έχει αλλοτριώσει ριζικά τον άνθρωπο μέσα σε λίγα χρόνια. Και πάμε πίσω σ’ εκείνα τα χρόνια, στις λαϊκές γειτονιές με τους χωματόδρομους, που τους ράντιζε κάθε βραδάκι η καταβρεχτήρα του Δήμου, για να μη σηκώνεται σκόνη και να δροσίζει, τότε που δεν υπήρχε τηλεόραση και οι γυναίκες έβγαινα...
Περισσότερα >>Άνοιγε το παράθυρο η κυρα-Ποτούλα και η καϊσιά ήτανε εκεί, για να της πει καλημέρα ή να την καληνυχτίσει το βράδυ. Της έστελνε δροσιά με τα πράσινα φύλλα της, μοσκοβολιά όταν άνθιζε την άνοιξη και της πρόσφερε τα κίτρινα, γλυκά και μυρωδάτα καΐσια της όταν καλοκαίριαζε
Γεννήθηκα στο Ν. Κόσμο της Σπάρτης, στα 1954. Ο Ν. Κόσμος, τότε, ήταν σαν ένα χωριό. Ένα σπίτι εδώ, άλλο παραπέρα, χωματόδρομοι, στενά και σοκάκια, μπαξέδες, ελαιώνες, κήποι, πηγάδια και δέντρα πολλά καρποφόρα δέντρα, που τους γλυκούς καρπούς τους τούς γεύονταν ελεύθερα οι διαβάτες και ιδιαίτερα τα παιδιά. Τα χρόνια πέρασαν γρήγορα, πλήθυναν τα σπίτια, δρόμοι, πεζοδρόμια και πλατείες κέρδισαν τόπο από τη φύση. Εξορίστηκαν τα δέντρα από τον κήπο της Εδέμ κι όσα γλίτωσαν κρύφτηκαν όπου μπόρεσαν, αρνούμενα ν’ αφήσουν τη Γη της Επαγγελίας έρμαιο στις διαθέσεις των σύγχρονων αφεντάδων, του Τσιμέντου και του Εκσυγχρονισμού. Ένας τέτοιος πρόσφυγας είναι και η καϊσιά της κυρα-Ποτούλας, της Κουβαράκαινας. Τη φύτεψε (πάνε χρόνια πολλά) η κυρά-Ποτούλα κοντά στον τοίχο της κουζίνα...
Περισσότερα >>H ταινία «ΟΣΟ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΓΥΝΑΙΚΕΣ» του 1959, παρ’ όλη την καλλιτεχνική της μετριότητα περιέχει ωραία πλάνα από τον Ευρώτα εκείνης της εποχής
Το 1959 ήμουνα 5 χρόνων και θυμάμαι ένα βράδυ τον πατέρα μου τον Παναγιώτη να έρχεται από τη δουλειά (κασελάκι δούλευε τότε έξω από το σινεμά ΦΛΟΡΑΛ) με ένα χαρτί χειρόγραφο στο χέρι και να λέει: -Θα παίξω σε μια ταινία μαζί με τον Κεχαγιά. Γυρίζεται στον Ευρώτα. Καμάρι η μάνα μου κι εγώ (το σινεμά είχε γίνει κιόλας κομμάτι της ζωής μας) κι ο πατέρας μου να διαβάζει φωναχτά τις λίγες αράδες που θα έλεγε στην ταινία. Πραγματικά, δεν θυμάμαι τι απέγινε αυτή η υπόθεση, ώσπου, μεγάλος πια, μετά από 40 και βάλε χρόνια, ήρθα πιο κοντά με τον κυρ-Παναγιώτη τον Κεχαγιά, γνωστό μου από παιδί και φίλο του πατέρα μου. Ο Κυρ-Παναγιώτης Κεχαγιάς ήταν μια δυναμική κι έντονη προσωπικότητα της Σπάρτης, πανέξυπνος, κοσμαγάπητος κι ενεργητικός, που τη ζωή την «άρπαζε» (κυριολεκτικά) από ...
Περισσότερα >>Το μαγαζί έκλεισε αλλά… έμεινε ανοιχτό! Γιατί ο μπαρμπα-Νίκος δεν σταμάτησε ούτε μια μέρα να το ανοίγει. Πώς ν’ αφήσεις κλειδωμένη για πάντα τη ζωή σου;
Η Αναβρυτή είναι ένα από τα ομορφότερα και πιο προκομμένα χωριά της Λακωνίας. Στα παλαιότερα χρόνια το χωριό άκμασε και έγραψε ιστορία χάρη στις βιοτεχνικές και εμπορικές δραστηριότητες των φιλοπρόοδων κι εργατικών κατοίκων του, οι οποίοι ασχολούνταν με την βυρσοδεψία, την κτηνοτροφία αλλά και την υφαντουργία. Δυστυχώς, μετά το ’50 κυρίως, ένα πολύ μεγάλο μέρος των κατοίκων της Αναβρυτής μετανάστευσε στο εξωτερικό και άλλοι κατέβηκαν στη Σπάρτη, όπου, από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης της νέας πόλης, υπήρχε ισχυρή παρουσία Αναβρυτιωτών, οι οποίοι διακρίνονταν για τις επιχειρηματικές και επαγγελματικές τους δραστηριότητες, δίνοντας ζωή και ικμάδα στην οικονομία της πόλης. Κάπου στα 1953 επέστρεψε στη Σπάρτη από την Αμερική ο Αναβρυτιώτης Βασίλης Βερούτης. Αγόρασε με τις οικονομίες του έ...
Περισσότερα >>Αυτή η αίσθηση, του να πατάς με γυμνό πόδι τη μάνα γη, όπως κάνανε οι πρόγονοι των σπηλαίων, ήτανε μια αίσθηση ξεχωριστή που σ’ έκανε να νιώθεις παιδί της φύσης και του σύμπαντος...
Εμείς, τα παιδιά του ’50 και του ’60, ζήσαμε καλύτερα από τα παιδιά των παλαιότερων, από τις δικές μας, εποχών: Εκείνα, τα καημένα, ακόμα και στο σχολείο, ξυπόλητα πήγαιναν, πατώντας στις λάσπες, στα νερά, στους πάγους και στα χιόνια. ΕΜΕΙΣ, τον χειμώνα (τουλάχιστον) ΕΙΧΑΜΕ παπούτσια, κι ας ήτανε πολλές φορές σκισμένα ή ξεκολλημένα ή είχε ανοίξει τρύπα στη σόλα. Τα καλοκαίρια μας, όμως, ήτανε «ξυπόλητα»: Με το που παίρναμε το ενδεικτικό μας, την τελευταία μέρα του σχολείου, μετά τις «Γυμναστικές Επιδείξεις», πετάγαμε τα παπούτσια σε μιαν άκρη κι άρχιζε η εποχή της «ξυπολησιάς»: Πόδια ξυπόλητα όλο το καλοκαίρι, μια «αθλητικιά» φανελίτσα από πάνω (ή και «γδυτοί») κι ένα κοντό παντελονάκι (συνήθως «βρακούλα») χωρίς βρακί από μέσα (ή κιλότα όπως το έλεγε η μάνα μας, που αγόραζε κά...
Περισσότερα >>«Ωραίο πράμα τα κεφτεδάκια!»
Πες πως σε γιορτή απ’ τα παλιά, ετοιμάζει πλούσιο τραπέζι η νοικοκυρά, με λογιών-λογιών σπουδαίους και λαχταριστούς μεζέδες. Και το ερώτημα είναι: «Ποιος απ’ τους μεζέδες θα τελειώσει πρώτος»; «Μα, φυσικά, τα… κεφτεδάκια»! Γιατί δε γεννήθηκε ακόμα ο Έλληνας που θα περιφρονήσει τούτο δω το μικρό στο μάτι μα μεγάλο στη γεύση και στη νοστιμάδα, τραγανό και αφράτο κεφτεδάκι. Θυμάμαι, μικρός, μα σε γιορτές πηγαίναμε, μα σε αρρεβώνες, μα σε γάμους, μα σε βαφτίσια, όταν ερχότανε η ώρα του μεζέ, καρτεράγαμε πώς και πώς τα κεφτεδάκια. Γιατί τότε δεν ήτανε η εποχή των παχιών αγελάδων και οι νοικοκυρές δε στρώνανε τραπέζι να κάτσουνε όλοι και να φάει ο καθένας όσο τράβαγε η καρδιά του. Μόνο οι καλεσμένοι καθούντανε γύρω-γύρω στις καρέκλες και σε μια στιγμή, όταν η προσμονή είχε φτάσει στο...
Περισσότερα >>«Εις τον Άγιον Ιωάννη, την παρελθούσαν Πέμπτην, προκληθείσης συμπλοκής υπό του μεθύσου Δημητρίου Κ., εφονεύθησαν οι Λυκούργος Τσ., Θεόδωρος Κ., και Τουρκολιάς, ετραυματίσθη δε σοβαρώς ο προκαλέσας την συμπλοκήν μέθυσος»
Το 1909 ήταν ένας χρόνος «κλειδί» για την Ελλάδα: Το στρατιωτικό κίνημα που πραγματοποιήθηκε στο Γουδί τον Αύγουστο του 1909 κι έφερε τον Ελευθέριο Βενιζέλο στην χώρα σηματοδότησε την είσοδο της Ελλάδας στον 20ό αιώνα. Η μικρή, αδύναμη, ταπεινωμένη, φτωχή και χρεωκοπημένη Ελλάδα, υπό την άξια κι εμπνευσμένη πολιτική του Βενιζέλου, θα εισερχόταν σε μια από τις πιο δημιουργικές περιόδους της ελληνικής ιστορίας. Η Σπάρτη του 1909 (με πληθυσμό γύρω στους 4.500-5.000 κ. και δήμαρχο τον Η. Κοπανίτσα), αν και νέα πόλη, δεν μπορούσε να βρει τον βηματισμό της και παρέμενε «πνιγμένη» σε πολλά και μεγάλα προβλήματα, τα οποία (σε ένα βαθμό) αντικατοπτρίζονταν στη ζωή των κατοίκων της αλλά και στην ειδησεογραφία των εφημερίδων της εποχής, όπως, λόγου χάρη, της εφημερίδας ΛΑΚΕΔΑΙΜΩΝ, από την οποί...
Περισσότερα >>«-Να! Είδατε που σας το ’λεγα; Ο Θεός θέλει να νηστεύουμε αυτή τη μέρα. Γι΄ αυτό μας έριξε την καπνιά μέσα στο φαΐ. Από σήμερα και πέρα δε θα χαλάσουμε ποτέ καμιά νηστεία. Πάει και τελείωσε!»
Μια «Πρωτάγιαση» (Παραμονή Θεοφανείων) του 1964, καρτεράγαμε τα τρία αδέρφια, μαζί με τη μάνα μας, τον παπά με την «αγιαστούρα» ν΄ αγιάσει το φτωχικό μας. Η μάνα μας, η Παναγιώτα Μητράκου-Κοντοέ, από χωρίον Κουρουνιού Καρύταινας Γορτυνίας Αρκαδίας, απλή και θρήσκα γυναίκα του λαού, προορισμένη - ψυχή και σώμα - για σπίτι και οικογένεια, «κράταγε» τις μεγάλες νηστείες και, πάνω απ΄ όλες, την αυστηρή νηστεία της «Πρωτάγιασης». Μαζί της είχαμε μάθει κι εμείς, τα παιδιά, να νηστεύουμε αδιαμαρτύρητα και να σεβόμαστε τις γιορτές! Εκείνη όμως την «Πρωτάγιαση» του 1964 η μάνα μας, υποκύπτοντας στην παιδική μας «γκρίνια», μάς είχε μαγειρέψει μακαρόνια με λίγη σάλτσα που είχε ετοιμάσει στο τηγάνι, χωρίς μυτζήθρα, όμως, για να περιορίσει, όσο γινότανε, την «αμαρτία» μας! Εκείνη, βέβαια, νήστεψε κ...
Περισσότερα >>Ποιος ξέρει αν η ευχή του βγήκε αληθινή, αν το πέταλο του ’φερε, πράγματι, την τύχη που γύρευε η καρδιά και η ψυχή του!
«Κοντορεβυθούληδες» είμαστε οι άνθρωποι, που περιπλανιόμαστε, χαμένοι νύχτα, μες στο πυκνό δάσος της ζωής και ρίχνουμε πίσω μας βοτσαλάκια, όχι για να βρούμε το δρόμο και να γυρίσουμε πίσω (αυτό ο δρόμος δεν έχει επιστροφή), αλλά για την ελπίδα να βρουν τα βοτσαλάκια αυτά κάποιοι άλλοι ταξιδιώτες του δάσους και να πουν: -Να! Εδώ που περνάμε σήμερα εμείς, πέρασε κάποτε κι ένας άλλος «Κοντορεβυθούλης» κι άφησε πίσω του το πετραδάκι του, το σημάδι του! Θέλω, λοιπόν, φίλοι μου, να σας πω μια μικρή ιστορία για ένα τέτοιο σημαδάκι, που τυχαία βρέθηκε στο δρόμο μου, ανήμερα της Πρωτοχρονιάς του 2017: Μια φτωχή χαμοκέλα ήταν, απ΄ τις πολλές που βρίσκονταν τότε γύρω από τη Σπάρτη, λίγο μακρύτερα από εκεί που υψώνονταν τα μεγαλειώδη νεοκλασικά αρχοντόσπιτα. Μακρόστενο σπίτι, χαμηλό, από ...
Περισσότερα >>Όσο κι αν «θέλουμε» να λησμονήσουμε τη Ζωή, εκείνη επιμένει να μας θυμίζει ότι υπάρχει
«Μπήκε το νερό στ’ αυλάκι», λέγανε οι παλαιοί των ημερών εννοώντας πως μια υπόθεση ή μια δουλειά ή μια υποχρέωση οδηγείται σε καλό δρόμο. Πριν ακόμα ιδρυθεί η νέα Σπάρτη από τον Όθωνα στα 1834, υπήρχε εδώ ένας παλαιότατος οικισμός, το Ψυχικό. Όταν ανδρώθηκε η Σπάρτη, το Ψυχικό έγινε, κατά κάποιον τρόπο, το περιβόλι της: Μια τεράστια εύφορη έκταση γεμάτη με κήπους, περιβόλια, μπαξέδες, ελαιώνες και τρεχούμενα νερά. Νερά που βγαίνανε από τα πολλά πηγάδια της περιοχής και μέσα από αυλάκια, σκαμμένα όλα με το χέρι, με την τσάπα και τον κασμά, πήγαιναν και πότιζαν το καλοκαίρι τις καλλιέργειες κι ήτανε γεμάτοι οι μπαξέδες και οι κήποι και τα περιβόλια με ανθρώπους που με τις τσάπες στα χέρια οδηγάγανε το νερό εκεί που θέλανε ΓΙΑ να ποτίσει. Περάσανε καιροί, εγκαταλείφθηκε η γη, χάθηκαν τα...
Περισσότερα >>Το σπίτι της θείας μου της Ιουλίας, της μικρότερης αδερφής της μάνας μου, της Παναγιώτας, το έχω πάντα μέσα στην καρδιά μου, γιατί απ’ όταν το γνώρισα (μικρό παιδάκι των 5-6 χρόνων) παραμένει όπως ήταν, ίδιο κι απαράλλαχτο, αυθεντικό, ζεστό και ανθρώπινο, μέχρι σήμερα. Πιστεύω πως στη ζωή του κάθε ανθρώπου χρειάζονται κάποιες σταθερές, πράγματα δηλαδή της ζωής που παραμένουν αναλλοίωτα στο πέρασμα των χρόνων και δίνουν τις συντεταγμένες του ταξιδιού, όπως ακριβώς μια πυξίδα που κατευθύνει την πορεία ενός πλοίου, όπως ένας φάρος που σταθερός και ακλόνητος εκεί που πρέπει φυλάει το πλοίο από τις κακοτοπιές. Η θεία μου η Ιουλία (τι όνομα ωραίο!!!) γεννήθηκε στο χωριό Κουρουνιού της Καρύταινας Γορτυνίας Αρκαδίας. Ήταν παιδί του Γιάννη Κοντοέ (Κοντογιάννη) και της Σταμάτας Κωσταρίδη - Κον...
Περισσότερα >>«Όποιος την έβλεπε λιγωνόταν στα γέλια. Μια χελώνα και να τη λένε ταχεία! Ο Παναγιώτης; Αργούσε στο σερβίρισμα. Αν κανένας διαμαρτυρόταν, του ’δειχνε την ταμπέλα»
Η ελληνική παραδοσιακή ταβέρνα (ελληνικά «οινομαγειρείον») έχει μια ιστορία που κρατάει πάνω από 2.500 χρόνια. Ξεκινώντας από τα «καπηλειά» της αρχαίας Ελλάδας και περνώντας από τα «μαγέρικα» του Βυζαντίου, τις «λοκάντες» της τουρκοκρατίας και τα «ρεμπέτικα στέκια» των προσφύγων της Μικράς Ασίας, η ταβέρνα παρέμεινε αναπόσπαστο στοιχείο της ζωής του Έλληνα έως τις ημέρες μας. Κάθε παλιά ταβέρνα είναι μια βαθιά ανθρώπινη ιστορία και η ταβέρνα του Κακαλέτρη στη Σπάρτη είναι η ιστορία της κυρίας Όλγας και του άντρα της του κυρ-Παναγιώτη Κακαλέτρη. Η Όλγα Γερασίμου γεννήθηκε το 1922 στη Ζούπαινα (Α. Ανάργυροι) της Λακωνίας, πάνω στον Πάρνωνα. Οι ρίζες της, όμως, ήταν από την Κεφαλονιά. Κάποιος προπάππος της, λίγο πριν από την Επανάσταση του 1821, άλλαξε τη ρότα του καραβιού της ζωής το...
Περισσότερα >>-Καλά, αν ήθελε ο Γιώργης, έβηχε. Αν ήθελες εσύ όμως; -Τότε του ’λεγα...: «έβηξες Γιώργη μ’»;
Δεν πα να ’χεις κοιμηθεί σε στρώματα και σε σουμιέδες και στα πούπουλα ακόμα! Άμα μια φορά κοιμήθηκες «στρωματσάδα» δεν το ’χεις ξεχάσει ποτέ. Στα χρόνια εκείνα τα παλιά, οι άνθρωποι είχανε ένα, άντε δυο, ξύλινα κρεβάτια με τάβλες στο σπίτι τους κι απάνω στις τάβλες ρίχνανε ένα σάισμα ή ένα «στρώμα» παραγεμισμένο με σανό ή φλέτσια καλαμποκιού, στρώνανε πάνω ένα σεντόνι ή μια κουβέρτα κι αυτό ήτανε όλο. Στα κρεβάτια τούτα κοιμούντανε οι πιο μεγάλοι του σπιτιού (άντε να βολεύανε στο πλάι και κάνα παιδί) και οι άλλοι (που δεν ήτανε και λίγοι αφού οι φαμελιές τότε κάνανε πολλά παιδιά) κοιμούντανε «στρωματσάδα»: Στρώνανε στο πάτωμα ένα σάϊσμα ή (αν δεν είχανε) μια-δυο κουβέρτες για να μην «πιαστεί» το κορμί, μαξιλάρια από την τρακάδα ή το μπαούλο, κανά σεντόνι υφαντό στον αργαλειό, κουβέρτε...
Περισσότερα >>«Όταν αφήνουμε μια πόλη να διηγείται το παρελθόν της, αφουγκραζόμαστε και μαθαίνουμε και το παρελθόν των ανθρώπων της»
Ο Βασιλεύς Όθων ίδρυσε τη νέα Σπάρτη στα 1834 και ο Γερμανός αρχιτέκτονας Φρειδερίκος Στάουφερτ (F. Staufert) παρέδωσε στις πρώτες αρχές της πόλης τα εμπνευσμένα σχέδιά του. Στο κέντρο της πόλης τα σχέδια προέβλεπαν μια μεγάλη λεωφόρο με διεύθυνση ανατολή – δύση, στην οποία οι Σπαρτιάτες, τιμής ένεκεν, έδωσαν το όνομα της συζύγου του Όθωνος, της Βασίλισσας Αμαλίας * . Η παλιά αυτή επιχρωματισμένη φωτογραφία – καρτ ποστάλ, την οποία εξέδωσε το θρυλικό βιβλιοπωλείο της Σπάρτης Γεωργίου Λαμπρόπουλου δείχνει τον κεντρικό αυτό δρόμο της πόλης (τη Λεωφόρο Αμαλίας που μετονομάστηκε μεταπολεμικά σε Λυκούργου) όπως ήταν στις αρχές της 10ετίας του 1930: Ένας μοναχικός φανοστάτης στη διασταύρωση, εκεί που σήμερα είναι το «βαρέλι του τροχονόμου, και στην πλάτη του ακουμπισμένη μια μεγάλη πινακ...
Περισσότερα >>«Το κέντημα είναι γλέντισμα, η ρόκα είναι σεργιάνι, η σαρμανίτσα κι ο αργαλειός είναι σκλαβιά μεγάλη»
Κάποτε τα μωρά παιδιά, δεν είχανε παιδικό δωμάτιο ούτε καν κούνια ή κρεβατάκι ούτε υπήρχανε, τότε, γυναίκες ή παιδικοί σταθμοί για να φυλάνε τα παιδιά, όταν λείπανε οι μανάδες. Η γυναίκα του παλιού καιρού, που συνήθως γένναγε και πολλά παιδιά, είχε, εκτός από τις πολλές και σκληρές δουλειές μέσα και έξω από το σπίτι, τη φροντίδα και την ευθύνη των παιδιών όλη μέρα κι όλη νύχτα. Όταν, λοιπόν, η γυναίκα του χωριού είχε μωρό παιδί και χρειαζότανε να βγει από το σπίτι, για να πάει για δουλειές στο χωράφι, στο αμπέλι, στα πρόβατα, στο ποτάμι ή στη βρύση για να πλύνει, στο λόγκο για να κόψει κλαρί και όπου αλλού χρειαζότανε, έπρεπε να πάρει μαζί της και το μωρό. Για τούτο η σοφία των παππούδων και των γιαγιάδων των Ελλήνων λογιάστηκε και έφτιαξε τη νάκα. Η νάκα ήτανε μια φορητή κούνια (...
Περισσότερα >>«Θρεψίνη. Θρεπτική, ωφέλιμη, ευχάριστος. Εις τιμήν κατωτέραν της κανονικής δια να είναι προσιτή στο πολύ κοινό»
Στην μεγάλη πείνα της γερμανοϊταλικής κατοχής η κορινθιακή σταφίδα, αυτός ο ευλογημένος καρπός της ελληνικής γης, έσωσε πολύ κόσμο από τη λιμοκτονία. Μια χούφτα σταφίδες, λέγανε οι παλιοί, έφτανε για να σε κρατήσει στη ζωή. Δεν χόρταινε το στομάχι, αλλά έπαιρνε ο οργανισμός την απαραίτητη ενέργεια για να ζήσει ο άνθρωπος, να μείνει όρθιος και να αντέχει το ανέβασμα στο Γολγοθά του. Μετά τον πόλεμο και τον εμφύλιο εμφανίστηκε στα μπακάλικα από τη φίρμα «ΑΦΟΙ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΑΘΗΝΑΙ-ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ», αρχικά, η θρυλική «Θρεψίνη» , η οποία, ήδη πριν απ’ τον πόλεμο, αποτελούσε για τα παιδιά της Ελλάδας το μοναδικό γλύκισμα, μαζί με την μαύρη ζάχαρη και τα χαρούπια.. Τη βγάζανε από επεξεργασία της σταφίδας («γλύκισμα εξ αγνού γλεύκους σταφίδος» έγραφαν απ’ έξω τα κουτιά) γι’ αυτό και τη λέγανε και...
Περισσότερα >>Μην ψάχνετε να βρείτε το Θεό. Δεν θα τον βρείτε ποτέ και πουθενά. Γιατί ’ναι εδώ. Δίπλα μας. Κοντά μας. Μέσα μας. Δηλαδή τόσο πολύ μακριά... Εγώ όμως τον είδα, τον αντίκρισα. Ναι σας λέω. Σ’ ένα τόσο δα πουλάκι. Σ’ ένα κοκκινολαίμη που είκοσι μέρες με συντρόφευε, με ζέσταινε το καταχείμωνο, με ξεκούραζε, μ’ έκανε να νιώσω την απόλυτη ευτυχία. Τρισευτυχισμένος πραγματικά. Καταλαβαίνοντας ταυτόχρονα τα έργα του Θεού. Τα ανεξήγητα μυστήρια τα αθάνατα. Που τέτοια θα μείνουν... ό,τι και να κάνουμε οι άνθρωποι.
Ο Κοκκινολαίμης -ή παραμύθι για μικρά παιδιά- Μπα! πού τον θυμήθηκε τώρα τούτος τον κοκκινολαίμη; αναρωτηθήκατε κιόλας … Ναι. Απ’ όλα τα πουλιά πιο πολύ αγαπώ τον κοκκινολαίμη. Κι αυτή η αγάπη ήρθε απότομα και ξαφνικά σαν εκείνο που λένε κεραυνοβόλος έρωτας. Και θα ιδείτε πώς και γιατί. Μη βιάζεστε. Μικρή είναι η ιστορία. Τόσο μικρή σαν το πουλάκι ετούτο. Ένα ματσάκι γράμματα μόνο. Τον κοκκινολαίμη τον ξέρετε δα όλοι ή σχεδόν όλοι. Όχι βέβαια όπως το χελιδόνι ας πούμε ή την τσίχλα ή την καρδερίνα ή τον κότσυφα και την πέρδικα – καίτοι οι τελευταίες τείνουν να εξαφανιστούν, να τις εξαφανίσει δηλ. ο άνθρωπος, ποιος άλλος; - ή το σπουργίτη και το περιστέρι. Αλλά τον ξέρετε, είμαι σίγουρος. Αλλού τον λένε και καλογιάννο και στην Κρήτη γιαννακό. Για τους λίγους όμως που πιθανόν...
Περισσότερα >>Η Ιστορία θα σας εκδικηθεί. Σκληρά. Θα φροντίσουμε εμείς γι αυτό – τα παιδιά και τα εγγόνια των Ηρώων της Καθημερινότητας που ΦΤΥΝΕΤΕ περιφρονητικά πάνω στα τιμημένα τους Γεράματα την ίδια ώρα που αγκαλιάζεστε με τα Λαμόγια, με τους Κλέφτες και με τους Χορτασμένους.
Ο μακαρίτης ο πατέρας μου γεννήθηκε σε ένα ορεινό χωριό της Γορτυνίας το 1928. Ο τόπος άγριος, γεμάτος πουρνάρια και πέτρες. Ξενιτεμός μαζικός ήδη από προπολεμικά, Αμερική και Αυστραλία … Ο παππούς μου τους περισσότερους μήνες του χρόνου αγγαρευόταν μπιστικός σε στάνες στην Θήβα και στην Χαλκίδα. Μόνη της στο χωριό η γιαγιά Αργύρω να στέλνει τα παιδιά με τον γάιδαρο όπου είχε παζάρι για να πουλήσουν κανένα περιβολικό – στην Στεμνίτσα, στην Κοντοβάζενα, στην Δημητσάνα … ώρες πολλές ταξίδι τότε σε κακοτράχαλα μονοπάτια. Όταν έκλεισε τα δώδεκα ο πατέρας μου «ξεσχόλισε» παρά την αντίρρηση του δάσκαλου που τον θεωρούσε πολύ καλό μαθητή. Το μεγαλύτερο αγόρι βλέπεις και έπρεπε να δουλέψει, τέσσερις αδερφές στο σπίτι, το γυμνάσιο αφάνταστη πολυτέλεια. Τα δύσκολα χρόνια της κατοχής θήτευσε ...
Περισσότερα >>Ο αγράμματος μπορεί να υπογράφει με σταυρό αλλά τιμάει την υπογραφή του γιατί γνωρίζει τη σημασία της. Μπορεί να μην αρίστευσε σε μεγάλα εκπαιδευτικά ιδρύματα αλλά πήρε από νωρίς εφόδια που τον βοήθησαν να επιβιώσει.
Μεγάλωσε, λένε, όλα τα αδέλφια του. Τέσσερα στον αριθμό κι ένας εκείνος, πέντε παρακαλώ. Έζησε πόλεμο, κακουχίες, πείνασε, αγάπησε, παντρεύτηκε κι έκανε τέσσερα παιδιά. Οι μεγαλύτερες αγάπες της ζωής του. Αν τον έβλεπες, ποτέ σου δε θα φανταζόσουν τι είχε περάσει. Ευθυτενής, καμαρωτό περπάτημα, ψάθινο καπελάκι, χαμόγελο στα μάτια και καραμέλες στην τσέπη. Ποτέ δεν τον άκουσα να υψώνει τον τόνο της φωνής του. Όταν τον έπνιγε το δίκιο, γούρλωνε τα μάτια για να καταλάβεις πως έχει νεύρα. Μέχρι εκεί. Ακόμη κι αν δεν είχε λόγους να ξεσπάσει, πάντα του έδινε η γυναίκα του αρκετούς. Εκείνος, όμως, βράχος ακλόνητος, ο ορισμός της ηρεμίας και της καλοσύνης. Τη δικαιολογούσε ακόμη και τις φορές που είχε ολοφάνερο άδικο. «Άστη. Έχει περάσει πολλά», έλεγε ο άνθρωπος που είχε περάσει περισσότερα. ...
Περισσότερα >>