Vekrakos
Spartorama | «Στον Ιλισσό κάποτε μέσα στην ολόφωτη αττική φύση» από τον Δημήτρη Κατσαφάνα

«Στον Ιλισσό κάποτε μέσα στην ολόφωτη αττική φύση» από τον Δημήτρη Κατσαφάνα

Δημήτριος Κατσαφάνας 15/07/2023 Εκτύπωση Άρθρα Κοινωνία Παιδεία Πολιτισμός Φιλοσοφία
«Στον Ιλισσό κάποτε μέσα στην ολόφωτη αττική φύση» από τον Δημήτρη Κατσαφάνα
Ήταν και τότε καλοκαίρι

Ο Σωκράτης και ο έφηβος Φαίδρος μέσα στο πανώριο τοπίο του Ιλισσού. Εδώ με ένθεο πάθος ακούγεται ο λόγος του πλατωνικού Σωκράτη. Πρωτόπλαστη η ελληνική γλώσσα. Χαρά στο λαό που γεννήθηκε μέσα σε τόση διαύγεια, στο τόσο φυσικό, εξαϋλωμένο φως. Και που έχει μια τέτοια πνευματική παράδοση με ρίζες βαθειές, μυθικές-αρχετυπικές. Η παράδοση, όχι τα απολιθώματα μιας περασμένης ζωής, είναι ανανεώσιμη, αναθεωρείται μαζί με τη ζωή. Φέρνουμε το παρελθόν μέσα μας. Από σύγχρονη απελπισία για την αξία του κατακερματισμένου ανθρώπου, καθώς το είπε και ο Σεφέρης, θεωρήθηκε το παρελθόν βάρος περιττό και πρέπει να εξοβελιστεί. Οι αιώνες κυλούν, ο κόσμος έγινε πια πολύπλοκος. Ποιος, λοιπόν, έκοψε τις γέφυρες και έμεινε ανάπηρη η ψυχή μας; Όλοι εμείς! Ποιος αποϊεροποίησε τη Φύση και τη βιάζει βάναυσα; Εμείς, τα παιδιά του Ουρανού και της Γης! Και ζούμε «εν γη αβάτω και ερήμω» με ένα πλήθος τεχνάσματα. Και είναι κάποιες ώρες που η μοναξιά μοιάζει μια στενή παραλία με σβησμένα φανάρια. Η αυταπάτη της Προόδου. Χωρίς δικαίωμα στο όνειρο και στην ελπίδα, η μηχανική μάθηση, ο υπαρξιακός κίνδυνος από την αναμενόμενη τεχνητή νοημοσύνη.

Δραπετεύω και ανεβαίνω στο βουνό, ψηλότερα, και ο κόσμος γίνεται πλατύτερος, φιλικός και σαν συγγενικός. Ξέρετε τώρα ποιόν βλέπετε εκεί κάτω; Είναι ο Σωκράτης, αυτός που δεν βγήκε ποτέ από τα τείχη της Αθήνας παρά όταν πήγε να πολεμήσει. Η Αθήνα είχε περίπου δέκα χιλιάδες πολίτες. Όμως ο πληθυσμός ολόκληρος ήταν πολύ πάνω από είκοσι χιλιάδες, με τις γυναίκες, τα παιδιά, τους δούλους, και τους ξένους, ενώ η Αττική έφθανε τις τριακόσιες πενήντα χιλιάδες. Ήταν  πόλεις στα ελληνικά μέτρα και τους ήταν αδιανόητη μια πόλη σύγχρονου Κράτους. Για να γνωρίζονται οι πολίτες, άμεση και όχι αντιπροσωπευτική δημοκρατία, για να αναπνέουν ελεύθερα (H. D. Κίttο).

Ο Σωκράτης, «απλός άνθρωπος του λαού, δεν ζητούσε τίποτε άλλο παρά την αλήθεια, ερευνούσε την έννοια των πραγμάτων. Ο Φαίδρος είναι ο νέος, ο έφηβος με πολλά χαρίσματα του σώματος και της ψυχής, προπαντός με την κλίση να μάθει. Ο Σωκράτης λίγο πριν το μεσημέρι συναντάει το Φαίδρο μέσα στην Αθήνα και τον ρωτάει που πηγαίνει και από πού έρχεται. Ποϊ δη και πόθεν; Ο Φαίδρος έρχεται από το Λυσία, όπου ήταν από το πρωΐ και άκουγε κάποιο λόγο και τώρα πηγαίνει περίπατο έξω από την πόλη. Ο Σωκράτης, όταν άκουσε από το Φαίδρο ότι ο λόγος που άκουγε ήταν για τον έρωτα, κυριεύεται από την όρεξη να μάθει καλύτερα το περιεχόμενο του λόγου, γιατί υποπτεύεται ότι κάποιο διεστραμμένο νόημα έχει ο λόγος του ρήτορα Λυσία. Ο Φαίδρος δεν κατόρθωσε να τον αποστηθίσει1», τον έχει γραμμένο σε χειρόγραφο. «Ο Σωκράτης και ο Φαίδρος συμφωνούν να πάνε κατά τον Ιλισσό κατά πώς πάει το νεράκι για να δροσίζουν και τα πόδια τους. Τυχαίνει να είναι και οι δύο ξυπόλυτοι, πράγμα συνηθισμένο για το Σωκράτη και σπάνιο για το Φαίδρο. Βλέπουν από μακριά μια πανύψηλη πλατάνα και αποφασίζουν να πάνε προς τα εκεί, όπου θα βρουν ίσκιο και αεράκι και χλόη να καθίσουν».

Το μέρος είναι πραγματικά τόσο όμορφο, ιερό κατά τις μυθολογικές παραδόσεις «προς τις οποίες ο Σωκράτης διατηρεί δεσμούς». Ο Σωκράτης και ο Φαίδρος φθάνουν στο μέρος που θέλουν, «η πλατάνα με τον ίσκιο της, δίπλα της όμορφες λυγαριές με τον ανθό και την ευωδιά τους. Και κοντά της η ολοκάθαρη πηγή με το δροσερό νεράκι. Και γύρω αγάλματα θεών και κόρες». Ιερός ο τόπος όπου μέλλει να γίνει μια μυσταγωγία. Εδώ δηλαδή θα ακουστεί τώρα «ο ολόστεγνος και διεστραμμένος λόγος του Λυσία, που τόσο είχε γοητεύσει την ψυχή του Φαίδρου». Ο Σωκράτης ξαπλώνεται πρώτος κατά γης και ο Φαίδρος λίγο πιο πέρα. Διαβάστηκε ο λόγος και ακούστηκε πλέον ο μεγάλος λόγος του Σωκράτη, ο ένθεος ζήλος της πλατωνικής παιδείας. Φυσικά θα ήταν ασέβεια να αποτολμήσουμε εδώ πρόχειρα να δώσουμε μια ιδέα για τη λάμψη του λόγου του πλατωνικού φρονήματος που γοήτευσε το νεαρό Φαίδρο.

Ο διάλογος τελείωσε. Αλλά ο Σωκράτης δεν μπορεί να φύγει χωρίς να προσευχηθεί στον Πάνα και στους άλλους θεούς, συνδέοντας την ψυχή του με το αττικό τοπίο και την αιωνιότητα. Στον Πάνα, γιατί κατά την παράδοση, και μόνο με την τρομερή κραυγή του εμφύσησε τρόμο στους Πέρσες και εμψύχωσε τους Αθηναίους κατά τη μάχη του Μαραθώνα. Και η προσευχή: «Αγαπημένε μου Πάνα και σείς οι άλλοι θεοί αυτού εδώ του τόπου δώστε μου να γίνω όμορφος μέσα μου. και όσα έχω έξωθέ μου να είναι φιλιωμένα με όσα έχω μέσα μου… και να μπορώ να είμαι φρόνιμος (“σώφρων”)». Σωφροσύνη! Να μια λέξη όλο ηθική υγεία. Ο μετριασμός της ορμής, του πάθους.  O λόγος του Σωκράτη καθαρός όπως και το νερό της πηγής που αναβρύζει από τη ρίζα της πλατάνας. Και από τότε το αηδόνι του Κολωνού, ξεχασμένο, αργολαλεί ακόμα μέσα από τα βάθη της νύχτας.


(1) Ιωάν. Θεοδωρακόπουλου, Πλάτωνος Φαίδρος, Εστία 1948.


Δημήτρης Γ. Κατσαφάνας, Φιλόλογος - Συγγραφέας


Οδός Εμπόρων