Vekrakos
Spartorama | «Και τα βουνά, οι φίλοι σου, σε χαιρετάνε. Ο Νικηφόρος Βρεττάκος μύστης της μεγαλοπρέπειας των βουνών», από την Δρ. Γεωργία Κακούρου-Χρόνη

«Και τα βουνά, οι φίλοι σου, σε χαιρετάνε. Ο Νικηφόρος Βρεττάκος μύστης της μεγαλοπρέπειας των βουνών», από την Δρ. Γεωργία Κακούρου-Χρόνη

Γεωργία Κακούρου-Χρόνη 11/03/2019 Εκτύπωση Άρθρα Πολιτισμός
«Και τα βουνά, οι φίλοι σου, σε χαιρετάνε. Ο Νικηφόρος Βρεττάκος μύστης της μεγαλοπρέπειας των βουνών», από την Δρ. Γεωργία Κακούρου-Χρόνη
Ν. Βρεττάκος: «Τέλος πάντων προς τον Ταΰγετο έχω υποχρεώσεις. Εξετέθην δημοσία μαζύ του, τι θα ειπεί και ο κόσμος να γυρίζω στα ξένα βουνά...»·
Οδός Εμπόρων

Ο τίτλος αυτού του κειμένου προέρχεται από μία υδατογραφία της Τατιάνας Γκρίτση- Μιλλιέξ, στην οποία απαθανατίζει το Saint-Sorlin-d’Arves υποδεικνύοντας και τη θέση του χωριού στο οποίο γεννήθηκε ο πατέρας του Roger Milliex.1 Στην πίσω πλευρά, της μικρής σε διαστάσεις υδατογραφίας, γραμμένη ιδιόχειρα με μαύρο μελάνι από την Τατιάνα, απαντάται και η φράση «Και τα βουνά, οι φίλοι σου, σε χαιρετάνε».2

Η Τατιάνα Μιλλιέξ γνώριζε ότι φίλοι του Νικηφόρου Βρεττάκου υπήρξαν όλα τα βουνά που μάλλον διαμαρτύρονται για το στερεότυπο ο «Ταϋγετος του Νικηφόρου Βρεττάκου».

Ένα βουνό, κι αυτό ξένο, οι Άλπεις φιλοξένησαν τον ποιητή στο Τρόγγεν της Ελβετίας, όταν αυτοεξόριστος κατέφυγε στην Παιδούπολη Πεσταλότσι.3 Και το ίδιο πάλι βουνό, αλλά αυτή τη φορά οι Νότιες Άλπεις της Γαλλίας, φρόντισαν στο Serres την ανάρρωσή του, όταν προσβλήθηκε από βαριάς μορφής φυματίωση στο Παλέρμο.4

Το κείμενο αυτό αποκαθιστά μιαν «αδικία». Αποπειράται να μας συστήσει και τα άλλα βουνά που αγάπησε ο ποιητής. Τις συστάσεις φυσικά τις κάνει ο ίδιος με κείμενά του που αναφέρονται στα βουνά, στους φίλους του.

Είχα την τύχη να καταγράψω το «Αρχείο Milliex» για το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (Ε.Λ.Ι.Α.) μετά από προτροπή της Τατιάνας και του Ροζέ.5 Στο «Αρχείο» των Μιλλιέξ εντόπισα μεταφρασμένο από τον Νικηφόρο Βρεττάκο, από τα γαλλικά στα ελληνικά, το κείμενο του Roger Milliex «Ο Ταϋγετος και η σιωπή». Στο κείμενο αυτό περιγράφεται η οδοιπορία που επιχειρούν οι δυο φίλοι, μαζί με τους γιους τους, στην κορυφή του Ταϋγετου, το 1953.6 Τον Μάιο του 1993 ο Ροζέ Μιλλιέξ πραγματοποίησε μία επίσκεψη-προσκύνημα στο καταφύγιο του Ταϋγέτου, εκεί όπου στις


1 O Roger Milliex (1913-2006), ο ελληνιστής που λάτρεψε την Ελλάδα. Ο Νικηφόρος Βρεττάκος συνήθιζε να λέει για τον Roger Milliex ότι ο καλύτερος Έλληνας που γνώρισε ήταν Γάλλος.

2 Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ, υδατογραφία σε χαρτί, 16x11 εκ. Στην πίσω πλευρά, με ιδιόχειρη γραφή από την Τατιάνα: «Εκεί που οι μικρές στέγες ξεπροβάλουν είναι το χωριό που γεννήθηκε ο πατέρας του Roger. Στη σκηνή μένει η φίλη μας Cecile. Και τα βουνά οι φίλοι σου σε χαιρετάνε μαζί με την Τατιάνα και τον Roger. St Sorlin d’ Arves (Savoie) le 24 Juillet 1952». Η Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ (1920-2005), σύζυγος του Roger Milliex, από το 1939, υπήρξε ιδιαίτερα προικισμένη? λογοτέχνης, με σπουδές και καλές επιδόσεις στο πιάνο, στον χορό, στη ζωγραφική? και πάνω απ’ όλα άνθρωπος με σπάνιο ήθος και μεγάλη κοινωνική προσφορά. Η φιλία των Milliex και του Βρεττάκου υπήρξε αδιάπτωτη από το 1949 έως το τέλος του βίου τους.

3 Ο Νικηφόρος Βρεττάκος έμεινε στο Τρόγγεν, στις Ελβετικές Άλπεις, στη Διεθνή Παιδούπολη Πεσταλότσι, από τον Οκτώβριο του 1967 έως το Σεπτέμβριο του 1970.

4 Στο Serres διέμεινε μετά από ενέργειες του Roger Milliex από τον Ιούνιο του 1974 έως την οριστική επιστροφή του στην Ελλάδα μετά την πτώση της δικτατορίας.

5 Γεωργία Κακούρου Χρόνη, «Aρχείο Τατιάνας και Roger Milliex», Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα, 1991. Toυ «Αρχείου» αυτού ετοιμάζω και άλλον συμπληρωματικό «Κατάλογο».

6 Το κείμενο του Roger και η ελληνική μετάφραση του Νικηφόρου Βρεττάκου τυπώθηκε από τη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σπάρτης: Roger Milliex, «Ο Ταϋγετος και η σιωπή», Μετάφραση: Νικηφόρος Βρεττάκος, Εισαγωγή: Γεωργία Κακούρου Χρόνη, Εκδ. Ιδιομορφή, Σπάρτη 1998.


21 Ιουλίου 1990 παίχτηκε η «Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη», και στις Κροκεές, στο σπίτι όπου γεννήθηκε ο ποιητής. Τότε επισκέφθηκε και το Γυμνάσιο των Κροκεών και σε μια ιδιαίτερα συγκινητική ατμόσφαιρα αναφέρθηκε και στην ανάβαση στον Ταϋγετο: «Κι ανεβήκαμε στον Ταϋγετο, μαζί με τον γιο του και με τον δικό μου, και έγραψα ένα οδοιπορικό γι’ αυτή την κορυφαία στιγμή που ήτανε για μένα η ανάβαση του Ταϋγετου. Όχι μόνον από ορειβατική άποψη - ήμουνα ορειβάτης - αλλά και από ποιητική άποψη. Διότι έπιασα εκεί τις πηγές πολλών ποιημάτων του Νικηφόρου Βρεττάκου».7

Στο «Αρχείο» των Μιλλιέξ συμπεριλαμβάνονται επίσης και οι επιστολές του Νικηφόρου Βρεττάκου προς τους φίλους του.8 Σ’ αυτά τα γράμματα αποτυπώνεται και η αγάπη των δύο φίλων για τα βουνά. Μεταφέρω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από ήδη δημοσιευμένη επιστολή, ενδεικτική και του χιούμορ του Νικηφόρου Βρεττάκου: «Να’ ρθω Σάββατο και να φύγω Δευτέρα. Αλλά να ειπείς στο Ροζέ πως δε θ’ ανεβώ στο βουνό μαζύ του. Θα κάνω έναν όχι και πολύ μακρυνό περίπατο. Προετοιμάζω τις δυνάμεις μου ν’ ανεβούμε στον Ταϋγετο το Σεπτέμβριο. Τέλος πάντων προς τον Ταϋγετο έχω υποχρεώσεις. Εξετέθην δημοσία μαζύ του, τι θα ειπεί και ο κόσμος να γυρίζω στα ξένα βουνά. Και προπαντός δεν θέλω να παραπονιούνται οι φίλοι μου. Ο Ταϋγετος είναι φίλος μου και δε θέλω να ρίξω νερό στο αίμα της σταυροδερφοσύνη μας, παρ’ όλο που του μίλησα άσχημα το περασμένο καλοκαίρι που πήγα στην Πλούμιτσα. Άσχημα μπορεί να μιλήσω και σε σένα καμμιά φορά, αλλά ο θεός θα μ’ έχει συχωρέσει από πριν, θα χαρεί μάλιστα που στη ζωή μου μπόρεσα επιτέλους να φανώ και λίγο κακός».9

Αυτού του είδους οι αναφορές, και βέβαια και η προσωπική μου αγάπη στα βουνά, στάθηκαν η αφορμή για να αναζητήσω κείμενα στα οποία ο Βρεττάκος περιγράφει τις ορειβασίες του. Η έρευνά μου κινήθηκε στο εξωλογοτεχνικό έργο του ποιητή, σε έντυπα που δημοσίευε κείμενά του κυρίως κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960.

Νομίζω ότι η έρευνα απέδωσε μικρούς θησαυρούς, γιατί πράγματι ο Νικηφόρος Βρεττάκος περιγράφει τις αναβάσεις του και σε άλλα βουνά, εκτός από τον Ταΰγετο. Τις εντυπώσεις του δημοσιεύει κυρίως στο περιοδικό «Ελληνικά Χρονικά» αλλά και στο περιοδικό «Φυσιολατρική Σκέψη», δίμηνη έκδοση του Φυσιολατρικού Ομίλου Πειραιώς, κάτοικος του οποίου, από το καλοκαίρι του 1946 έως το 1962, είναι και ο ίδιος ο ποιητής.

Η επιλογή του δεύτερου περιοδικού είναι ενδεικτική και του αναγνωστικού κοινού στο οποίο απευθύνεται ο ποιητής, ανάμεσα στο οποίο βεβαίως ανήκουν και οι συνοδοιπόροι του στις εξορμήσεις στα ελληνικά βουνά.

Ο Ταϋγετος, όπως επανειλημμένα έχει επισημανθεί από τον ίδιο τον ποιητή και από τους μελετητές του έργου του, αποτελεί ένα από τα δυναμικά σύμβολα της ποιητικής του. Η συνομιλία του ποιητή με τον γέρο παππού, τον φίλο και συνοδοιπόρο του, επεκτείνεται σε όλη σχεδόν την ποίησή του, στο πεζογραφικό του έργο, ενώ κυριαρχεί και σε


7 Από την απομαγνητοφωνημένη ομιλία του Ροζέ Μιλλιέξ προς τους μαθητές/μαθήτριες του Γυμνασίου Κροκεών.

8 Στο «Αρχείο Μιλλιέξ» συμπεριλαμβάνονται τριάντα οκτώ επιστολές του Νικηφόρου Βρεττάκου από το 1951 έως το 1975.

9 Η επιστολή αποτελείται από τρία φύλλα, τρεις ιδιόχειρες, αριθμημένες σελίδες και φέρει ημερομηνία 24 Ιουλίου 1951. Γεωργία Κακούρου-Χρόνη, «Aνέκδοτη επιστολή του Nικηφόρου Bρεττάκου προς την Tατιάνα Γκρίτση-Milliex», περ. Tετράδια “Eυθύνης”, τεύχ. 33, σσ. 187-191.


ολόκληρες συλλογές όπως «Ο Ταϋγετος και η σιωπή» (1949), «Ποιήματα για το ίδιο βουνό» («Χορωδία», 1988). Δίδεται, λοιπόν, κι εδώ, στις σελίδες που ακολουθούν, η πρώτη θέση στον Ταϋγετο, σε μια προσπάθεια, ωστόσο, η έκταση της αναφοράς στο λογοτεχνικό έργο να περιοριστεί για να συμπεριληφθούν και οι λιγότερο γνωστές αναφορές που απαντούν στην αρθρογραφία του.

Ταϋγετος

Ο ωραιότερος επίλογος του ωραίου βίου του Νικηφόρου Βρεττάκου γράφηκε στο καταφύγιο του Ταϋγέτου. Στο κοίλον εκείνου του φυσικού θεάτρου, που είναι το καταφύγιο, παίχτηκε η Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη. Τον λόγο του ποιητή έπαιρνε ο αγέρας και τον απόθετε, απόηχο, στις κορυφές του βουνού με κοινό τους ορειβάτες που είχαν συγκεντρωθεί εκεί απ’ όλη την Ελλάδα.

Ο λόγος του ποιητή έσμιγε με το θείο λόγο (με όποια έννοια και να νοείται το θείο) και οι αποδέκτες του, για μια έστω στιγμή, ανταποκρίθηκαν σε εκείνη τη σπάνια συγκυρία που εξυψώνει το ανθρώπινο στο όριο, που εγγενώς μπορεί να φθάσει, δηλαδή στο θείο.10

Αυτό το βουνό, τον Ταϋγετο, από τη μια έως την άλλη του άκρη, έβλεπε ο μικρός λόφος, η Πλούμιτσα, όπου μεγάλωσε ο Νικηφόρος Βρεττάκος. Εκεί όπου το παιδί έπλασε τον μύθο του, αντίθετο με εκείνον που ως ενήλικας αντιμετώπισε αργότερα στην πραγματικότητα.11

Ο Tαΰγετος ήταν το μεγαλοπρεπέστερο πράγμα που είδα, όταν παιδάκι πρωτάνοιξα τα μάτια μου, εκεί πάνω στην Πλούμιτσα. Τον έβλεπα σαν ένα ιχνογραφημένο αρχιτεκτόνημα μερικές φορές. Αλλά τις πιο πολλές φορές τον θαύμαζα για τη στερεότητα και την ακαμψία του, όταν σκεπαζόταν από τις καταιγίδες. Κάποτε τον έβλεπα σαν ένα όραμα και υποσυνείδητα ήθελα να του μοιάσω. Τελικά έμεινε στη συνείδησή μου σαν κάτι ζωντανό και στις ώρες της μεγάλης μοναξιάς κουβέντιαζα μαζί του.

Έτσι ο Ταϋγετος εξελλίσσεται σε έναν δια βίου συνομιλητή. Για άλλη μια φορά στα γράμματά μας η γραφή συνιστά για τον χρόνο και τον τόπο έναν τρόπο ύπαρξης. Θέλω να πω ότι η Χαλκίδα είναι άλλη με τον Γιάννη Σκαρίμπα, όπως και η Σκιάθος με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και η Θεσσαλονίκη με τον Γιώργο Ιωάννου και τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Έτσι και ο Ταϋγερος υπάρχει διαφορετικά με τον Νικηφόρο Βρεττάκο.

10 20 Ιουλίου, του 1991, ο ποιητής μαζί με εκατοντάδες ορειβάτες παρακολουθεί στο καταφύγιο του Ταϋγέτου το ορατόριό του, Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη. 3 Αυγούστου, έρχεται στην Πλούμιτσα. 4 Αυγούστου, πεθαίνει στην Πλούμιτσα, στις 8 το πρωί, ημέρα Κυριακή. Ο Ταϋγετος ήταν εκεί. Παράστεκε τον ποιητή, όχι μόνο στα δυο οριακά γεγονότα, τη γέννηση και τον θάνατο, αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Ο Βρεττάκος γεννήθηκε στις Κροκεές, έζησε έως τα επτά του χρόνια, έως ότου δηλαδή επιστρέψει στις Κροκεές για να φοιτήσει στο Δημοτικό Σχολείο, στην Πλούμιτσα, αντίκρυ στον Ταϋγετο. Μαθητής του Γυμνασίου στο Γύθειο. Εγκαθίσταται από τα δεκαεννιά του στην Αθήνα και συνεχώς επιστρέφει στην Πλούμιτσα, και στο βουνό, έως τη στιγμή που θα επιλέξει να είναι εκεί που θα σημάνει η οριστική αναχώρηση.

11 Για τη διάκριση ανάμεσα σε μύθο και πραγματικότητα στο άρθρο του Βινστέντσο Ρότολο, «Μύθος και πραγματικότητα», εφ. Η Καθημερινή, 8 Σεπτεμβρίου 1977. Και στην Aνθολογία «Η ελληνική ποίηση. Νεωτερικοί ποιητές του Μεσοπολέμου», Επιμέλεια Αλ. Αργυρίου, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1979, ένθετη φωτοτυπία, μετά την σ. 166.


Ο Ταϋγετος μορφοποιεί τη στάση που ακολούθησε ο ποιητής στη ζωή και εξελίσσεται σε ένα από τα σύμβολα της ποιητικής του. Ακόμη και σύμβολα, όπως το «ποτάμι» και η «θάλασσα» που θα μας χαρίσουν οι ποιητικές του συλλογές το «Ποτάμι Μπυές» (1975) και η «Συνάντηση με τη θάλασσα» (1991), εμπλουτίζονται κατ’ αντιδιαστολή προς τον Ταϋγετο.

Σε ό,τι αφορά στη ζωή το ύψος του βουνού τού υπαγορεύει την πορεία που δεν μπορεί παρά να είναι ανοδική, γιατί το βουνό ορίζει η ανάτασή του προς τον ουρανό. Το βουνό είναι ο καθρέφτης και ο ποιητής δεν ανέχεται να του επιστρέφει το είδωλό του αδύναμο, ανέλπιδο ή φοβισμένο. Ό,τι προβάλλει στο βουνό είναι ακριβώς η δική του αγωνιστική διάθεση που το ίδιο το βουνό τού υπαγορεύει. Ο ποιητής αντέχει στη ζωή τόσες πληγές, όσες βλέπει χαραγμένες και στις πλαγιές του Ταϋγετου. Ταυτόχρονα βαθαίνει μέσα του ακριβώς όπως βαθαίνουν και οι χαράδρες του βουνού. Γι’ αυτό και τις ρυτίδες του τις αποκαλεί απόκρημνες12 και το βουνό συνοδοιπόρο του.

Και όταν ο ποιητής κάμπτεται, όταν η πραγματικότητα είναι πολύ σκληρή για να την αντιμετωπίσει, ο Ταϋγετος αποτελεί καταφύγιό του. Καταφύγιο, όχι για να φύγει από τον κόσμο, αλλά για να δέσει τις πληγές του, να ανασυντάξει τις δυνάμεις του και να επιστρέψει ισχυροποιημένος στον αγώνα. Το βουνό είναι ο γέρο παππούς, ο αγαθός γέροντας που διαθέτει έναν λόγο παρηγορίας:


Είχα ανάγκη να υπάρχεις. Να βρω,

ν’ ακουμπήσω κάπου τη λύπη μου.

Σε καιρούς όπου όλα, πρόσωπα,

αισθήματα, ιδέες, ήταν ρευστά,

χρειαζόμουν μια πέτρα στερεή

ν’ ακουμπώ το χαρτί μου.


Το βουνό είναι ο φίλος που εμπιστεύεται στην εξομολόγησή του:


Λέω πως με καταλαβαίνεις, γέρο - παππού!

Σε ποιον άλλο να μιλήσω μ’ αυτή μου τη σκοτωμένη φωνή,

[...]

σε ποιον άλλον, αγαθέ μου γέροντα, σε ποιον άλλον!

(“Χτες τη νύχτα ξαναγύρισα στον Tαΰγετο”, τόμ. Α, σσ. 171-176)


O ποιητής δηλαδή συνδέεται με το βουνό με μια σχέση υπαρξιακή. Ακόμη και τότε, όταν η μοναξιά του καθίσταται ερημία, επειδή δεν υπάρχει διάλογος με τον διπλανό του, ακόμη και τότε δεν βρίσκεται μπροστά στο μηδέν. Δεν χάνει τίποτα από την υποστασιακή του ελευθερία και ξαναγυρίζει στον Tαΰγετο, πρώτα από ανάγκη ηθική.

Η σχέση αυτή της καταφυγής στον Ταϋγετο καλλιεργήθηκε από τα μικράτα του. Στο δεύτερο κεφάλαιο της «Οδύνης», του αυτοβιογραφικού του χρονικού, περιγράφει πώς τα καλοκαίρια του δημοτικού σχολειού που τα πέρναγε στην Πλούμιτσα, κάτω από την αυστηρά επιτήρηση της θείας του που του απαγόρευε ακόμη και το διάβασμα, κατέφευγε

12 Και «φαγωμένες νεροσυρμές» και «ατέλειωτους χείμαρρους πίκρας», «Ανεπίδοτο γράμμα», Ο χρόνος και το ποτάμι, Νικηφόρου Βρεττάκου, Τα ποιήματα, Τρία Φύλλα, Αθήνα 1981, τόμ. Α, σελ. 259.


στον Ταϋγετο: «Το πιο καλό όμως απ’ όσα έβλεπα ήτανε ο Ταϋγετος και μάλιστα κατά το βράδυ, που κατέβαινε ο ήλιος κι έδυε πίσω του. Τότε, η μεσαία, η μεγάλη κορφή του δεν φαινότανε από το πολύ φως, ενώ, δεξιά του και αριστερά του, εξαϋλωμένες, κατέβαιναν σαν είδος δαντέλας και με καταπληχτική συμμετρία, οι μικρότερές του κορφές.

Αυτό το βουνό, είχε μια χάρη ζωής. Το έβλεπα με σεβασμό, σα να είχε μια μεγάλη πείρα του κόσμου και μια ανώτερη νόηση. Είχα δει τον Χριστό στα αναγνωστικά μου να ανοίγει τα χέρια του και να καλεί τα παιδιά να πάνε κοντά του. Το ίδιο μου φαινότανε κι ο Ταϋγετος. Νόμιζα πως φορούσε ένα αχνό θαλασσί ιμάτιο και πως με μια μικρή κλίση του μεγάλου του αναστήματος προς εμένα, μου είχε ανοίξει τα χέρια του. Αλλά δεν μπορούσα να πλησιάσω».13

Είναι τότε στη στέρεη πέτρα του βουνού που ακουμπάει το όραμά του για την επικράτηση, και στη γη, του θείου νόμου που διαπιστώνει ότι διέπει το σύμπαν, του νόμου της αγάπης. Ο νόμος αυτός, από ρυθμιστής του σύμπαντος, ελπίζει να καταστεί και ρυθμιστής των σχέσεων του ανθρώπου.

Ο Ταϋγετος πέρα από την ηθική στάση του ποιητή μορφοποιεί και την αισθητική του ανάγκη, αφού αισθητοποιεί πτυχές της ίδιας της ποίησής του, συμβολίζει τις δυνατότητες του λόγου, τον προορισμό της ποίησης και το αισθητικό αποτέλεσμα που ο ίδιος επιδιώκει.

Η αισθητική αγωγή του Βρεττάκου συντελέστηκε στην Πλούμιτσα και στον Ταϋγετο. Η φύση δεν στεκόταν τότε απέναντί του διαμελισμένη. Είχε την ενότητα με την οποία την προσέγγισε η προ-λογική όραση, που συνέλαβε τον κόσμο στη μυθική του, την ενωτική, διάσταση. Η ποίησή του μεταβλήθηκε σιγά σιγά σε μια ανάγνωση του ρυθμού της φύσης - της «μέσα» του και της «έξω» του φύσης - τον οποίο επιζητεί να «αντιγράψει» και να καταστήσει αναγνώσιμο και στο δικό του ποίημα. Aυτή τη «φύση» επιζητεί να μετουσιώσει, να ανασυνθέσει, και στην ποίησή του, έτσι ώστε το ποίημα όχι απλώς να συμπλέει, αλλά να συγχωνεύεται και να γίνεται ένα με τον ρυθμό της.

Η ευτυχισμένη στιγμή της δημιουργίας έρχεται για τον ποιητή, όταν επιτύχει να ισορροπήσει ανάμεσα στις προθέσεις του και στο αποτέλεσμα, όταν επιτύχει το δικό του ποίημα να μην αποτελεί παραφωνία στο ποίημα της φύσης, το οποίο αναγιγνώσκει γύρω του και μέσα του. Αυτό είναι το όριο που θέτει ο δημιουργός. Η ποίηση του κόσμου να ξαναγίνεται ποίηση, μέσα στην ποίηση. Ο ρυθμός της αρμονίας και της ισορροπίας του Ποιήματος του Δημιουργού να συνακούγεται μέσα στον ρυθμό του ποιήματος του ποιητή. Aυτή την ολότητα αναζητάει ένα «σύμβολο» για να την εκφράσει και επιλέγει να την εκφράσει με τον Tαΰγετο.

Ο Ταϋγετος είναι ο αιώνιος αρχέτυπος της γαλήνης και της ομορφιάς. Οι συνειρμοί των χρωμάτων και των γραμμών του συνθέτουν ένα αισθητικό νόημα, που λαμβάνει και μεταφυσικές προεκτάσεις:

13 Νικηφόρου Βρεττάκου, «Οδύνη», εκδ. Συλλόγου Αποφοίτων Ελληνικών Πανεπιστημίων, Νέα Υόρκη, 1969, σελ. 23. Η «Οδύνη» με πρόλογο του Κώστα Βρεττάκου, γυιου του ποιητή κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πόλις» (Πρώτη έκδοση, 1995).


Καθισμένος αντίκρυ στο καλό μου

βουνό, θεωρώ και στοχάζομαι. Ωραίοι

συνειρμοί χρωμάτων, πραγμάτων

ο κόσμος μας. Εντέλεια και φως.

Και λέω πως θα’ πρεπε να μην

κατοικείται απ’ το ένοπλο μίσος

αλλά να είναι ο κήπος, η ωραία

εκκλησιά του σύμπαντος κτίσματος.

Και μόνο επισκέπτες από άλλους

πλανήτες, γυμνούς από κάλλος,

να περνούν για προσκύνημα.

(“Μικρή ωδή”, τόμ. Γ, σ. 315)


Συμπερασματικά, ο Ταϋγετος για τον Βρεττάκο είναι πρώτα ο μύθος, η αθώα ματιά της παιδικής ηλικίας που ανακαλύπτει τον κόσμο. Μετά είναι το σύμβολο της ανάτασης, της ανοδικής πορείας που πρέπει να χαρακτηρίζει τον ανθρώπινο βίο, έπειτα είναι το όριο που τείνει να φθάσει η ποίησή του. Και τέλος η ελπίδα ότι μέσα από τον αδυσώπητο αγώνα της ηθικής και της αισθητικής συνείδησης θα επέλθει η σωτηρία του ανθρώπου.

[Τότε] Η ύπαρξη του εαυτού μας και της φύσης θα’ ναι μια αμοιβαία ύπαρξη. Δε θα μπορούμε να ξεχωρίσουμε αν ο ωραίος αυτός κόσμος υπάρχει έξω ή μέσα μας. Τότε θα μπορέσουμε να πάμε μακρύτερα για να ιδούμε πως όλα τα γύρω μας οι γραμμές του βουνού, οι καμπύλες του φωτός, η πτήση των πουλιών, ο πολύπλοκος κι αθύρυβος μηχανισμός των λουλουδιών, είναι απλά σύμβολα, για να κατευθύνουν στην ηθική τελείωση του ανθρώπου.

Όσοι από εμάς έχουμε την τύχη να ανεβαίνουμε συχνά στον Ταϋγετο μόνο με την ποίηση του Νικηφόρου μπορούμε να ερμηνεύσουμε εκείνο το δάκρυ που στεγνώνει τ’ αγιάζι στην κορυφή του βουνού.


Καθώς κοιτάς τον Ταϋγετο σημείωσε τα φαράγγια

που πέρασα, και τις κορφές που πάτησα, και τα άστρα

που είδα. Πες τους από μένα, πες τους απ’ τα δάκρυά μου

ότι επιμένω ακόμα πως ο κόσμος

είναι όμορφος!

Τα θολά ποτάμια, «Γράμμα στον άνθρωπο της πατρίδας μου», Τα ποιήματα, τόμ. Α, σελ. 197.


Με τον Νικηφόρο Βρεττάκο ανεβαίνουμε δύο φορές στην κορυφή του βουνού, συνοδοιπόροι του, μέσα από τις σελίδες της «Οδύνης». Στην πρώτη τον ακολουθούμε με τον θείο Ζαχαριά, όταν τελειώνει το Δημοτικό Σχολειό. Είναι το δώρο που του επιφυλάσσει ο πατέρας του: «Φύγαμε […] ο θείος Ζαχαριάς, ο γιος του […] κι εγώ. Δέκα μέρες περιπλάνηση στις πλαγιές του μεγάλου βουνού. Κάθε δυο μέρες αλλάζαμε δάσος και υψόμετρο. Μέναμε σε καλύβες, φτιαγμένες από έλατο κι από φτέρη. Ένα γεροδεμένο μουλάρι, είδος εφοδιοπομπής, μας ακολουθούσε παντού, φορτωμένο με τα πράγματά μας. Πλησιάζαμε ολοένα προς την κορφή. Η τελευταία μας κατασκήνωση έγινε κάτω απ’ αυτή. Τρεις ώρες δρόμος ακόμη – το τελευταίο μας άλμα – κι η μικρή πυραμίδα – που φαινόταν μικρή από μακριά και χανόταν στο φως όταν έδυε ο ήλιος – θα είχε κατακτηθεί.

Ένοιωθα όπως οι θαλασσοπόροι που ανακαλύπτουν τον κόσμο. Είχαν ανοίξει δυο φτερά στα πλευρά μου. Ένοιωθα τα πόδια μου αλαφρά, σα να μην πατούσαν ακριβώς στη σκληρή πέτρα της σχεδόν μονοκόμματης αυτής, τεράστιας πυραμίδας. Κάθε τόσο, όπως ανεβαίναμε, συναντούσαμε λείες πλάκες, όμοιες με μαυροπίνακες, να στέκονται όρθιες. Όταν φτάνοντας σε μεγάλο ύψος σταματήσαμε για λίγο, έβγαλα τον φτηνό μου σουγιά και γονατίζοντας χάραξα πάνω σε μια τ’ όνομά μου κι από κάτω απ’ αυτό τη χρονολογία.14

Ήταν σα νάγραφα: Θεέ μου, έφτασα ως εδώ, πηγαίνω για πάρα πάνω.

Απ’ αυτόν τον εξώστη, που βρίσκεται σε ύψος 2407 μέτρων, είδα την περισσότερη έκταση κόσμου, που μπορεί να συλλάβει το ανθρώπινο μάτι. Ήταν ηλιοβασίλεμα κι ήταν δύσκολο να σκεφτείς ότι αυτά τα χρώματα επαναλαβαίνονται κι ότι δεν παρουσιάζονται σ’ αυτόν τον ορίζοντα για πρώτη φορά. Ενώ το κορμί ύστερα από τόση πορεία πάνω στη σκληρή πέτρα στεκόταν ορθό, ένοιωθες την ψυχή σου να παραλύει από ένα απλό θέαμα.

Μείναμε σ’ ένα κελί του μοναστηριού Προφήτης Ηλίας που βρίσκεται χτισμένο σ’ αυτή την κορφή, αφού ο θείος Ζαζαριάς μας εξήγησε πολλά πράγματα σχετικά μ’ αυτό το βουνό. Το πλάτωμα που βρίσκεται στην κορφή, δεν ήταν έτσι από πάντοτε. Η κορφή ήταν μυτερή, αλλά την έκοψαν οι αρχαίοι Έλληνες και έφτιαξαν αυτό το μεγάλο αλώνι, όπου ανέβαιναν και θυσίαζαν άλογα στο θεό Ήλιο. Τώρα ανεβαίνουν οι χριστιανοί και ανάβουν κεριά στον προφήτη Ηλία. Ο ίδιος ήλιος, έμεινε μέσα στο θαυμασμό και μέσα στην πίστη τους.

Ο ήλιος, η αλλαγή του αέρα, το θέαμα, το ύψος, δημιούργησαν μέσα μου μια παράξενη κατάσταση και δε μπορούσα να κλείσω τα μάτια μου. Σάμπως αυτή η ανατολή που περιμέναμε να ιδούμε το άλλο πρωί, να μπορούσε να συμβεί και λίγο πιο πριν ή μετά από τα μεσάνυχτα. Άδικα όμως δεν κοιμήθηκα, γιατί το θαύμα αυτό, όπως πάντοτε, έγινε στην ώρα του.

Τον είδαμε αυτόν τον ήλιο να βγαίνει σαν ένας λαμπρός θεός, πέρα στο βάθος, μέσα απ’ τη θάλασσα. Εγώ σκέφτηκα πως αυτός θα είναι ο Παντοκράτορας κι όχι εκείνη η ψευτοζωγραφιά που είχα ιδεί στο αναγνωστικό μου της δευτέρας Δημοτικού. Ο Παντοκράτορας, σκέφτηκα, δε μπορεί να φοράει σκούρα ρούχα και νάχει μαύρα γένια. Πρέπει από το πρόσωπό του να βγαίνουν χρυσές αχτίνες.

Εκείνο το πρωί, έζησα όλη την κλίμακα των ανθρώπινων αισθημάτων: Τα αισθήματα του μικρού, του μεγάλου, του ταπεινού, του περήφανου. Δεν θα ήταν διαφορετικές μερικές στιγμές αιωνιότητας, σ’ έναν μακάριο τόπο, αν μπορούσε να τις ζήσει κανείς.

Το κατέβασμα έγινε με τα βαριά ανθρώπινα πόδια μας. Τα φτερά των πλευρών μου διπλώθηκαν μέσα μου».15

Στη δεύτερη ανάβαση μοιραζόμαστε την αγωνία του ποιητή. Έχει μόλις τελειώσει το Γυμνάσιο στο Γύθειο. Έχει εντυπωσιάσει το κοινό της πόλης με τις ομιλίες του. Το μέλλον του, ωστόσο, είναι αβέβαιο και μόλις έχει απορρίψει την ιδέα – ευτυχώς με τη

14 Σ’ αυτό το περιστατικό μετουσιωμένο σε ποίηση αναφέρεται και το VII ποίημα από τα «Ποιήματα για το ίδιο βουνό» που έχει συμπεριλάβει στη συλλογή «Χορωδία», Τα ποιήματα, τόμ. Γ, Αθήνα 1991, σελ. 384: «Ήμουν δέκα χρονών όταν χάραξα / μ’ ένα σουγιά σε μια πλάκα σου / τ’ όνομά μου, μόλις βγαίνει να το / συλλαβίζει ο ήλιος».

15 «Οδύνη», ό.π., σελ. 30-32.


συγκατάθεση του πατέρα του – να φοιτήσει στη Σχολή Ευελπίδων. Για να ξορκίσει το κακό ανεβαίνει με πανσέληνο στον Ταϋγετο: «Τη δεκάωρη πορεία αυτουνού του βουνού, την είχα κάμει κι άλλες φορές και κάθε φορά από άλλη κατεύθυνση κι από μονοπάτια που τα περνούσα πρώτη φορά. Αυτή η ανάβαση, έδινε άνεση στην ψυχή μου. Ήταν μεσάνυχτα όταν έφτανα στο ψυλότερο χωριό. Οι άνθρωποι με βλέπανε παραξενεμένοικαι θέλανε να με φιλοξενήσουνε. Η φιλοξενία τους είχε την έννοια της προστασίας. Αυτοί φοβόντουσαν να ξεβγούν τέτια ώρα έστω κι εκατό μέτρα πιο ψηλα, αλλά εγώ δεν φοβόμουνα. Μου λέγανε ‘που πας’ και δεν ήξερα να τους απαντήσω, αφού κι ο ίδιος εγώ δεν ήξερα πού ακριβώς πηγαίνω. Πάντως ανέβαινα στο βουνό.

Όταν έβγαινα κι από το τελευταιό χωριό, τότε ήταν που ένοιωθα πως δεν με απειλούσε πια κανείς κίνδυνος. Περιπλανιόμουνα εκεί τη νύχτα, με περισσότερη άνεση απ’ όση περιπλανιέται ένας άνθρωπος την ημέρα σε μια πολιτεία. Όλα αυτά τα πράγματα που έβλεπα και δεν έβλεπα μέσα στη νύχτα, είχα την εντύπωση πως με γνώριζαν και τα γνώριζα. Και μάλιστα τόσο καλά, που δεν υπήρχε περίπτωση να παραγνωρίσουμε ο ένας τον άλλο. Τα ένοιωθα κοντά μου, σα να κατοικούσαμε στο ίδιο σπίτι.

Συνέχιζα την πορεία μου μες απ’ τα μαυρόπευκα και τα έλατα, που πολλές φορές το σκοτάδι έπηζε ανάμεσά τους και υποχρεωνόμουνα να το ανιχνεύω με απλωμένα τα χέρια μου προς τα εμπρός. Η έλλειψη φόβου που είχα, μου δημιουργούσε την αίσθηση μιας αόριστης προστασίας. Σάμπως το καλό να μην ήτανε ιδέα, αλλά μια συνείδηση που σχημάτιζε γύρω μου ένα φραγμό. Κι αυτόν τον φραγμό, δε μπορούσε να τον περάσει το άγριο σκυλί, το φίδι, το κακό σε κάθε μορφή του.

Βγαίνοντας ο ήλιος, μ’ έβρισκε να κάθομαι απέναντί του. Το σημείο που καθόμουνα ήτανε το πιο υψηλό, ήμουνα το πιο κοντινό του πρόσωπο. Νόμιζα πως ο ένας μας κοιτούσε τον άλλο. Είχα την αίσθηση της αμοιβαιότητας. Νόμιζα πως μέσα στις αχτίνες του ρέει ένα είδος ζωής, όπως και μέσα στα χέρια μου. Πως σάλευε κάτι σαν ένα είδος μέσα στο φως του.

Μου πέρασε από το μυαλό, να γράψω κάτι που να έλεγε: ‘Μιλάνε τα πράγματα’. Άλλωστε κι εγώ του μιλούσα κι ας έμεναν ακίνητες οι φωνητικές μου χορδές, κι ας μη σάλευαν καθόλου τα χείλη μου. Τα λόγια έκαναν ένα μικρό βηματάκι μέσα, στο βάθος μου, δεν έβγαιναν έξω: ‘Κάνεις το νερό διάφανο, το κλαδάκι πράσινο, το στήθος του ανθρώπου ορίζοντα, για να μπορεί να χορεύει μέσα του το πουλί της καρδιάς».16

Η δεύτερη αυτή ανάβαση, σύμφωνα με τους χρονικούς προσδιορισμούς της «Οδύνης», πραγματοποιείται λίγο πριν από τον Νοέμβριο του 1929, οπότε ο ποιητής παίρνει την απόφαση να εγκατασταθεί στην Αθήνα. Η πρώτη, έξι χρόνια ενωρίτερα με την αποφοίτησή του από το Δημοτικό, μοιάζει με επινίκια, η δεύτερη χαρακτηρίζεται από τον ίδιο τον ποιητή ως «έξοδος». Την ίδια έννοια χρησιμοποιεί για να προσδιορίσει και το κίνητρο των δύο ομιλιών του στο πολυπληθές κοινό του Γυθείου μόλις τέλειωσε το Γυμνάσιο. «Έτσι, όσες εξόδους μπορούσα να κάνω σε μικρή αχτίνα γύρω από το σπίτι μας, τις έκανα. Μίλησα μπροστά σε ανθρώπους, περπάτησα πάνω στα βουνά».17 Και οι δύο αυτές απόπειρες «εξόδου» οδήγησαν σε «αδιέξοδο». Έτσι επιγράφεται το επόμενο κεφάλαιο της «Οδύνης», «Αδιέξοδο», το αδιέξοδο στο οποίο οδηγείται ο ποιητής, όταν

16 «Οδύνη», ό.π., σελ. 60-61.

17 «Οδύνη», ό.π., σελ. 61. Ανάλογες είναι οι εικόνες και τα συναισθήματα στα ποιήματα από τη συλλογή «Απογευματινό ηλιοτρόπιο» (1976): «Παλιό φιλικό δάσος» (σελ. 452), «Έξοδος» (σελ. 455), «Υψόμετρο 2407», (σελ. 460), Τα ποιήματα, τόμ. Β, Αθήνα 1981.


έρχεται στην Αθήνα αντιμέτωπος με οξυμένα τα βιοποριστικά του προβλήματα. Επινίκιες ή αδιέξοδες, ωστόσο, οι συνθήκες της ζωής του σταθμίζονται, οριοθετούνται, καταλαγιάζουν στη συνομιλία που ο ίδιος έχει αναπτύξει με το βουνό.

Ο ποιητής περιγράφει σε άρθρο του μία ακόμη ανάβασή του στον Ταϋγετο, η οποία επιχειρείται στο τέλος Οκτωβρίου του 1960? η ομάδα είναι δωδεκαμελής.18 «Δώδεκα άνθρωποι [...] Μια μικρή λιτανεία χαράς. Άνθρωποι που διέφυγαν από τη σκόνη της καθημερινότητας, διέφυγαν από τα προβλήματά τους, δραπέτευσαν προς το φως, λησμόνησαν τα πάντα. Τα πάντα, ως και την τελευταία τους μικρή περιπέτεια».

Αυτή τη φορά η κατάθεση των εντυπώσεών του εστιάζεται κυρίως στην επίδραση της ομορφιάς: «Έχω μίαν αντίληψη που τη διατύπωσα σ’ ορισμένα κείμενά μου. Τόσο η φύση όσο κι’ ο άνθρωπος είναι δυο πράγματα ανεξάντλητα. Κι’ ακόμα: έχω την αντίληψη πως το ένα ομορφαίνει το άλλο. Η τελευταία – μία από τις πολλές μου – ανάβαση στον Ταϋγετο, με βεβαίωσε γι’ αυτό. Διαπίστωσα πως δεν είχα εξαντλήσει τη μαγεία αυτού του βουνού. Τι είναι τέλος πάντων αυτή η ομορφιά και τι είναι τέλος πάντων αυτή η ανθρώπινη ευφορία και καλοσύνη που μας δημιουργούν ένα κλίμα πληρότητας και ευτυχίας σ’ αυτή τη γη; Αλλά οι φιλοσοφίες δεν χρειάζονται. Αυτό που ζει κανείς έχει τη φιλοσοφία του μέσα του και μεγαλύτερη φιλοσοφία από το να ξέρει κανείς να ζει δεν υπάρχει».

Και είναι έκδηλη επίσης μία πτυχή του Βρεττάκου που δεν έχει επισημανθεί, το χιούμορ του:

«Ευτυχισμένη αυτή η εκδρομή. Τρεις μέρες γιομάτες φως, καλή καρδιά, συναδέλφωση. Η νύχτα στη Μπολιάνα, το φτάσιμο στην κορφή, η άλλη νύχτα στα Λεβέτσοβα, η διαδρομή ύστερα, Κοσμάς, Μονή της Έλωνας, Λεωνίδιο, Άστρος. Όλοι με τον τρόπο τους γιόμισαν τις μακαρισμένες αυτές ώρες. [...] Ο Θεός έφτιαξε ωραίους τόπους και ωραίους ανθρώπους. Αυτός έκανε τον ήλιο, τα δάση και τα πουλιά, αλλά και την γκρίνια της Ειρήνης. Μια γκρίνια συμπαθητική, ελκυστική, που χωρίς αυτή η εκδρομή μας θα ‘ταν λιγότερο όμορφη. Ευχαριστούμε λοιπόν το Θεό για όλα. Όσο για μένα, δεν είπα βλέπετε τίποτα για μένα. Οι συνοδοιπόροι μου θα κατάλαβαν. Βρήκα την ευκαιρία να τους εκδικηθώ γιατί ανέβηκα στην κορφή τελευταίος».

Έχει ήδη επιχειρηθεί στην ποίησή του η «Έξοδος με το άλογο» (1952) και σε μικρό διάστημα θα κυκλοφορήσει και το «Βάθος του κόσμου» (1961). Η συνομιλία με το βουνό δεν θα μπορούσε παρά να είναι μια συνομιλία ισόρροπη με την ομορφιά, τον εαυτό του και τους άλλους.19

18 Νικηφόρου Βρεττάκου, «Οι δώδεκα κι’ ο Ταϋγετος», Φυσιολατρική σκέψη, Οκτώβριος 1960, 185-187.

19 Δύο αναβάσεις στον Ταϋγετο έχει καταγράψει και ανακοινώσει ο Βασίλης Γεωργιάδης, Πρόεδρος του Ορειβατικού Συλλόγου Σπάρτης, σε εισήγησή του, στην Τρίπολη, στις 17 Νοεμβρίου 2012, η οποία είχε οργανωθεί απο τον Σύλλογο Αρκάδων Ορειβατών και Οικολόγων με αφορμή τον εορτασμό των εκατό χρόνων από τη γέννηση του Νικηφόρου Βρεττάκου. Και οι δύο προέρχονται από το βιβλίο επισκεπτών του Καταφυγίου του Ταϋγέτου. Και οι δύο σημειώνονται βέβαια από τον ποιητή: η πρώτη πραγματοποιήθηκε στις 8/9/1963 και η δεύτερη στις 23/9/66.


Γιόσος (Ιωσήφ) Αποστολίδης

Στην ανάβαση αυτή στον Ταϋγετο επιστρέφει ο ποιητής τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν θα μείνει στον Όλυμπο, για πάντα κοντά στα «λιμέρια των Θεών» που αγάπησε, ο Γιόσος (Ιωσήφ) Αποστολίδης. Ήταν ένας από τους δώδεκα στην ανάβαση του Ταϋγέτου, τον οποίο ο Βρεττάκος συνέστησε στους αναγνώστες του ως ο «γνωστός ορειβάτης της Θεσσαλονίκης». «Ανήκε στο μεγάλο γένος των αετών, που με τον ένα ή τον άλλον τρόπον, στολίζουν από τα πανάρχαια χρόνια τούτη τη χώρα. Δίνονται προς τα πάνω. Με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο δίνονται προς τα πάνω, γιομάτοι μεγαλείο, γιγαντοσύνη και φως», θα γράψει ο Βρεττάκος.

Ο Αποστολίδης ήταν ο πρωτεργάτης της διάνοιξης πολλών διαδρομών που οδηγούν στο Οροπέδιο των Μουσών? με δική του πρωτοβουλία έγινε και το καταφύγιο του οποίου είχε ολοκληρώσει τον πρώτο όροφο? το Καταφύγιο Συλλόγου Ελλήνων Ορειβατών Θεσσαλονίκης στον Όλυμπο που φέρει το όνομά του. Ο Γιόσος Αποστολίδης πέθανε, μετά από πτώση, από το Λούκι του Μύτικα στις 4 Μαΐου του 1964.20

Καλλίδρομο

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος μπορεί να γράφει αστειευόμενος στην Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ ότι έχει εκτεθεί με τον Ταϋγετο και δεν μπορεί να γυρίζει στα ξένα βουνά, αλλά οδοιπορεί σε αρκετά βουνά της χώρας μας και κάθε ανάβαση προσθέτει στη φιλάνθρωπη δωρεά του βουνού και μια νέα ιδιότητα από εκείνες που απολαμβάνουν όλοι οι ορειβάτες, ή από εκείνες που καλούνται να δοκιμάσουν όσοι δεν έχουν ανταμωθεί με τις κορυφές.

Η φύση, το εκτός, απελευθερώνει το εντός, εκείνες τις εσωτερικές πτυχές του εαυτού που επιζητούν ανάπαυλα, καταλλαγή των παθών και προσέγγιση εκείνης της αίσθησης που μπορεί να νοεί κανείς όταν ομιλεί περί ευτυχίας: «Ήρεμες πλαγιές, ποικιλόχρωμα τετράγωνα χωραφιών, παράδοξες φυσιογνωμίες τοπίων που σε αποσπούν, σε κερδίζουν, σε φιλοξενούν μέσα στη αμεριμνησία και τη σιωπή τους. Κι’ όσο προχωρούμε, η σκηνογραφία της ημέρας αλλάζει. Ανηφορίζουμε στο Μπράλο όταν δεν είναι πια ημέρα, αλλά νύχτα, μια περίεργα ασημένια νύχτα με το απαλό της φεγγάρι και τα σαν ρουμπίνια σκορπισμένα άστρα της. Όλα τούτα δεν είναι πράγματα που τα συναντούμε πρώτη φορά, ωστόσο, είναι πράγματα αιωνίως νέα, δεν φθείρονται, δεν εξαντλούνται, μεταφέρουν πάντοτε το ανεξάντλητό τους μήνυμα στην ψυχή μας. Μήνυμα ειρήνης; Μήνυμα ομορφιάς; Μήνυμα για μια ενεργότερη πίστη προς τη ζωή; Πάντως ο καθένας μας νοιώθει πλησιέστερα προς αυτό που λέμε ευτυχισμένος».

Ο Βρεττάκος ανεβαίνει στο Καλλίδρομο, με μια ομάδα δεκατεσσάρων ορειβατών για τα εγκαίνια του καταφυγίου που είχε κτίσει ο Όμιλος Φίλων Υπαίθρου Λαμίας. Και με την ευκαιρία αυτή η Ομοσπονδία Εκδρομικών Σωματείων Ελλάδος θα μοίραζε μετάλλια σ’ όσους πήραν μέρος στη γιορτή των Πυρών, σε εκείνους δηλαδή που άναψαν την ίδια νύχτα, την ίδια ώρα, φωτιές στις κορυφές των μεγάλων ελληνικών βουνών, από τον Όλυμπο ως τον Ταϋγετο κι ως την Ίδη.21


20 Ολόκληρο το άρθρο του Βρεττάκου, «Οι αξέχαστοι ήρωες. Ο αετός Αποστολίδης», στο Παράρτημα.

21 Οι πυρές, σύμφωνα με την πληροφορία του ποιητή, ανάφτηκαν το «περασμένο καλοκαίρι», δηλαδή το καλοκαίρι του 1959? το κείμενό του ο ποιητής γράφει το φθινόπωρο του 1960.


Γιατί ένας σκληρά εργαζόμενος βιοπαλαιστής22 καταφεύγει στα βουνά; Για να συναντήσει τον ήλιο και τον εαυτό του απαντά ο ποιητής: «Ο αγώνας της καθημερινότητας δεν επιτρέπει να γίνονται συχνά οι φιλικές αυτές συναντήσεις. Ο ήλιος και ο εαυτός μας γίνονται τα πιο απομακρυσμένα μας πράγματα και το όρος Καλλίδρομο θα γινόταν αυτή τη φορά ο ευλογημένος μεσάζων γι’ αυτή τη συνάντηση».

Και ο «ευλογημένος» αυτός μεσάζων, πέρα από τη συνάντηση με τον ήλιο και τον εαυτό του, θα ανοίξει διόδους συνάντησης και με τους άλλους: «Η ελληνική ψυχή βρίσκει τρόπους να συναντιέται πότε ανάβοντας κλέφτικες και πότε ειρηνικές φωτιές. Η ψυχική της ορμή βρίσκει τρόπο ν’ αναπηδήσει πάνω από την ανυπόφορη φαυλότητα των ημερών μας και να συναντηθεί εν αγάπη κάτω από τον αβασίλευτο ελληνικό ήλιο».

Αυτό το «εν αγάπη» αντάμωμα συνοδεύει τους δεκατέσσερις ορειβάτες που έχασαν το μονοπάτι χωρίς καθόλου να τους σκιάσει η περιπλάνησή τους που διήρκεσε έξι ώρες έως που τους βρήκε το σούρουπο: «Πόδια χτυπημένα ή γρατζουνισμένα, μέτωπα ιδρωμένα, τίποτε απ’ όλα αυτά δεν έχει σημασία. [...] Τα μάτια όλων ήταν σημαιοστολισμένα από ευχαρίστηση. Η μέρα θα τέλειωνε μ’ ένα ομαδικό τραγούδι μέσα στο μικρό πούλμαν. Για την ώρα ήταν αρκετή για τον καθένα η σοφία και η φιλοσοφία του μικρού κυκλάμινου που κρατούσε στο χέρι του».


Γκιώνα

Στη Γκιώνα, το 1953, καλεί τους αναγνώστες του σε έναν περίπατο στον καθαρό αέρα, πέρα από τα «σύνορα της αγωνίας» εκεί όπου δεν μπορεί να ακουσθεί «κανένας πικρός αντίλαλος». Ένας τέτοιος περίπατος θα αποτελούσε «ένα φωτεινό διάλειμμα, θα μας χάριζε μίαν ευεργετική ανάσα, θα μας λύτρωνε ίσως για μια στιγμή, θα μας έκανε να λησμονήσουμε. Γιατί έρχονται στιγμές στη ζωή μας που έχουμε ανάγκη να λησμονήσουμε».

Για να γίνει πειστικός με την πρόταση αυτής της απόδρασης περιγράφει τα προσωπικά του συναισθήματα, αλλά και τη μεταμόρφωση που παρακολουθεί στους συνοδοιπόρους του. Ο ίδιος ανταποκρίνεται με όλες τις αισθήσεις του σε ό,τι τον περιβάλλει και νιώθει να ελευθερώνεται από το ίδιο το βάρος του σώματός του:

«Το αυτοκίνητο αφήνοντας κάτω τον κάμπο της Άμφισσας που οι ελαιώνες του χύνονται σαν πλημμυρισμένος ποταμός προς τη θάλασσα της Ιτέας έχει πάρει την πλαγιά του Παρνασσού και ανεβαίνει με κατεύθυνση το διάσελο που συναντιώνται τα δυο χιλιοτραγουδισμένα βουνά. Από δω ο Παρνασσός από κει η Γκιώνα που αντιμετωπίζονται περήφανα και νοιώθεις σα να ξαναβρήκες το ανάστημά σου. Νοιώθεις λυγερός, ανεξάρτητος, ελευθερωμένος, ακέραιος. Νοιώθεις όλα τα μέλη που αποτελούν το άτομό σου να κινούντια πάνω απ’ τη γη. Τα χέρια σου, τα πόδια σου, το στήθος σου

22 Την περίοδο αυτή ο Βρεττάκος εργάζεται στον Οικοδομικό Συνεταιρισμό Εκτελωνιστών στον Πειραιά, όπου και διαμένει (Καραϊσκου 106). Η γυναίκα του έχει ήδη απωληθεί από τη δουλειά της και έχουν βέβαια και τα δυο τους παιδιά. Το 1962 θα χάσει και ο ίδιος τη δουλειά του και με τη βοήθεια του Λουκή Ακρίτα θα δουλέψει ως ιματιοφύλακας στο Εθνικό Θέατρο, το 1964. Βλ. το ποίημα «Αποχαιρετισμός στην οδό Καραϊσκου αριθ. 106», το οποίο τελειώνει με τους στίχους: «Σήμερα πρώτη / του Μάρτη μετοίκησα μέσα στο σπίτι μου» (Νικηφόρου Βρεττάκου, Τα ποίηματα, Τρία φύλλα, τόμ. Α, Αθήνα 1981,σελ. 315- 320).


που ανασαίνει βαθειά, το μέτωπό σου που δροσίζεται από το γιομάτο οξυγόνο και μυρουδιά κέδρου αγέρι, τα μάτια σου που βλέπουν τα καθαρά σχήματα των οροσειρών με το παρθενικό χιόνι που ασπρολογάει ακόμη στα ψηλότερα μέρη, τα έλατα που δεν γυρίζουν να κοιτάξουν κάτω ή πίσω τους, προσηλωμένα στην καταγάλαζη περιοχή τ’ ουρανού, που μοιάζει με καθαρό ιδεώδες».

Οι άλλοι, από τους οποίους δεν εξαιρεί τον ευατό του, αφήνονται στη θαλπωρή του φωτός και σιγά σιγά τα πρόσωπά τους αποβάλλουν τη σκληράδα τους, ξαναβρίσκουν την αξιοπρέπειά τους, τα χαρακτηριστικά τους αποκαθίστανται και αισθάνονται έτοιμοι να αναζητήσουν ως κοινό συνομιλητή τους τον Θεό, από τα προσωπικά του ο καθένας μονοπάτια. Οι άνθρωποι ξαναγίνονται πάλι άνθρωποι, αποκτούν την αυθεντικότητά τους, λυτρώνονται, καθαίρονται:

«[...] κανείς δεν μιλά. Κάτι λέει, βέβαια, ο καθένας μέσα στον εαυτό του, αλλά δεν ακούγεται κανένας ψίθυρος. Σε λίγο, ο ένας πίσω από τον άλλο ακολουθούμε το μονοπατάκι που τραβάει κατά τη Γκιώνα. Όλοι έχουν ανακαλύψει τον εαυτό τους, έχουν βρη την ψυχή τους, μια τρυφερή ψυχή που εκδηλώνεται με το χάιδεμα μιας τρυφερής κορφούλας ελατιού, με το κόψιμο ενός λουλουδιού, μια ψυχή που γίνεται ηρεμία και ξαπλώνεται πάνω στο πρόσωπό μας, γίνεται φως και λάμπει μέσα στα μάτια μας. Νοιώθεις να ξαναγίνεσαι άνθρωπος, σκέφτεσαι την ελευθερία, σκέφτεσαι την ευτυχία που είναι πολύ κοντά στους ανθρώπους, σκέφτεσαι όλο αυτό το φως που πηγαίνει χαμένο, νοιώθεις τη ζεστασιά του πάνω στην πληγωμένη σου αξιοπρέπεια, πάνω στο κουρασμένο σου σώμα κι’ είσαι ικανοποιημένος που κατόρθωσες να υπάρχεις ακόμα, να ελπίζεις ακόμα, που μπορείς να ξεφεύγεις έστω για λίγο από τ’ αρπάγια της πολιτείας που σε λαχταρίζουν από σιγά-σιγά, δηλητηριάζοντας το αίμα σου και παραμορφώνοντας τη ψυχή σου και τα χαρακτηριστικά του προσώπου σου. Οι στροφές του μονοπατιού μέσα από τα έλατα ξεκόβουν άλλους από δω κι’ άλλους από κει. Καθένας βαδίζει σχεδόν μόνος του. Από διάφορα μονοπάτια προς τον ίδιο Θεό. Και σε λίγο αναζητώντας ο ένας τον άλλο, διασταυρώνονται σφυρίγματα και φωνές απ’ όλα τα σημεία. Φωνές και σφυρίγματα που έχουν κάτι το τραγουδιστό μέσα τους, κάτι το παιχνιδιάρικο, κάτι το πού παιδικό. Η κάθαρση είχε συντελεσθή. Είχαμε γίνει άνθρωποι. Δηλαδή παιδιά».23


Γεράνεια

Στα Γεράνεια ο τόνος της φωνής του καθίσταται εξομολογητικός και αποκτά μια διάθεση φιλοσοφική. Νιώθει την ανάγκη να καταχωρήσει τις σκέψεις και τις εντυπώσεις του, όπως ακριβώς κάποιος αποφασίζει να καταγράψει τα απομνημονεύματά του. Αισθάνεται ότι πρέπει να κοινοποιήσει τη συγκίνησή του «σάμπως να πρόκειται για κάτι το εντελώς ιδιαίτερο που συνέβη στον κόσμο». Τα πράγματα μονολογεί είναι τα ίδια, αλλά «για τους ανθρώπους που έρχονται είναι σαν να συμβαίνουν για πρώτη φορά. Ασφαλώς τα όρη Γεράνεια βρίσκονται έτσι όπως είναι, με τη χλωρίδα τους και με το φωτισμό τους, εδώ και χιλιάδες χρόνια. Πόσες χιλιάδες χρόνια; Κανείς ίσως δεν θα μπορούσε να προσδιορίσει αυτές τις χιλιάδες. Μπορεί τα χωριά που βρίσκονται στους πρόποδές τους να μην υπήρχαν κάποτε ή να υπήρχαν σε σημεία διαφορετικά απ’ αυτά που βρίσκονται σήμερα. Μπορεί το χωριό Μπίσια π.χ. που δεν μπορεί να σαλέψει περισφιγμένο από το πράσινο, ένα πράσινο που πανηγυρίζει την άλωση και της τελευταίας γωνιάς και του τελευταίου του κεραμιδιού, να μην ήταν στη θέση του. Ωστόσο το αναβρυστικό πράσινο,


23 Νικηφόρου Βρεττάκου, «Οι σημειώσεις της εβδομάδος. Γκιώνα», Ελληνικά Χρονικά, 24 Μαϊου 1953.


η ανάταση αυτή της ζωής έχεις την αίσθηση πως έτσι θα κυριαρχούσε πάντοτε, έτσι θα πλέκονταν πάνω απ’ το χώμα μέσα στο φως.

Και το νερό δεν μπορεί, παρά έτσι νά’ τρεχε πάντοτε, εκεί, λίγο πιο πάνω από το χωριό, κάτω από τα πλατάνια, που δεν αφήνουν να πέσει ούτε βελονιά ήλιο κάτω απ’ τα φύλλα τους. Είναι μεσημέρι, οι τελευταίες μέρες του Μάη καλοκαιρινές σχεδόν, το πρώτο τζιτζίκι έχει κάνει την εμφάνισή του. Η φωνή του μοιάζει αδέξια, δεν έχει ασκηθεί ακόμη, είναι κάπως ισχνή και ακούγεται με μικρές διακοπές. Τα Γεράνεια υψώνονται πάνω ντυμένα την πράσινη δόξα τους. Ο πειρασμός της κορφής δεν λογιαριάζει τη μεσημεριάτικη ώρα, την κάψα που λυώνει τα πρόσωπα σε ιδρώτα. Παίρνουμε το ανηφορικό μονοπάτι χαμένοι μέσα στο δάσος, τρυπώνοντας κάτω από διασταυρούμενα κλαριά. Μερικά ανοίγματα κάποτε, κάποτε μας επιτρέπουν να βλέπουμε στο βάθος γραμμές βουνών, κομμάτια θάλασσας, μικροσκοπικά νησάκια. Κάποτε δεν φαίνεται τίποτε άλλο εκτός από μερικά κομμάτια ουρανού. [...] Πλαγιές, χαράδρες και πάλι πλαγιές, μας φέρνουν στην κορφή. Ξεδιπλώνονται μπροστά μας οι δυο θάλασσες που ενώνονται από τον Ισθμό, η παραλιακή Κορινθία ολόκληρη κι’ ένα μέρος της Αττικής. Στο βάθος η Ζήρεια που βαστάει ακόμα χιόνια, ξανεμίζεται σ’ έναν ουρανό ολοκάθαρο».

Ομολογεί ότι ο «πειρασμός της κορφής» και η θέα που προσφέρει τον απομάκρυναν από την καταχώρηση της εντύπωσης, του περίεργου αισθήματος, της «περίεργης σκέψης» που του δημιουργήθηκε πριν ακόμη πάρει τον δρόμο της ανάβασης. Εκείνη η εντύπωση, αυτό που αναλογίστηκε, ήταν η αναπόληση της μακραίωνης πορείας που ακολούθησε η γη στην εξέλιξή της, αλλά και ένα από τα είδη της, ο άνθρωπος, έως ότου φθάσει σε αυτό ακριβώς το σημείο, που βρίσκεται τώρα ο ποιητής· να μπορεί, δηλαδή, να απολαμβάνει μία τέτοια ομορφιά, από την κορυφή του βουνού, από όπου ξεδιπλώνονται μπροστά του οι δυο θάλασσες που ενώνονται με τον Ισθμό. Και τότε σκέπτεται ότι είναι ένας προνομιούχος, μόνο και μόνο γι’ αυτό. Επειδή ανοίγοντας τα μάτια του αντικρύζει αυτήτην τελείωση του κόσμου και του ανθρώπου:

«Κοιτάζοντας τον πληθωρισμό φωτισμού και ομορφιάς αυτού του τοπίου, σκέφτηκα τη μακραίωνη εξέλιξη που δημιούργησε αυτή την τελειότητα. Πόσοι αιώνες, πόσες βροχές, πόσες ανατολές ήλιου. Και σκέφτηκα ακόμη τη μακραίωνη εξέλιξη του ματιού μου που το έφερε στο σημείο να συλλαμβάνει και να μεταφέρει στον εγκέφαλό μου αυτό το θαύμα. Σκέφτηκα πως είμαι – πως είμαστε δηλαδή – ένας προνομιούχος. Πως αξίζει ν’ ανοίξει κανείς τα μάτια του σ’ αυτό τον κόσμο, για να ιδεί αυτή την τελείωση αυτό το όραμα ζωής που πλημμυρίζει τη γιομάτη από μυστήριο ύπαρξή μας. Είναι στιγμές που μακαρίζει κανείς τη γέννησή του μια και η γέννησή του αυτή συνέβη σ’ έναν καιρό, που μπορείς ώρες-ώρες να δέχεσαι τον κόσμο και τη ζωή σαν αποκάλυψη, που απευθύνεται προσωπικά σε σένα. Που ξεδιπλώνεται για χάρη σου. Για σένα τον πρίγκηπα ενός προαιώνιου μόχθου. Ο χρόνος που δεν έχει μονάδες μετρήσεως προς το παρελθόν, αν είχε συνείδηση, θα θαύμαζε την αντιστοιχία των δύο θαυμαστών έργων του: Του κόσμου και του ανθρώπου».24


24 Νικηφόρου Βρεττάκου, «Φυσιολατρικές εντυπώσεις. Ο πειρασμός της κορφής», Φυσιολατρική σκέψη, Μάιος, σελ. 93-94.


Και άλλοτε25 στέκεται στις κοσμογονικές αλλαγές που συντελέστηκαν στα βουνά, στη φλούδα της γης, έως ότου στεριώσουν στις πλαγιές τα μικρά χωριουδάκια: «Όταν ύστερα από ένα γενναίο αναστάτωμα της γης σχίστηκαν τα βουνά και φτιάχτηκε η μεγάλη εκείνη χαράδρα, που στην ανατολική της πλευρά τα γκρεμνά μοιάζουνε σα νά ‘ναι κομμένα με μαχαίρι, καμμιά ζωή δεν μπορούσε να υπάρχει εκεί μέσα. Θα μύριζαν μόνο τα σπλάχνα της γης τη χωματίλα εκείνη που μυρίζουν όταν ανοίγονται κι’ έρχονται για πρώτη φορά σ’ επαφή με το φως και τον αέρα. Και τίποτε άλλο. Ούτε ζωή, ούτε σπόρος για ζωή. Ερημιά και φόβος θα βασίλευαν εκεί. Μα ήρθε ο χρόνος και τα στοιχεία της φύσεως, φύσηξε ο αέρας, πέρασαν τα πουλιά, κατρακύλησαν τα νερά από τις πλαγιές του βουνού και μέσα στη μεγάλη χαράδρα άρχισε να ζυμώνεται η αυριανή ζωή. Έτσι, όταν περάσαμε εμείς κατεβαίνοντας από την κορφή του μεγάλου βουνού, ποιος ξέρει ύστερα από πόσες χιλιάδες χρόνια, η χαράδρα είχε πήξει από το πράσινο. Οι καρυδιές και τα πλατάνια προσπαθούσαν να βγούνε στον ουρανό, ενώ κάτωθέ τους οι ροδοδάφνες, άφηναν ένα άλικο αντιφέγγισμα, τρελλές από τις λίγες σταγόνες του ήλιου που κατόρθωναν περνώντας μέσα από τις αλλεπάλληες φυλλωσιές, πέφτοντας από ψηλά, να φθάσουν κι’ αυτές εκεί κάτω. Το χωριουδάκι που απλώνοταν στη δυτική πλευρά της χαράδρας δε θα μπορούσες να το υποψιαστείς αν δεν έμπαινες στα φτωχικά του σοκάκια, που από μέσα τους μόλις μπορούσε να περάσει ένα ζώο ή ένας άνθρωπος».


Πάρνηθα

Αυτή την αντιστοιχία των δύο θαυμαστών έργων του χρόνου, του κόσμου και του ανθρώπου, επιδιώκει να χαιρετήσει ο ποιητής την πρωτοχρονιά του 1960 στην Πάρνηθα. Προκατάληψη; Θα αναρωτηθεί, και θα απαντήσει «και ναι και όχι» δικαιολογώντας το «ναι» στην προσπάθεια που καταβάλλει ο άνθρωπος για το καλύτερο. Έτσι, λοιπόν, ακολουθώντας και ο ίδιος το έθιμο της Πρωτοχρονιάς, που θέλει τον καθένα μας να προσπαθεί να περάσει, όσο γίνεται, καλύτερα την πρώτη μέρα του χρόνου, για να του πάει η χρονιά, κατά τη διατύπωση του ποιητή, «μέλι γάλα», ανεβαίνει με την παρέα του βράδυ «για κάπου μακρύτερα, για κάπου ψηλότερα», για την κορυφή της Πάρνηθας· για να ιδεί τον ήλιο να ανατέλλει, για να τον αντικρύσει πρόσωπο με πρόσωπο την πρώτη μέρα του χρόνου, αυτόν τον αιμοδότη πατέρα, τον μεγάλο παρηγορητή.

Στην Πάρνηθα η κακοκαιρία, τα σύννεφα και ο χιονιάς υποδέχονται τους νυχτερινούς επισκέπτες που με δυσκολία βλέπουν ο ένας τον άλλο. «Κινιόμαστε μέσα σ’ ένα μεγάλο μονοκόμματο σύννεφο που αγγίζει τις πέτρες, περνάει μέσα στους κορμούς των ελατιών, σέρνεται πάνω στο δρόμο. Χοντρές νιφάδες χιονιού, άσπρες γλυστερές πλαγιές, ολοκάθαρες όπως οι ψυχές των βρεφών. Κι’ ο ήλιος; Έχουμε ακόμη ώρα, μπορεί όσο να φτάσουμε στην κορφή, να χωριστεί στα δυο το μεγάλο σύννεφο, ή να ξεβγεί η κορφή πάνω απ’ αυτό, κι’οι πρώτες ακτίνες του ήλιου να πέσουν στα πρόσωπά μας.

Ο δρόμος γίνεται δύσκολος, η ορατότης περιορίζεται, την ελάχιστη απόσταση που χωρίζει τον ένα μας από τον άλλο, τη γεφυρώνουμε με φωνές. Επιμονή και προσπάθεια, αποφασιστικό ανέβασμα, πίστη στον ήλιο που θα τον βλέπαμε οπωσδήποτε. Ο αγέρας φυσά, το χιόνι μας μαστιγώνει, οι μύτες και τ’ αυτιά κοκκινίζουν, φτάνουμε.

25 Η περιγραφή προέρχεται από το κείμενο «Κουμούστα» (το σωστό είναι Κουμουστά) που δημοσιεύεται στα Ελληνικά Χρονικά (20 Σεπτεμβρίου 1953), στη στήλη που φέρει τον τίτλο «Σημειώσεις της εβδομάδος» και που υπογράφει ως «Ο Νικηφόρος». Πρόκεται για την κατάβαση που επιχειρεί με τον Roger Milliex και τους γιους τους από την κορυφή του Ταϋγέτου μέσω Κουμουστάς στις Κροκεές (τότε Λεβέτσοβα).


Ο ήλιος όμως δεν θα βγει σήμερα. Ο ήλιος υπάρχει, ο ήλιος βγήκε, μόνο που εμείς δε θα μπορέσουμε να τον δούμε, γιατί τα σύννεφα, ανένδοτα, επιμένουν κι’ έτσι σε λίγο, με ασπρισμένους τους ώμους και τα μαλλιά μας θα πάρουμε τον κατήφορο, χαρούμενοι, τραγουδώντας, σα να είδαμε τον ήλιο, γιατί όλα, και το χιόνι και τα έλατα δεν θα υπήρχαν δίχως τον ήλιο, γιατί κι αυτά όλα ακόμα, δεν είναι παρά ένα μέρος του ήλιου.

Όπως ο ήλιος υπάρχει πίσω από τα προσωρινά σύννεφα, το ίδιο κι’ όσα ελπίζει ο άνθρωπος, υπάρχουν πίσω από τα προσωρινά εμπόδια. Ό,τι δεν μπορεί να δει κανείς σήμερα, θα το δει αύριο. Τα εμπόδια έχουν γίνει τόσο διάφανα πια όπως και τα σύννεφα. Ένα αποφασιστικό αγέρι, λίγη καλή θέληση, θα παραμερίσει την αδύναμη γκρίζα πάχνη, κι’ ο μεγάλος φωτεινός δίσκος που περιμένει η ανθρωπότητα, θα φανεί στον ορίζοντα. Θα φανεί και θα γίνει δεκτός, με μουσικές, με φωνές, με τραγούδια με δάκρυα.

Κανείς από τη συντροφιά μου δεν ένοιωσε την παραμικρή λύπη επειδή δεν είδε τον ήλιο. Τον νοιώθαμε τόσο κοντά μας, τόσο απάνω μας, που επιστρέφαμε πανηγυρίζοντας. Νοιώθαμε τα πνεμόνια γιομάτα από τον καθαρό αέρα και τα μαλλιά στεφανωμένα από τα ολόλευκα χιόνια της καινούργιας εποχής. Της εποχής που έρχεται. Έτσι νοιώθαμε και είμαστε βέβαιοι γι’ αυτό που νοιώθαμε. Κι’ είμαστε χαρούμενοι, σα να φέρναμε ένα βαρυσήμαντο άγγελμα από πολύ μακρυά».

Ο Βρεττάκος φαίνεται να διαθέτει έναν προσωπικό τρόπο να εορτάζει τις επετείους· πρωτοχρονιά στην Πάρνηθα και 25η Μαρτίου στα Καλάβρυτα, αναπολήσεις στον Χελμό και το Μαίναλο.

Χελμός

Στον Χελμό και στο Μαίναλο, 25η Μαρτίου του 1961, ο ποιητής αποτίνει φόρο τιμής στην Επανάσταση και στην κλεφτουριά. «Υπάρχουν τόποι στην Ελλάδα που έχουν γίνει ιδέες, που γύρω απ’ την απτή τους πραγματικότητα έχει δημιουργηθεί μια άλλη πραγματικότητα περισσότερο ακατάλυτη από την πρώτη. Είναι η πραγματικότητα που δημιουργεί το αίμα, το φως, η ψυχή, η έξαρση, η εθνική αρετή στις καλύτερες ώρες της». Σ’ αυτή τη μυθοποιημένη πραγματικότητα ευλαβικά ως προσκυνητής έρχεται να κλίνει το γόνυ στη Μονή της Αγίας Λαύρας, στα Καλάβρυτα, αλλά κυρίως στα περάσματα όπου αναζητά τ’ αχνάρια των οπλαρχηγών και των παληκαριών τους.

«Ο χρόνος σβήνει τ’ αχνάρια και, φυσικά, δε θα τα βλέπουμε. Ούτε, φυσικά, και τα μονοπάτια ήταν ίδια. [...] Τι έμεινε για να μας θυμίζει αυτό το πέρασμα; Δεν αποκλείεται οι λαλιές τους και τα κλέφτικα τραγούδια τους νάχουν κάπου αποτυπωθεί, πάνω σ’ αυτές τις πέτρες που υπάρχουν ακόμη γύρω μας και η επιστήμη να μπορέσει κάποτε να μας τις ζωντανέψει. Πάντως ένα είναι αναμφισβήτητο. Τα μάτια τους έβλεπαν τα ίδια αυτά βουνά που βλέπουμε κι’ εμείς τώρα, τις ίδιες πλαγιές, τα ίδια φαράγγια. Κάτι πρέπει νά‘χει μείνει από το βλέμμα τους πάνω τους. Έτσι και τότε, σαν και σήμερα, θά’ βλεπαν κι’ αυτοί ήμερες κι άγριες μυγδαλιές ανθισμένες, αγριαχλαδιές μπουμπουκιασμένες και μπορεί ο ουρανός να ήταν ξάστερος και να τους έδινε την ίδια αίσθηση που δίνει σήμερα και σε μας. Τα πράγματα και οι τόποι βλέπετε, ζωντανεύουν και τους ανθρώπους. Οι τόποι δίνουν, οι άνθρωποι αφήνουν. Γίνεται ένας αλληλοδανεισμός και ξέρεις ότι στα χωριά, τα άγονα χωριά που περνάμε στο μεταξύ, τα περιβλημένα από τους ορεινούς όγκους, φιλοξενήθηκαν, στεγάστηκαν, έφαγαν ψωμί, αναστέναξαν και τραγούδησαν».


Οι τόποι φυλάνε μνήμες βαθιές και «αυτός ο αέρας που αναπνέουμε, είναι γιομάτος από τις σβησμένες φωνές εκείνων που έλαβαν συνείδηση της ελευθερίας και πολέμησαν πρώτοι για να την καταχτήσουν και να την κληρονομήσουν σε μας».

Η ανοιξιάτικη μέρα του Μάρτη είχε «ευθυγραμμίσει» την ψυχική διάθεση του ποιητή με τον εξωτερικό κόσμο, ένιωθε την ανθρώπινη ψυχή και τη φύση να «ανταλλάσσουν φως». Η επαφή αυτή του εσωτερικού και του εξωτερικού χώρου θα συνυφαίνεται με τις μνήμες που φέρουν τα βουνά αλλά και με τους ανθρώπους που βιοπαλεύοντας αγωνίζονται να τα δαμάσουν. «Όγκοι τεράστιοι, άδεντροι. Άγονα μέρη που περιϊπτανται πάνω τους γεράκια. Ορεινοί όγκοι περήφανοι, γεράκια περήφανα που ανάμεσά τους δε θα μπορούσαν να ζουν παρά μόνον περήφανοι άνθρωποι που έχουν μέσα τους κάτι από τη γύμνια και την καρτερία της πέτρας. Πολλές φορές μου δόθηκε η ευκαιρία να συγκρίνω τους ανθρώπους με τα μέρη που κατοικούν. Υπάρχουν ορισμένες αντιστοιχίες, ορισμένα γνωρίσματα που είναι κοινά. Στην περίπτωση αυτή εδώ όμως, οι συγκρίσεις μου παίρνουν έναν υπερβολικό χαρακτήρα. Βλέποντας τα ρυτιδωμένα πρόσωπα των χωρικών, τα πρόωρα χιονισμένα μαλλιά, τα χέρια τους που μοιάζουν σα νά ‘ναι δουλεμένα στη φωτιά, σκέφτομαι πως ο κάθε άνθρωπος απ’ αυτούς θα μπορούσε νά ‘ναι και βουνό και πως το βουνό, γύρω του, θα μπορούσε νά ‘ναι και άνθρωπος. Και τα δυο, και το βουνό και ο άνθρωπος, είχαν ρίξει βαθειές ρίζες. Είναι και τα δυο, το ίδιο πελεκημένα από τον ήλιο κι’ από τον άνεμο».

Η συνείδηση του ποιητή τελεί πάντα εν εγρηγόρσει. Η στιγμή που «ψυχή και φύση ανταλλάσσουν φως», είναι η ίδια στιγμή που η μνήμη, ως ιερή παρακαταθήκη, αναζητά τα προσκυνήματα των οφειλών της, αλλά είναι και η ίδια στιγμή που συνομιλεί με τον ανθρώπινο πόνο και συναισθάνεται τους ώμους του να γέρνουν από την ευθύνη απέναντι στους άλλους. Ο ποιητής στέκεται στα Μαζέικα (σήμερα, Κλειτορία) και περιδιαβαίνει τη λαϊκή αγορά. Η ανοιξιάτικη και η ειδυλλική φύση παύουν να βρίσκουν ανταπόκριση στο εσωτερικό φως που τώρα αγκαλιάζει την ανθρώπινη αγωνία και πάλη: «Τσακισμένες γυναίκες που έχουν φέρει τρεις οκάδες χόρτα, όλα όλα, να πουλήσουν [...]. Άνθρωποι καμπουριασμένοι από τα βάσανα κι’ από τους φόβους που πέρασαν τα τελευταία χρόνια [...]. Θα μπορούσε κανείς να ονομάσει όλη αυτή την κίνηση της μικρής πλατείας, παζάρι της λύπης».


Μαίναλο

Τον επίλογο αυτού του ταξιδιού-προσκυνήματος θα γράψει το Μαίναλο, ως το όμορφο φυσικό τοπίο αλλά και ως ο θεματοφύλακας του Γέρου του Μοριά και της κλεφτουριάς που γυροφέρνουν τις πλαγιές του. «Το Μαίναλο δεξιά μας με τα πυκνά, ίσια προς τον ουρανό ελάτια του, υψώνεται γιομάτο μεγαλοπρέπεια με τις κορφές του, μισοχαμένες μέσα σε μια ελαφριά διάλυση ομίχλης. Ψιλοβρέχει, στο μυαλό μας συνωστίζονται οι ατέλειωτες παραστάσεις, τα βουνά, οι άνθρωποι, τα ανθισμένα δέντρα, οι μικροί παραπόταμοι που κυλούσαν ήρεμα για να πάνε να συναντήσουν το Λάδωνα, οι ποικίλες μορφές της γης. Αυτής της γης σκέφτομαι που η δουλεμένη από αιώνες μήτρα της γεννάει μεγάλα πράγματα. Τώρα τρέχουμε γρήγορα στον πλατύ δρόμο, βλέπουμε το Μαίναλο να μακραίνει, σε λίγο θά ‘ χουμε πάρει το δρόμο της επιστροφής, διασχίζοντας κι’ αφήνοντας πίσω την Τρίπολη [...] Από την κορφή του τελευταίου Αρκαδικού βουνού, μου φαίνεται πως είδα ένα χέρι ν’ απλώνετεαι. Πως ένα σχήμα ακαθόριστο σαλεύει όπως μετακινούνται και μπερδεύονται τα πυκνωμένα σύννεφα. Μου πέρασε από το μυαλό πως στέκονταν όρθιος εκεί ο Γέρος του Μοριά, είχε τοποθετήσει δίπλα του το μπαϊράκι του και μας αποχαιρετούσε, ευχαριστημένος που τέτοια μέρα πατήσαμε τα χώματά του».


Πάρνων

Ο χώρος που διαμόρφωσε τα παιδικά χρόνια του Νικηφόρου Βρεττάκου, ο χαμηλός γήλοφος της Πλούμιτσας, περιγράφεται από τον ίδιο τον ποιητή στην «Οδύνη». Στην περιγραφή αυτή απαντά και ο Πάρνωνας. Η ποιητική συνομιλία του ποιητή αρθρώθηκε βέβαια με τον Ταΰγετο. Ο Πάρνωνας δεν έχει τη θωριά του Ταϋγέτου, ειδικά από την Πλούμιτσα· ο Ταϋγετος ήταν εξάλλου ο φίλος στον οποίο πρόστρεχε οδοιπορώντας ο ποιητής, γιατί γειτόνευε περισσότερο και με το σπίτι του. Έτσι οι αναφορές στον Πάρνωνα είναι ελάχιστες.

«Λέω πως θα μείναμε ως σαράντα μέρες τουλάχιστο στις Κροκεές, γιατί θά ‘πρεπε να ευλογήσει ο παπάς τη μητέρα μου και το βρέφος. Ύστερα είναι βέβαιο πως φύγαμε πάλι για το χτήμα μας, μια πολύ όμορφη μοναξιά, που, για πολλά χρόνια έπειτα, την έβλεπα σαν ένα δώρο του Θεού προς τον κόσμο. Ο ουρανός ανοιγόταν απάνω της σαν μια μεγάλη ομπρέλα που έφτανε ως κάτω, και δεν ήταν ούτε ένα αστέρι του που να μην το έβλεπες.

Η οροσειρά του Ταϋγετου που ξεδιπλωνότανε δυτικά, παρ’ όλο το βάρος της, έδειχνε σαν μια γραμμή καλλιγραφημένη, που κάποτε εξαερωνόταν τόσο πολύ, έτσι που να νομίζεις πως δεν θα την ξανάβλεπες το άλλο πρωί. Ο Πάρνωνας, βορειοανατολικά, έμοιαζε σαν δευτερότοκος γιός, όπως θα ήμουν κι εγώ, αν δεν πέθαινε ο πρωτότοκος.

Οι δυο αυτές οροσειρές, άνοιγαν σαν μια αγκαλιά κατεβαίνοντας προς τα κάτω και σχηματίζοντας ανάμεσά τους τον Λακωνικό κόλπο. Όλα τα χωριά που βρισκόντουσαν στις πλαγιές τους καθώς και κείνα που βρισκόντουσαν στην κυματιστή γη που χώριζε το ένα τους από το άλλο, φαινόντουσαν από το χτήμα, ένα λόφο, που δεν ξεπρνούσε τα τετρακόσια μέτρα το ύψος του. Και τα χωριά και η θάλασσα. Όλος ο κόσμος που χωρούσε στο μάτι σου.

Το χτήμα το σκέπαζαν από τη μια άκρη στην άλλη, αιωνόβιες βελανιδιές, με χοντροούς, γκρίζους, χαρακωμένους κορμούς. Έμοιαζαν με στοιχεία, που εκατοντάδες χρόνια νικούσανε τους αγέρες και τις καταιγίδες και στεκόντουσαν πάντοτε όρθια στις θέσεις τους. Είχαν κάτι το πολύ ανθρώπινο, το πολύ γενναίο και το πολύ βασανισμένο. Προστατεύαν τη μοίρα τους».26

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος περπάτησε τον Πάρνωνα το 1985. Απόλαυσε από καίριες θέσεις του βουνού τη δύση του ήλιου στον Ταϋγετο. Τις ολιγοήμερες παραμονές του στα Τσίντζινα (τώρα Πολύδροσο), ένα από τα όμορφα χωριά του Πάρνωνα, τις περνούσε σιωπηλός διαβάζοντας εφημερίδες και γράφοντας στο μπαλκονάκι που δέσποζε σ’ όλο το χωριό. Ένιωθε ότι συνδέθηκε με τον κόσμο του και ζητούσε συνεχώς συγγνώμη από τον Πάρνωνα, γιατί τον αδίκησε, επειδή δεν τον τίμησε με τους στίχους του όσο του έπρεπε.27


26 «Οδύνη», ό.π., σελ. 12.

27 Με τον Νικηφόρο Βρεττάκο υπήρξαμε καλοί φίλοι. Επανειλημμένα τον είχαμε φιλοξενήσει στο πατρικό σπίτι του συζύγου μου, Νικόλαου Χρόνη, στα Τσίντζινα. Τη συγγραφή του ποιήματος για τα «Δύο βουνά» την παρακολούθησα εν τη γενέσει της.


ΤΑ ΔΥΟ ΒΟΥΝΑ

Είχαμε καλή συνεννόηση σε κείνο τον τόπο.

Πράγματα και άνθρωποι βοηθιόμαστε ματαξύ μας.

Καθόμουν στην πέτρα, σαν πάνω στα γόνατα

μιας άλλης μητέρας, και γύρω μου όλα,

με πρόσεχαν και με δίδασκαν.

Ο Πάρνωνας κι ο Ταϋγετος μου μάθαιναν

τη φιλία. Ανάτελλε ο πρώτος τον ήλιο

στον δεύτερο κ’ εκείνος διαθλώντας

το φως του μετά το έριχνε πάνω μου.

(Από τότε ως τα σήμερα, δεν ξαναφόρεσα

πι’ όμορφο ένδυμα). Κ’ οι δυο τους μαζί

στηρίζαν τον κόσμο, σιγούρευαν πάνω μου

τον ουρανό με τ’ αστέρια του,

για να έχω το φως, να έχω το όνειρο.

Να έχω τα άγραφα γράμματα που έγιναν

έπειτα στίχοι μου, έγιναν χτύποι

καρδιάς και ονειρεύτηκα να γίνουν

χτυπήματα σε όλες τις πόρτες.

Να γίνουν η ένθεη εκείνη, η λεπτή

μουσική που λείπει απ’ τον κόσμο.28


Παρνασσός

Το ποίημα για «Τα δύο βουνά» θέτει ένα από τα προβλήματα της ποιητικής του Νικηφόρου Βρεττάκου. Ο σημερινός μελετητής ή ο εραστής αναγνώστης της ποίησής του θα την προσεγγίσει μέσα από τις σελίδες των τριών συγκεντρωτικών τόμων του έργου του που επιμελήθηκε ο ίδιος ο ποιητής, αν και ο τρίτος τόμος κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του (οι δύο πρώτοι το 1981 και ο τρίτος το 1991). Πολλά ποιήματα, όπως και «Τα δύο βουνά» δεν συμπεριλαμβάνονται σε αυτό το corpus? κατά συνέπεια ένα μεγάλο μέρος του δημοσιευμένου ποιητικού του έργου παραμένει απρόσιτο. Το ίδιο συμβαίνει και με όλα σχεδόν τα εξωλογοτεχνικά του κείμενα, τα οποία παραμένουν διάσπαρτα σε διάφορα έντυπα και δεν έχουν ακόμη καταγραφεί στη βιβλιογραφία του.29

Ένα εξίσου σοβαρό θέμα για την ποιητική του θέτει και το παρακάτω ποίημα (και πάρα πολλά άλλα) με τον τίτλο «Άνεμε σώσε». Το ποίημα μεταγράφεται εδώ από το «Αρχείο Μιλλιέξ». Ανήκει στη μία από τις δύο πανόδετες χειρόγραφες (δακτυλόγραφα είναι μόνο τρία ποιήματα της δεύτερης συλλογής) συλλογές που ο Βρεττάκος χαρίζει στους φίλους


28 Τυπώθηκε με το γραφικό χαρακτήρα του ποιητή μαζί με άλλα τρία ανέκδοτα ποιήματά του, στο περιοδικό «Πολιτιστική Μηνιαία Επιθεώρηση Τέχνης» κάτω από τον γενικό τίτλο «Βίος και Μνήμη» τεύχ. 31, Μάιος 1986, σελ. 14. Τα τέσσερα ανέκδοτα ποιήματα έπονται της συνέντευξης του ποιητή στη Λιλιάνα Δρίτσα και στον Δημήτρη Αλεξίου, στο ίδιο περιοδικό με τον τίτλο «Το παιχνίδι της πρώτης μέρας νομίζω πως έχει χαθεί», σελ. 10-15.

29 Εκτός από τα κείμενα που δημοσιεύθηκαν στην «Ελευθεροτυπία» κατά το διάστημα 1975-1979 και κυκλοφόρησαν σε έναν τόμο: Νικηφόρος Βρεττάκος, Μαρτυρίες μιας κρίσιμης εποχής, Κάκτος, Αθήνα 1979.


του. Η πρώτη με τον τίτλο «Έξοδος με το άλογο» και η δεύτερη με τον τίτλο «Άνεμε σώσε», η οποία περιέχει: α) «Πλούμιτσα», έντεκα χειρόγραφα φύλλα, με αριθμούς 1-11. β) «Άνεμε σώσε», (δύο σελίδες, δακτυλογραφημένες, Σουβάλα, 12-8-1950). γ) «Σαλαμίνα», αφιερωμένο στον Άγγελο Σικελιανό, (τέσσερις σελίδες δακτυλογραφημένες, 1-5-1950). δ) «Αλεγούσα», (έξι δακτυλογραφημένες σελίδες). ε) «Στην Τατιάνα Μιλλιέξ», (απόκριση), (αυτόγραφο, δύο σελίδες, 1-2-1951) και στ) «Οι κλέφτες», (αυτόγραφο, μία σελίδα, 27-4-1951). Το ομότιτλο ποίημα «Άνεμε σώσε» συμπεριέλαβε ο ποιητής στην τρίτομη συγκεντρωτική έκδοση των έργων του αλλά μόνο με δεκατέσσερις στίχους και στη συλλογή τα «Θολά ποτάμια».30

Η σχολαστική αυτή αναφορά προηγήθηκε για να δηλωθεί ότι το ποίημα είναι γραμμένο στη Σουβάλα31 και ότι αναφέρεται στον Παρνασσό. Το βουνό ονοματίζεται και στους δακτυλογραφημένους στίχους, ενώ μετά τον τελευταίο στίχο και την ιδιόγραφη υπογραφή του, ιδιόγραφα επίσης, σημειώνει: «Σουβάλα, 12.8.1950». Ενώ στο τέλος της πρώτης στροφής προσθέτει χειρόγραφα έναν στίχο και διορθώνει σχεδόν ολόκληρο έναν δακτυλογραφημένο. Οι πληροφορίες αυτές ότι το ποίημα αναφέρεται στον Παρνασσό και ότι είναι γραμμένο στη Σουβάλα μας γίνονται γνωστές από τα κείμενα που πρόσφερε ο Βρεττάκος στους Μιλλιέξ. Το θέμα, επομένως, που τίθεται με τη μεταγραφή του ποιήματος αφορά στις πολλές γραφές και τις επανειλημμένες διορθώσεις των ποιημάτων του Νικηφόρου Βρεττάκου. Ο ποιητής διορθώνει στίχους ακόμη και στα τυπωμένα ποιήματά του, όταν τα διαβάζει στα διάφορα έντυπα που ο ίδιος είχε δώσει για να δημοσιευθούν.

Στον Παρνασσό, ο αέρας που κινεί τις κορυφές των δέντρων είναι ο δικός του ο «μεθυσμένος», ο «φωτεινός», ο «άγριος» άνεμος που απλώνεται μέσα του και διαστέλλει την απλοχωριά της ψυχής του έτσι που να μοιάζει η μεγαλύτερη πεδιάδα του Παρνασσού. Ταυτίζεται με το βουνό· η μορφή του είναι ένα αγριοπελεκημένο βουνό, μόνο που διατηρεί τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά της. Μ’ αυτό τον βουνίσιο άνεμο που αναγνωρίζει τη ζωοδότρα δύναμή του, και ως προσωπική του δύναμη, στις κορυφές των ελατιών, διαβεβαιώνει για την αιώνια αειφορία του. Και αυτή η στιγμή της δύναμης, η στιγμή της βεβαιότητας, καθίσταται ταυτόχρονα και στιγμή αδυναμίας και έκκλιση προς αυτόν τον άνεμο να μην τον εγκαταλείψει τις άφεγγες νύχτες, στις καταιγίδες, στα θολά ποτάμια, αλλά να τον βοηθήσει να κερδίσει τη μοίρα του και να αποδώσει σε όλες τις κορυφές το άγιο φως της καρδιάς του, την «Ειρήνη» και την «Αγάπη».

ΑΝΕΜΕ ΣΩΣΕ

Πάνω από τούτες τις κορφές των πλατανιών, εδώ

Πάνω από τούτα τα έλατα διαβαίνει ο άνεμός μου

Ο μεθυσμένος μου άνεμος ο φωτεινός και ο άγριος!

Ρεύμα του αιώνιου έρωτα, ολόχρυσε παφλασμέ,

Κουνάς τη νύχτα ολόκληρη σα νά’ σαι από χιλιάδες

Ταύρους που τρέχουν βγάζοντας φλόγες απ’ τα ρουθούνια τους.

Πάνω μου λάμπει ένα μακρύ διάχυτο φωτοστέφανο.


30 «Άνεμε σώσε», Νικηφόρου Βρεττάκου, «Τα ποιήματα», τόμ. Α, Αθήνα 1981, σελ. 205. Το ποίημα, σ’ αυτή την έκδοση, αφιερώνει ο ποιητής στον Παναγιώτη Βρετάκο.

31 Επίσημη ονομασία «Πολύδροσος» από το 1927.


Σαν ένα κύμα υψώνεται το χώμα που πατώ!

Σε πλησιάζω!

Πέρασε μέσα στην ύπαρξή μου!

Χαμήλωσε το ρεύμα σου! Μπαίνε με ορμή κι’ απλώσου

Μες στην πεδιάδα της καρδιάς μου, αυτή την πιο μεγάλη

Πεδιάδα που συνάντησες σε τούτα τα οροπέδια

Του Παρνασσού!

Ξεχείλισε!

Γιόμισε την ψυχή μου!

Δε θα πεθάνουν οι πηγές μέσα μου! Δε θα στείψουν

Οι φλέβες! Είναι το βουνό το αγριοπελεκημένο

Με την ανθρώπινη μορφή! Βοήθησε να σταθώ

Μπροστά στους αιώνες, πρόσωπο με πρόσωπο, στο μέσο

Της άγριας μου ποιμενικής πατρίδας, να φορτώνομαι

Τις νύχτες την αστροφεγγιά!

Βοήθησε να διπλώνομαι

Και να κοιμάμαι ανάμεσα στις καταιγίδες, πλήρης

Από γαλήνη!

Άνεμε, της τόσο όμορφης μοίρας μου,

Που εξαφανίζεσαι συχνά για να προβάλεις πάλι

Πηδώντας μες από άπειρες πηγές κι’ ηλιοβροντώντας

Πάνω από το κεφάλι μου, σ’ ακούω να τριγυρίζεις

Πάνω μου πάλι!

Άνοιξα τις πόρτες κι’ αφουγκράζομαι

Το πανδαιμόνιο της λαμπρής πτώσης σου!

Χαμηλώνεις

Φέγγοντας με τα αιώνια σου τινάγματα τον αέρα!

Λάμπει η μεγάλη σου στροφή πάνω απ’ τη γη! Ψηλώνουν

Τα σηκωμένα χέρια μου! Έρχομαι, πλησιάζω

Θα πέσω πάνω σου!

Χαρά! Χαρά! Χαρά!

Τεράστια

Λίμνη που καις κάθε φορά μέσα μου το σκοτάδι.

Και μ’ αναδείχνεις όπως είμαι, μη μ’ αφήνεις πια!

Αφού το ξέρεις πως ποτέ δε θα παραδοθώ,

Φώτισε! Κάψε! Εξάγνισε! Εξαγίασε μια για πάντα

Το χώμα μου!

Χαμήλωσε!

Βρόντα!

Παράσυρέ με

Μέσα στο φως! Δεν έδωσα τη μάχη! Δεν πεθαίνω

Άνεμε δίχως ν’ ακουστώ απ’ τον ήλιο!

Χόρεψέ με

Στις μεθυσμένες σου στροφές πάνω!

Λύγισε!

Πιάσε με!

Προστάτεψέ μου τη φωτιά! Βόηθησε να κερδίσω

Τη μοίρα μου!

Χαρά! Χαρά! Χαρά!

Άνεμε, σώσε!

Άνεμε, βόηθα να πιαστώ απ’ τα φωτεινά κλαδιά σου,

Ν’ ανέβω απάνω από τα θολά ποτάμια! Άνεμε, σώσε.

Ανέβασε και στερέωσε ψηλά πάνω απ’ το χιόνι

Το νούφαρο με το άγιο φως που έχει μες στην καρδιά μου!

Στερέωσε τον αυγερινό τούτο για τους διαβάτες

Του μέλλοντος!

Χαρά! Χαρά!

Στερέωσε!

Άνεμε, σώσε!

Πήδα μ’ όλους τους ταύρους σου! Σήκωσε το πεσμένο

Το άσπρο σου αυτό εξαπτέρυγο κι’ απόδοστο στην αιώνια

Θέση του πάνω απ’ τις κορφές όλες:

«ΕΙΡΗΝΗ!» «ΑΓΑΠΗ!»

12.8.50

Σουβάλα32


Το βουνό προσπαθεί να κρατήσει ο Νικηφόρος Βρεττάκος, με διάφορους τρόπους, και στην επιστροφή του στην πόλη. Όπως με μια μικρή κορφούλα έλατου που έφερε μαζί του από την Γκιώνα για να του κρατάει συντροφιά, όταν θα είναι «ανακατεμμένος με τα χαρτιά, με τις καθημερινές φροντίδες, με τους ανθρώπους που ποτέ δε μπορούν να νοιώσουν τι ακριβώς γίνεται μέσα σου, με τη σκόνη και με τη συναλλαγή».33

Έβαλε το κλαδάκι στο νερό βέβαιος ότι δεν θα επιζούσε με την ταλαιπωρία που είχε υποστεί στον γυλιό του? αλλά το ελατάκι ζούσε μαζί του34 «μέσα σ’ ένα κλειστό δωμάτιο, χωρίς ήλιο, χωρίς ορίζοντα, χωρίς αέρα, χωρίς ουρανό». Και νέα, πράσινα, τρυφερά βλασταράκια άνοιξαν για να του φωτίζουν την ώρα που έγραφε. «Μια τέτοια πιστή συντροφιά δεν την είχα φαντασθεί. Δεν φανταζόμουνα ότι μέσα από το τίποτα θα ξεπηδούσε ένα τέτοιο κύμα ζωής». Αναλογίζεται μάλιστα πόσο μετάνιωσε που έκοψε το κλαδάκι καταδικάζοντάς το στον θάνατο35 και την ώρα που το έβαζε στο νερό έπιασε τον


32 Ο αναγνώστης μπορεί να συγκρίνει αυτή τη γραφή με εκείνη που τελικά δημοσίευσε ο ποιητής: «Άνεμε σώσε», «Τα ποιήματα», τόμ. Α, Αθήνα 1981, σελ. 205.

33 Ο Βρεττάκος, όπως αναφέρθηκε, εκείνη την περίοδο ζει στον Πειραιά. Ο ίδιος περιγράφει το γραφείο του: «σ’ έαν μικρό γραφειάκι εργαζόμουν στον Πειραιά, μ’ ένα παράθυρο που έβλεπε σ’ έναν φωταγωγό και που το φως του ήταν αναμμένο όλη την ημέρα, σ’ ένα άθλιο χώρο δηλαδή που δεν προσφερόταν για αισιοδοξία». (Νικηφόρου Βρεττάκου, «Η τέχνη σαν μέσο ψυχοθεραπείας», «Ευθύνη», τεύχ. 237, Σεπτέμβριος 1991, σελ. 449-455).

34 Έχουν περάσει δυο μήνες (τη στιγμή που γράφει το κείμενό του) από τότε που έφερε το κλαδάκι από τη Γκιώνα και εκείνο εξακολουθεί να «πετάει» τα φρέκσα του μέσα στο ανθοδοχείο.

35 «Όταν τό ‘βγαλα από το γυλιό μου, μου φάνηκε πως μου μιλούσε παραπονεμένα: - Τι σου έκανα; Γιατί με σκότωσες; Και τότε θυμήθηκα το στίχο του Ουάιλντ από τη μπαλάντα της φυλακής του Ρέντιγκ: Καθένας το πλάσμα που αγαπάει σκοτώνει. Αλλά ταέλατα δεν καταλαβαίνουν από ποίηση και οι άνθρωποι προσπαθούν να δικαιολογήσουν όλες τις πράξεις τους ακόμη και με την ποίηση, που είναι το πιο αθώο πράγμα του κόσμου. Έτρεξα τότε πρόθυμα να του χαρίσω νερό». (Ελληνικά Χρονικά, 31 Μαίου 1953, σελ. 6).


εαυτό του να απολογείται: «Δεν έχεις ρίζες. Τις ρίζες σου τις έκοψα. Δεν έχεις πατρίδα, δεν θα ξαναδείς τα σύννεφα να κυλούν απάνω σου, τον ουρανό ολοκάθαρο, τα άλλα έλατα πλάι σου να συναγωνίζονται μαζί σου ποιο απ’ όλα θ’ ανεβεί ψηλότερα. Δεν θα ξανακούσεις τον αγέρα που είναι γιομάτος από γενναία ελληνικά κλέφτικα τραγούδια, από ανάσες ηρωϊκών πεθαμένων, από λεβεντιά. Και τό’ βαλα στο νερό. Ύστερα από λίγες μέρες το είδα παράξενα αλλαγμένο. Μου φάνηκε πως με καλούσε κοντά του, σα νά ‘θελε να μου μιλήσει. Όταν πλησίασα μου φάνηκε πως άκουσα μια φωνή. Με έλεγε σύντροφό του ή κάτι τέτοιο. Άρχισε να μου μιλεί, σε είδα τόσο πικραμένον, που δε βάσταξα. Ενώ πήγαινα προς το θάνατο, σκέφθηκα να ξαναγυρίσω. Υπάρχουν λουλούδια που φυτρώνουν χάμω στην άμμο, κι’ υπάρχει ζωή που φυτρώνει από το τίποτα. Κι’ οι πέτρες και η άμμος και το τίποτα είναι έτοιμα να αναβλύσουν ζωή. Η ζωή προπορεύεται, η ζωή γκρεμίζει και ερειπώνει όλα τα εμπόδια. Η απελπισία είναι μικρότητα κι’ απορώ πώς την καταδέχθηκες. Φύτεψέ με και θα ιδείς. Εγώ θα μεγαλώσω και μέσα σ’ αυτή την καπνισμένη και κλειστή ατμόσφαιρα του λιμανιού, παίρνοντας δύναμη από τον ίδιο τον ευατό μου. Θα μείνω εδώ πλάι σου για να βλέπεις. Πάντως σου το ξαναλέω, φίλε μου, και πές το και στους άλλους. Μέσα σ’ αυτό τον κόσμο που τα πάντα τείνουν προς τα πάνω, αναζητώντας διέξοδο μέσα στο φως, η απελπισία είναι μικρότητα. Μικρότητα, σου το ξαναλέω».

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος ζούσε πάντα μια βαθειά αντινομία μέσα του που ο ίδιος την διατυπώνει, σε μια από τις τελευταίες του συλλογές, πολύ επιγραμματικά σε ένα ολιγόστιχο ποίημα:


Μύθος και πραγματικότητα


Τον κόσμο που ονειρεύτηκα, δεν ευδόκησα

να τον δω. Και πολύ μου κόστισε

και με πόνεσε, επειδή, χωρίς νάχει υπάρξει,

κάποιος έβαλε μία φωτογραφία του μέσα μου.36


Φαίνεται ότι εκείνο που ποθούσε, την ταύτιση του μύθου και της πραγματικότητας, το βίωνε στα βουνά, έστω το λίγο αυτό χρονικό διάστημα που διαρκούσε η συνεύρεσή τους. «Η ψυχική μας διάθεση ευθυγραμμίζεται με την εξωτερική ατμόσφαιρα. Η ανθρώπινη ψυχή και η φύση ανταλλάσσουν φως».37

Το ίδιο φως η δική του ανθρώπινη ψυχή, που έμενε συνήθως σιωπηλή στις προφορικές κουβέντες, το μοιραζόταν στις εξορμήσεις στα βουνά με τους συνοδοιπόρους του και κυρίως με τους ανθρώπους που αντάμωνε στις μοναχικές του αναβάσεις. Με τοντσοπάνη που συνάντησε στα Γεράνεια, παληκάρι ως είκοσι χρονών, που τον


36 Νικηφόρου Βρεττάκου, «Τα ποιήματα», «Ηλιακός λύχνος», Ενότητα «Αυτοαμβισβήτηση». Το ποίημα «Μύθος και πραγματικότητα» είναι αφιερωμένο στον Παναγιώτη Βρεττάκο, Τρία Φύλλα, τόμ. Γ., Αθήνα 1991, σελ. 282.

37 Νικηφόρου Βρεττάκου «Από τις εκδρομές μας, 25 Μαρτίου 1961», «Από τους ίδιους δρόμους πέρασαν κάποτε... Οδοιπορικό από τα Καλάβρυτα, τη Μονή Αγίας Λαύρας την Τριπολιτσά, τ’ αγιασμένα χώματα, όπου ολοζώντανη ξεπηδάει η μνήμη του Εικοσιένα», Φυσιολατρική σκέψη, σελ. 29


χαρακτήρισε ως ούτε αρχαίο, ούτε νέο, αλλά αιώνιο: «περικυκλωμένος από τα γίδια του πάνω στις πέτρες, θέλει κάτι να μας προσφέρει. Βγάζει από τη ζώνη τη φλογέρα του κι’ αρχίζει να παίζει. Κι’ όταν τον φωτογραφίζουμε, προσπαθούσε να παίζει όσο μπορούσε καλύτερα, σάμπως να μη τον φωτογραφίζαμε μοναχά, αλλά και να τον ηχογραφούσαμε. Σα να φωτογραφίζαμε την ψυχή του δηλαδή».38

Με τους ανθρώπους της Κουμουστάς που τους σκεφτόταν όσο ξεμάκραινε από το χωριό: «ο ήλιος θα σκορπούσε διαμάντια στις απάνω φυλλωσιές των ψηλότερων δένδρων. Διαμάντια καθαρά σαν τις καλημέρες των χωρικών που τις αποθηκεύαμε μες στην ψυχή μας σα να ήταν κάτι από τα πολυτιμότερα πράγματα του κόσμου. Ήταν τόσο καθαρές αυτές οι καλημέρες».39

Με τις γυναίκες που τον φιλοξένησαν στα Καλάβρυτα: «στα σπίτια των χαροκαμένων Καλαβρυτικών, υπάρχει πολλή ζεστασιά. Ο ψυχισμός του απλού ανθρώπου, που βρίσκεται σε μιαν απ’ ευθείας επαφή με τις εθνικές ρίζες. Βγάζουν τα σεντόνια τους, τα πιο καθαρά, κι’ οι κινήσεις τους μοιάζαν σα να κρατούν την ίδια την ψυχή τους και σου τη στρώνουν να κοιμηθείς. Ευγενικές μέσα στη θλίψη τους οι μαυροφόρες γυναίκες, εκείνο που θέλουν να σε κάμουν να καταλάβεις είναι πως σε περιέβαλαν με ό,τι καλύτερο είχαν. [...] Οι ίδιες στριμώχονται με τα παιδάκια τους, κουβαριάζονται σε μια γωνιά, σάμπως νά ‘ταν ξένοι στο σπίτι τους. Οι άνθρωποι φεύγουν, μεταναστεύουν, αναζητώντας την τύχη τους και το ψωμί τους. Ο Ξένιος Δίας όμως, δεν έφυγε ποτέ από την Ελλάδα».40

Οι αναφορές του Βρεττάκου στα βουνά αποκαλύπτουν πτυχές του χαρακτήρα του και φωτίζουν από διαφορετική πλευρά το έργο του. Η ομαδοποίηση των αναφορών αυτών θα μπορούσε να λειτουργήσει και ως παρότρυνση σύνδεσης του ανθρώπου με τη φύση. Η φύση τροφοδοτούσε την έμπνευση του ποιητή, και την ψυχή του· τη φύση πίστευε ως το μεγαλύτερο σχολειό και η αποκοπή του ανθρώπου από αυτή σήμαινε την αποξένωσή του από την ίδια την πηγή της ζωής, από την ευαισθησία που μας καθιστά ικανούς να κατανοούμε τον κόσμο, τον εαυτό μας και τους άλλους. Τα βουνά, λοιπόν, και η φύση γενικότερα, κατά τον ποιητή: Εξανθρωπίζουν τον άνθρωπο, ο άνθρωπος ορίζεται και πάλι ως άνθρωπος· τον γνωρίζουν καλύτερα με τον εαυτό του· καθιστούν πληρέστερη την επικοινωνία του με τους άλλους· και οι άλλοι αυτοί δεν είναι μόνον οι συνοδοιπόροι του, αλλά και οι απλοί άνθρωποι, οι τσοπάνηδες, άντρες και γυναίκες, που ανταμώνει στα βουνά και του δίδουν μαθήματα βίου· αποτελούν τον χώρο όπου φύση και ψυχή ανταλλάσσουν φως· καλλιεργούν τη δυνατότητα να συνειδητοποιεί κανείς την αυθεντικότητά του· προκαλούν την κάθαρση (επιστρέφει κανείς στην ηλικία της αθωότητας, γίνεται και πάλι, παιδί)· λυτρώνουν και με την έννοια της λησμονιάς, που σε ορισμένες στιγμές της ζωής καθίσταται αναγκαία· παρηγορούν (πίσω από τα σύννεφα υπάρχει πάντα ο ήλιος)· εκεί κατακτάται η μοναδική αίσθηση πληρότητας, ότι άνθρωπος και φύση είναι ένα· κηρύσσουν την ανάταση και απορρίπτουν την απελπισία ως


38 Νικηφόρου Βρεττάκου, «Φυσιολατρικές εντυπώσεις. Ο πειρασμός της κορφής», Φυσιολατρική σκέψη, Μάιος, σελ. 93.

39 Νικηφόρου Βρεττάκου, «Σημειώσεις της εβδοάδος. Κουμούστα», Ελληνικά Χρονικά, 20 Σεπτεμβρίου1953 [το σωστό Κουμουστά].

40 Νικηφόρου Βρεττάκου «Από τις εκδρομές μας, 25 Μαρτίου 1961».


μικρότητα· καταργούν την ίδια τη φιλοσοφική σκέψη, γιατί εκεί η φιλοσοφία βιώνεται ως τρόπος του ζην· εξασφαλίζουν εξόδους στα αδιέξοδα· είναι φορείς ιστορικής μνήμης.

Και ειδικότερα για τον ποιητή σε οριακές στιγμές του βίου είναι τα βουνά στα οποία ακουμπά για να αντλήσει δύναμη και να συνεχίσει εκ νέου την αγωνιώδη του προσπάθεια (είδαμε πώς μοιράζεται με τον Ταϋγετο την αποφοίτηση από το Δημοτικό και από το Γυμνάσιο). Το βουνό ξανοίγει ιδιαίτερες πτυχές του χαρακτήρα του, όπως είναι το χιούμορ του, και κυρίως τροφοδοτεί την έμπνευσή του.41 Ακούσαμε τον Ροζέ Μιλλιέξ να χαρακτηρίζει ως «κορυφαία στιγμή» την ανάβασή του στον Ταϋγετο, όχι από ορειβατική άποψη, γιατί ήταν δεινός ορειβάτης, αλλά από ποιητική, «διότι έπιασε εκεί τις πηγές πολλών ποιημάτων» του Νικηφόρου Βρεττάκου.

Στα βουνά ο Νικηφόρος Βρεττάκος αντάμωνε την ψυχή του, τον κόσμο που είχε μέσα του γι’ αυτό και τα λόγιαζε σαν ζωντανές φυσιογνωμίες, σαν να αποτελούσε μαζί τους μια οικογένεια.42

«Αυτή η αγάπη μου για τα βουνά, είναι ό,τι καλλίτερο έχω μέσα μου. Είναι η περηφάνια μου. Ελπίζω ότι δεν με διέγραψαν από τη φιλία τους».43 Όχι μόνο δεν τον διέγραψαν αλλά παραμένουν φίλοι του και τον χαιρετάνε. Η διαβεβαίωση δεν ανήκει μόνο στην Τατιάνα, την καλή του φίλη, αλλά και σε όλους εμάς που στα βουνά μοιραζόμαστε την απλοχωριά της καρδιάς του και συναισθανόμαστε ό,τι ομορφότερο κρύβεται μέσα μας να συμπνέει με τον θείο ρυθμό της φύσης και της ποίησής του.

41  Να θυμήσω ότι η περιγραφή της ανάβασης στο Καλλίδρομο τελειώνει με τη φράση: «Για την ώρα ήταν αρκετή για τον καθένα η σοφία και η φιλοσοφία του μικρού κυκλάμινου που κρατούσε στο χέρι του». «Η φιλοσοφία των λουλουδιών» (με εικονογράφηση Γιώργη Βαρλάμου, ARTIGRAF, Αθήνα 1988) θα αποτελέσει, πολύ αργότερα, τίτλο ποιητικής του συλλογής. Όσο για τη «σοφία» των λουλουδιών την έχει διαπιστώσει από τα παιδικά του χρόνια στην Πλούμιτσα και προσπαθεί να την προβάλει ως επιχείρημα στον πατέρα του για να μην εγκαταλείψει τον θείο εκείνο τόπο, όταν είναι υποχρεωμένος να εγγραφεί στο δημοτικό σχολειό των Κροκεών. Ο ποιητής στην «Οδύνη», μεταφέρει τον διάλογο που είχε με τον πατέρα του: «Εκεί που θα πάμε μού ‘λεγε [στο δημοτικό σχολείο στις Κροκεές] θα βρούμε κι άλλα παιδιά σαν και σένα, θα σου αγοράσω ωραία πράγματα και θα μάθεις και γράμματα να γίνεις ένας μεγάλος άνθρωπος. Όλα αυτά, βέβαια, ήταν πολύ περίεργα και προπάντων τα γράμματα με τα οποία γίνεται κανείς ένας μεγάλος άνθρωπος. Του ζήτησα να μου εξηγήσει τι εννοεί με αυτό το «μεγάλος». Να, μου απάντησε, μπορεί να γίνεις ένας σοφός. Κι εγώ γύρισα και του είπα: «Πιο σοφός κι από τα λουλούδια;». Συγκρατήθηκε να μη γελάσει και ρώτησε: «Και γιατί είναι σοφά τα λουλούδια;». Κι εγώ του απάντησα: «Ξέρουν να είναι ωραία» (εκδ. Συλλόγου Αποφοίτων Ελληνικών Πανεπιστημίων, Νέα Υόρκη, 1969, σελ. 16-17). Είδαμε και στο κείμενο αυτό δύο ποιήματα «Δύο Βουνά» και «Άνεμε σώσε» που αφορμώνται από τα βουνά.

42 «[...] και τα βουνά τα έβλεπα σαν να είχαν ζωντανές φυσιογνωμίες, σα να είμαστε μια οικογένεια» «Οδύνη», ό.π., σελ. 15.

43 Από επιστολή του Νικηφόρου Βρεττάκου προς την Τατιάνα και τον Roger Milliex, με ημερομηνία 4Ιουλίου 1951. Η επιστολή αυτή με όλες τις επιστολές που έχουν ως αποδέκτες τους Μιλλιέξ είναι υπόέκδοση.


Βιβλιογραφία

Roger Milliex, «Ο Ταϋγετος και η σιωπή», Μετάφραση: Νικηφόρος Βρεττάκος, Εισαγωγή: Γεωργία Κακούρου Χρόνη, Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σπάρτης, Ιδιομορφή, Σπάρτη 1998.

Νικηφόρου Βρεττάκου, «Οδύνη», Εκδόσεις Συλλόγου Αποφοίτων Ελληνικών Πανεπιστημίων, Νέα Υόρκη, 1969.

Νικηφόρου Βρεττάκου, «Συγκέντρωση στο Καλλίδρομο», Φυσιολατρική σκέψη, έτος 29ο, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1960, αρ. 6, σελ. 161-162.

Νικηφόρου Βρεττάκου, «Οι δώδεκα κι’ ο Ταϋγετος», Φυσιολατρική σκέψη, Οκτώβριος 1960, 185-187.

Νικηφόρου Βρεττάκου, «Φυσιολατρικές εντυπώσεις. Ο πειρασμός της κορφής», Φυσιολατρική σκέψη, Μάιος, σελ. 93-94, [Γεράνεια]

Νικηφόρου Βρεττάκου, «Το Χρονογράφημα. Ο ήλιος», Φυσιολατρική σκέψη, σελ. 28-29 [Πάρνηθα].

Νικηφόρου Βρεττάκου «Από τις εκδρομές μας, 25 Μαρτίου 1961», «Από τους ίδιους δρόμους πέρασαν κάποτε... Οδοιπορικό από τα Καλάβρυτα, τη Μονή Αγίας Λαύρας την Τριπολιτσά, τ’ αγιασμένα χώματα, όπου ολοζώντανη ξεπηδάει η μνήμη του Εικοσιένα», Φυσιολατρική σκέψη, σελ. 29-31.

Νικηφόρου Βρεττάκου, «Οι αξέχαστοι ήρωες. Ο αετός Αποστολίδης», Φυσιολατρική σκέψη, Μάιος, 1964.

Νικηφόρου Βρεττάκου, «Οι σημειώσεις της εβδομάδος. Γκιώνα», Ελληνικά Χρονικά, 24 Μαϊου 1953.

Νικηφόρου Βρεττάκου, «Σημειώσεις της εβδομάδος. Το ελατάκι», Ελληνικά Χρονικά, 31 Μαϊου 1953.

Νικηφόρου Βρεττάκου, «Σημειώσεις της εβδοάδος. Κουμούστα», Ελληνικά Χρονικά, 20 Σεπτεμβρίου 1953 [το σωστό Κουμουστά]

Νικηφόρου Βρεττάκου, «Το παιχνίδι της πρώτης μέρας νομίζω πως έχει χαθεί» [συνέντευξη στη Λιλιάνα Δρίτσα και στον Δημήτρη Αλεξίου] και «Τέσσερα ανέκδοτα ποιήματα», περ. Πολιτιστική Μηνιαία Επιθεώρηση Τέχνης, τεύχ. 31, Μάιος 1986, σελ. 10-15.

Δρ Γεωργία Κακούρου-Χρόνη, academia.edu

Σημείωση: Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε σε ξεχωριστό ένθετο στο «Λακωνικόν Ημερολόγιον 2015», των εκδόσεων «Ιδιομορφή».


Οδός Εμπόρων