Vekrakos
Spartorama | Οι ποιητές μιλούν για το Αλβανικό μέτωπο

Οι ποιητές μιλούν για το Αλβανικό μέτωπο - video

Spartorama 27/10/2016 Εκτύπωση Ιστορία
Οι ποιητές μιλούν για το Αλβανικό μέτωπο
Οδυσσέας Ελύτης: «Έμενα μόνος, καθηλωμένος στο έδαφος, γραπωμένος απ’ το χώμα, ένα σώμα μαζί του, κι άκουγα τις κοντές αναπνοές μου...» - Νικηφόρος Βρεττάκος: «Τρεκλίζω στον άνεμο χωρίς άλλο ρούχο, διπλωμένος με το ντουφέκι μου, παγωμένος και ασταθής»
Οδός Εμπόρων

Ο Οδυσσέας Ελύτης όπως είναι γνωστό πήρε μέρος στον πόλεμο του ’40 κατατασσόμενος σαν ανθυπολοχαγός στη Διοίκηση του Στρατηγείου Α’ Σώματος Στρατού.

Στις 13 Δεκεμβρίου 1940 μετατέθηκε στη ζώνη πυρός και στις 26 Φεβρουαρίου του 1941 μεταφέρθηκε με σοβαρό κρούσμα κοιλιακού τύφου στο νοσοκομείο Ιωαννίνων. 


 Στο όρυγμα «παρέα» με τον Κάλβο και τον Καβάφη 

«Μου έτυχε, χωρίς διόλου να ‘μαι θαρραλέος, να βρεθώ δυο τρεις φορές πιο κοντά στο θάνατο παρά στη ζωή. Στον πόλεμο, φυσικά. Λοιπόν, ήταν κάτι εντελώς αντίθετο απ’ αυτό που περίμενα. Εγώ που τα ‘χανα στην Αθήνα με το παραμικρό και που ένας απλός πονόδοντος μ’ έκανε να στέλνω στο διάβολο όλα μου τα προβλήματα, εδώ αισθανόμουνα μια διαύγεια καταπληκτική, μια δύναμη ικανή, θα έλεγα, να κυριαρχεί τα πράγματα και προς τα εμπρός και προς τα πίσω, χωρίς να παρεμβάλλεται τίποτα ανάμεσά τους, μια ηρεμία ουράνια, όπου μπροστά της η ταραχή του κόσμου, εκείνη κατησχυμένη και όχι εγώ, σταματούσε. Καμιά φορά συλλογίζομαι πως ίσως γι αυτό σώθηκα. 

Είχα, θυμάμαι, βρεθεί σ’ αρκετή απόσταση κι από το πλησιέστερο όρυγμα κι από την παραμικρότερη ανωμαλία του εδάφους όπου θα υπήρχε τρόπος να προφυλαχθώ, τη στιγμή που όλες μαζί συγκεντρωμένες οι πυροβολαρχίες των Ιταλών, προετοιμάζοντας την επίθεση που ακολούθησε, άρχισαν, μπορεί να πει κανείς, με συχνότητα βολών πολυβόλου, να εξαποστέλλουν τις οβίδες τους στις γραμμές μας. Μέσα σε λίγα λεπτά ο τόπος ολόκληρος ντουμάνιασε από τους καπνούς και τη βρόμα της μπαρούτης. Στήλες από πυκνό χώμα υψώνονταν στον αέρα και ξαναπέφτανε, με πέτρες και ξύλα, βροχή πάνω στη ράχη μου. Κι αυτό το κακό ήξερα ότι θα κρατήσει- όπως και κράτησε- τουλάχιστον δυο ώρες. Να μετακινηθώ δεν υπήρχε περίπτωση. Έμενα μόνος, καθηλωμένος στο έδαφος, γραπωμένος απ’ το χώμα, ένα σώμα μαζί του, κι άκουγα τις κοντές αναπνοές μου, ένα είδος λαχάνιασμα που βέβαια κι αυτό δεν το είχε προκαλέσει κανένα τρέξιμο αλλά η αντίδρασή μου στον αιφνιδιασμό. 

Ήτανε και το μόνο άλλωστε. Γιατί σε λίγο άρχισα, με κατάπληξη, να αισθάνομαι κάτι άλλο, που μήτε ούτε ο ίδιος ήθελα να το παραδεχτώ: ότι συνεχίζω τις σκέψεις που είχα κάνει το προηγούμενο βράδυ, μη μπορώντας να κοιμηθώ, για την ποίηση του Κάλβου. Ναι, τώρα το έβλεπα, θα έπρεπε, άμα γυρίσω στην Αθήνα, να ολοκληρώσω το δοκίμιο για την εντελώς προδρομική θέση που είχε η εικονοπλαστική φαντασία του μέσα στη νεοελληνική έκφραση. Εκείνος ο καπνός που “θλίβει το διάστημα γαλάζιον των αέρων”, και το πρόσωπο της παρθένου “υγρόν υπό το σύγνεφον της δυστυχίας”, και το βράδυ που “εισπνέει μέσα εις τα πολύδενδρα δάση το τεθλιμμένον φύσημα”, και το “αναπαυμένον μέτωπον της οικουμένης”- βρε τον άτιμο! Αμ κείνες οι ελπίδες των θνητών που “χάνονται ως λεπτόν βόλι εις άπειρον βάθος πελάγου”; Τη τόλμη για κείνη την εποχή. Έτσι έπρεπε να ονομάσω τη μελέτη μου “Η Λυρική Τόλμη του Ανδρέα Κάλβου”. 

Βέβαια είναι δύσκολο να το πιστέψει κανένας. Ίσως και να υπερβάλλω λιγάκι. Αλλά το ξαναλέω: έβλεπα πολύ καθαρά ότι αυτό ήταν παραλογισμός, ότι από τη μια στιγμή στην άλλη κινδύνευα να τιναχτώ στον αέρα ή να μείνω μ’ ένα ποδάρι, κι όμως θυμόμουνα έναν άλλο ποιητή, τον Καβάφη, και σχεδόν γελούσα με την ικανότητα που είχε η σκέψη του- η σκέψη του; Η ποίησή του;- να προσαρμόζεται σε όλες τις καταστάσεις. Αυτό πια καταντούσε passe- partout. “Όμως μες σ’ όλη του την ταραχή και το κακό, επίμονα κ’ η ποιητική ιδέα πάει κι έρχεται”. Κι αλήθεια, είχα γίνει κι εγώ ένας καβαφικός Φερνάζης. Η ποιητική ιδέα πήγαινε κι ερχότανε. Οι πιο κοντινές εκρήξεις, που με την πίεση των αερίων με κοπανούσανε χάμου κυριολεκτικά, δε με τρομάζανε τόσο, όσο μ’ ενοχλούσε εκείνος ο φαντάρος  που είχε βρεθεί λίγα μέτρα παρακάτω και φώναζε όλη την ώρα: “κερατάδες! κερατάδες!”». 

Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, Το χρονικό μιας δεκαετίας, εκδόσεις Ίκαρος





Ένας στρατιώτης μουρμουρίζει στο αλβανικό μέτωπο

 

Ποιος θα μας φέρει λίγον ύπνο εδώ που βρισκόμαστε; 

Θα μπορούσαμε τότες τουλάχιστο 

να ιδούμε πως έρχεται τάχατε η μάνα μας 

βαστάζοντας στη μασχάλη της ένα σεντόνι λουλακιασμένο* 

με μια ποδιά ζεστασιά και κατιφέδες* από το σπίτι μας. 

Ένα φθαρμένο μονόγραμμα στην άκρη του μαντιλιού: 

ένας κόσμος χαμένος.

  

Τριγυρίζουμε πάνω στο χιόνι με τις χλαίνες* κοκαλιασμένες. 

Ποτέ δεν βγήκε ο ήλιος σωστός απ τα υψώματα του Μοράβα, 

ποτέ δεν έδυσε ο ήλιος αλάβωτος απ τ αρπάγια της Τρεμπεσίνας. 

Τρεκλίζω στον άνεμο χωρίς άλλο ρούχο, 

διπλωμένος με το ντουφέκι μου, παγωμένος και ασταθής. 

 

(Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια 

της πατρίδας μου 

δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο). 

 

Δε θα μου πήγαινε αυτή η προσβολή περασμένη υπό μάλης*, 

δε θα μου πήγαινε αυτό το ντουφέκι αν δεν ήσουν εσύ, 

γλυκό χώμα που νιώθεις σαν άνθρωπος, 

αν δεν ήτανε πίσω μας λίκνα* και τάφοι που μουρμουρίζουν 

αν δεν ήτανε άνθρωποι κι αν δεν ήταν βουνά με περήφανα 

μέτωπα, κομμένα θαρρείς απ το χέρι του θεού 

να ταιριάζουν στον τόπο, στο φως και το πνεύμα του. 

 

 

Η νύχτα μάς βελονιάζει τα κόκαλα μέσα στ αμπριά*· 

εκεί μέσα 

μεταφέραμε τα φιλικά μας πρόσωπα και τ ασπαζόμαστε 

μεταφέραμε το σπίτι και την εκκλησιά του χωριού μας 

το κλουβί στο παράθυρο, τα μάτια των κοριτσιών,

το φράχτη του κήπου μας, όλα τα σύνορά μας, 

την Παναγία με το γαρούφαλο, ασίκισσα*, 

που μας σκεπάζει τα πόδια πριν απ το χιόνι, 

που μας διπλώνει στη μπόλια* της πριν απ το θάνατο.


Μα ό,τι κι αν γίνει εμείς θα επιζήσουμε. 

Άνθρωποι κατοικούν μες στο πνεύμα της Ελευθερίας 

αμέτρητοι, 

Άνθρωποι όμορφοι μες στη θυσία τους, Άνθρωποι. 

Ένας μεγάλος καταυλισμός είναι η έννοια της αρετής. 

Το ότι πεθάναν, δεν σημαίνει πως έπαψαν να υπάρχουν εκεί, 

με τις λύπες, τα δάκρυα και τις κουβέντες τους. 

Ο ήλιος σας θα ναι ακριβά πληρωμένος. 

Αν τυχόν δεν γυρίσω, ας είστε καλά, 

σκεφτείτε για λίγο πόσο μου στοίχισε. 

 

(Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια 

της πατρίδας μου 

δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο).

Νικηφόρος Βρεττάκος


* λουλακιασμένο σεντόνι: σεντόνι πλυμένο με λουλάκι, μια γαλάζια ουσία που παλιότερα ξέβγαζαν τα ρούχα για να πάρουν πιο λευκό χρώμα
* κατιφέδες (ο κατιφές): είδος λουλουδιών
* χλαίνες (η χλαίνη): στρατιωτικά πανωφόρια
* υπό μάλης: κάτω από τη μασχάλη
* λίκνα (το λίκνο): κλίνες βρεφών· μεταφορικά, τόποι στους οποίους γεννήθηκε κάτι πολύ σπουδαίο, κοιτίδες
* αμπριά (το αμπρί): καταφύγια που προστατεύουν τους στρατιώτες στον πόλεμο
* (η) ασίκισσα (ο ασίκης): λεβέντισσα, γενναία
* (η) μπόλια: γυναικείο μαντίλι για το κεφάλι, πετσέτα




ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ ΄40 ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΙΣΚΟ ΤΗΣ ΜΑΡΙΝΕΛΛΑΣ "ΑΛΒΑΝΙΑ"

Στίχοι: Πυθαγόρας

Μουσική: Γιώργος Κατσαρός

Πρώτη εκτέλεση: Μαρινέλλα 

 

Γράμμα από το μέτωπο, 30 Οκτωβρίου 1940

 

Αγαπημένη μου, μεσ΄ το Καλπάκι σ΄ ένα ρέμα κουρνιάσαν οι στρατιώτες

βουτώ τη λόγχη μου στο αίμα, δέξου τις λέξεις μου τις πρώτες

είναι οι λέξεις μετρημένες σαν τις στιγμές μου εδώ πάνω

κι είναι οι σκέψεις μου δοσμένες ως την στιγμή που θα πεθάνω.

 

Αχ, τί να σου γράψω αγαπημένη; Εδώ συμβαίνουνε πολλά,

γύρω μου δέκα σκοτωμένοι αλλά είμαι καλά... Είμαι καλά...

Ό,τι να γράψω δεν μου φτάνει, τα λίγα εδώ είναι πολλά

κι αν μάθεις πως έχω πεθάνει, είμαι καλά... Είμαι καλά...

Μα να... Επίθεση αρχίζει πάλι, νομίζω πως σου τα ΄πα όλα...

Τώρα είναι η στιγμή είναι πολύ μεγάλη, τώρα μιλούν τα πολυβόλα...

 

Τι να σου γράψω αγαπημένη, εδώ συμβαίνουν πολλά...

Γύρω μου δέκα σκοτωμένοι αλλά είμαι καλά... Είμαι καλά...

Ό,τι να γράψω δεν μου φτάνει, τα λίγα εδώ είναι πολλά

κι αν μάθεις πως έχω πεθάνει, είμαι καλά... Είμαι καλά



Οδός Εμπόρων