Vekrakos
Spartorama | «Η Τρακάδα», από τον Βαγγέλη Μητράκο

«Η Τρακάδα», από τον Βαγγέλη Μητράκο

Ευάγγελος Μητράκος 11/12/2019 Εκτύπωση Άρθρα Κοινωνία
«Η Τρακάδα», από τον Βαγγέλη Μητράκο
«-Μάνα μην ανησυχείς. Τούτη η τρακάδα δεν θα χαλάσει ποτέ»
Οδός Εμπόρων

-Προσέχτε μη που χαλάσετε την τρακάδα! ήτανε η μόνιμη επωδός της μάνας μας όταν τα τρία αδέρφια πηγαίναμε να παίξουμε στη σάλα.

Το σπίτι μας το πατρικό ήτανε το συνηθισμένο φτωχόσπιτο της παλαιάς εποχής: Ένα χαμηλό μικρό σπιτάκι από πλίθρες, με παλιά κεραμίδια, χοντρολασπωμένο εξωτερικά, με ένα μικρό διάδρομο που στη μια άκρη του (τη νότια για πιο ζεστά) ήτανε το  «χειμωνιάτικο» (δωμάτιο για όλες τις δουλειές ) στην άλλη άκρη η «σάλα» (το καλό –ας πούμε– δωμάτιο) και στο μέσον η «κάμαρη» (ένα μικρό δωματιάκι – υπνοδωμάτιο).

Εκεί, λοιπόν, στη σάλα, πίσω από την ξύλινη, από φαρδιές σανίδες, άβαφη πόρτα  βρισκότανε η τρακάδα: Από κάτω ήτανε ένα μπαούλο (εκείνο με τις σανίδες από μέσα και λεπτό καφετί τσίγκο απ’  έξω ) γεμάτο με  κάποια ρούχα που δεν τα έβγαζε η μάνα μας παρά σ’ ελάχιστες περιπτώσεις  και πάνω στο μπαούλο, καλοπλυμένα και διπλωμένα με τάξη και φροντίδα, τα ρούχα του σπιτιού, σαΐσματα, παντανίες, βελέντζες, παπλώματα, κουβέρτες, σεντόνια, τσόλια, φλόκοι,  κουρελούδες κ.α.. Μέσα σ’ αυτήν την τρακάδα ήτανε και ωραία χοντρόρουχα, προίκα της μάνας μου, υφασμένα στον αργαλειό στα χωριό, τα οποία ξεχώριζαν από τ’ άλλα και ήτανε το καμάρι της κυρα - Παναγιώτας. Πάνω δε και γύρω από την τρακάδα άπλωνε η μάνα μας, όμορφα και στρωτά, ένα καθαρό χοντρό σεντόνι με δαντέλα στο τελείωμα, το οποίο το ασφάλιζε στις κατάλληλες μεριές με παραμάνες «κρυφές», για να μη φεύγει από τη θέση του, ώστε η τρακάδα να είναι όμορφη αλλά και προστατευμένη από σκόνη, ζωύφια κλπ. 

Στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας τη στίβα αυτή των ρούχων τη λένε γιούκο (από το τουρκικό yuκ), και τρακάδα λένε τη στοίβα των ξύλων. Για τη μάνα μου, όμως, που ήτανε  γέννημα θρέμμα της ηρωικής Γορτυνίας και είχε μάθει καλά τη γνήσια γλώσσα των Ελλήνων, τρακάδα ήτανε μόνο  αυτός ο φροντισμένος σωρός «χοντρών» ρούχων, από σκεπάσματα και στρωσίδια.

Η τρακάδα έπαιζε, ας πούμε, το ρόλο που παίζουν  σήμερα οι ντουλάπες των σύγχρονων σπιτιών. Διότι το παλιό φτωχόσπιτο το πολύ – πολύ να είχε καμιά ντουλάπα ρούχων αγορασμένη με θυσίες από τον επιπλά (με έναν καθρέφτη  μπροστά για καθρεφτίζονται οι νοικυραίοι όταν βάνανε τα «καλά» τους), όπου η νοικοκυρά βόλευε τα ρούχα των ανθρώπων του σπιτιού. Κι επειδή ακόμα κι αυτά δεν χωρούσαν εκεί, υπήρχανε και αυτοσχέδιες «κρεμάστρες», κυρίως πίσω από πόρτες, πρόκες – δηλαδή - μεγάλες, καρφωμένες εκεί, όπου πάνω τους κρέμονταν μονίμως παντελόνια, πουκάμισα, φανέλες, φούστες κλπ, όσα ρούχα – δηλαδή – δε χώραγαν στη ντουλάπα. Ευτυχισμένη ένιωθε η νοικοκυρά όταν υπήρχε σε κάποιο δωμάτιο και κανένα παράθυρο χτισμένο (εμείς είχαμε ένα τέτοιο στη σάλα) το οποίο μπορούσε να χρησιμοποιεί ως ντουλάπα βοηθητική, κρεμώντας του μπροστά ένα λευκό σεντόνι, εν είδη κουρτίνας, για να μη φαίνεται το εσωτερικό. Βλέπεις, εκείνους τους παλαιούς τους είχε κάνει σοφούς η ζωή, μαθαίνοντάς τους να απλώνουν τα πόδια τους όσο ήταν το στρώμα τους, να είναι αυτάρκεις, να μην στηρίζονται σε κανέναν άλλο πέρα από τον εαυτό τους, να είναι απλοί και όχι ξιπασμένοι, βρίσκοντας συνεχώς τρόπους να αντιμετωπίζουν τις ανάγκες τους και να λύνουν τα προβλήματά τους.

Η τρακάδα, λοιπόν, της μάνας μου της κυρα - Παναγιώτας από «χωρίον Κουρουνιού, Καρύταινας Γορτυνίας, Αρκαδίας, 1926-2018», ήτανε αρκετά ψηλή, μερικές φορές κόντευε να φτάσει και το ταβάνι, κι εμείς (τα παιδιά του σπιτιού) την είχαμε για παιχνίδι όταν ο καιρός μας κράταγε μέσα στο σπίτι και δεν μας άφηνε να βγούμε να παίξουμε έξω στους δρόμους (χωματόδρομοι τότε), στις αλάνες και στους μπαξέδες της γειτονιάς, εδώ στο Νέο Κόσμο της Σπάρτης, που τότε έμοιαζε περισσότερο με χωριό παρά με συνοικία πρωτεύουσας.

Και ποιο ήτανε το παιχνίδι της τρακάδας; Απλά την καβαλάγαμε απάνω, βάζοντας καμιά καρέκλα αν δε φτάναμε, πηδάγαμε μετά κάτω στο πάτωμα ή στο κρεβατάκι που βρισκότανε κοντά της, πάλι και πάλι και πάλι, ή μπορεί να παλεύαμε πάνω στην κορφή της ποιος θα νικήσει τον άλλονε. Άλλες φορές ξαπλώναμε πάνω της και λαγοκοιμόμαστε κοιτάζοντας το ταβάνι, διαβάζαμε κανένα βιβλίο (Κλασικά εικονογραφημένα, Μικρό Ήρωα, Γκαούρ-Ταρζάν, Μικρό Σερίφη, Μίκυ Μάους κ.α.), ένας πάνω - άλλος κάτω πετάγαμε και πιάναμε το τόπι (αν είχαμε), ανταλλάσσαμε  πυροβολισμούς όταν παίζαμε «μπαμ – μπουμ» κι ένα σωρό άλλα παιχνίδια που μόνο η φαντασία ενός παιδιού μπορεί να δημιουργήσει.

Φαντάζεται ο καθένας πώς γινότανε η τρακάδα μετά από τα παιχνίδια, ενώ δε λείπανε και οι φορές που τα παιχνίδια ήτανε τόσο ζωηρά  ώστε η τρακάδα γκρεμιζότανε και τότε τρέχαμε να εξαφανιστούμε γιατί ποιος άκουγε τη μάνα μας που έπρεπε η κακομοίρα να «ξαναχτίσει» την τρακάδα από την αρχή.

Μερικές φορές σηκώναμε το σεντόνι που σκέπαζε την τρακάδα και χώναμε εκεί πράγματα που θέλαμε να κρύψουμε από τους άλλους (μολύβια, γόμες, στρατιωτάκια κ.α.) και τότε συνέβαινε, ψαχουλεύοντας μέσα στην τρακάδα, να βρίσκουμε καμιά φορά κανένα χαρτονόμισμα (συνηθέστατα μικρό), που η μάνα μας είχε κρύψει εκεί από το περίσσευμα της αιματηρής οικονομίας που προσπάθαγε να κάνει, για ώρα ανάγκης. Ποτέ, εμείς τα παιδιά, δεν πειράξαμε έναν τέτοιο «θησαυρό» όταν τον βρήκαμε. Βλέπαμε καθημερινά την έγνοια και την αγωνία της μάνας μας που μέτραγε και ξαναμέτραγε τα λεφτά που της έφερνε ο πατέρας μας για να μπορέσει να κανονίσει τις ανάγκες μας, βλέπαμε καθημερινά το μόχθο, τον ιδρώτα και την αγωνία του πατέρα μας που έκανε χίλιες δουλειές του ποδαριού για να μας ζήσει και να μην αναγκαστεί (όπως του λέγανε πολλοί καλοθελητές) να μας σταματήσει από το σχολείο και να μας στείλει για δουλειά. Αυτό του το πείσμα του πατέρα μας, αυτό το στοίχημα της ζωής του, ήτανε το μόνο που κατάφερε να κερδίσει, αφού έβγαλε δύο δασκάλους και καμάρωνε γι’ αυτό σαν να ’χε κερδίσει όλον τον κόσμο. Αυτά δε μας τα ’χε ορμηνέψει κανείς, μόνο είχανε γραφτεί μέσα μας βαθιά και ανεξίτηλα γι’ αυτό και ποτέ δε διανοηθήκαμε να ακουμπήσουμε εκείνα τα λεφτά που έκρυβε η μάνα μας στην τρακάδα.

Βέβαια αυτό ήτανε γνωστό «τοις πάσι» και οι κλέφτες του καιρού άμα μπαίνανε σε κάποιο σπίτι αρχίζανε το ψάξιμο από την τρακάδα. Σε μας δεν έτυχε ποτέ κανά τέτοιο περιστατικό, αλλά και να τύχαινε οι κλέφτες θα φεύγανε άπρακτοι αφού, το πιο πιθανό ήτανε να μη βρούνε τίποτα στην τρακάδα.

Όμως η μάνα μας είχε κι έναν ακόμα λόγο να μας φωνάζει μην χαλάσουμε την τρακάδα, εκτός από τη φασαρία να ξαναφτιάχνει την τρακάδα από την αρχή όταν τη χαλάγαμε: Για κάθε νοικοκυρά του καιρού εκείνου η τρακάδα ήτανε η βιτρίνα του σπιτιού και η εικόνα την νοικοκυροσύνης. Έτσι που καμάρωνε η τρακάδα στο καλύτερο δωμάτιο του σπιτιού, τη σάλα, αμέσως τράβαγε το βλέμμα του κάθε επισκέπτη. Αν, λοιπόν, η τρακάδα ήτανε κακοστημένη, τότε σίγουρα ο επισκέπτης σχημάτιζε τη γνώμη ότι η νοικοκυρά ήτανε ανεπρόκοπη κι αυτό ήτανε κάτι που καμιά γυναίκα της εποχής δεν μπορούσε να το αντέξει. Γι’ αυτό η μάνα μας «έχτιζε» την τρακάδα της με περισσή φροντίδα έτσι ώστε να μην περισσεύουν οι γωνίες, να μη γέρνει, να μην κάνει κοιλιά, να μην στραβώνει και, γενικά, να σου αρέσει όταν την κοίταζες. Ακόμα και τα ρούχα που τρακάδιαζε η μάνα μας κοίταζε να τα βάζει με τρόπο που να ταιριάζουν τα χρώματα και να υπάρχει μια ποικιλία χρωμάτων, σαν να ύφαινε σε έναν φανταστικό αργαλειό Αυτό το έκανε γιατί στις γιορτές που ερχούντανε επισκέπτες στο σπίτι ξεσκέπαζε την τρακάδα για να φανεί η πανδαισία των χρωμάτων της αλλά και η αξιοσύνη της μάνας μας σαν νοικοκυράς.

Μια φορά το χρόνο (συνήθως την άνοιξη)  η μάνα μας «γκρέμιζε» την τρακάδα και άπλωνε όλα τα ρούχα στους φράχτες και στα σύρματα του κήπου για να αεριστούν και να λιαστούν ώστε να μην μυρίσουν και να μην τα φάει ο σκώρος. Το βραδάκι τα μάζευε και με περίσσια υπομονή «ξανάχτιζε» με μαστοριά την τρακάδα της, βάζοντας κάτω-κάτω τα χοντρόρουχα που δεν χρησιμοποιούνταν και πολύ και πάνω-πάνω τα πιο αναγκαία.

Τα βράδια του χειμώνα δίπλα στο τζάκι ή τα άλλα βράδια του καλοκαιριού στη ρούγα της αυλής, μολόγαγε η μάνα μου παλιές ιστορίες και πολλές φορές έλεγε για την τρακάδα με την προίκα της  που είχε φτιάξει στο χωριό η μάνα της, καθώς έκαναν τότε όλες οι μανάδες για τα κορίτσια τους. Έλεγε, ακόμα, για το γάμο της που βγάλανε την τρακάδα με τα προικιά της για να τα δούνε οι καλεσμένοι και να τα ράνουνε με ρύζι και για ένα σερνικό παιδί που βάλανε πάνω στην τρακάδα για να κάνει η μάνα μου σερνικά παιδιά (όπως κι έκανε τρία). Μας έλεγε, τέλος, και για τη νυφίτσα που πρώτα ήτανε νύφη, αλλά μετά έγινε ζο, και που από τη ζήλεια της για τις άλλες νυφάδες  τρύπωνε στα σπίτια τους, πήγαινε στις τρακάδες με τα προικιά τους και τους τα τρύπαγε με τα νύχια και τα δόντια της. Και οι κοπέλες για να γλιτώσουνε τα προικιά τους βάνανε πάνω στην τρακάδα μια ρόκα με μαλλί και τότε η νυφίτσα καθότανε κι έγνεθε και δεν πείραζε τα προικιά. Αλλιώς φτιάχνανε κουταλίδες και τις βάνανε στη σάλα με την τρακάδα, για να φάει η νυφίτσα και να ευχαριστηθεί και να μη χαλάσει τα προικιά τους. Και όταν βάνανε τις κουταλίδες λέγανε:


«Κόπιασε, κυρά νυφίτσα,

για να φας τις κουταλίτσες

μην πειράζεις τα προικιά,

θα σου κάνουμε χρυσά,

ολόχρυσα και ολάργυρα

θα σου δώσουμε γαμπρό,

να παντρευτείς να σπιτωθείς,

να γινής νοικοκυρούλα,

να μην τρέχεις πια στην ρούγα.»

 

Κι εμείς τα παιδιά ακούγαμε μαγεμένα την ιστορία της νυφίτσας και λέγαμε:

-Πες, μάνα, πες κι άλλα για τη νυφίτσα.

Και η μάνα μας συνέχιζε ότι η γιαγιά της είχε πει πως, μερικές φορές, η νυφίτσα έμπαινε στα σπίτια όταν τα κορίτσια έκαναν νυχτέρια και σεργιάναγε πάνω στα μαδέρια της σκεπής και τα κορίτσια καμώνονταν πως δεν τηνε είδανε και λέγανε αναμεταξύ τους:

-Καλή και άξια κοπελιά η νυφίτσα. Έφκιασε τα προικιά της κι ακόμα δουλεύει. Είπανε μάλιστα κι ένα λόγο, πως τη παραπάνω Κυριακή η νυφίτσα παντρεύεται...». Και η νυφίτσα άκουγε τα καλά λόγια και τα νέα κι έφευγε  ευχαριστημένη.και γλίτωναν τα ρούχα στην τρακάδα από το τρύπημα.

Αυτά και άλλα πολλά γίνονταν και λέγονταν κάποτε. Ήρθανε όμως οι καιροί που «ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην, ου μάντιδα δάφνην, ου παγάν λαλέουσαν, απέσβετο και λάλον ύδωρ». Ένας άνεμος δυνατός αφάνισε τους θησαυρούς της παράδοσης. Μαζί τους αφανίστηκε και η τρακάδα. Μόνο σε κανά ξεχασμένο χωριό μπορεί να υπάρχει ακόμα καμιά τρακάδα. Έγινε, πια, κι αυτή έκθεμα στα Λαογραφικά Μουσεία.

Η τρακάδα της μάνας μου «χάθηκε» στα 1985 όταν γκρεμίσαμε το πατρικό μας για να φτιάξουμε ένα καινούριο σπίτι. Μεγάλωσε κι «έφυγε» κι η μάνα μου, μεγαλώσαμε κι εμείς και μόνο η καρδιά μας, η αμετανόητη, δε λέει να μεγαλώσει. Μένει πάντα ένα μικρό παιδί κι όταν βρίσκει ευκαιρία λακάει από τα στήθια μας και τρέχει πίσω εκεί στο παλιό μας το σπίτι, το πατρικό, και πάει στη σάλα και ανεβαίνει και παίζει στην τρακάδα κι ακούει, τότε, τη φωνή της μάνας μας:

-Προσέχτε μη μου χαλάσετε την τρακάδα!

Κι εμείς, τότε, απαντάμε:

-Μάνα μην ανησυχείς. Τούτη η τρακάδα δεν θα χαλάσει ποτέ.

 

11-12-2019
Βαγγέλης  Μητράκος


Οδός Εμπόρων