Vekrakos
Spartorama | «Σπίτι με κήπον…», από τον Βαγγέλη Μητράκο

«Σπίτι με κήπον…», από τον Βαγγέλη Μητράκο

Spartorama 01/09/2020 Εκτύπωση Άρθρα Δημοτικά Κοινωνία
«Σπίτι με κήπον…», από τον Βαγγέλη Μητράκο
« Ο παλαιός Σπαρτιάτης είχε «φυτέψει» τη ζωή του σ’ ένα όμορφο, ζεστό και ανθρώπινο σπίτι με αυλή και κήπο. Γι’ αυτό και η ζωή του άνθιζε και καρποφορούσε χαρά»
Οδός Εμπόρων

«Μακάριοι οι κατέχοντες…». Τη λέω τη φράση αυτή κάθε καλοκαίρι για κείνους  που έχουν και κατέχουν, ακόμα, «σπίτι με κήπον», κατά πώς είχε γράψει ο «Αλεξανδρινός» ποιητής, Κων/νος Καβάφης, στα 1917, στο ποίημά του με τίτλο «Σπίτι με κήπον»:

Ήθελα να ’χω ένα σπίτι εξοχικό

μ’ έναν πολύ μεγάλο κήπο — όχι τόσο

για τα λουλούδια, για τα δένδρα, και τες πρασινάδες

(βέβαια να βρίσκονται κι αυτά? είν’ ευμορφότατα)

αλλά για να ’χω ζώα. Α να ’χω ζώα!

Τουλάχιστον επτά γάτες — οι δυο κατάμαυρες,

και δυο σαν χιόνι κάτασπρες, για την αντίθεσι.

Έναν σπουδαίο παπαγάλο, να τον αγρικώ

να λέγει πράγματα μ’ έμφασι και πεποίθησιν.

Από σκυλιά, πιστεύω τρία θα μ’ έφθαναν.

Θα ’θελα και δυο άλογα (καλά είναι τ’ αλογάκια).

Κι εξάπαντος τρία, τέσσαρα απ’ τ’ αξιόλογα,

τα συμπαθητικά εκείνα ζώα, τα γαϊδούρια,

να κάθονται οκνά, να χαίροντ’ οι κεφάλες των. 

Περιδιαβαίνοντας, σήμερα, τα παλιά, όμορφα σπίτια της Σπάρτης  (όσα έχουν διασωθεί) εντυπωσιάζεσαι από το γεγονός, ότι στα χρόνια τα παλιότερα οι άνθρωποι έδιναν περισσότερο χώρο από το οικόπεδό τους στην αυλή και τον κήπο παρά στο σπίτι, αφού (προφανώς) τους ενδιέφερε πρωταρχικά η ποιότητα της ζωής τους. Βλέπετε, το οικονομικό κίνητρο της κατοικίας ως πηγής εσόδων (πωλήσεις, ενοίκια και αντιπαροχή) δεν είχε ακόμα εμφανιστεί. Ήταν, όμως, και ο τότε τρόπος ζωής που επέβαλλε αυτήν την επιλογή, να έχουν –δηλαδή– πολύν ελεύθερο χώρο γύρω από το σπίτι τους. Οι άνθρωποι, τότε, εξουσίαζαν τον χρόνο εργασίας και τον ελεύθερο χρόνο τους και γι’ αυτό φρόντιζαν να έχουν έναν χώρο στο σπίτι, ώστε να διαθέτουν τον ελεύθερο χρόνο τους ευχάριστα, ανθρώπινα και δημιουργικά.

Ο κήπος και η αυλή (ιδιαίτερα το καλοκαίρι) ήταν ο πλέον ζωτικός χώρος του σπιτιού για ολόκληρη την οικογένεια και όχι μόνο :

Εκεί ξεκουράζονταν οι άνθρωποι από τον μόχθο της ημέρας. Εκεί απολάμβαναν τον καφέ, το ουζάκι τους, τη λεμονάδα, το γλυκό του κουταλιού, τη βανίλια υποβρύχιο και το δροσερό νερό και, πολλές φορές, εκεί γευμάτιζαν (μεσημέρι – βράδυ) κάτω από το δροσερό φύλλωμα της κληματαριάς ή των δέντρων της αυλής και του κήπου. Εκεί δέχονταν τους επισκέπτες τους για να τους περιποιηθούν όπως πρόσταζε η πατροπαράδοτη ελληνική φιλοξενία, εκεί έστρωναν τα τραπέζια  στις γιορτές, στους αρραβώνες, στους γάμους και στα βαφτίσια. Εκεί έκαναν τα νυχτέρια τους στα βράδια του καλοκαιριού, κουβεντιάζοντας, μιλώντας για τα παλιά και σιγοτραγουδώντας, καμιά φορά. Εκεί, στους κήπους και στις αυλές, έβρισκαν δροσιά απ’ το καυτό  λιοπύρι. Εκεί έκανε τη ρούγα της  η νοικοκυρά με τις γειτόνισσές της και τις κέρναγε καφεδάκι μυρωδάτο, λικεράκι (μπανάνα, μαστίχα, περγαμόντο, μαστίχα, μέντα, …) σε μικρά κρυστάλλινα ποτηράκια, βανίλια βουλιαγμένη με το κουτάλι της στο κρύο νερό από τη βίκα και άλλα πολλά. Στον κήπο και στην αυλή έπαιζαν τα παιδιά, εκεί διάβαζαν κι έγραφαν όταν είχαν ακόμα σχολείο, εκεί εξαντλούσαν την ενέργεια και την παρατηρητικότητά τους, εκεί άκουγαν τα βράδια τα παραμύθια που έβγαζαν από το παμπάλαιο μπαούλο της μνήμης η γιαγιά και ο παππούς. Στον κήπο και στην αυλή παρατηρούσαν τα μαύρα και τα κόκκινα μυρμηγκάκια να κουβαλάνε σπόρους και ψίχουλα στη φωλιά τους για τον χειμώνα κι έβλεπαν την αράχνη να στήνει τα δίχτυα της ανάμεσα στα κλαδιά. Στον κήπο και στην αυλή γνώριζαν πώς μεγαλώνει ένα λουλούδι, πώς τραγουδάει ο τζίτζικας και πώς ανοίγει τα φτερά της μια λαμπρίτσα. Εκεί έβλεπαν την πεταλούδα να γεύεται το νέκταρ των λουλουδιών, άκουγαν τον πράσινο χρυσομπούρμπουνα να βουίζει, εκεί καθόταν το πουλί και κελαηδούσε και θρόιζαν μέσα στα χορτάρια οι πράσινες και οι καφετιές γουστέρες.

Στους κήπους και στις αυλές των παλαιών σπιτιών οργίαζαν τα λουλούδια και οι πρασινάδες. Μέσα σε πήλινες γλάστρες και τενεκέδες ή μέσα σε νοτερές βραγιές το γιασεμί, οι μολόχες, οι γαρυφαλλιές, ο απήγανος, τα βασιλικά, οι τριανταφυλλιές, οι ντάλιες, το νυχτολούλουδο, η «αράχνη», η βιγόνια, οι κρίνοι, το «μελισσάκι», η ματζουράνα … σκόρπιζαν ευωδιές και χρώματα κι έκαναν το σπίτι έναν μικρό παράδεισο.

Τα δέντρα, δεν έλειπαν κι εκείνα. Οι μουσμουλιές βρίσκονταν μέσα σ’ όλους τους κήπους. Επίσης, οι λεμονιές και οι πορτοκαλιές, καμιά συκιά, καμιά μουριά, ίσως και μια κυδωνιά και μια μπουρνελιά, κληματαριά οπωσδήποτε … Κι είχε τη χαρά ο νοικοκύρης κι όλη η οικογένεια αλλά και οι φίλοι και οι συγγενείς ν’ απολαμβάνουν νόστιμα και ζουμερά φρούτα και καρπούς του δικού τους κήπου.

Όταν υπήρχε η δυνατότητα, δεν έλειπαν από τον κήπο του παλιού σπιτιού και τα κηπευτικά, ανάλογα με την εποχή: Ντομάτες, μελιτζάνες, πιπεριές, φασολάκια, μαρούλια, κουνουπίδια, μάπες, κρεμμύδια, σκόρδα … που με φροντίδα περισσή «ανάθρεφαν» και με ξεχωριστή ευχαρίστηση έκοβαν κι ευφραίνονταν, όταν ωρίμαζαν, οι νοικοκυραίοι.

Κι όταν απόγερνε ο ήλιος πίσω από τις κορφές του Ταΰγετου, βγαίνανε οι νοικοκυρές και ποτίζανε όλον τον κήπο και την αυλή με ποτιστήρια και τενεκέδες, με λάστιχα ποτίσματος αργότερα ή με το νερό κάποιου πηγαδιού (αν υπήρχε) και πλημμύριζε όλη η Σπάρτη από τη μυρωδιά του βρεγμένου χώματος και μνήμες από φθινοπωρινά πρωτοβρόχια.

Και το βράδυ που κοιμούντανε οι νοικοκυραίοι με ανοιχτά τα παραθύρια ή και στις αυλές και στα μπαλκόνια πολλές φορές (ακόμα ο φόβος του ανθρώπου από άνθρωπο δεν είχε φανερωθεί) ερχότανε η δροσιά του κήπου και της αυλής μαζί με τις μυρουδιές και τα αρώματα κι έκανε τον ύπνο σου αλαφρό και τα όνειρά σου όμορφα.

Μπορεί η όλη φροντίδα του κήπου και της αυλής να ήτανε κοπιαστική, όμως εκείνα τα «δώρα» που σου πρόσφεραν απλόχερα έσβηναν κάθε κόπο και κάθε κούραση. Εκείνο που απόμενε στο τέλος ήταν η ικανοποίηση να απολαβαίνεις τους «γλυκούς καρπούς» της δουλειάς, του κόπου και της φροντίδας σου.

Τις περισσότερες φορές στους κήπους και στις αυλές υπήρχε κι ένα μικρό κοτέτσι για να ’χουν τα παιδιά φρέσκο αυγό κι η οικογένεια το κοτόπουλο το σπιτικό αλλά και τη «γριά την κότα που έχει το ζουμί» για τις σούπες του χειμώνα. Κι αντιβούιζαν τα καλοκαιριάτικα μεσημέρια από το «χρυσό κακάρισμα της κότας» και τα πρωινά από τα στεντόρεια λαλήματα των υπερήφανων πετεινών. Μερικοί  έβαζαν στους κήπους και κουνέλια, έστηναν και καμιά κλούβα με «ωδικά πτηνά» (καναρίνια, τουρκάκια, φλώρια, λουβαράκια και άλλα), για να μη λείπει ποτέ το κελάηδημα από το σπίτι ή όρθωναν έναν περιστεριώνα και τον γέμιζαν με τα «πουλιά του Θεού» για να χαίρονται το πέταγμά τους, αλλά και για να γεύονται κανένα πιτσούνι που με τέχνη περισσή μαγείρευε στην κουζίνα της η νοικοκυρά, τότε που το κάθε σπίτι φρόντιζε να έχει αυτάρκεια στα βασικά (τουλάχιστον) είδη διατροφής.

Δεν έλειπαν όμως κι εκείνοι, που κουβαλώντας τις συνήθειες του χωριού τους στη Σπάρτη όπου ήρθαν να κατοικήσουν, έφτιαχναν σε μια γωνιά της αυλής ή του κήπου έναν ξυλόφουρνο, για να φουρνίζουνε σπιτικό ψωμί και να ψήνουνε ωραία και πεντανόστιμα ψητά τις Κυριακές και τις γιορτές, ψητά που «ξελίγωναν» όλη τη γειτονιά με τις γαργαλιστικές μυρουδιές τους όταν βγαίνανε από το φούρνο.

Σήμερα, περπατάς στη Σπάρτη και μάταια αναζητάς κάποιον κήπο ή μια αυλή που να ξεχειλίζει από απλότητα και αυθεντικότητα, που να σου ανακαλεί μνήμες, να σου ξυπνά συναισθήματα και να σε πηγαίνει πίσω στα παλιά. Ο τελευταίος χρησμός της δελφικής Πυθίας έχει απλωθεί, πλέον, σ’ ολόκληρη την πόλη:

«Είπατε τω βασιλεί, χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά,

ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην, ου μάντιδα δάφνην,

ου παγάν λαλέουσαν, απέσβετο και λάλον ύδωρ.»


(Πείτε στον βασιλιά, το μεγαλόπρεπο μέγαρο έπεσε στο έδαφος.

Ο Φοίβος δεν έχει πια την κατοικία του, ούτε τη δάφνη που προφητεύει,

ούτε την πηγή που μιλάει. Και το νερό που μιλάει έχει στερέψει κι αυτό.)

 

Ο παλαιός Σπαρτιάτης είχε «φυτέψει» τη ζωή του σ’ ένα όμορφο, ζεστό και ανθρώπινο σπίτι με αυλή και κήπο. Γι’ αυτό και η ζωή του άνθιζε και καρποφορούσε χαρά. Σήμερα, «θάψαμε» τη ζωή μας στα τσιμεντένια μαυσωλεία των πολυκατοικιών και των «ακάλυπτων» που θυμίζουν προαύλια φυλακής. Γι’ αυτό και είμαστε δυστυχισμένοι όσα αγαθά κι αν αποκτήσαμε!

 

(…) Τρέχω και πάω να κρυφτώ στη παλιά φυλλωσιά

μέχρι τη ρίζα μου να φτάσει η δροσιά.

Κόψε μου λίγο απ’ την αυλή γιασεμί,

και μια αγκαλιά απ’ τη παλιά φυλλωσιά,

στου χρόνου μου πέτα τα τη ρωγμή

μέχρι τη ρίζα μου να φτάσει η δροσιά. (…)

Active Member  «Χρονορωγμή»

 

1-9-2020
Βαγγέλης Μητράκος

 

*Οι φωτογραφίες είναι από το σπίτι της θείας μου της Ιουλίας στο Ν. Κόσμο







  



Οδός Εμπόρων