Τετάρτη, 4 Δεκεμβρίου 2024
«Στους απελευθερωτικούς αγώνες μαζί, στα δικαιώματα χωριστά, διατηρώντας άδικους κι αντισυνταγματικούς αποκλεισμούς»
Ο ακριβής
αριθμός των Μικρασιατών που ήλθαν στην Ελλάδα για την Επανάσταση του ’21 είναι
δύσκολο να προσδιορισθεί. Απ’ τις Κυδωνιές ήλθαν περίπου 25.000 - 30.000.
Άγνωστος παραμένει ο αριθμός αυτών που ήλθαν από τις άλλες περιοχές της Μικράς
Ασίας. Είναι διαπιστωμένο πως πριν την καταστροφή των Κυδωνιών, πολλοί
Μικρασιάτες κατέφυγαν στα Ψαρά προερχόμενοι από πολλές περιοχές του
εσωτερικού της Μικράς Ασίας,
προσπαθώντας να σωθούν απ’ τους διωγμούς που ξέσπασαν μετά την κήρυξη της
Επανάστασης. Η υποδοχή τους στη μητέρα Ελλάδα άλλοτε ήταν ανθρωπιστική, άλλοτε
επιφυλακτική και σε λίγες περιπτώσεις εχθρική. Αρκετοί
Μικρασιάτες ήλθαν κυρίως στις Κυκλάδες επειδή αρκετά από τα νησιά αυτά (Σύρος,
Τήνος, Νάξος) τελούσαν υπό γαλλική προστασία και παρακολούθηση της εκκλησίας
της Ρώμης, λόγω των καθολικών κατοίκων. Λόγω των παραπάνω τα νησιά αυτά ήταν
εξασφαλισμένα από πολεμικές επιχειρήσεις του τουρκικού στρατού. Τα
σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας είχαν
σχέση με τη διαβίωση, την εγκατάσταση και την διατροφή τους. Απ’ όλους τους
πρόσφυγες πιο πολύ δυσκολεύθηκαν οι Κυδωνιείς διότι αναγκάστηκαν σε βίαιο
εκπατρισμό. Οι υπόλοιποι είχαν προετοιμάσει την αναχώρηση τους κι είχαν μαζί
τους τα πολυτιμότερα πράγματα τους. Απ’ τους Έλληνες
που βοήθησαν τους πρόσφυγες στη διαβίωση τους, ξεχωρίζει η περίπτωση του Ιωάννη
Βαρβάκη, μεγάλου εθνικού ευεργέτη και γενναίου ναυμάχου την περίοδο των
Ορλωφικών. Έχοντας βιώσει κι αυτός την προσφυγιά στη Ρωσία, ήλθε στην Ελλάδα κι
ανέλαβε τη συντήρηση επί εξάμηνο και την ένδυση με διπλά ενδύματα των προσφύγων
από την Κρήτη και τις Κυδωνιές που βρέθηκαν στην Αθήνα. Στα αρνητικά
συμβάντα έχει καταγραφεί το γεγονός ότι στο νησί του Πόρου οι Κυδωνιείς και ο
Μοσχονησιώτες αγνοούνταν κατά τη διανομή των συσσιτίων και των τροφίμων. Στην
Αίγινα οι τοπικές αρχές είχαν την ιδέα να επιβάλουν φόρο διαμονής σε Κυδωνιείς
και Μοσχονησίους που ήταν πολυάριθμοι. Μέτρο σκληρό κι άδικο για ανθρώπους
πάμφτωχους και στερούμενους των πάντων. Δυστυχώς υπήρξαν και περιπτώσεις που
πρόσφυγες υπήρξαν θύματα ληστρικών
επιθέσεων και λεηλασιών. Η Ελλάδα
οδεύοντας προς την ελευθερία της μέσα από την Επανάσταση, είχε μεταξύ άλλων
προβλημάτων να επιλύσει δύο ζητήματα. Τη διαμόρφωση των ορίων της επικράτειας
και τον καθορισμό της έννοιας της ιθαγένειας. Ο φόρος αίματος
αλλά και τα χρήματα που είχαν προσφέρει οι Μικρασιάτες στον Αγώνα, τους έδινε
αναμφισβήτητα το δικαίωμα να διεκδικούν ουσιαστικά πολιτικά και ατομικά
δικαιώματα στο υπό διαμόρφωση νέο ελληνικό κράτος. Η επιφυλακτική στάση όμως
των επαναστατικών κυβερνήσεων δεν επέτρεψε την αυτοτελή εκπροσώπηση τους στις
Εθνοσυνελεύσεις. Η στάση αυτή υπαγορευόταν από καθαρά πολιτικά κριτήρια. Στο θέμα της
ιθαγένειας υπήρχε το ζήτημα διαχωρισμού μεταξύ γηγενών και επυλύδων. Για να
γίνει η διάκριση αυτή, ήλθαν αντιμέτωπες δύο βασικές αρχές. Η αρχή του εδάφους
(της εντοπιότητας) και η αρχή της εξ αίματος καταγωγής. Στο ζήτημα αυτό υπήρχε
και υποκίνηση από συμφέροντα παντός είδους. Το Σύνταγμα της Επιδαύρου της 1ης
Ιανουαρίου 1822 αναγνώρισε την ιθαγένεια στους ετερόχθονες Έλληνες με βάση την
εξ’ αίματος καταγωγή. Παρ’ όλα αυτά όμως υπήρχε πρόβλεψη για στέρηση του
δικαιώματος του εκλέγεσθαι επί δέκα έτη στους ετερόχθονες Έλληνες. Στο ίδιο
Σύνταγμα υπήρχαν άρθρα που καθόριζαν ότι μόνο οι ελεύθερες επαρχίες είχαν
δικαίωμα να εκλέγουν παραστάτες στο Βουλευτικό Σώμα. Η προσφυγοφοβία
εκδηλώθηκε εντονότερα με το νόμο ιζ’ της 9ης Νοεμβρίου 1822 περί του τρόπου
εκλογής των μελών του Βουλευτικού και του Εκτελεστικού Σώματος. Σύμφωνα με το
νόμο αυτό οι παραστάτες των επαρχιών, δηλαδή οι αντιπρόσωποι στο νομοθετικό
σώμα έπρεπε να είναι αυτόχθονες. Αν δεν ήταν αυτόχθονες έπρεπε να ήταν κάτοικοι
σε επαρχία επί πενταετία και να έχουν υποχρεωτικά και ακίνητη περιουσία. Στο Σύνταγμα της Επιδαύρου οι διατάξεις που
όριζαν ως προϋπόθεση για συμμετοχή στο Βουλευτικό Σώμα των ομογενών που είχαν
γεννηθεί πέραν του Αιγαίου, κρίνονται σαφώς αντισυνταγματικές, αφού παραβίαζαν
την αρχή της ισότητας, που το ίδιο το Σύνταγμα διακήρυσσε. Ακόμη μια σοβαρή
διάσταση της παραπάνω απόφασης, ήταν το γεγονός ότι γινόταν δυσχερέστερη η
απελευθέρωση κι άλλων ελληνικών επαρχιών, εκεί όπου συνέβαινε οι Τούρκοι να
είναι πολυαριθμότεροι. Επιπροσθέτως προκύπτει αναίρεση του εθνικού χαρακτήρα της
Επανάστασης, που εξ’ αρχής προσκάλεσε στα όπλα τους απανταχού Έλληνες
ανεξαρτήτου τόπου καταγωγής. Με δεδομένο λοιπόν ότι τα συνταγματικά και
πολιτικά δικαιώματα των Ελλήνων αναγνωρίσθηκαν σε βάση ατομική κι όχι γενική με
περιουσιακά κριτήρια η σύγκρουση με τους αυτόχθονες εξελίχθηκε σε οξεία
πολιτικοκοινωνική αντιπαράθεση. Στην
Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας το δικαίωμα εκπροσώπησης είχαν οι επαρχίες που
είχαν επαναστατήσει με πληθυσμό τουλάχιστον 25.000 ατόμων. Ήταν μια απόφαση
προδήλως αντισυνταγματική, η οποία όμως είχε ήδη παραβιασθεί αφού είχε
επιτραπεί το δικαίωμα της εκπροσώπησης στους Σουλιώτες, τους Θεσσαλούς, τους
Ψαριανούς κ.α. Οι Μικρασιάτες βέβαια έμειναν για μια ακόμη φορά χωρίς
εκπροσώπηση… Στη Δ’ Εθνική
Συνέλευση του Άργους ζητήθηκε από Σμυρναίους και Χιώτες της Ερμούπολης να
στείλουν εκπροσώπους. Οι αυτόχθονες όμως της Σύρου με δύο αναφορές προς τη
Συνέλευση (8 και 12 Ιουλίου 1829) καλούσαν τους πληρεξούσιους του ελληνικού
έθνους να μη δεχθούν στη Συνέλευση τους Μικρασιάτες «προς διατήρηση των τοπικών
δικαιωμάτων των αυτόχθονων». Ούτε και η επιθυμία των Κυδωνιατών της Ερμούπολης
και της Αίγινας έγινε δεκτή στη Δ’ Εθνοσυνέλευση για συμμετοχή του πληρεξουσίου
τους Ευστράτιου Πέτρου ή Πετρίδη. Η αιτιολογία ήταν πως ούτε στις προηγούμενες
Εθνοσυνελεύσεις είχαν εκπροσωπηθεί. Στους απελευθερωτικούς αγώνες μαζί, στα
δικαιώματα χωριστά, διατηρώντας άδικους κι αντισυνταγματικούς αποκλεισμούς. Ακόμη κι όταν η
υπεράσπιση των Κυδωνιατών από τον Ιωάννη Κωλλέτη είχε ως αποτέλεσμα στις 16
Ιουλίου 1829 να γίνει δεκτός ο εκπρόσωπος τους, την επόμενη μέρα με διαταγή του
Ιωάννη Καποδίστρια του απαγορεύθηκε η είσοδος. Κατά τον Απ. Βακαλόπουλο ο
Καποδίστριας στην προσπάθεια ανόρθωσης της χώρας, επιθυμούσε εξομάλυνση των
σχέσεων με την Τουρκία κι έτσι δεν δέχθηκε στο Βουλευτικό Σώμα τους Μικρασιάτες
που είχαν τουρκική υπηκοότητα. Δεν αρνήθηκε όμως «να τους προμηθεύσει όλας τας
ωφελείας». Μια δεύτερη σκέψη του Καποδίστρια ίσως ήταν ότι δεν ήθελε ν’ απογυμνωθούν τα μικρασιατικά
παράλια απ’ τον ελληνικό πληθυσμό. Έτσι όμως παγιώθηκαν οι διακρίσεις μεταξύ
αυτόχθονων κι ετερόχθονων Ελλήνων οι οποίοι παρέμειναν χωρίς κοινοβουλευτική
εκπροσώπηση. Κυδωνιάτες και
Μοσχονήσιοι ζήτησαν συμμετοχή και στην Ε’ Εθνική Συνέλευση της Προνοίας (του
Ναυπλίου) η οποία συγκροτήθηκε μετά το θάνατο του Καποδίστρια, αλλά και πάλι το
αίτημα τους απορρίφθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1831. Η εχθρική στάση έναντι των
προσφύγων κατέληξε στο περίφημο Β’ Ψήφισμα της 18ης Μαρτίου 1844 «περί
ετεροχθόνων» το οποίο απέκλειε από δημόσιες θέσεις όσους δεν είχαν γεννηθεί
στις απελευθερωμένες περιοχές που αποτέλεσαν το νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Με το ειδικό
φιρμάνι της Υψηλής Πύλης του 1832, το οποίο προέβλεπε και την επιστροφή των
περιουσιών τους, το μεγαλύτερο μέρος των Κυδωνιατών επέστρεψε στη γενέθλια γη.
Εκτός από τους Κυδωνιάτες αδιευκρίνιστο πλήθος προσφύγων είχε έλθει στην Ελλάδα
από τη Σμύρνη, εκδηλώνοντας την πρόθεση τους για μόνιμη εγκατάσταση. Στην
αναφορά τους που συνέταξαν οι Παύλος Παρασκευάς και Σπυρίδων Σκούφος, την οποία
υπέγραψαν 283 Σμυρνιοί πρόσφυγες, πρότειναν για τόπο εγκατάστασης τους τον
Ισθμό της Κορίνθου διαβλέποντας τη ναυτεμπορική εξέλιξη της περιοχής.
Υπενθύμιζαν την προσφορά τους στον Αγώνα του Έθνους, σε ανθρώπους, χρήματα
καθώς επίσης και την καταστροφή της ιδιαίτερης πατρίδας τους, της Σμύρνης.
Τόνιζαν επίσης τα δημοσιονομικά οφέλη που θα προέκυπταν από την ανάπτυξη της
γεωργίας, της βιοτεχνίας και των εμπορικών συναλλαγών της νέας πόλεως
υπενθυμίζοντας παράλληλα τη συγκατάθεση της Συνέλευσης για εγκατάσταση των
Ψαριανών στις ακτές της Νότιας Εύβοιας. Η
Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας κατ’ αρχήν έκανε δεκτό το αίτημα των Σμυρναίων.
Συγκροτήθηκε επιτροπή που κατάρτισε Σχέδιο Ψηφίσματος που προέβλεπε εγκατάσταση
των Σμυρναίων στην περιοχή του Ισθμού της Κορίνθου σε έκταση που θα καθοριζόταν
απ’ την Εθνοσυνέλευση με ταυτόχρονη εικοσαετή απαλλαγή από το φόρο της δεκάτης.
Δυστυχώς όμως τα νομοθετήματα και τα διατάγματα που θα ρύθμιζαν την υλοποίηση
κι όλες τις παραμέτρους της εγκατάστασης ουδέποτε εξεδόθησαν. Οι Σμυρναίοι
επέμειναν με δεύτερη αναφορά τους προς τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια στις 31
Ιουλίου 1829 χωρίς όμως ανταπόκριση. Βασικές αιτίες ματαίωσης της Νέας Σμύρνης
ήταν η αντίδραση των κατοίκων του Σοφικού οι οποίοι διεκδικούσαν τις παραχωρητέες
εκτάσεις για λογαριασμό τους, η παράλληλη προσπάθεια του Αμερικάνου φιλέλληνα
Σάμουελ Χάου να ιδρύσει οικισμό
προσφύγων στο Εξαμίλι Κορινθίας και οι επιφυλάξεις του Καποδίστρια που
προωθούσε την επιστροφή των Μικρασιατών στις πατρίδες τους επειδή όπως ειπώθηκε
παραπάνω πίστευε ότι δεν έπρεπε ν’ απογυμνωθεί η μικρασιατική γη από τους
Έλληνες. Τελικά πολλοί
απ’ τους πρόσφυγες επέστρεψαν στην πατρίδα τους, στην Ιωνία, τη Βιθυνία και σ’
άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας. Άλλοι εγκαταστάθηκαν στην ελεύθερη πλέον
Ελλάδα, ιδίως στην Ερμούπολη όπου η ναυτεμπορική κίνηση γνώριζε ραγδαία άνοδο.
Με το δημιουργικό τους πνεύμα και την
εργατικότητα τους στρεφόμενοι ιδίως στα ελεύθερα επαγγέλματα συνέβαλαν
τα μέγιστα στην ανάπτυξη του νέου ελληνικού κράτους. Θεοφάνης Λάζαρης Πηγή: Η Μικρά Ασία στην Επανάσταση του 1821. Η συμβολή των
Μικρασιατών στον εθνικό αγώνα. Τάκης Σαλκιτζόγλου. Έκδοση Ιδρύματος Μείζονος
Ελληνισμού, Αθήνα, 2010.