Vekrakos
Spartorama | «Το έπος του ’40 με τον ΜΙΚΡΟ ΗΡΩΑ», από τον Βαγγέλη Μητράκο

«Το έπος του ’40 με τον ΜΙΚΡΟ ΗΡΩΑ», από τον Βαγγέλη Μητράκο

Ευάγγελος Μητράκος 16/11/2021 Εκτύπωση Άρθρα Ιστορία Κοινωνία
«Το έπος του ’40 με τον ΜΙΚΡΟ ΗΡΩΑ», από τον Βαγγέλη Μητράκο
«Μου φτάνει πως μεγάλωσα με σένα»
Οδός Εμπόρων

Εμείς, τα παιδιά του ’50 και του ’60, μάθαμε για τον πόλεμο του ’40, για την κατοχή και την Αντίσταση, από τον φίλο μας τον Γιώργο Θαλάσση, τον επονομαζόμενο Παιδί Φάντασμα και Μικρό Ήρωα.

Κάθε Πέμπτη, όποιο παιδί είχε μαζέψει 2 δραχμές χαρτζιλίκι, πήγαινε στο βιβλιοχαρτοπωλείο του ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ, στην Παλαιολόγου, στο κέντρο της Σπάρτης, για να πάρει το καινούριο τεύχος του Μικρού Ήρωα και να του λυθεί η αγωνία για την ιστορία που είχε ξεκινήσει στο προηγούμενο τεύχος, αλλά είχε μείνει ανοιχτή.

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ, όπως έγραφε στην προτελευταία σελίδα κάθε τεύχους ήταν: «Το καλύτερο περιοδικό αυτοτελών περιπετειών πολέμου και κατοχής, κατασκοπείας και δράσεως» κι αυτή ήταν η αλήθεια. Κανένα παιδικό περιοδικό στην ιστορία των ελληνικών εκδόσεων δεν μπόρεσε όχι να φτάσει αλλά ούτε καν να πλησιάσει (τουλάχιστον) τον ΜΙΚΡΟ ΗΡΩΑ.

Στη γειτονιά όλη η παρέα περίμενε ανυπόμονα την άφιξη του νέου ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΩΑ κι όταν αυτός ερχόταν πέφτανε όλοι απάνω  για να τον διαβάσουνε. Ένας ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΑΣ πέντε-έξι (ή και περισσότερα) κουρεμένα κεφάλια από πάνω του να ρουφάνε αχόρταγα της περιπέτειες και τα κατορθώματα του ατρόμητου Ελληνόπουλου στον αγώνα του κατά των Γερμανών, Ιταλών και Βουλγάρων κατακτητών. Πρώτα διαβάζαμε τον ΜΙΚΡΟ ΗΡΩΑ και μετά τα μαθήματα του σχολείου. Κι ήταν αυτό μια αιτία (μαζί με την κακή αντίληψη που υπήρχε γενικώς, τότε, για τα εξωσχολικά βιβλία) που οι γονείς μας, πολλές φορές, μας τα έσκιζαν κι εμείς είμαστε αναγκασμένοι, τότε, να τα κρύβουμε σε απίθανες κρυψώνες, αφού μας ήταν αδιανόητο να γλιτώνει ο ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΑΣ από τους βάρβαρους και σκληρούς κατακτητές και να «πεθαίνει» στα χέρια ενός νευριασμένου πατέρα.


Από τις πρώτες αράδες της ιστορίας κάθε τεύχους έμπαινες αμέσως στην ατμόσφαιρα της εποχής και γινόσουν μέρος της υπόθεσης και της δράσης που θα ακολουθούσε. Κάθε εξώφυλλο του ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΩΑ που άνοιγε, γινόταν μια πόρτα του χρόνου, η οποία σε έμπαζε σε μιαν άλλη πραγματικότητα από εκείνη που ζούσες καθημερινά: 

«Είναι βραδάκι. Ένα γλυκό καλοκαιρινό βράδυ από εκείνα που γοητεύουν τους επισκέπτες της Αθήνας. Ένα βράδυ γεμάτο ομορφιά και ρομαντισμό. Οι ποιητές έχουν τραγουδήσει με μουσικούς στίχους τα βράδια της Αθήνας.

Κανένας όμως από τα πλήθη που κυκλοφορούν εις τους δρόμους δεν προσέχει το όμορφο βράδυ. Κανένας δεν έχει όρεξη για ομορφιά και για ρομαντισμό.

Η Αθήνα στενάζει κάτω από την μπότα του γερμανού και η πείνα θερίζει τους Αθηναίους. Καθώς περπατούν στο δρόμο, άνθρωποι παραπατούν ξαφνικά, πέφτουν και μένουν ασάλευτοι, νεκροί, με τα σπλάχνα τους φαγωμένα από την πείνα!

Οι άλλοι προσπερνούν αδιάφορα. Έχουν πια συνηθίσει στο φριχτό αυτό θέαμα του θανάτου και η καρδιά τους έχει γίνει σκληρή σαν πέτρα.

Ανάμεσα στους αποσκελετωμένους αυτούς ανθρώπους που φαίνονται βγαλμένοι από την ίδια την κόλαση περπατάει ένα χοντρό παιδί με κοντόσγουρα μαλλιά…»

 

Αφού τέλειωνε το διάβασμα της νέας περιπέτειας του Παιδιού-Φάντασμα, διαβάζαμε στο τέλος και τον τίτλο του επόμενου τεύχους μαζί και την περίληψη της νέας περιπέτειας γραμμένη με τόσο αριστοτεχνικό τρόπο ώστε να μας κεντρίζει το ενδιαφέρον και όλη τη βδομάδα να περιμένουμε με αγωνία την επόμενη Πέμπτη για να πάρουμε το νέο τεύχος στα χέρια μας: 

«Σκοτώθηκε από την έκρηξη ο εγκληματίας Χίτλερ; Εξοντώθηκε ο δολοφόνος βασανιστής Κόρακας;

Την απάντηση στα ερωτήματα αυτά θα την πάρετε στο ερχόμενο τεύχος, το 60, που θα κυκλοφορήσει την ερχόμενη εβδομάδα με τον τίτλο:

Ο ΤΥΡΑΝΝΟΣ ΓΟΝΑΤΙΖΕΙ!

Είναι ένα αριστουργηματικό τεύχος, όπου το γέλιο σμίγει με το δάκρυ, το κωμικό συντροφεύεται από το τραγικό, ο ηρωισμός κάνει παρέα με την προδοσία!

Ο ΤΥΡΑΝΝΟΣ ΓΟΝΑΤΙΖΕΙ!

Ένα υπέροχο τεύχος που πρέπει να διαβαστεί από κάθε Ελληνόπουλο!»

 

Τέλος, διαβάζαμε και τη στήλη της αλληλογραφίας, όπου ο ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΑΣ απαντούσε στον καθένα από τους χιλιάδες αναγνώστες-παιδιά απ’ όλη την Ελλάδα, που ζητούσαν πληροφορίες ή προηγούμενα τεύχη που «είχαν χάσει» και έστελναν μηνύματα στον Γιώργο και στην Κατερίνα ιδιαίτερα στον αγαπημένο τους Σπίθα.

Ο Στέλιος Ανεμοδουράς (1917-2000), ο συγγραφέας του ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΩΑ, (αχώριστος συνεργάτης του ο ζωγράφο Βύρων Απτόσογλου ( 1923-1990) που έκανε τα υπέροχα και υποδειγματικά μαυρόασπρα σκίτσα σε κάθε τεύχος), είχε καταφέρει να πιάσει τον σφυγμό των Ελληνόπουλων της εποχής και να χτίσει μια ζεστή και αληθινή σχέση φιλίας με τους αναγνώστες του περιοδικού του έτσι ώστε όταν μας έγραφε στο οπισθόφυλλο του τεύχους ένα μήνυμα, εμείς το ενστερνιζόμαστε και το κάναμε δική μας υπόθεση. Ουσιαστικά, ο ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΑΣ γινόταν δικός μας και άλλου κανενός: 

«Καθήκον κάθε Ελληνόπουλου

Είναι να διαδίδει τον «ΜΙΚΡΟ ΗΡΩΑ». Το θρυλικό ανάγνωσμα, που κάνει τόσες καρδιές να χτυπούν, πρέπει να διαβάζεται από τα παιδιά όλης της Ελλάδος:

Αυτό είναι το Καθήκον κάθε Ελληνόπουλου»

 

Κι ύστερα, αφού αποδιαβάζαμε το νέο τεύχος, ο ένας μετά τον άλλο της παρέας «δανειζότανε» τον ΜΙΚΡΟ ΗΡΩΑ για να τον διαβάσει και στο σπίτι του. Κι ο ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΑΣ, σαν καλός μουσαφίρης, μπαινόβγαινε σ’ όλα τα σπίτια και μπόλιαζε τα παιδιά (αλλά και τους μεγάλους) με το πνεύμα της Αγάπης για την Πατρίδα και την Ελευθερία και για τα Ιδανικά που πολέμησαν οι Έλληνες μέσα στην Ιστορία: 

«Ο Τσακιριάς, ο τρομερός «Βούλγαρος», ο φοβερός πράκτωρ της Βουλγαρίας, που έχει ορκιστεί να μεταβάλει την ελληνική Μακεδονία σε βουλγαρική κοιτάζει τον αιχμάλωτο Γιώργο με μίσος και μανία εκδικήσεως.

-Μου χάλασες τα σχέδια άτιμο Ελληνόπουλο! Εξαιτίας σου οι στρατιώτες μου έχουν τρομοκρατηθεί τόσο πολύ ώστε δεν τολμούν πια να πολεμήσουν εναντίον Ελλήνων πατριωτών!

Το Παιδί-Φάντασμα χαμογελάει περιφρονητικά.

-Δεν αμφιβάλλω! Λέει σαρκαστικά. Οι τύραννοι μεταβάλλονται πάντα σε αρνάκια όταν αντιμετωπίζουν την οργανωμένη αντίσταση των θυμάτων τους!

Ο Τσακιριάς σηκώνει το μαστίγιο και το κατεβάζει πάνω στο κορμί του Γιώργου, κομματιάζοντας τα ρούχα του και αυλακώνοντας τη σάρκα του. Μα το στόμα του Ελληνόπουλου μένει κλειστό και από το λαρύγγι του δε βγαίνει ούτε ένα βογγητό πόνου.

Μανιάζει ο Βούλγαρος και τον ξαναχτυπάει.

-Φώναξε «Ζήτω η Βουλγαρία!» του λέει.

Ο Γιώργος ανοίγει το στόμα του και φωνάζει:

-Ζήτω η Ελλάς! Ζήτω η Ελευθερία!»

 

Όταν στο ράφι μαζεύονταν ικανά τεύχη του ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΩΑ, όποιο παιδί είχε οικονομική δυνατότητα (αφού πρώτα ενημέρωνε τον μπαμπά του αν άντεχε το έξοδο) έστελνε ταχυδρομικά τα τεύχη στη διεύθυνση του ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΩΑ στην Αθήνα (οδός Λέκκα 22) και ύστερα από κάποιες μέρες του τα επέστρεφαν δεμένα σε χρυσοπανόδετο τόμο.

 

Η επιτυχία του ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΩΑ ήταν πώς ο συγγραφέας του, ο Στέλιος Ανεμοδουράς, έπιασε τον σφυγμό των παιδιών εκείνης της εποχής, του ’50 και του ’60, μιας εποχής που είχε ανάγκη από οράματα, ελπίδες και δρόμους διαφυγής από τη σκληρή καθημερινότητα, η οποία δεν διέφερε και πολύ (κοινωνικά και οικονομικά) από εκείνη της κατοχής. Τα παιδιά της εποχής εκείνης είχαν ανάγκη να πιστέψουν σε κάποιον, κάποιον να εμπιστευθούν, σε μια σχέση που θα ήταν για πάντα έντιμη και αληθινή. Ο Γιώργος Θαλάσσης, ο Μικρός Ήρωας, ήταν αυτός ο κάποιος. Η ταύτιση των παιδιών μαζί του ήταν τέτοια, ώστε ακόμα και παιχνίδια είχαν δημιουργήσει στις γειτονιές, στα οποία μιμούνταν τους ήρωες του περιοδικού.

Ο Στέλιος Ανεμοδουράς δεν θέλησε να τοποθετήσει το περιοδικό του ιδεολογικά στη μια ή στην άλλη πλευρά. Γι’ αυτό οι αναφορές του στην Αντίσταση γίνονται με τρόπο που αφορούν ολόκληρο τον Ελληνικό Λαό και όχι κάποιες από τις οργανώσεις που έδρασαν τότε. Σκοπός του δεν ήταν να διχάσει τα Ελληνόπουλα, αλλά να πετύχει την ανάδειξη αισθήματος πατριωτικής υπερηφάνειας και ομόνοιας, κάτι που πίστευε ότι είχε τόσο ανάγκη η «φουρνιά» των νεαρών, κυρίως, αναγνωστών εκείνης της δύσκολης εποχής. Ο ΜΚΡΟΣ ΗΡΩΑΣ ήταν γραμμένος σε ένα ύφος επικό, με μια λιτή και κατανοητή γλώσσα, στην οποία καμιά λέξη δεν πήγαινε χαμένη. Έμοιαζε, κάπως, σαν εκείνες τις ιστορίες που έλεγαν οι γιαγιάδες στα εγγόνια τους πλάι στο τζάκι τα βράδια του χειμώνα ή στις ρούγες της γειτονιάς τα καλοκαίρια. Ήταν τόσο έντονα τα μηνύματα Φιλοπατρίας, Αντίστασης και Ελευθερίας του ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΩΑ, ώστε θεωρήθηκε επικίνδυνος από τους  Άγγλους στην περίοδο που είχαν ακόμα στην κατοχή τους την Κύπρο και απαίτησαν να μην κυκλοφορεί το περιοδικό στην Κύπρο, με αποτέλεσμα να απειληθεί διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ Ελλάδας και Μεγάλης Βρετανίας. Για τους ίδιους λόγους ο ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΑΣ θεωρήθηκε επικίνδυνος ΚΑΙ για τη δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967, η οποία, στα 1968, κι ενώ ο ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΑΣ είχε εκδώσει το υπ’ αριθμ. 798 τεύχος του, διέκοψε την έκδοσή του. Βλέπεις ο Μικρός Ήρωας, ήταν ένας 14χρονος πιτσιρικάς, που αντιμετώπιζε κοιτάζοντας στα μάτια των κατακτητή χωρίς να τον φοβάται. Ένα ιδανικό που σίγουρα οι συνταγματάρχες θα φοβόντουσαν μην τυχόν και ριζώσει στα μυαλά των νέων της εποχής. Τελικά, βρήκαν μπροστά τους τον ΜΙΚΡΟ ΗΡΩΑ στο ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ, τον Νοέμβριο του 1973.

Με το κοντό του παντελόνι και το κοντομάνικο πουκάμισο (γι’ αυτόν δεν υπήρχαν εποχές) ο Γιώργος Θαλάσσης, ένα έφηβο παιδί, ορφανό από πατέρα, αποφασίζει να δώσει τον υπέρ-πάντων αγώνα για την απελευθέρωση της Ελλάδας από το ζυγό των κατακτητών, κατά τη διάρκεια της τριπλής κατοχής της Ελλάδας, από Γερμανούς, Ιταλούς και Βούλγαρους. Ένα Ελληνόπουλο, ο Γιώργος Θαλάσσης, που τόλμησε να τα βάλει με την δυνατότερη πολεμική μηχανή της εποχής. Δεν έχει κλείσει τα 18, αλλά ζει την κάθε του περιπέτεια σαν να είναι η τελευταία, οραματιζόμενος μία ελεύθερη Ελλάδα.


Όλα ξεκίνησαν στις 24 Φεβρουαρίου του 1953 όταν  εκδόθηκε το τεύχος Νο 1 του ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΩΑ με τίτλο «Ελεύθερος Σκλάβος», σε κείμενα του Στέλιου Ανεμοδουρά με το ψευδώνυμο «Θάνος Αστρίτης» και με σχέδια του Βύρωνος Απτόσογλου: 

«Είναι νύχτα. Μια ξάστερη, γλυκιά ανοιξιάτικη νύχτα. Χιλιάδες ασημένια άστρα τρεμοπαίζουν γλυκά πάνω από την κοιμισμένη Αθήνα, σαν να προκαλούν τους κατοίκους της να βγουν έξω και να χαρούν την ομορφιά της νύχτας. Μα οι κάτοικοι τής Αθήνας δεν βγαίνουν από τα σπίτια τους Ξέρουν ότι μέσα στη γλυκιά νύχτα παραμονεύει ο θάνατος!

Δεν είναι ελεύθεροι! Είναι σκλάβοι πού στενάζουν κάτω από την μπότα του σκληρού Γερμανού και το μαστίγιο τού νικημένου Ιταλού! Είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους και περιμένουν. Περιμένουν με αγωνία μήπως ακούσουν το χτύπημα του θανάτου, το χτύπημα των Γερμανών στην πόρτα τους!

Και περιμένουν με λαχτάρα τη Μεγάλη Στιγμή, όταν πίσω από τα μαύρα σύννεφα τής σκλαβιάς θα ξεπηδήσει ο ήλιος της Ελευθερίας!..»

Οι Γερμανοί καταδιώκουν πυροβολώντας ενός Έλληνα Αντιστασιακού με το ψευδώνυμο ΙΚΑΡΟΣ. Μετά από ανταλλαγή πυροβολισμών ο ΙΚΑΡΟΣ τραυματίζεται βαριά. Λίγο πριν πεθάνει σκύβει επάνω του ένα Ελληνόπουλο:

«Είναι ένα παιδί. Ένα μελαχρινό παιδί δώδεκα ή δεκατριών χρονών, με μαύρα μαλλιά, γεροδεμένο σώμα και πονηρό προσωπάκι. Τα μάτια του λάμπουν ζωηρά από αγωνία μέσα στο σκοτάδι.

Το παιδί γονατίζει κοντά στον “Έλληνα πράκτορα. Δυο πικρά, καφτά δάκρυα κυλούν από τα μάτια του και σταλάζουν πάνω στο πρόσωπο του νεκρού.

Το παιδί πού μένει κάπου εκεί κοντά, είχε ακούσει τούς πυροβολισμούς και είχε τρέμει για να δει τι συνέβαινε.

Έτσι είχε παρακολουθήσει, κρυμμένο πίσω από τον τοίχο, τη συμπλοκή και το θάνατο τού Έλληνα κατασκόπου!

Η ψυχή του, ψυχή ενός περήφανου Ελληνόπουλου που διψάει για Ελευθερία, ματώνει από πόνο καθώς σκύβει πάνω στο θύμα των τυράννων.»

Ο ετοιμοθάνατος ΙΚΑΡΟΣ προλαβαίνει να δώσει κάποιες οδηγίες στο Ελληνόπουλο προκειμένου να αποφευχθεί η σύλληψη πατριωτών Ελλήνων τα ονόματα των οποίων βρίσκονταν σε έναν κατάλογο που είχε πάνω του και που τον πήραν οι Γερμανοί. Το Ελληνόπουλο με λυγμούς κλείνει τα μάτια του νεκρού πατριώτη:

«Έπειτα, με το χέρι ακουμπισμένο στο στήθος τού νεκρού κάνει έναν όρκο:

— Εγώ, ο Γιώργος Θαλάσσης, ορκίζομαι να αφιερώσω τη ζωή μου στην υπηρεσία της πατρίδας μου! Ορκίζομαι να κάνω ό,τι μπορέσω για να προστατεύσω τούς συμπατριώτες μου από τούς απάνθρωπους τυράννους! Ορκίζομαι να πολεμήσω εναντίον των βαρβάρων  επιδρομέων, ώσπου να δω την Ελλάδα ελεύθερη και ευτυχισμένη!»

 

Κι αυτόν τον ιερό όρκο τον τίμησε ο Γιώργος Θαλάσσης, από το 1ο ως το 798ο  τεύχος του ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΩΑ, επί 15 ολόκληρα χρόνια, βάζοντας της ζωή του, με θαυμαστή αυταπάρνηση, στην υπηρεσία της σκλαβωμένης Ελλάδας:

«Και τότε η ψυχή του Γιώργου γεμίζει απόγνωση. Οι αντίπαλοί του έχουν προχωρήσει πολύ και βρίσκονται σε πολύ μικρή απόσταση από τις θέσεις των παιδιών! Η ζωή τους κινδυνεύει άμεσα. Αν επρόκειτο μόνο για τη δική του ζωή, το Παιδί-Φάντασμα δε θα νοιαζόταν σχεδόν καθόλου. Ξέρει ότι στον πόλεμο αυτόν για την Ελευθερία των λαών του κόσμου, έχει τάξει τη ζωή του στην υπηρεσία του καλού και του Δικαίου και ότι αργά ή γρήγορα θα πέσει νεκρός, χτυπημένος από εχθρικό βόλι, όπως έπεφταν άλλοτε νεκροί στη μάχη οι ήρωες πρόγονοί του. Δεν θέλει όμως να πεθάνουν η Κατερίνα, το πιο αγαπημένο πρόσωπο που υπάρχει γι’ αυτόν στον κόσμο, και ο Σπίθας, το παιδί με το αχόρταγο στομάχι και το καθυστερημένο μυαλό.»

Ο Μικρός Ήρωας ήταν ένα παιδί με προικισμένο μυαλό, καλογυμνασμένος, με μεγάλη καρδιά και ψυχή γεμάτη αγάπη και καλοσύνη, που έδωσε όλο του το «είναι» στην Ελλάδα και στην Αντίσταση. Ήξερε πολλές γλώσσες, μπορούσε να οδηγεί από αυτοκίνητο και μοτοσικλέτα έως αεροπλάνο και πλοίο, ήταν άσσος στο σημάδι με το πιστόλι ή το αυτόματο (αν και η μεγαλοψυχία του τον έκανε να τα χρησιμοποιεί μόνο σε μεγάλη ανάγκη κι όταν δεν γινόταν διαφορετικά), μπορούσε να αποκρυπτογραφεί μηνύματα του εχθρού, γνώριζε να κατασκευάζει αλλά και να απασφαλίζει νάρκες και βόμβες, χειριζόταν με δεξιοτεχνία το αλεξίπτωτο, γινόταν βατραχάνθρωπος όποτε χρειαζόταν, γνώριζε άριστα τις πολεμικές τέχνες κ.α.π.: 

«-Κρούγκερ! Λέει ο Ζίου Ζίτσου. Περιποιήσου τον!

Ο Γίγαντας παρατάει το Ελληνόπουλο και η γροθιά του ταξιδεύει στον αέρα σαν πύραυλος και πηγαίνει να εκραγεί πάνω στο πρόσωπο του Παιδιού Φάντασμα. Μόνο που δεν πετυχαίνει το στόχο της. Γιατί ένα δέκατο του δευτερολέπτου νωρίτερα, το Ελληνόπουλο παραμερίζει αποφεύγοντας το χτύπημα και με τη μύτη του παπουτσιού του δίνει ένα απότομο χτύπημα στο κόκαλο της γάμπας του Γερμανού.

Ο Κρούγκερ διπλώνεται στα δύο ουρλιάζοντας από τον πόνο και το χέρι του Γιώργου, με την παλάμη τεντωμένη κατεβαίνει σαν σπαθί στο σβέρκο του. Ο γίγαντας βογκάει σαν βόδι, σωριάζεται χάμω και μένει ασάλευτος.»

 

Πάνω του, το Παιδί Φάντασμα έχει μυστικά όπλα κι εξοπλισμό (λεπτό συρματόσχοινο με γάντζο για να σκαρφαλώνει όπου χρειάζεται, αντικλείδι που ανοίγει όλες τις κλειδαριές, μικροσκοπική φωτογραφική μηχανή, πριονάκι που κόβει ακόμα και ατσάλι μέσα στο ρολόι του… :

«Είναι τυχερός ο Γιώργος που οι Γερμανοί και οι Ιταλοί δεν σκέφτηκαν να του πάρουν το ρολόι. Γιατί κάτω από το καπάκι του, το δαιμόνιο Ελληνόπουλο έχει κρύψει  ένα μικροσκοπικό πριονάκι, που μπορεί να κόψει με αρκετή ευκολία σύρματα και σχοινιά. Τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού πιάνουν με απέραντη προσοχή το πριονάκι από τη μια του άκρη.(…) Δέκα λεπτά αργότερα, το σκοινί που δένει το αριστερό του χέρι έχει κοπεί. Το πριονάκι περνάει από το δεξιό χέρι στο αριστερό και συνεχίζει τη δουλειά. Άλλα δέκα λεπτά και το δεξιό χέρι είναι κι αυτό ελεύθερο. Είναι παιχνιδάκι τώρα το να απαλλαγεί από τα υπόλοιπα σκοινιά που δένουν το κορμί του πάνω στην καρέκλα.»

Η Πίστη στο Θεό είναι η μεγάλη δύναμη του Παιδιού Φάντασμα. Σε κάθε δύσκολη στιγμή προσεύχεται και ζητά τη βοήθειά Του: 

«Θεέ μου, σκέπτεται το Παιδί-Φάντασμα, βοήθησέ με! Δώσε μου τη δύναμη να νικήσω τον αντίπαλό μου και να σώσω την Κατερίνα, το αθώο αυτό και αγνό κορίτσι, που οι κακούργοι θέλουν να βασανίσουν!

Και καταβάλλοντας μια υπέρτατη προσπάθεια, κατορθώνει να αρπάξει τον Σεϊτάν Αλαμάν από το λαιμό και να χτυπήσει το κεφάλι του χάμω με δύναμη.

Το χτύπημα είναι τόσο δυνατό, ώστε ο σαμποτέρ του Χίτλερ χάνει τις αισθήσεις του.»

 

Η καρδιά του Γιώργου Θαλάσση, του Μικρού Ήρωα, ήταν τόσο αγνή και μεγαλόψυχη που λυπόταν ακόμα και τους πιο αδυσώπητους εχθρούς του και τους χάριζε τη ζωή, όταν ήταν σε κατάσταση που δεν μπορούσαν να αμυνθούν: 

«Ο Γιώργος προχωρεί με σταθερό βήμα προς τον Κόρακα που είναι ξαπλωμένος χάμω, αναίσθητος πάντα. Βγάζει το πιστόλι του και το χαμηλώνει στρέφοντας την κάννη προς τα κάτω. (…) Η Κατερίνα γυρίζει αλλού τα πρόσωπό της κλείνοντας τα μάτια. Μα δεν αντηχεί κανένας πυροβολισμός. Ο Γιώργος χωρίς να τραβήξει τη σκανδάλη, βάζει πάλι το πιστόλι στην τσέπη του μουρμουρίζοντας:

-Δεν μπορώ! Μου είναι αδύνατον να πυροβολήσω εναντίον ενός δεμένου, αναίσθητου και ανυπεράσπιστου ανθρώπου, όσο τρομερός εγκληματίας κι αν είναι! Πάμε παιδιά!»

Στη μεγάλη και αγνή καρδιά του Γιώργου υπάρχει και μια, επίσης, μεγάλη και αγνή αγάπη για τη σύντροφό του στον αγώνα εναντίον των κατακτητών, την Κατερίνα: 

«Μια παράξενη έκφραση σχηματίζεται στο πρόσωπο της Φροϋλάιν «Χ».

-Τόσο πολύ, λοιπόν, την αγαπάς, Γιώργο Θαλάσση; Κι όμως είναι ένα ασήμαντο κοριτσάκι, που δεν ταιριάζει καθόλου σ’ ένα δυναμικό και ατρόμητο ήρωα σαν εσένα!

Το πρόσωπο του Γιώργου γίνεται κατακόκκινο από θυμό.

-Πάψε! Φωνάζει άγρια. Δεν είσαι άξια ούτε το όνομα της Κατερίνας να προφέρεις! Η Κατερίνα έχει την πιο γενναία ψυχή που έχει δημιουργήσει ποτέ ο Θεός! (…)

-Χα, χα, χα! Κάνει η σαμποτέρ του Χίτλερ. Είναι ερωτευμένος ο καημένος! Χα, χα, χα!»

 

Ναι, ήταν ερωτευμένοι ο Γιώργος και η Κατερίνα. Όμως μέσα σ’ αυτά τα 15 χρόνια που εκδιδόταν ο ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΑΣ και στα 798 τεύχη του, δεν άλλαξαν ούτε ένα φιλί (μόνο στο μέτωπο τη φιλούσε), ούτε μια αγκαλιά. Τους έφτανε αυτό που ζούσε μες στην καρδιά τους, η αφοσίωση του ενός στον άλλο και ο κοινός αγώνας τους για την Πατρίδα και την Ελευθερία. Και η ψυχή τους ήταν γεμάτη από ευαισθησία, τρυφερότητα, ελληνικές πατροπαράδοτες αρχές, αξίες και ιδανικά: 

«Είναι προχωρημένη η νύχτα, όταν το Παιδί-Φάντασμα με την Κατερίνα και το Σπίθα, σκαρφαλώνει στον τοίχο του νεκροταφείου από τη νότια πλευρά και πηδάει μέσα.

Ένα ρίγος διατρέχει τη σπονδυλική στήλη της Κατερίνας. Στα μάτια της, όπως και στα μάτια του Γιώργου, φαίνεται ένα δάκρυ. Οι αγαπημένοι τους γονείς κοιμούνται εκεί μέσα έναν αιώνιο ύπνο. Καταλαβαίνουν ότι είναι ιεροσυλία να διαταράξουν τη γαλήνη τους. Μα δεν μπορούν να το αποφύγουν αυτό! Η πατρίδα τους βρίσκεται σε κίνδυνο! Ολοκληρωτική εξόντωσις απειλεί την ελληνική φυλή κάτω από την μπότα των τυράννων. Και πρέπει να αγωνιστούν έστω και μέσα από τα μνήματα των γονέων τους!»

 

Ήταν τέτοιες οι ικανότητες του Παιδιού Φάντασμα, ώστε είχε καταφέρει να διεισδύσει ακόμα και στα άδυτα του Χίτλερ και να συλλάβει αιχμάλωτο το ίδιο τον Δικτάτορα, που (δυστυχώς όμως) ήταν ένας σωσίας του:

«Το Παιδί-Φάντασμα βγάζει πάλι από την τσέπη του το παράξενο εργαλείο και το προσαρμόζει στην κλειδαριά της πόρτας. Πιέζει το κουμπάκι και η πόρτα υποχωρεί μ’ ένα ελαφρό, σχεδόν ανεπαίσθητο ήχο. Από το άνοιγμά της βλέπουν ένα μεγάλο γραφείο. Πίσω από ένα βαρύ τραπέζι φορτωμένο με χαρτιά και καλαμάρια είναι καθισμένος ένας άντρας. Ο άντρας αυτός είναι εκείνος που έχει αιματοκυλίσει την ανθρωπότητα! Είναι ο υπαίτιος του θανάτου εκατομμυρίων ανθρώπινων πλασμάτων και της δυστυχίας πολλών άλλων εκατομμυρίων! Είναι ο Αδόλφος Χίτλερ, δικτάτορας της Γερμανίας!»

Ο Γιώργος Θαλάσσης, το Παιδί Φάντασμα, ήταν (μεταξύ άλλων πολλών) και αριστοτέχνης στις μεταμφιέσεις. Μέσα σε λίγα λεπτά μπορούσε να μεταμορφωθεί ο ίδιος ή να μεταμορφώσει κάποιον από τους συνεργάτες του και να πάρει ή να δώσει τα χαρακτηριστικά των αντιπάλων τους, με σκοπό να διεισδύσουν μέσα στο εχθρικό στρατόπεδο για να πάρουν πληροφορίες ή να υλοποιήσουν κάποιο αντιστασιακό σχέδιό τους: 

«Ο Γιώργος βγάζει από ένα συρτάρι ένα κουτί με κρέμες και κραγιόνια και αρχίζει να μακιγιάρει το πρόσωπο του Σπίθα.

Έπειτα από λίγες στιγμές, το πρόσωπο του Ελληνόπουλου είναι απαράλλαχτο με το πρόσωπο του Βάτραχου.

-Ωραία! Λέει το Παιδί-Φάντασμα. Δε μένει παρά να σου βάλω τα γυαλιά.

Παίρνει τα γυαλιά του Βάτραχου και τα τοποθετεί στη μύτη του Σπίθα.

-Μανούλα μου! Κάνει ο Σπίθας παραπατώντας. Ζαλίζομαι! Δεν μπορώ! Τα βλέπω όλα στραβά. Θα αλληθωρίσω!»

 

Πιστοί σύντροφοι στις προσπάθειές του ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΩΑ στέκονται η αγαπημένη του Κατερίνα, με την οποία τον συνδέει αγνή αγάπη και το "αιώνια πεινασμένο παιδί", ο ευτραφής, καλοκάγαθος «Σπίθας».

Εκτός από τους δυο αχώριστους και αφοσιωμένους συντρόφους του, το Παιδί-Φάντασμα είχε συμμάχους του, πολλές φορές, ομάδες Ελλήνων της Αντίστασης:

«Μα δεν προλαβαίνει να δώσει τις απαιτούμενες διαταγές ο Τσακιριάν, ο επικεφαλής των Βουλγάρων κατακτητών. Μέσα από την χαράδρα και από τις γύρω πλαγιές μικρές ομάδες από καβαλάρηδες ξεπροβάλλουν και ορμούν εναντίον τους. Είναι οι Έλληνες που θέλουν να εξοντώσουν εντελώς το βουλγαρικό απόσπασμα, που ήρθε να τους χαρίσει τόσο προδοτικά  το θάνατο!»

Οι Γερμανοί, οι Ιταλοί και οι Βούλγαροι κατακτητές μάταια προσπαθούσαν να εξοντώσουν τον Γιώργο Θαλάσση, ο οποίος έβρισκε πάντα τρόπους για να ξεφεύγει και να τους χτυπά αιφνιδιαστικά. Γι’ αυτό, άλλωστε, τον είχαν ονομάσει «Παιδί Φάντασμα». Προκειμένου να τελειώνουν μ’ αυτόν έστελνε ο Χίτλερ, κάθε τόσο πράκτορες με ξεχωριστές ικανότητες ο καθένας (άντρες και γυναίκες), οι οποίοι, όμως, αποτύγχαναν στις συγκρούσεις τους με τον Γιώργο, τον Σπίθα και την Κατερίνα και ύστερα από μερικά τεύχη εξοντώνονταν, για να ακολουθήσει ύστερα κάποιος άλλος. Μεταξύ των περίπου 150 εχθρικών πρακτόρων, κατασκόπων και αντιπάλων που εμφανίσθηκαν στον ΜΙΚΡΟ ΗΡΩΑ, ξεχώρισαν οι: «Σεϊτάν Αλαμάν», «Φροϊλάιν Χ», «Κόρακας», «Τζαναβάρ», «Γολιάθ», «Τσιν-Τσιν», «Γιαχαμούτο Κοτούλα», «Μαριλένα», «Πράκτωρ Ντράκουλα», «Νάνος», «Γεράκι», «Μύγα», «Ζίου Ζίτσου», «Χάμλερ», «Καμικάζι», «Βούλγαρος», «Δράκαινα», «Κόρακας», «Ντιάβολο», κ.α.

Οι μονομαχίες του Παιδιού-Φάντασμα με τους πράκτορες των κατακτητών ήταν οι κορυφαίες στιγμές δράσης που απολάμβαναν οι αναγνώστες του ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΩΑ και σκόρπιζαν ρίγη συγκίνησης και πατριωτικής έξαρσης στις καρδιές τους. Ιδιαίτερα, τη στιγμή που ο Γιώργος Θαλάσσης εξόντωνε κάποιον αντίπαλό του τα Ελληνάκια-αναγνώστες πανηγύριζαν και ξεσπούσαν σε ζητωκραυγές, με το πατριωτικό τους συναίσθημα να έχει εκτοξευτεί στα ύψη: 

«Έπειτα ο Γιαχαμούτο κι ο Χούμπερτ σηκώνουν τα ματωμένα μαστίγιά τους και κινούνται προς τα εμπρός!

Μα την ίδια στιγμή δυο βέλη ξεκινούν σφυρίζοντας από τα τόξα των δύο παιδιών. Ο Χούμπερτ πέφτει νεκρός με το λαιμό τρυπημένο πέρα για πέρα από το βέλος του Γιώργου. Το βέλος της Νίκης καρφώνεται στο μπράτσο του Γιαχαμούτο.»

 

Ο Μικρός Ήρωας ήταν ο μόνος αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης που μπορούσε να επικοινωνεί απευθείας με τον Χ-1, τον Αρχιστράτηγο των Συμμαχικών Δυνάμεων της Μέσης Ανατολής: 

«Έχουν περάσει μερικές μέρες. Ο Γιώργος Θαλάσσης είναι καθισμένος μπροστά σε μια συσκευή ασυρμάτου στο υπόγειο του νέου σπιτιού όπου έχει εγκατασταθεί μαζί με το Σπίθα.

-Εδώ Χ-1, λέει μια φωνή μέσα από τη συσκευή. Καλώ το Παιδί Φάντασμα.

-Εδώ Παιδί Φάντασμα! Απαντάει ο Γιώργος. Ακούω Χ-1.

-Συμβαίνει κάτι σοβαρό Γιώργο! (…) Απόψε τα μεσάνυχτα ακριβώς πρόκειται να προσεγγίσει στην ακτή της Γλυφάδας ένα συμμαχικό υποβρύχιο και να αποβιβάσει στη στεριά δέκα πράκτορές μας.(…)Μάθαμε όμως εδώ και λίγα λεπτά ότι οι Γερμανοί έμαθαν τι πρόκειται να συμβεί και έχουν τοποθετήσει ισχυρά αποσπάσματα σε διάφορα σημεία της ακτής για να συλλάβουν τους πράκτορές μας. Δοκιμάσαμε να ειδοποιήσουμε το υποβρύχιο, μα φαίνεται ότι ο ασύρματός του έχει πάθει κάποια βλάβη γιατί δεν απαντάει στα σήματά μας! (…)

-Τι πρέπει να κάνουμε Χ-1;

-Ο μόνος τρόπος να τους σώσουμε είναι να βρεθεί κάποιος με μια βάρκα στα ανοιχτά της Γλυφάδας ακριβώς τα μεσάνυχτα και να ειδοποιήσει το υποβρύχιο!

-Πολύ καλά Χ-1!απαντάει ο Γιώργος. Το αναλαμβάνω εγώ αυτό! Ποιο είναι το σύνθημα;

-Το σύνθημα είναι «Ανάστασις». Καλή τύχη Παιδί-Φάντασμα! Ευχαριστώ.»

 

Η δράση του Παιδιού Φάντασμα δεν περιοριζόταν μόνο στον ελληνικό χώρο. Πολλές φορές ο Γιώργος, η Κατερίνα και ο Σπίθας, με απόφαση του Γενικού Στρατηγείου στέλνονταν σε χώρες εκτός Ελλάδος, παντού όπου δινόταν ο αγώνας εναντίον των δυνάμεων του Άξονα. Έτσι αποφευγόταν η κουραστική μονοτονία και δινόταν οι ευκαιρία στους μικρούς αναγνώστες «να ταξιδέψουν» σε διάφορα μέρη του κόσμου, έτσι όπως είχανε μάθει και από τις εξωτικές και άλλες κινηματογραφικές ταινίες περιπέτειας, που ήταν η άλλη μεγάλη τους αγάπη: 

«Η ζωή που περνούν οι φίλοι μας στο Κάιρο, μετά την παρασημοφορία του Παιδιού-Φάντασμα και του Σπίθα, είναι ήσυχη κι ευχάριστη. Μένουν σε δυο δωμάτια στο κτήριο του Ελληνικού Στρατηγείου, όπου οι Έλληνες αξιωματικοί τους περιποιούνται γεμάτοι θαυμασμό για τον ηρωισμό τους.»

 

Η Κατερίνα (γνωστή επίσης και σαν Νίκη, το Κορίτσι-Φάντασμα ή Ελλάς ή Γαλάζια Θύελλα) είχε πατέρα τον Έλληνας πράκτορα ΚΕΡΑΥΝΟ που σκοτώθηκε από τους κατακτητές. Η Κατερίνα ήταν ένθερμη πατριώτισσα, δυναμική αγωνίστρια με γνώση πολεμικών τεχνών, ευαίσθητη και με αγάπη αγνή και άδολη για τον Γιώργο: 

«Η Ελλάς, η θρυλική Γαλάζια Θύελλα, η μυστηριώδης Ελληνοπούλα που μάχεται με ηρωισμό εναντίον των εχθρών της πατρίδος της στο πλευρό του Γιώργου Θαλάσση, του ξακουστού Παιδιού Φάντασμα, ταξιδεύει ολοταχώς με το αυτοκίνητό της μέσα στους νυχτωμένους και έρημους δρόμους της σκλαβωμένης Αθήνας.

Καθώς τα χέρια της σφίγγουν νευρικά το βολάν, Η Ελλάς σκέπτεται με αγωνία: «Τι έχει συμβεί στο Γιώργο; Τι έχει συμβεί στο Γιώργο;  Τι σημαίνει το τηλεφώνημα που πήρα από το Σπίθα; Πώς εξαφανίστηκε έτσι το Παιδί-Φάντασμα; Σε ποιο νέο κίνδυνο να βρίσκεται πάλι ο αγαπημένος μου;»

Η Κατερίνα ήταν ο άλλος εαυτός του Παιδιού-Φάντασμα: Ίδια χαρίσματα, ίδιες ικανότητες, ίδιο κοφτερό μυαλό, ίδια αγάπη για την Πατρίδα και την Ελευθερία, ίδια αποφασιστικότητα και αφοσίωση στην Αντίσταση εναντίον των κατακτητών, ίδια καρδιά και ίδια ψυχή με τον αγαπημένο της Γιώργο. Στην πρώτη περίοδο του ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΩΑ η Κατερίνα, η κόρη του Έλληνα πράκτορα ΚΕΡΑΥΝΟΥ, ήταν ένα μικρό κοριτσάκι που δεν έπαιρνε ενεργό μέρος στην αντιστασιακή δράση. Στην πορεία ο Στέλιος Ανεμοδουράς είχε τη φαεινή ιδέα να μπει ΚΑΙ η Κατερίνα στην Αντίσταση, ως Νίκη αρχικά, με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά της,  ενισχύοντας τη δράση και τις αποστολές του Παιδιού Φάντασμα.

 

«Πίσω από τον Γερμανό πράκτορα ακούγονται βήματα. Γυρίζει και… μαρμαρώνει. Ο άνθρωπος που έχει μπει στο δωμάτιο δεν είναι ο Φριτς. Είναι ένα κορίτσι αλλόκοτα ντυμένο με μια γαλάζια φόρμα. Το πρόσωπό της είναι μισοσκεπασμένο από μια μικρή ελληνική σημαιούλα! Στο χέρι της κρατάει ένα πιστόλι!

-Ποια…ποια είσαι; Τραυλίζει ο Ζίμπελερ. Γιατί είσαι έτσι ντυμένη; Και… γιατί με απειλείς μ’  αυτό το πιστόλι; Τι θέλεις από μένα;

-Δεν έχει σημασία ποια είμαι! απαντάει το κορίτσι. Είμαι μια Ελληνοπούλα που αγωνίζεται για την ελευθερία της πατρίδος της. Αν θέλεις να μου δώσεις οπωσδήποτε ένα όνομα, ονόμασέ με Νίκη! Είμαι το σύμβολο της νίκης της Ελευθερίας εναντίον των δυνάμεων της Βίας. Και τώρα έχω να σου δώσω μια συμβουλή: Μη δοκιμάσεις να κάνεις καμιά ασύνετη πράξη, γιατί θα την πληρώσεις με τη ζωή  σου! Είμαι περίφημη στο σημάδι και δε θα διστάσω να τραβήξω τη σκανδάλη!» 

Αργότερα, βέβαια, έγινε η αποκάλυψη, κι έκτοτε η Κατερίνα λάμβανε μέρος ισότιμα στη δράση του ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΩΑ. Με την Κατερίνα, ο σεναριογράφος Στ. Ανεμοδουράς, φρόντισε να δημιουργήσει έναν αμόλυντο και αγνό χαρακτήρα, αφού γνώριζε ότι το διήγημά του απευθυνόταν, κυρίως, σε νεαρά παιδιά. Έτσι, περιορίσθηκε στο να αφήνει μόνο κάποια αμυδρά υπονοούμενα για τη μεγάλη συμπάθεια που αναπτύχθηκε μέσα στα κείμενά του ανάμεσα στον Γιώργο και την Κατερίνα, μη θέλοντας να εκτρέψει το έργο του από τη βασική κατεύθυνση (αγώνας για την ελευθερία), μετατρέποντάς το σε αισθηματικό μυθιστόρημα. Η Κατερίνα ήταν μια καλή αιτία για να διαβάζεται ο ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΑΣ και από τα κορίτσια, στα χρόνια εκείνα που ΟΛΑ τα παιδικά περιοδικά απευθύνονταν αποκλειστικά στα αγόρια. 

Ο Σπίθας ο χοντρός, το παιδί με το φτωχό μυαλό και τη μεγάλη καρδιά, ο Νίκος Κατσανίκος του Γεωργίου και της Πηνελόπης,  έκανε τα παιδιά να γελούν με τα αστεία και τις γκάφες του αλλά και με την αγιάτρευτη πείνα του. Παρά τα πάχη του ήτανε πολύ ευκίνητος και δυνατός, ικανός στο πιστόλι, στις γροθιές και στις λαβές ζίου- ζίτσου  και αλλοίμονο στους Γερμανούς που θα βρίσκονταν μπροστά του όταν έτρωγε. Νόμιζε ο Σπίθας πως θα του πάρουν το φαΐ και γινότανε ταύρος σε υαλοπωλείο: 

«Μανούλα μου! Μουγγρίζει ο Σπίθας καθώς κυλιέται χάμω μαζί με τον αντίπαλό του.  Το κάνει επίτηδες το κτήνος για να χωνέψω εντελώς και να πεθάνω από την πείνα. Πίσω και σ’ έφαγα, Ούνε!

Και απαντάει στα χτυπήματα του Γερμανού με γροθιές που κάνουν τον στρατιώτη του Χίτλερ να ουρλιάζει.» 

Μερικές φορές από την πείνα και τη λιγούρα του, ο Σπίθας, έφτιαχνε και ποιηματάκια για όλα αυτά που λείπανε από τους Έλληνες στην σκληρή κατοχή:


«Πέταξε ελικόπτερο

Και πάμε στράτα-στράτα

Εκεί που έχει άφθονο

… ψητό και σοκολάτα!

 

Πεινώ για φρούτα, για ψωμί,

Ελιές, τυρί σπαγέτα,

Και για ξερή τραγανιστή

Και νόστιμη γαλέτα!»

 

Η μεγάλη πείνα της κατοχής που σκότωσε πολλά παιδιά, έκανε τον Σπίθα διαρκώς να αναζητά φαγητό. Στην αναζήτηση αυτή είχε μεγάλο σύμμαχο την εκπαιδευμένη μύτη του, που τις περισσότερες φορές τον οδηγούσε σε κουζίνες ή αποθήκες των κατακτητών με λαχταριστά φαγητά και μεζέδες. Η διαρκής αυτή αναζήτηση φαγητού από τον Σπίθα οδηγούσε πολλές φορές τα σχέδια του Παιδιού-Φάντασμα σε ανατροπές και άλλοτε έδινε απρόσμενες λύσεις σε αδιέξοδα. Σχεδόν πάντα, όμως, κατέληγε σε ξυλοκόπημα των εχθρών που βρίσκονταν κοντά στα φαγητά και στα τρόφιμα τα οποία είχε ανακαλύψει η μύτη του Σπίθα: 

«Ο Σπίθας καθοδηγούμενος από την οσμή των φαγητών, δεν αργεί να ανακαλύψει μέσα στο σκοτάδι την κουζίνα του λόχου.(…) Αυτό που βλέπει κάνει τα μάτια του να γουρλώσουν, τα ρουθούνια του να ανοιγοκλείσουν και το στόμα του να γεμίσει σάλια.

Δυο Γερμανοί στρατιώτες με ποδιές μαγείρου βγάζουν από ένα ηλεκτρικό φούρνο με γάλα ταψιά με μεγάλα κομμάτια ψητό μοσχαρίσιο κρέας. (…) Τυφλωμένος από την πείνα… ανοίγει την πόρτα και μπαίνει ορμητικά. (…) Αρπάζει τα κεφάλια των γερμανών με τα δυο του χέρια και τα χτυπάει μεταξύ τους με τόση δύναμη ώστε χάνουν τις αισθήσεις τους και σωριάζονται χάμω…

-Με συγχωρείτε! Μουρμουρίζει ο Σπίθας. Έτσι όμως που κοιτάζατε το ψητό κοντεύατε να το φάτε με τα… μάτια και να με αφήσετε νηστικό! Εμπρός Σπίθα.

Αρπάζει ένα μπούτι και χώνει τις δοντάρες του με απληστία στο ψητό κρέας, χωρίς να νοιάζεται καθόλου αν το κρέας είναι καυτό!

-Αααχ! Κάνει. Τι ευτυχία είναι αυτή! Καλά το σκέφτηκα εγώ πως θα ’βρισκα μπόλικο και νόστιμο φαγητό στο σπίτι ενός γερμανού στρατηγού! Μανούλα μου!»

 

Οι εχθροί, που γνώριζαν τη μεγάλη αδυναμία του Σπίθα στο φαγητό προσπάθησαν πολλές φορές που τον είχαν αιχμαλωτίσει να τον κάνουν να προδώσει το Παιδί-Φάντασμα με δόλωμα ένα λαχταριστό φαγητό. Πάντοτε όμως αποτύγχαναν γιατί ο Σπίθας αγαπούσε πιο πολύ κι από αδελφό του τον Γιώργο και μπορούσε να δώσει ακόμα και τη ζωή του γι’ αυτόν: 

«Ο βασανιστής πλησιάζει το ψητό μπούτι στο στόμα του Σπίθα και την τελευταία στιγμή το τραβάει απότομα. Ύστερα κάθεται σε μια καρέκλα απέναντί του και αρχίζει να τρώει το μπούτι με πολλή όρεξη!

(…) Σπίθα, του λέει ο Γερμανός, θα σου δώσω να φας όσα μπούτια θέλεις, αν μου πεις πού είναι το κρησφύγετο του Παιδιού-Φάντασμα!

Το αδιάκοπα πεινασμένο Ελληνόπουλο ανασκιρτάει και χλωμιάζει. (…)

-Μανούλα μου! Μπορείς να πας στον Εξαποδώ, Βάτραχε, μαζί με όλα τα μπούτια του κόσμου! Προτιμώ να πεθάνω, παρά να σου πω αυτό που θέλεις!»

 

Κατά καιρούς ο Σπίθας έχει μαζί του κάποια ζώα αχώριστους φίλους(έναν παπαγάλο, έναν σκύλο, ένα λυκόσκυλο, μια μαϊμουδίτσα…) που πολλές φορές βγάζουν τον Σπίθα και τους φίλους του από δύσκολες θέσεις: 

«Ο Σπίθας χώνει ολόκληρο το κρέας στο στόμα του και ανοίγει την πόρτα. Το  θέαμα που αντικρύζει κάνει τα μάτια του να αλλοιθωρίσουν! Στο πάτωμα είναι πεσμένος μπρούμυτα ο Γιώργος δεμένος χειροπόδαρα.(…) Γύρω του δέκα κόμπρες με τα κεφάλια τους ανορθωμένα είναι έτοιμες να ριχτούν πάνω στο Παιδί-Φάντασμα.(…)Ο Σπίθας συνέρχεται σχεδόν αμέσως από τον τρόμο του και την έκπληξή του!

-Επάνω του Μουτς!, μουγκρίζει. Εμπρός, Μουτσάκι μου!

Ο Σπίθας ρίχνεται ανάμεσα στις κόμπρες και το οπλισμένο χέρι του κινείται ταχύτατα. Η μαχαίρα σκίζει τον αέρα με ορμή αποκεφαλίζοντας τα φίδια!

Ταυτόχρονα, ο Μουτς, το σκυλάκι του, με ηρωισμό εξ ίσου μεγάλο εφορμά κι αυτός εναντίον των φιδιών.»

 

Οι αστείες περιπέτειες και τα καλαμπούρια του Σπίθα, που είχαν νότες από τον παραδοσιακό, ελληνικό Καραγκιόζη, έδιναν μιαν ανάσα ξεγνοιασιάς στα παιδιά-αναγνώστες του ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΩΑ και τα έκαναν να γελούν με την καρδιά τους, όταν η ψυχή τους είχε σφιχτεί από αγωνία για τις επικίνδυνες αποστολές του Παιδιού-Φάντασμα και για το πώς θα σωθεί από τα χέρια των αντιπάλων του: 

«Την στιγμή που ο κροκόδειλος εφορμά εναντίον του Σπίθα με ανοιχτά τα σαγόνια του, εκείνος αρπάζει ένα κοντόχοντρο κλαδί και το σφηνώνει ανάμεσα στα σαγόνια του θηρίου. (…)

-Χα, χα, χα! Κάνει κρατώντας την κοιλιά του. Μήπως σας στενοχωρεί αυτή η οδοντογλυφίδα, αγαπητέ μου; Μα γιατί έχετε το θελκτικό σας στόμα ανοιχτό; Δεν φοβόσαστε μήπως μπει κανένα σκουπιδάκι και σας κάνει και πνιγείτε; Νομίζω ότι πρέπει να πάτε στον οδοντογιατρό φίλε μου! Βλέπω στο στόμα σου μερικά χαλασμένα δόντια, που μπορεί να σε βάλουν σε μπελάδες. Μπορεί να πάθεις καμιά δηλητηρίαση και να τρέχουμε να φωνάζουμε την υπηρεσία Πρώτων Βοηθειών!»

 

Η δημοφιλία του Σπίθα μεταξύ των μικρών αναγνωστών του ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΩΑ έκανε τον εκδότη- κειμενογράφο του, να χαρίζει όλο και μεγαλύτερα τμήματα του κάθε επεισοδίου στον Σπίθα, αλλά και να δίνει περιπέτειες αποκλειστικά χτισμένες επάνω του καθώς και εξώφυλλα και τίτλους (Σπίθας ο τρομερός, Σπίθας εναντίον Φου-Γιάμα, ο Σπίθας και η αρκούδα κ.α.π.). Ο Σπίθας στο βάθος του χαρακτήρα του εξέφραζε αυτοθυσία, αλτρουισμό, πίστη στο στόχο και αλληλεγγύη.  Η έκφραση «Μανούλα μου...»  που προηγείται κάθε του φράσης, χρησιμοποιείται εύστοχα,  για να αποδώσει την έκπληξή του όταν αντιμετωπίζει απρόοπτες καταστάσεις, υποδηλώνοντας συγχρόνως, μια άδολη, αγνή και αφελή παιδικότητα. 

Στη συντροφιά των τριών ηρωικών παιδιών, έμπαιναν κατά καιρούς και διάφοροι μικροί συναγωνιστές που ο καθένας τους είχε ένα ιδιαίτερο χάρισμα.

Ο «Διαβολάκος», ας πούμε, ήταν ένα 11χρονο αγόρι από την Κρήτη και συγκεκριμένα από τα Χανιά.  Το πραγματικό του όνομα ήταν Γιάννης Αστράκης και το  παρατσούκλι « Διαβολάκος» του το έβγαλε ο Σπίθας και εκφράζει απόλυτα τις μοναδικές ικανότητές του!  Ο Διαβολάκος γνωρίστηκε με το Παιδί- Φάντασμα όταν αυτό είχε πάει στην Κρήτη για να αναδιοργανώσει τις πατριωτικές οργανώσεις του νησιού και γρήγορα μπήκε σαν δευτερεύων μικρός ήρωας στους πρωταγωνιστές του περιοδικού. Ο Διαβολάκος υπήρξε ο πιο γνωστός και ο πιο μακρόβιος σε τεύχη (από το 263 ως το 411) από όλους τους μικρούς ήρωες-συνεργάτες του Παιδιού-Φάντασμα και αγαπήθηκε πολύ από τα παιδιά που διάβαζαν τον ΜΙΚΡΟ ΗΡΩΑ. Αγαπημένο όπλο του μικρού Διαβολάκου (σε αντίθεση με τους ξενόφερτους υπερ-ήρωες των αμερικανικών κόμικς, που χρησιμοποιούν καταστροφικά υπερ-όπλα προηγμένης τεχνολογίας)  ήταν η σφεντόνα του, με την οποία προκαλούσε στους Γερμανούς τόση θραύση -αν και αναίμακτη- όση και ένα πιστόλι στα χέρια του Παιδιού- Φάντασμα. Αυτοί οι έκτακτοι μικροί σύντροφοι του Γιώργου Θαλάσση (προς μεγάλη ικανοποίηση των παιδιών αναγνωστών του ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΩΑ) υπερίσχυαν των γιγαντόσωμων εχθρών τους και διέσυραν την κτηνώδη δύναμή τους με «όπλα» που σκαρφιζόταν το παιδικό μυαλό για τους πολέμους της γειτονιάς. Ο Διαβολάκος «έπεσε» ηρωικά μαζί με έναν άλλο μικρό ήρωα σύντροφο του Παιδιού-Φάντασμα (το Ζουζούνι) όντες επικεφαλής ενός μαθητικού συλλαλητηρίου κατά των κατακτητών, στο τεύχος 411, με τίτλο «Δυο ήρωες πεθαίνουν».

Εκτός από τον Διαβολάκο και το Ζουζούνι, άλλοι μικροί ήρωες, σύντροφοι, βοηθοί και συναγωνιστές του Γιώργου Θαλάσση ήταν και οι: Νίκος Γαλανός, Αρτέμιος, Τζιτζίκι, Πιτσιρίκος, Πειραχτήρι, Γάτος, Γαβριάς, Σουσουράδα, Μπόμπιρας, Κύπρος, Χαζούλης, Σαΐτας, Τζάγκουαρ, Λίλιπουτ, και Μιμόζα.

Εμείς, τα παιδιά του ’50 και του ’60 που διαβάζαμε με φανατισμό τον ΜΙΚΡΟ ΗΡΩΑ, χαιρόμαστε κάθε φορά που ένας καινούριος ήρωας έμπαινε στην παρέα του Γιώργου, της Κατερίνας και του Σπίθα και ανανεωνόταν το ενδιαφέρον μας για τις περιπέτειες που διαβάζαμε, ταυτιζόμενοι με τα πιτσιρίκια αυτά του αγώνα που ήταν στην ηλικία μας. Μέσα μας όμως είχαμε και μια διαρκή αγωνία και ανησυχία, αφού ξέραμε πως σε κάποιο τεύχος, αργά ή γρήγορα, ο μικρός μας ήρωας θα σκοτωνόταν για να ακολουθήσει κάποιος άλλος. Αυτήν την αγωνία και την ανησυχία δεν την είχαμε, βέβαια, για την τριάδα Γιώργος-Κατερίνα-Σπίθας γιατί ξέραμε πως ΠΑΝΤΑ θα γλίτωναν από τον θάνατο, έστω και την τελευταία στιγμή. Για τους ήρωες-πιτσιρίκια όμως δεν ήταν έτσι. Έπεσαν όλοι «υπέρ Πατρίδος» δίνοντάς μας κάθε φορά μιαν απέραντη θλίψη, σαν να είχε πραγματικά πεθάνει κάποιος αγαπημένος μας φίλος και αδελφός. 

Οι περιπέτειες και η δράση του ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΩΑ, Γιώργου Θαλάσση, και των συντρόφων του, της Κατερίνας και του Σπίθα, που συνιστούσαν μιαν ακαταμάχητη τριάδα ηρώων, πλεκόταν (σχεδόν πάντα) στην αντιπαράθεσή τους με τους πράκτορες (Γερμανούς, Ιταλούς, Βούλγαρους και… Γιαπωνέζους!!!) των κατακτητών. Πολλές φορές τα ηρωικά Ελληνόπουλα βρίσκονταν αιχμάλωτα στα χέρια των εχθρών τους, ένα βήμα από τον θάνατο. Όμως, πάντα, την τελευταία στιγμή, εκεί που η αγωνία των μικρών (αλλά και των μεγάλων) αναγνωστών είχε κορυφωθεί, το Ελληνόπουλο που ήταν αιχμάλωτο σωζόταν, είτε με τη δική του ικανότητα είτε με την παρέμβαση των συντρόφων του. Στο τέλος κάθε τεύχους, ο συγγραφέας Θάνος Αστρίτης (Στέλιος Ανεμοδουράς) είχε μιαν ευρηματική κι επιτυχημένη ιδέα επιλόγου: Άρχιζε μιαν αγωνιώδη εξιστόρηση, την οποία άφηνε στη μέση με ένα αιωρούμενο ερώτημα (πολλές φορές) προς τους αναγνώστες, ώστε να τους δημιουργήσει αγωνία για τη συνέχεια και να τους δώσει κίνητρο να αγοράσουν το επόμενο τεύχος: 

«Ο «Κεραυνός» ακουμπάει το ακουστικό και γυρίζει στο Γιώργο:

-Μου τηλεφώνησαν οι δικοί μας, λέει. Όταν μπήκαν στο σπίτι του Ζίμπελερ βρήκαν τον υπηρέτη του αναίσθητο και το λοχαγό νεκρό με μια σφαίρα στο μέτωπο! Το χρηματοκιβώτιο ήταν ανοιχτό και άδειο. Βρήκαν επίσης ένα σημείωμα που έλεγε: «Έτσι τιμωρούνται οι εχθροί του Ελληνικού Λαού!

Νίκη. Το Κορίτσι-Φάντασμα»

Ποια είναι αυτή η Νίκη; Από πού ξετρύπωσε έτσι απροσδόκητα και πώς ήξερε ότι θέλαμε να πάρουμε τον κατάλογο από το Λοχαγό Ζίμπελερ;

Το μέτωπο του παιδιού-Φάντασμα ζαρώνει. Τα φρύδια του ανασηκώνονται. Στο μυαλό του διαγράφεται η ίδια ερώτηση:

Ποια είναι η μυστηριώδης Νίκη, το Κορίτσι-Φάντασμα;

ΤΕΛΟΣ»

 

Η κατοχή, και ιδιαίτερα η πείνα της κατοχής, ζωντάνευε και αποκτούσε υπόσταση στα μάτια, στο μυαλό και την ψυχή των Ελληνόπουλων που διάβαζαν τον ΜΙΚΡΟ ΗΡΩΑ, τα οποία ήταν η πρώτη μετα-κατοχική γενιά και δεν είχαν γνωρίσει τα δεινά του πολέμου και της κατοχής παρά μόνο από τις διηγήσεις των παππούδων και των γονιών τους: 

«Όσο για τον Σπίθα, το αδιάκοπα πεινασμένο παιδί, είναι ξαπλωμένο σε μια πολυθρόνα με τον Μουτς, το σκυλάκι του, στην αγκαλιά του και κλαίει τη μοίρα του. Τον τελευταίο καιρό ένα νέο κύμα πείνας έχει απλωθεί πάνω στην Αθήνα και οι τρεις μικροί μας ήρωες δε βρίσκουν σχεδόν τίποτα για να διασκεδάσουν λίγο την πείνα τους.

-Μανούλα μου! Βογκάει κάθε τόσο ο Σπίθας. Τι θα γίνουμε, Μουτς; Έχουμε δυο μέρες να βάλουμε μπουκιά στο στόμα μας! Σίγουρα, πριν φτάσει το βράδυ θα τα τινάξουμε από την πείνα. Και θα μας υποδεχτεί ο Άγιος Πέτρος, καλέ μου Μουτς, πεινασμένους και ξελιγωμένους! Μανούλα μου!

Μην αντέχοντας άλλο το μαρτύριο της πείνας ο Σπίθας σηκώνεται…

-Θα ψάξουμε στους σκουπιδοτενεκέδες, Μουτς, λέει, και θα βρούμε τρυφερές λεμονόκουπες για μένα και κανένα κόκαλο για σένα!»

 

Το ίδιο ζωηρά προβάλλονταν μέσα από τις σελίδες του ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΩΑ και τα βασανιστήρια, στα οποία υποβάλλονταν από τους κατακτητές οι αγωνιστές της Αντίστασης μέσα στα μπουντρούμια  των Γερμανών και των Ιταλών, πράγμα που έκανε τις καρδιές των μικρών Ελληνόπουλων-αναγνωστών να φουσκώνουν από περηφάνια για τους Έλληνες εκείνους που δεν έσκυψαν το κεφάλι και κράτησαν αναμμένη τη φλόγα της Λευτεριάς στη σκλαβωμένη Ελλάδα: 

«Το θέαμα που αντικρίζει ο Γιώργος είναι οικτρό. Δυο βασανιστές έχουν βάλει στη μέση το δεμένο Σπίθα και τον χτυπούν αλύπητα με τις γροθιές τους.

Το πρόσωπο του Ελληνόπουλου είναι καταματωμένο. Το ένα του μάτι έχει πρησθεί τόσο πολύ ώστε έχει κλείσει σχεδόν. Τα χείλη του είναι φουσκωμένα και άφθονο αίμα κυλάει από τη μύτη του.»

 

Μέσα από τα λόγια του Γιώργου Θαλάσση και των συντρόφων του προβάλλονταν απερίφραστα και ξεκάθαρα, χωρίς συμπλέγματα και ιδεοληψίες, τα Εθνικά Δίκαια, αυτά που δυστυχώς παραγράφηκαν (ή μπήκε νερό στο κρασί τους) κατά τις επόμενες 10ετίες: 

 «Είσαι ένας αποτρόπαιος δολοφόνος! Λέει το Παιδί-Φάντασμα, περιφρονητικά, στον Βούλγαρο πράκτορα. Μια μέρα θα πληρώσεις ακριβά για τα εγκλήματά σου. Και, ό,τι κι αν κάνεις εσύ και οι δικοί σου, η Ελλάς μια μέρα θα ελευθερωθεί και η Μακεδονία θα μείνει ελληνική!»

 

Χωρίς στείρους διδακτισμούς, συνθήματα και πομπώδεις εκφράσεις, τα Ελληνόπουλα-φίλοι του ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΩΑ στέριωναν μέσα τους την Πίστη ότι  αξίζει να δίνεις ακόμα και τη ζωή σου για την Πατρίδα και την Ελευθερία: 

«Ο Γερμανός στρέφει την κάννη του πιστολιού του προς κεφάλι του πράκτορος-Ελλάς και γρυλλίζει με μανία:

-Θα μετρήσω ως το δέκα. Αν δεν μιλήσεις θα τραβήξω τη σκανδάλη!

Ένα…δύο…τρία…

-Ζήτω η Ελλάς! Φωνάζει το Παιδί- Φάντασμα.

-Τέσσερα…πέντε…έξι…

-Ζήτω η Ελευθερία!

-Επτά…οκτώ…

-Κάτω ο Χίτλερ!

-Εννέα…δέκα!

-Ζήτω η Ελλάς! Λέει πάλι το παιδί.»

 

Το πνεύμα της αδούλωτης Εθνικής Αντίστασης ήταν πανταχού παρόν μέσα στις σελίδες του ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΩΑ κι  έδινε στα Ελληνόπουλα ζωηρή και ανεξίτηλη την εικόνα της απαράμιλλης ηρωικής και μαρτυρικής αντίστασης του ελληνικού λαού, που προκάλεσε τον θαυμασμό όλης της υφηλίου, εμπνέοντάς τα συγχρόνως με την πίστη και την πεποίθηση πως η Ελευθερία αποτελεί ύψιστο αγαθό, το οποίο δεν μπορεί να κατακτηθεί παρά μόνο με αγώνες και θυσίες: 

«Μάτια που ως εκείνη τη στιγμή ήταν γεμάτα αποφασιστικότητα αλλά και απόγνωση, λάμπουν τώρα από χαρά και ελπίδα, καθώς αντικρίζουν το μικρό απόσπασμα των πατριωτών να πλησιάζει.

Όταν οι νεοφερμένοι μπαίνουν στο χωριό, γίνονται δεκτοί με αφάνταστο ενθουσιασμό. Οι χωρικοί παραληρούν από χαρά, γιατί θα μπορέσουν τώρα να πολεμήσουν με όπλα στα χέρια εναντίον των τυράννων, που θέλουν να ξεκληρίσουν το χωριό τους και ολόκληρο το ελληνικό έθνος.»

 

Η προδοσία και η συνεργασία με τον εχθρό ήταν ασυγχώρητη στον Μικρό Ήρωα. Πολλοί ανάξιοι Έλληνες βρήκαν από το Παιδί-Φάντασμα την τιμωρία που τους άξιζε: 

«Καθώς ο προδότης Κυριάτης σηκώνει το χέρι του για να εκσφενδονίσει τη χειροβομβίδα, το λάσο ξεπηδάει από τα χέρια του Ελληνόπουλου. Το σκοινί σκίζει τον αέρα της νύχτας, σαν φίδι που ξεκουλουριάζεται για να επιτεθεί!

Η θηλιά του φτάνει πάνω από τον Κυριάτη, χαμηλώνει, περνάει το μπράτσο του, το σφίγγει και, με μια σύσπαση του χεριού του Γιώργου, το τραβάει προς τα πίσω!

Ο προδότης ουρλιάζει με τρόμο. Τα δάχτυλά του ανοίγουν άθελά του. Η χειροβομβίδα πέφτει χάμω και… η γαλήνη της νύχτας κομματιάζεται από μια τρομακτική έκρηξη! (…) Στο μέρος όπου λίγες στιγμές πριν στεκόταν ο προδότης, τώρα δεν υπάρχει τίποτα! Ο Κυριάτης πλήρωσε με φριχτό θάνατο τα εγκλήματά του!»

 

Μέσα στις πολλές αρετές και αξίες ζωής που δίδασκε ο ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΑΣ στα παιδάκια του καιρού του, ήτανε και η εντιμότητα. Να είσαι, δηλαδή, τίμιος και ευθύς, να μην παραπλανάς τον άλλο και να μην εκμεταλλεύεσαι την αδυναμία του: 

«Μια σκέψη αστράφτει στο μυαλό του Γιώργου.(…) Μπορεί τώρα, ανενόχλητα, να βγάλει τη μάσκα και να μάθει, επιτέλους, ποια είναι η Ελλάς.

Απλώνει το χέρι του, πιάνει τη μάσκα από την άκρη και… σταματάει! Δεν μπορεί να το κάνει αυτό! Δεν επιτρέπεται σ’ έναν άνδρα να εκμεταλλευθεί την αδυναμία ενός κοριτσιού. Ο ανδρισμός του δεν τον αφήνει να επωφεληθεί από τη λιποθυμία της Ελλάδος για να μάθει το μυστικό της!

(…) Την ίδια στιγμή η Ελλάς ανοίγει τα μάτια της (…) και η πρώτη της κίνηση είναι να φέρει το χέρι της στο πρόσωπό της, για να βεβαιωθεί αν η μάσκα βρίσκεται στη θέση της.

-Μην ανησυχείς! Λέει ο Γιώργος. Δεν σου έβγαλα τη μάσκα. Σεβάστηκα το μυστικό σου.»

 

Η Δόξα του ’40 και της Μάχης της Πίνδου ήταν συνεχώς παρούσες στις σελίδες του ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΩΑ εμπνέοντας την Αντίσταση κατά των κατακτητών και συνδέοντας την ψυχή της νέας γενιάς των Ελληνόπουλων, με εκείνη των πατεράδων και των παππούδων τους, που έγραψαν με το αίμα τους την εποποιία του ΟΧΙ: 

«Ένα κύμα απογνώσεως κυριεύει το Παιδί-Φάντασμα. Σε λίγες στιγμές οι Γερμανοί θα έχουν φτάσει στο σπιτάκι και οι τέσσερις Έλληνες θα βρουν το θάνατο!

Και τότε μέσα στους κρότους της μάχης μια ομαδική φωνή δυνατή κραυγή αντηχεί:

-Αέραααα! Αέραααα!

Νέα αυτόματα προσθέτουν το τερέτισμά τους στη φριχτή συμφωνία του θανάτου. Οι τάξεις των Γερμανών σαλεύουν, σταματούν, λυγίζουν, υποχωρούν!

Οι εχθροί της Ελευθερίας σκορπίζονται!

-Είναι οι δικοί μας! Φωνάζει ο Γιώργος, τρελός από χαρά. (…) Εμπρός, παιδιά! Θα κάνουμε έξοδο για να σκορπίσουμε πανικό στις τάξεις των Γερμανών.»

 

Πολλές φορές, μέσα στις ιστορίες του ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΩΑ περνούσαν και πραγματικά γεγονότα της ιστορίας της Αντίστασης και της Κατοχής και γινόταν, έτσι, ο ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΑΣ μάθημα ιστορίας για τα παιδιά εκείνα του ’50 και του ’60 που δεν είχαν πολλές ευκαιρίες να μάθουν τη νεότερη ελληνική ιστορία, ιδιαίτερα εκείνη του πολέμου του ’40, της κατοχής και της Αντίστασης του Ελληνικού Λαού, που πότισε το δέντρο της Ελευθερίας με το αίμα αθώων Ελλήνων πατριωτών: 

)«Λίγες μέρες αργότερα, μια φοβερή είδηση φτάνει στην Αθήνα: οι Γερμανοί εξόντωσαν τα Καλάβρυτα! Σκότωσαν όλους τους κατοίκους της πόλεως και ανατίναξαν τα σπίτια της!

Ο Γιώργος τρέχει αμέσως στο μυστικό ραδιοπομπό του και καλεί το Συμμαχικό Στρατηγείο.

«Εδώ Πράκτωρ-Ελλάς!» λέει. Καλώ τον Χ-1!»

«Εδώ Χ-1! Σε ακούω Παιδί-Φάντασμα!»

«Οι Γερμανοί κατέστρεψαν εντελώς μια ολόκληρη πόλη, τα Καλάβρυτα! Ειδοποιήστε τις συμμαχικές κυβερνήσεις!»

«Τους άτιμους!»

 

«Τα πρόσωπα όλων είναι συννεφιασμένα και τα χείλη τους σφιγμένα. (…)

Να τι διαβάζει το Παιδί-Φάντασμα:

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΙΣ

Το γερμανικό φρουραρχείο Αθηνών καθιστά γνωστό εις τους Έλληνες πολίτες, ότι αύριο το πρωί, στις 6 ακριβώς, θα εκτελεσθούν στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως Χαϊδαρίου 200 Έλληνες! Η εκτέλεσις αυτή θα γίνει για να παραδειγματισθούν οι Έλληνες και να πάψουν να φέρουν αντίσταση στις διαταγές της κυβερνήσεως!

Ο Γερμανός Φρούραρχος»

 

Το 1968, που η Χούντα διέκοψε την κυκλοφορία του ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΩΑ, ίσως ήταν μια σημαδιακή χρονολογία, αφού, από κει και ύστερα, η ελληνική κοινωνία άρχισε να αλλάζει ραγδαία, τόσο πολύ, που ΙΣΩΣ δεν θα χώραγε πια μέσα της ο ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΑΣ.

Ίσως ήταν καλύτερα που ο ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΑΣ είχε ένα ηρωικό κι έντιμο τέλος εξαιτίας των ιδανικών που εξέφραζε, παρά να αντιμετώπιζε μια ελληνική κοινωνία ξένη κι «εχθρική» που θα διέκοπτε άδοξα την κυκλοφορία του.

Κι αν σταμάτησε να κυκλοφορεί ο ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΑΣ το 1968, όμως έζησε και συνεχίζει να ζει στις καρδιές των παιδιών του ’50 και του ’60, που σήμερα (ώριμοι άντρες, πλέον, και παππούδες) συνεχίζουν να διαβάζουν τα τεύχη του ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΩΑ, που σαν πολύτιμα κειμήλια έσωσαν στα συρτάρια και στα μπαούλα τους και ΠΑΝΤΑ δακρύζουν, όταν ακούνε και σιγοτραγουδούν το τραγούδι του ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΩΑ, που έγραψε και τραγούδησε στα 1987, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης:


Ο ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΑΣ

-Από την μια οι Ιταλοί κι οι Γερμανοί

για να σε βρουν αναστατώνουν την Αθήνα

κι από την άλλη του πατέρα μου η φωνή

«νομίζω πως τον κρύβεις στην κουζίνα».

 

Εσύ να παίζεις με τον θάνατο κρυφτό

κι αυτοί να σκίζουνε τα τεύχη τα κρυμμένα

μην σε τρομάζει το διπλό κυνηγητό

εσύ τους Γερμανούς κι αυτοί εμένα.

 

Πού είσαι τώρα και σ’ έχω χάσει

καλέ μου φίλε, Γιώργο Θαλάσση

Πού είσαι τώρα και σ’ έχω χάσει

μικρέ μου ήρωα, Γιώργο Θαλάσση.

 

-Εγώ δεν ξεκουράζομαι ποτέ

είμαι παντού όπου το χρέος με προστάζει

κι όσο θα υπάρχουνε στη γη κατακτηταί

θα τους συντρίβω και το αίμα τους θα στάζει.

 

-Πίσω απ’ τον τοίχο ο ασύρματος καλεί

είν ‘ απ’ τη Μέση Ανατολή, απ’ το αρχηγείο

Θα σου αναθέσουν μια καινούργια αποστολή

μ’ ευχές για καλή τύχη απ’ τον Χ.

 

Η Κατερίνα σ’ αγαπούσε σιωπηλά

αλλά κι εσύ το ίδιο αγνά την αγαπούσες

Χωρίς τον Σπίθα ίσως να  ’ταν πιο καλά

Παρ’ όλ’ αυτά εσύ τον συγχωρούσες.

 

Όταν ακούω να μιλάνε γι Αφρική

για Βερολίνο, Βενετία και Παρίσι

σκέφτομαι, λέω, πού να ξέραν μερικοί

πως σε όλα αυτά τα μέρη εγώ έχω ζήσει.

 

Πως όταν ήταν στην Ελλάδα κατοχή

μέσα στις σφαίρες μες στο κρύο μες την πείνα

με τους Εγγλέζους να εξοπλίζουνε τη Χ

μου έδειχνες μια ξένοιαστη Αθήνα.

 

Πού είσαι τώρα και σ’ έχω χάσει

καλέ μου φίλε Γιώργο Θαλάσση

Πού είσαι τώρα και σ’ έχω χάσει

μικρέ μου ήρωα Γιώργο Θαλάσση.

 

-Εγώ δεν ξεκουράζομαι ποτέ

είμαι παντού όπου το χρέος με προστάζει

κι όσο θα υπάρχουνε στη γη κατακτηταί

θα τους θερίζω και το αίμα τους θα στάζει.

 

-Εσύ μπορούσες να οδηγήσεις φορτηγό

μοτοσυκλέτα, οτομοτρίς κι αεροπλάνο

κι όπου κι αν ήσουν πάντα δίπλα ήμουν κι εγώ

μαζί σου ή να ζήσω ή να πεθάνω.

 

Ήσουνα πάντα εκδικητής και τιμωρός

για αυτόν που γέμισε τον τόπο με στρατό του

και μ ένα κτύπημα σου έπεφτε ο φρουρός

με μια στροφή γύρω απ’ τον εαυτό του.

 

Μπορούσες πάλι να ημερεύεις τα σκυλιά

με κάποιο σφύριγμα που σού ΄ μαθε τσοπάνος

κι έτσι που πέταγες με κόλπο την θηλιά

θα έπρεπε να είσ’ Αμερικάνος.

 

Τι να σου πω, τι να σου πω, τι να σου πω

που να μην το ’χει πει κανένας για κανένα

εγώ μονάχα ένα πράγμα θα σου πω

μου φτάνει πως μεγάλωσα με σένα.

 

Πού είσαι τώρα και σ’ έχω χάσει

καλέ μου φίλε Γιώργο Θαλάσση

Όπου κι αν είσαι, θα ’χεις γεράσει

μικρέ μου ήρωα Γιώργο Θαλάσση.










  




Οδός Εμπόρων