Vekrakos
Spartorama | «Θα πάρετε ένα κεφτεδάκι;», από τον Βαγγέλη Μητράκο

«Θα πάρετε ένα κεφτεδάκι;», από τον Βαγγέλη Μητράκο

Ευάγγελος Μητράκος 10/02/2022 Εκτύπωση Άρθρα Κοινωνία Πολιτισμός Χρονογράφημα
«Θα πάρετε ένα κεφτεδάκι;», από τον Βαγγέλη Μητράκο
«Ωραίο πράμα τα κεφτεδάκια!»
Οδός Εμπόρων

Πες πως σε γιορτή απ’ τα παλιά, ετοιμάζει πλούσιο τραπέζι η νοικοκυρά, με λογιών-λογιών σπουδαίους και λαχταριστούς μεζέδες.

Και το ερώτημα είναι:

«Ποιος απ’ τους μεζέδες θα τελειώσει πρώτος»;

«Μα, φυσικά, τα… κεφτεδάκια»!

Γιατί δε γεννήθηκε ακόμα ο Έλληνας που θα περιφρονήσει τούτο δω το μικρό στο μάτι μα μεγάλο στη γεύση και στη νοστιμάδα, τραγανό και αφράτο κεφτεδάκι.

Θυμάμαι, μικρός, μα σε γιορτές πηγαίναμε, μα σε αρρεβώνες, μα σε γάμους, μα σε βαφτίσια, όταν ερχότανε η ώρα του μεζέ, καρτεράγαμε πώς και πώς τα κεφτεδάκια. Γιατί τότε δεν ήτανε η εποχή των παχιών αγελάδων και οι νοικοκυρές δε στρώνανε τραπέζι να κάτσουνε όλοι και να φάει ο καθένας όσο τράβαγε η καρδιά του. Μόνο οι καλεσμένοι καθούντανε γύρω-γύρω στις καρέκλες και σε μια στιγμή, όταν η προσμονή είχε φτάσει στο ψηλότερο σημείο της, ξεπρόβαλλε αργά, μεγαλόπρεπα και χαμογελαστά η νοικοκυρά από την κουζίνα, με μια απλάδα στα χέρια γεμάτη κεφτεδάκια, καρφωμένα με οδοντογλυφίδες. Γύριζε, λοιπόν, ολόγυρα, σταματούσε μπροστά σε κάθε καλεσμένο κι έλεγε την κλασική φράση: «Θα πάρετε ένα κεφτεδάκι»; Τι ήθελε και το ρώταγε; Πριν ακόμα τελειώσει τη φράση της το χέρι, λες και είχε ελατήριο, απλωνότανε και έπαιρνε ένα-δυο κεφτεδάκια. Περισσότερα θα ’θελε να πάρει, όμως υπήρχε ακόμα (τότε) η έμφυτη ντροπή στους ανθρώπους. Άλλωστε γύρω-γύρω περιμένανε τόσοι, που έπρεπε τα κεφτεδάκια να φτάσουνε για όλους. Από κοντά στη νοικοκυρά με τα κεφτεδάκια ερχότανε κι άλλη γυναίκα του σπιτιού μ’ ένα δίσκο με γυάλινα ποτήρια γεμάτα κρασί. Όποιος είχε πάρει και είχε φάει το κεφτεδάκι του έπαιρνε κι ένα ποτήρι κρασί, χαιρέταγε ανάλογα με την περίσταση: «χρόνια πολλά»… «να σας ζήσει»… «να ζήσετε»… «πάντα σε χαρές» κλπ, το ’πινε μονορούφι, ακούμπαγε το άδειο ποτήρι του στον δίσκο και … πάει λέγοντας. Μόλις τέλειωνε η γύρα των κεφτέδων, εξαφανίζονταν οι γυναίκες του σπιτιού στην κουζίνα, ξαναγέμιζαν τους δίσκους και ύστερα από μια λελογισμένη ώρα ξανάβγαιναν. Και ήταν αυτή η χαρά της προσμονής και η απόλαυση που δεν είχε χορτασμό, που έκανε κείνες τις στιγμές μοναδικές και αξέχαστες, σε αντίθεση με το «σήμερα» που «πέφτουν» όλοι στο φαΐ μέχρι σκασμού και μετά δεν θυμούνται καν τι φάγανε. Ενώ το ταπεινό κεφτεδάκι του παλιού καιρού….

Τα κεφτεδάκια ήτανε το «πανηγύρι» της κάθε φτωχής οικογένειας. Γιατί με μισό κιλό κιμά μπορούσε η παλιά μάνα (η μαστόρισσα του μεζέ, η σοφή μαγείρισσα της φτώχειας) να χορτάσει περισσότερα στόματα απ’ ό,τι με ένα ή και δύο κιλά κρέας που θα το χρυσοπλήρωνες στον χασάπη. Το μυστικό της νοικοκυράς ήτανε στο ψωμί. Έριχνε λίγο ψωμί παραπάνω κι αυγάταινε η ποσότητα του ζυμωμένου κιμά καθώς και τα κεφτεδάκια που θα βγαίνανε από το τηγάνι, έτσι όπως ο Κύριος πολλαπλασίασε, κάποτε, τους άρτους και τα ψάρια. Βέβαια, καμιά φορά, παράπεφτε το ψωμί αλλά και πάλι με τα μυριστικά που μπαίνανε μέσα στον κιμά, τον δυάσμο, το κρεμμύδι, το σκόρδο, το πιπεράκι και το κύμινο, ούτε που καταλάβαινες την αναλογία κιμά και ψωμιού. Άλλωστε, το πολύ ψωμί έκανε τα κεφτεδάκια πιο μαλακά και αφράτα. Θυμάμαι, στην ταβέρνα του Τσούση, στο Ψυχικό, μέσα στους πολλούς και καλούς μεζέδες που έφτιαχνε ήτανε και τα κεφτεδάκια, με σάλτσα ή χωρίς. Και καμιά φορά οι πελάτες πειράζανε τον ταβερνιάρη: «Μπαρμπα-Γιώργη, τα πέτυχες τα κεφτεδάκια στο ψωμί»! Κι ο μπαρμπα-Γιώργης ο Τσούσης χαμογέλαγε μόνο, γιατί ήξερε πως ναι μεν είχανε δίκιο, αλλά τα κεφτεδάκια του ήτανε πεντανόστιμα και γι’ αυτό περιζήτητα.

Στο ζύμωμα του κεφτέ μερικοί μερακλήδες και μερακλίδισσες βάζανε μικρά μυστικά που είχανε «ξεκλέψει» από καμιά γιαγιά ή καμιά μάνα, πράγμα που έδινε στους κεφτέδες τους ιδιαίτερη γεύση και νοστιμάδα. Σαν παιδί θυμάμαι που ο πατέρας μου, ο Παναγιώτης, διέκοπτε καμιά φορά τις δουλειές του ποδαριού που έκανε ολημέρα στη Σπάρτη και μας έφερνε στο σπίτι κεφτέδες από το υπόγειο μαγέρικο του «Λάμπρου». Ωραίοι κεφτέδες, μεγαλούτσικοι και πλακουδεροί, αφράτοι και καλοτηγανισμένοι, που μέσα τους, ο κυρ-Γιώργης ο Λάμπρος, είχε ζυμώσει, πριν τους τηγανίσει, κρεμμύδι χοντροκομμένο που είχε τσιγαριστεί στο λάδι. Κι έτσι όπως έπιανες τον κεφτέ για να τον φας έβλεπες το κρεμμύδι να ξεπροβάλλει εδώ κι εκεί σαν χάσικο φεγγάρι, μοσχομυρίζοντας, κι ύστερα στο στόμα ένιωθες τη γλυκιά του γεύση που έκανε τον κεφτέ του Λάμπρου ξεχωριστό. Ωραία κεφτεδάκια με σάλτσα έκανε και η «Φρέτζαινα», η κ. Ελένη, η γυναίκα του κυρ-Γιώργη του Φρέντζου, που είχε την όμορφη και αξέχαστη κοσμική ταβέρνα εκεί στην οδό Βρασίδου. Όμως, για να μην αδικήσω κανένα, ΟΛΕΣ οι ταβέρνες και ΟΛΕΣ οι νοικοκυρές έκαναν τότε απίθανα κεφτεδάκια. Πάει και τελείωσε! Δεν υπήρχε περίπτωση για κανένα κεφτεδάκι να αποτύχει, με όποια συνταγή κι αν είχε ζυμωθεί, από όποιον και να είχε τηγανιστεί.

Εκτός που με λίγο κιμά μπόραγε η νοικοκυρά να φτιάξει πολλούς κεφτέδες, πολλές φτωχές οικογένειες ψωνίζανε κατεψυγμένο κιμά («σπέσιαλ» τονε λέγανε) που ήτανε φτηνότερος ή μπορούσανε, αντί για κιμά από ψαχνό μοσχάρι, να πάρουνε λάπα που κι αυτή ερχότανε πιο φτηνή κι, αν θέλετε, έδινε και καλύτερους κεφτέδες, αφού είχε και λιπάκι και ήτανε πιο μαλακή από το ψαχνό. Έτσι, λοιπόν, με πολλούς τρόπους, τα κεφτεδάκια ήτανε ένα οικονομικό αλλά και πεντανόστιμο φαγητό της λαϊκής οικογένειας.

Όταν τέλειωνε η νοικοκυρά το ζύμωμα και το πλάσιμο των κεφτέδων, ερχότανε η ώρα για το τηγάνισμα. Έβαζε μπόλικο λάδι στο μεγάλο τηγάνι το μαυρισμένο απ’ τις φωτιές, το άφηνε πάνω στη γκαζέρα ή στο πετρογκάζ να κάψει κι ύστερα έριχνε, ένα-ένα, τα κεφτεδάκια, στο σχήμα και στο μέγεθος που αρέσανε σε κάθε οικογένεια (μικρά στρογγυλά σαν μπιλίτσες, μεγάλα στρογγυλά, πλακουδά μικρά ή μεγάλα κλπ). Μερικές νοικοκυρές (το ’κανε και η μάνα μου) πριν τα ρίξουνε στο τηγάνι τα αλευρώνανε κι αυτό τους έδινε μια δικιά τους γεύση και ομόρφαινε τη φάτσα τους. Την ώρα που τα κεφτεδάκια τσιτσιρίζανε στο τηγάνι βγαίνανε από μέσα μυρουδιές που δραπετεύανε από τα ανοιχτά παράθυρα ή από τις χαραμάδες του σπιτιού και μοσχοβόλαγε όλη η γειτονιά, οι δρόμοι, οι αυλές και τα σπίτια και κάνανε τα παιδιά και τους μεγάλους να λένε: «Πο, πο!!! Κάποιος τηγανίζει κεφτέδες. Μ’ έπιασε λιγούρα». Και οι άντρες οι γκρινιάρηδες, απ’ τα γειτονικά σπίτια, αν δεν είχανε πάει για δουλειά και ήτανε στο σπίτι, λέγανε στην κυρά τους: «Άντε να δούμε ΕΣΥ πότε θα φτιάξεις καν’να κεφτέ».

Η μεγάλη απόλαυση του κεφτέ ήτανε να βρίσκεσαι μπροστά όταν έβγαινε η πρώτη τηγανιά και να βουτήξεις έναν ζεματιστό κεφτέ, για να τον δοκιμάσεις, κάνοντας αστείες χειρονομίες απελπισίας, έτσι όπως ζεμάτιζε τον ουρανίσκο. Καιγόσουνα αλλά το φχαρστιόσουνα. Γι’ αυτό, αμέσως μετά, βούταγες κι άλλον… κι άλλον … κι άλλον μέχρι να σου βαρέσει το χέρι η μαγείρισσα με την τρυπητή κουτάλα και ν’ ακούσεις: «Φτάνει! Μη φας άλλους. Δε θα μείνει τίποτα για το μεσημέρι»!

Τώρα… με τι συνοδεύονταν οι κεφτέδες; Μα οι κεφτέδες μπορούσαν να φαγωθούν μαζί με ο,τιδήποτε. Δεν υπήρχε φαγητό που να αρνιότανε τη φιλία του κεφτέ. Εμάς η μάνα μας, η κυρα-Παναγιώτα, όταν τέλειωνε το τηγάνισμα των κεφτέδων, έτσι όπως ήτανε το λάδι που είχε πάρει τη νοστιμιά από τους κεφτέδες, τηγάνιζε πατάτες και γινόντουσαν θεϊκές. Αλλά και με χόρτα και με ρύζι και με μακαρόνια και με μαπόρυζο και με κουνουπίδι και με χυλοπίτες και με τραχανά και με αυγά και με ό,τι άλλο θες πηγαίνανε άριστα τα κεφτεδάκια. Η μάνα μου, πολλές φορές, με τα κεφτεδάκια μας έφτιανε και φιδέ και εμείς κόβαμε τα κεφτεδάκια σε κομμάτια, τα ρίχναμε στο φιδέ και γινότανε ένα πεντανόστιμο φαΐ. Άλλες φορές μας έφτιαχνε και σάλτσα με μπελντέ, κρεμμύδι, σκόρδο, λίγη κανελίτσα, αλάτι και πιπέρι κι έριχνε μέσα τους κεφτέδες και ρουφάγανε τη σάλτσα και μετά δεν χορταίναμε (μαζί με τους κεφτέδες) και το φρέσκο ψωμί, αφού η σάλτσα το γύρευε μ’ όλη της την καρδιά. Βέβαια, δεν έριχνε μέσα στη σάλτσα όλους τους κεφτέδες, αλλά κρατούσε και μερικούς «σχέτους» για να δοκιμάζουμε όλες τις γεύσεις.

Στα χωριά, που δεν είχανε μηχανές για να κόψουνε κιμά, βάζανε το κρέας σε ένα σανίδι και με ένα κοφτερό μαχαίρι χτυπάγανε και κόβανε το κρέας σε μικρά-μικρά κομμάτια, κάνοντάς το κιμά χοντροκομμένο, ας πούμε. Λένε (εγώ δεν έχω φάει) πως τα κεφτεδάκια μ’ αυτόν τον χοντροκομμένο με το χέρι κιμά ήτανε πολύ νόστιμα, αφού το κρέας κράταγε τη νοστιμάδα τους και την αντίσταση στο δόντι.

Ωραίο πράμα, λοιπόν, τα κεφτεδάκια. Κανείς Έλληνας δεν χορταίνει τα κεφτεδάκια. Όλοι τα λατρεύουν. Τα κεφτεδάκια είναι γιορτή για κάθε περίσταση, για κάθε τραπέζι και για κάθε παρέα. Και δεν είναι μόνο ο λατρεμένος μεζές του σπιτιού. Παλιά, που ο κόσμος πήγαινε εκδρομές τα καλοκαίρια, τις Πρωτομαγιές, τις Αποκριές, τις Καθαροδευτέρες κλπ (μικρές εκδρομές με τα πόδια ή μεγάλες εκδρομές με τα λεωφορεία ή σχολικές εκδρομές ή εκδρομές συλλόγων, της Εργατικής Εστίας κλπ) δεν υπήρχε καν η σκέψη (ούτε και η οικονομική δυνατότητα) να πάνε να φάνε οι εκδρομείς σε μαγαζιά, ταβέρνες, ψησταριές και εστιατόρια όπως γίνεται σήμερα. Τότε, κάθε εκδρομέας είχε κοντά του την τσαντούλα του με μεζεδάκια ετοιμασμένα αποβραδίς, όπου (πρώτα και καλύτερα ανάμεσά τους) ήτανε τα κεφτεδάκια. Αυτοί που οργάνωναν τις εκδρομές είχαν επιλέξει κι ένα κατάλληλο μέρος για το μεσημεριανό φαγητό (συνήθως κάπου που είχε νερό τρεχούμενο και δέντρα για ίσκιο ή κάποια παραλία) και όταν ερχότανε οι ώρα, οι εκδρομείς μοιράζονταν σε παρέες, έστρωναν καταγής μεγάλα τραπεζομάντηλα, άνοιγαν τα φαγητά τους κι έτρωγαν με όρεξη, με πρώτα και καλύτερα ανάμεσά τους τα κεφτεδάκια, τα οποία μάλιστα αντάλλασσαν, πολλές φορές, συναμεταξύ τους: «Πάρτε και λίγα απ’ τα δικά μας τα κεφτεδάκια να τα δοκιμάσετε. Και τα δικά σας είναι πολύ ωραία»! Δεν έλειπαν φορές που κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μερικοί δεν άντεχαν τον πειρασμό κι άνοιγαν τα δοχεία με τα κεφτεδάκια τους για να δοκιμάσουν μερικά και να κεράσουν και τους συνεπιβάτες και τότε μύριζε όλο το λεωφορείο λες και ήτανε μαγέρικο.

Τα κεφτεδάκια έχουνε και μια ιδιοτροπία στο φαΐ τους, όπως και οι τηγανητές πατάτες: Ποτέ δεν τρώγονται με πιρούνι. Μόνο με το χέρι. Βουτάς το κεφτεδάκι με τα δυο δάχτυλα, το χώνεις στο στόμα και το απολαμβάνεις και παίρνουνε νοστιμάδα και τα δάχτυλά σου, πράγμα που σε κάνει να τα γλείφεις πού και πού. Γι’ αυτό στενοχωριέμαι καμιά φορά και μου ’ρχεται και να γελάσω όταν βλέπω κάποιους «καθώς πρέπει» να προσπαθούνε να φάνε κεφτέδες με πιρούνια και μαχαίρια. Βασανίζουνται οι κακόμοιροι και χάνουνε και όλη τη χάρη του να τρως κεφτεδάκια με τα χέρια. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως ο άνθρωπος, στην αρχή της ζωής του, έτρωγε με τα χέρια και ότι τα μαχαιροπίρουνα ανακαλύφθηκαν πολύ, πολύ αργότερα. Άλλωστε και σ’ ένα μικρό παιδί, αν του βάλεις μπροστά του φαγητό, με τα χέρια θ’ αρχίσει να τρώει και θα «μουστρίζει» τη μούρη του και θα γλείφει τα δάχτυλά του, πράγμα που πάει να πει πως δημιουργηθήκαμε για να τρώμε με τα χέρια και όχι με «εργαλεία». Τέλος, κι οι γιαγιάδες οι παλιές και οι μανάδες μας, όταν ήτανε πάνω από το φαγητό και θέλανε να το δοκιμάσουνε, με το χέρι παίρνανε μια μπουκιά ή βουτάγανε μέσα το δάχτυλο( άμα ήτανε καμιά σκορδαλιά ας πούμε) για να δούνε άμα λείπει κάτι.

Τα κεφτεδάκια ήταν τόσο αγαπημένος και διαδεδομένος μεζές της ελληνικής οικογένειας, που «έπαιξε» και στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο:

 

  • Η ατάκα:

«Ωραίο πράμα τα κεφτεδάκια!»

είναι από την ταινία «Ένας ήρωας με παντούφλες» (1958) με τον Βασίλη Λογοθετίδη.

 

  • Στην ταινία «Γοργόνες Και Μάγκες» (1968) μια παρέα πάει στην ταβέρνα του γραμματισμένου ταβερνιάρη Παναή (Γιάννης Βογιατζής), ρωτάνε τι έχει κι εκείνος τους απαντά:

«… και μπιρίτσα υπάρχει και ωραίος μεζές υπάρχει, τουτέστιν κεφτές ζεστός-ζεστός. Μαρίνααα …

Η Μαρίνα (Μάρθα Καραγιάννη) φέρνει τους κεφτέδες με το τηγάνι και ακολουθεί η θρυλική ατάκα:

«Εν τω τηγανίω τους μετέφερες; Τουτέστιν υπέπεσες εις τοιούτον σφάλμα»;

 

  • Στην ταινία «Ο αχόρταγος» (1967) υπάρχει ο παρακάτω σπαρταριστός διάλογος του Διονύση Παπαγιαννόπουλου με τον Νάσο Κεδράκα: 

Παπαγιαννόπουλος: «Πετάξου απέναντι στο εστιατόριο και φέρε μου κάτι να τσιμπήσω.»

Κεδράκας: «Μάλιστα. Τι να σας φέρω;»

Παπαγιαννόπουλος: «Ε, κάτι ελαφρό. Δεν θα φάω σήμερα, δεν πεινάω. Μια μακαρονάδα.»

Κεδράκας: «Με σαλτσίτσα;»

Παπαγιαννόπουλος: «Με σαλτσίτσα. Και ένα κοτόπουλο και μια μερίδα αρνάκι.»

Κεδράκας: «Ψητό;»

Παπαγιαννόπουλος: «Ψητό. Και πού ‘σαι, πες του να ετοιμάσει μια καλή μερίδα κεφτέδες. Και μια συναγρίδα.»

Κεδράκας: «Αν υπάρχει.»

Παπαγιαννόπουλος: «Ε, αν υπάρχει! Αν δεν υπάρχει θα πας εσύ να την ψαρέψεις;»

Κεδράκας: «Ε, όχι βέβαια.»

Παπαγιαννόπουλος: «Ε, όχι βέβαια. Άντε πήγαινε και που ‘σαι, να ετοιμάσει μια καλή σαλάτα πες του. Και ένα μπουκάλι μπύρα και ψωμιά.»

Κεδράκας: «Μάλιστα. Μόνο αυτά;»

Παπαγιαννόπουλος: «Ε, σου είπα θα τσιμπήσω σήμερα. Δεν θα φάω, δεν έχω όρεξη.»

 

  • Στην ταινία «Νύχτα Γάμου» (1967) ο στεναχωρημένος Ιάκωβος (Κ. Βουτσάς) λέει στη μάνα του:

«Άκου μαμά… Ήρθε εδώ η Πέπη και την έδιωξα… Ναι! Της είπα όσα με είπες, αλλά με είπε χαλβά και πολύ στενοχωρήθηκα… Μαμά, άκου, να με κάνεις κιοφτέδες, πολλούς κιοφτέδες…»

 

  • Στην ταινία «Το Κλωτσοσκούφι» (1960) η Αλίκη Βουγιουκλάκη και οι κεφτέδες της δίνουν σπαρταριστό γέλιο:

-Και δε μου λέτε… πόσες μέρες κρατάει αυτό το ταξίδι;

-Είναι μεγάλο ταξίδι.

-Όχι, ξέρετε γιατί σας ρωτάω;

-Γιατί;

-Για να ξέρω πόσους κεφτέδες θα πάρω μαζί μου.

 

  • Οι κεφτέδες, μέσα σ’ όλα, ήτανε και το αγαπημένο φαΐ του πάντα πεινασμένου και κοσμαγάπητου Καραγκιόζη:

Μυριγκόκος: Άσε τον κεφτέ κάτω, σου είπα,

Κολλητήρι: Πεινάω.

Μυριγκόκος: Μπαμπάκο πεινάμε.

Καραγκιόζαινα: Καραγκιόζη τα παιδιά πεινάνε.

Καραγκιόζης: Γιατί δεν τα δίνεις να φάνε, μωρή, κάτι. Είχα φέρει την προηγούμενη βδομάδα κάτι χαλασμένους κεφτέδες, τους φάγατε;

 

Χατζηαβάτης: Ξύπνα καημένε Καραγκιόζη.

Καραγκιόζης: Τι έγινε μωρέ γρουσούζη και με ξυπνάς; Πάνω που έβλεπα πως είχα ένα ταψί κεφτέδες και τους έτρωγα. Να φάε μια καρπαζιά.

 

Κι όταν ο Καραγκιόζης έτρωγε ξύλο, έλεγε στο τέλος κοροϊδευτικά:

«Βάλε σάλτσααα… βάλε κεφτέδεεες»!!!

 

  • -Οι πολυαγαπημένοι κεφτέδες του ελληνικού λαού βρήκανε τρόπο και τρύπωσαν ακόμα και στα τραγούδια του:

 

«Όταν περνώ για να σε ιδώ,

αχ πως με βασανίζεις

έχεις κεφτέδες στη φωτιά,

αχ Κατερίνα μου γλυκιά

 και γλυκοτηγανίζεις.

«Αμάν Κατερίνα μου», Συνθέτης: Σπ. Τούντας, έτος ηχογράφησης 1936

 

Τέλος, όσο κι αν φαίνεται παράξενο και αταίριαστο, οι κεφτέδες βρήκαν θέση και στην ελληνική λογοτεχνία:

  • Στη «Βαβυλωνία», το θεατρικό έργο του Δ. Βυζάντιου (1836), το οποίο διακωμωδεί την ελληνική γλώσσα με τα πολλά ιδιώματα, όπως είχε διαμορφωθεί μέσα στην τουρκοκρατία, ένας Ανατολίτης πηγαίνει σ’ ένα πανδοχείο-ταβέρνα για να φάει και ζητά από τον ξενοδόχο να του διαβάσει τον κατάλογο:

 

Ξεν.: (αναγινώσκει) σούπα από κολοκύθια.

Ανατ.: Βάι, βάι, βάι - χιτζ ποτές κολοκύτια τζορμπά γένεται;

Ξεν.: Βραστό βουδινό.

Ανατ.: Εγώ άρρωστο ντεν είμαι, ντε τέλω.

Ξεν.: Εντράδα, κιοφτέδες, γιουβαρλάκια, ντολμάδες, γιαχνί, μακαρόνια, ατζέμ πιλάφι.

Ανατ.: Α, ιστέ τούτα είναι καλό φαΐ. Κατάλαβα αρτίκ κατάλαβα - φτάνει σε πγιά - ο,τι υρέψει κανένας, τόνε φέρνεις;

Ξεν.: Και του πουλλιού το γάλας να γυρέψη φέρνω το.

(Παρακάτω, μπαίνει στην παρέα κι ένας Λογιώτατος που μιλάει γλώσσα αρχαΐζουσα (τους κεφτέδες τους αποκαλεί «κρεατοσφαιρίδια») και του δίνουν να διαβάσει κι αυτός τον κατάλογο των φαγητών. Αρχίζει να διαβάζει, διαμαρτύρεται ότι ο κατάλογος είναι γραμμένος στα τούρκικα και τον δίνει στον Κύπριο για να τον διαβάσει):

 

Λογ.(αναγινώσκει): σούπαν από κολοκύνθια, βραστόν βούδινον, εντράδαν, κιοφτέδας, δολμάδας, - (αφίνει τον κατάλογον) ταύτα Τουρκιστί εγεγράφατο, άπερ δη και ιλιγγιά με αναγινώσκοντα. (προς τον Κύπριον) ανάγνωθι ούν συ, Κύπριε?

-«O Mίμης ο λεφτάς», της Χρυσούλας Βακιρτζή

«Τι κι αν ετοιμάστηκαν από βραδύς οι τηγανητοί κεφτέδες, μαζί με τη κιτρινωπή ρετσίνα Κουρτάκη και την ολόφρεσκη σάλτσα; Θα τα έβρισκε εύκολα εκεί, μπροστά μπροστά, στη μικρή πόρτα του ψυγείου Ιζόλα μόλις γυρνούσε το μεσημέρι απ’ τη δουλειά. Εξάλλου, μια διάφανή, ελαφρώς παγωμένη ρετσίνα μαζί με φρέσκους τηγανητούς κεφτέδες, παρέμενε το αγαπημένο μπινελίκι του καλύτερου εισπράκτορα υπεραστικών λεωφορείων της Καβάλας –εν έτη 1975.»

 

-«Ήταν όλα τους παιδιά μου» της Τζένης Μανάκη

«Κοίταξα με μέτρια αποστροφή το πακεταρισμένο έτοιμο φαγητό που είχα προμηθευθεί, καθώς ο απορροφητήρας της Μαργαρίτας, έστελνε μαζί με το γουργουρητό του, την ανελέητη μυρωδιά τηγανητών κεφτέδων. Για μια στιγμή απόδιωξα τις ρομαντικές φαντασιώσεις μου και έδωσα τόπο στην εικόνα ενός ευμεγέθους πιάτου με μπόλικους λαχταριστούς κεφτέδες, πατάτες τηγανητές και δίπλα μια σαλάτα με κατακόκκινες τεμαχισμένες ντομάτες και … πάνω που στο φανταστικό μου τραπέζι τοποθετούσα ένα μπουκάλι παγωμένης μπύρας, άκουσα τη φωνή της Μαργαρίτας. Ήταν η πρώτη φορά που μου μιλούσε. Συνήθως ανταλλάσσαμε ένα δειλό, αλλά εύγλωττο χαμόγελο αλληλοκατανόησης.

«Κύριε Παράσχου, σας είδα προχθές στην τηλεόραση! Συγχαρητήρια! Πήρα το βιβλίο σας! Θα σας ενοχλούσε να περάσω να μου το υπογράψετε;»

Θα ήταν ανόητο να της αρνηθώ.»

 

-«Πώς δεν ήθελα να σπουδάσω» του Κώστα Βάρναλη

«O αδερφός μου κόρωσε.

― Θα πας, μου λέγει, ή θα σε σπάσω στο ξύλο.

― Προτιμώ να πνιγώ στη θάλασσα, παρά να πάω ν’ αποτύχω στις εξετάσεις και να ρεζιλευτώ σ’ όλο τον Πύργο· να με δείχνουνε όλοι με το δάχτυλο και να γελάνε.

Έτσι αντιστάθηκα με πείσμα κάμποσες μέρες στον αδερφό μου. Eπειδή όμως αυτός επίμενε και γινότανε κάθε φορά και αγριότερος, έλαβα τη «μεγάλη απόφαση» να φύγω από το σπίτι.

Ήτανε, θυμάμαι, μεσημέρι κι η μητέρα μου τηγάνιζε στο πλυσταριό κεφτέδες. Πήρα ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί, πήγα δίπλα της και της ζήτησα έναν κεφτέ. Mου έδωσε.

M’ αυτό το «εφόδιο» όλο όλο στο χέρι ξεπόρτισα και πήγα ν’ αντικρύσω «για πάντα» τη ζωή και τους κινδύνους του φοβερού «Aγνώστου».»

 

Αν μ’ όλα τούτα, σας άνοιξε η όρεξη για κεφτεδάκια νόστιμα, τραγανά και αφράτα, δεν έχετε παρά να ανασκουμπωθείτε, να ζυμώσετε και να τηγανίσετε τα κεφτεδάκια σας, έτσι όπως εσείς ξέρετε και σας αρέσουν, και με την παρέα σας να τα απολαύσετε (πάντα με τα χέρια) πίνοντας κι ένα κρασάκι, στη μνήμη της παλιάς, παραδοσιακής κουζίνας, που σήμερα (δυστυχώς) έχει εκτοπισθεί από τα πάσης φύσεως ξενόφερτα γκουρμέ.

-Ε μα, δεν είναι ωραίο πράμα τα κεφτεδάκια;



10-2-2021
Βαγγέλης Μητράκος


Οδός Εμπόρων