Vekrakos
Spartorama | Η Ρωσία και η Ελληνική Επανάσταση (1821 – 1829)

Η Ρωσία και η Ελληνική Επανάσταση (1821 – 1829)

Spartorama 07/03/2022 Εκτύπωση Άρθρα Ιστορία Κοινωνία
Η Ρωσία και η Ελληνική Επανάσταση (1821 – 1829)
Καρλ Μαρξ: «Ποιος έκρινε τον αγώνα όταν εξεγέρθηκαν οι Ελληνες; Οχι βέβαια... παρά ο Ντίμπιτς, που προέλασε με τον ρωσικό στρατό ίσαμε την κοιλάδα της Μαρίτσας περνώντας τον Αίμο»
Οδός Εμπόρων

Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση του 1821, σημαντικά ήταν και τα φιλελληνικά ρεύματα σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, παρά τις αντιδράσεις των επηρεασμένων από την «Ιερά Συμμαχία» (Ι.Σ.) κυβερνήσεών τους. Στο σημερινό μας σημείωμα θα ιδούμε τη στάση της Ρωσικής κυβέρνησης απέναντι στους επαναστάτες σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα (1821 – ’29).

Ας ξεκινήσουμε γράφοντας ότι, σχετικά με τον φιλελληνισμό στην Ανατολική Ευρώπη, πρέπει να συμπεριλάβουμε και το μεγάλο Ρώσο ποιητή Aλέξανδρο Πούσκιν, αλλά και όσους τυχόν φιλέλληνες συμπατριώτες του αξιωματικούς του τσαρικού στρατού (τους «Δεκεμβριστές»;) περιέβαλαν με συμπάθεια τον ελληνισμό στα προεπαναστατικά χρόνια ή στο ξεκίνημα της Επανάστασης.

Οι «Δεκεμβριστές» ήσαν λίγοι φιλελεύθεροι διανοούμενοι, που θέλησαν να επωφεληθούν του μεσολαβήσαντος ζητήματος της σειράς της διαδοχής του ρωσικού θρόνου, το Δεκέμβρη του 1825, και υπεκίνησαν σε στάση ορισμένες φρουρές, λίγο μετά το θάνατο του Τσάρου Αλεξάντρου του 1ου και προ της αναρρήσεως στο θρόνο του αδελφού του, Νικολάου του 1ου. Το κίνημα καταπνίχτηκε από το νέο Τσάρο γρήγορα, με πολλά θύματα, με εκτελέσεις 7 από τους ηγέτες του και εξορίες πολλών άλλων, ενώ, τα κατοπινά χρόνια, όπως γράφει ο Δ. Κόκκινος, στη Ρωσία κυριάρχησε «βαρύς δεσποτισμός, ο οποίος έφερε την γαλήνην διά του τρόμου».

O Α. Πούσκιν, όμως, με υπομονή και επιμονή, στάθηκε, πάντοτε, υποστηρικτής της λευτεριάς και ανεξαρτησίας των Ελλήνων όχι μόνο με τον προφορικό του λόγο αλλά και με τον γραπτό λόγο και τη δράση του. Μέσα από πλήθος ποιημάτων και άλλων έργων του εκφράζει την υποστήριξή της Επανάστασης των Ελλήνων για το λυτρωμό από τη σκληρή μακραίωνη τυραννική σκλαβιά. O Ρώσος ποιητής, επίσης, παρακολούθησε από κοντά την έναρξη, την εξέλιξη, το δυναμισμό των επαναστατικών γεγονότων, της εξέγερσης των «Φιλικών» και του πολύχρονου ένοπλου αγώνα του λαού μας τόσο στην ηπειρωτική Eλλάδα όσο και στα νησιά, ενώ σε γράμμα του αναφέρει ότι στον κόσμο του «τίποτα δεν ήταν τόσο δημοφιλές και τόσο κοσμοαγάπητο όσο η ελληνική υπόθεση».

Ας πάμε λίγα χρόνια πριν τον ελληνικό ξεσηκωμό. Στο Karlsband θα συναντηθούν, υπό την καθοδήγηση του Αυστριακού καγκελαρίου, Μέττερνιχ, οι εγκέφαλοι της «Ι.Σ.» το 1819 για λόγους οργάνωσης και μεθοδολογίας της, ενώ την επόμενη χρονιά μαζεύτηκαν στο Troppau της Σιλεσίας, θορυβημένοι από διάφορες εξεγέρσεις στην ιταλική και την ιβηρική χερσόνησο. Καθώς διαφωνούσαν, διακόπτουν τις εργασίες του Troppau και τις ξαναρχίζουν το Γενάρη του 1821 στο Laybach (σημ. Λιουμπλιάνα της Σλοβενίας).

Εκεί τους βρήκε και μαζί τους και τον Ιωάννη Καποδίστρια, μέλος της ρωσικής διπλωματικής αποστολής, η είδηση της Ελληνικής Επανάστασης τους πρώτους μήνες του 1821. Ο Τσάρος Αλέξανδρος αποκηρύττει το κίνημα του Αλέξανδρου Υψηλάντη και τον διαγράφει από τους ρωσικούς στρατιωτικούς καταλόγους. «Η ανθελληνική πολιτική του Τσάρου δεν ήταν ούτε συγκυριακή, ούτε ετεροκίνητη», γράφει ο Κ. Σιμόπουλος για το Ρώσο ηγέτη, που «ευνοεί» μόνο όσα κινήματα κατά της Τουρκίας «εξυπηρετούν» τα ρωσικά συμφέροντα!

Η Ρωσία με το Μεγάλο Πέτρο και την Αικατερίνη τη 2η -κατά το 18ο αιώνα-  εκδήλωσε το ενδιαφέρον της να προεκταθεί προς το νότο και να εξασφαλίσει ελεύθερη ναυσιπλοΐα προς τη Μεσόγειο σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που ελέγχει την ανατολική Μεσόγειο και το μεγαλύτερο μέρος του Εύξεινου Πόντου.

Έτσι, εκδηλώνονται συχνά ρωσοτουρκικοί πόλεμοι και οι συνθήκες που υπογράφονται δεν ευνοούνε πάντοτε το Σουλτάνο. Προς αυτήν την κατεύθυνση κλίνει κι η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), αλλά η τελευταία ρωσοτουρκική συνθήκη του Βουκουρεστίου (28/5/1812, ενώ o  Ναπολεόντειος στρατός πλησίαζε τα ρωσικά σύνορα) άφηνε πολλά εκκρεμή ζητήματα κι έδινε διάφορες αφορμές για νέες προστριβές μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας.

Ο Τσάρος, πάντως, όταν το 1821 ξεσπά η Ελληνική Επανάσταση, βρισκόταν σε δίλημμα, καθώς από τη μια τον έδενε η «Ι.Σ.» και το συνέδριο του Laybach κι από την άλλη δεν μπορούσε να μην ακολουθήσει την πάγια αντιτουρκική πολιτική της χώρας του.

Οι οικονομικές δραστηριότητες των Ελλήνων εμπόρων και ναυτικών στη Ρωσία, η εκεί ίδρυση της «Φιλικής Εταιρείας», η πετυχημένη σταδιοδρομία Ελλήνων στην Τσαρική Αυλή (Ο μεν Καποδίστριας ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου Εξωτερικών, ο δε Υψηλάντης ήταν στρατιωτικός καριέρας, υπασπιστής του ίδιου του Αλέξανδρου) συντέλεσαν να ισχυροποιηθούν οι ελληνορωσικοί δεσμοί και να πιστέψουν οι Έλληνες πως η ομόδοξη χώρα θα τους βοηθούσε. Μ’ αυτό τον συλλογισμό, ίσως, εξηγείται κι η ελπίδα του Αλέξανδρου Υψηλάντη πως στον εθνικοαπελευθερωτικό τους Αγώνα θα έχουν «…μίαν κραταιάν δύναμιν να υπερασπισθή τα δίκαιά μας…» (από την προκήρυξη της 24/2/1821), δηλαδή τη Ρωσία.

Οι τουρκικές φρικαλεότητες εις βάρος των Ελλήνων, με αποκορύφωμα τον απαγχονισμό του Πατριάρχη το Πάσχα του 1821, η παραμονή των τουρκικών στρατευμάτων στη Μολδοβλαχία μετά την αποτυχία του Αλ. Υψηλάντη θα προβληματίσουν περισσότερο τον Τσάρο, που αμφιταλαντεύεται μεταξύ των φιλειρηνικών και συμφώνων με το πνεύμα της «Ι.Σ.» προτάσεων από στενούς του συμβούλους (Nesselrod Κάρολος Βασίλιεβιτς, Ρώσος υπουργός εξωτερικών από το 1816 έως το 1856 και πρωθυπουργός του Τσάρου) και των προτεινομένων εμπόλεμη επίλυση των διαφορών με το Σουλτάνο εισηγήσεων, που δεχόταν από τον Ι. Καποδίστρια κ.α.

Με δύο εγκυκλίους του, ο Ρώσος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη, Στρογγάνοφ, ξεφανερώνει, στους πρώτους μήνες του 1821, την επίσημη ρωσική πολιτική. Συγκεκριμένα, έδωσε, με τη μεν πρώτη (9/21 Μάρτη 1821), εντολές στα ρωσικά προξενεία στην Ανατολή να τονίζουν ότι η Ρωσία είναι παντελώς αμέτοχη όσων έχουν γίνει στη Μολδοβλαχία από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και τους συνεργάτες του, με τη δεύτερη (4/16 Απρίλη 1821) δε ανακοίνωνε πως ο Τσάρος καταδίκαζε τον Υψηλάντη.

Στις 30 Απρίλη του 1821 κυκλοφόρησε η περίφημη «Διακήρυξη της Ι.Σ.» μετά το Συνέδριο του Laybach, στο οποίο συμμετείχαν από το Γενάρη του ίδιου έτους ο Ρώσος Τσάρος, ο βασιλιάς της Πρωσίας κι ο Αυστριακός αυτοκράτορας, με τους υπουργούς τους και τους υψηλά ιστάμενους διπλωματικούς συνεργάτες τους, αλλά και Γάλλοι κι Άγγλοι εκπρόσωποι. Είχαν μαζευτεί για να αποφασίσουν τη βίαιη καταστολή των απελευθερωτικών κινημάτων του Πεδεμοντίου και της Νεάπολης της ιταλικής χερσονήσου.

Με τη διακήρυξη καταδικαζόταν ως εγκληματική κάθε φιλελεύθερη κίνηση των λαών για εθνική απελευθέρωση ή κοινωνική δικαιοσύνη. Η «Ι.Σ.» είχε παντού, στην Ευρώπη, το «λύειν και το δεσμείν».

Τον Ιούλη, πάντως, του ίδιου χρόνου (6/7/1821), ο Στρογγάνοφ διατάσσεται να επιδώσει στην Υψηλή Πύλη (: Σουλτανική κυβέρνηση) ένα αυστηρό τελεσίγραφο, με το οποίο απαιτούσε ως ελάχιστη ικανοποίηση  – μεταξύ άλλων –  και τα εξής: η Ρωσία έχει το δικαίωμα να προστατεύει τους χριστιανούς των τουρκοκρατούμενων εδαφών –  αποχώρηση του τουρκικού στρατού από τη Μολδοβλαχία –  διάκριση ενόχων & αθώων από τους Τούρκους κατά την αντιμετώπιση της Επανάστασης.

Ο Σουλτάνος αρνήθηκε κι οι ρωσοτουρκικές διπλωματικές σχέσεις διεκόπησαν με την ανάκληση της ρωσικής διπλωματικής αντιπροσωπείας από την Πόλη. Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος ήταν προ των πυλών, αλλά ο Αλέξανδρος, επηρεασμένος πάντα από το Μέττερνιχ, δεν προχώρησε.


1822 – 1824

Κι αφού μεσολάβησε στις 6/7/1821 το ρωσικό τελεσίγραφο, με το οποίο παρουσιάζεται η Ελληνική Επανάσταση ως ξεσηκωμός καταδυναστευομένου από βάρβαρο δυνάστη έθνους κι όχι ως στασιαστική εξέγερση υποκινούμενη από «διεθνείς ανατροπείς», την άνοιξη του 1822, όμως, ο Τσάρος της Ρωσίας, Αλέξανδρος, εμφανίζεται απρόθυμος να πολεμήσει εναντίον του Σουλτάνου. «Εγένετο», μάλιστα, όπως γράφει ο Π. Καρολίδης, «ειρηνικός, συντελεσάντων εις τούτο των αγγελθέντων υπό του αδελφού αυτού αντιβασιλέως της Πολωνίας μεγάλου δουκός Κωνσταντίνου (του πρότερον υποψηφίου Έλληνος αυτοκράτορος Κωνσταντινουπόλεως) περί επικειμένης επαναστάσεως των Πολωνών  εν περιπτώσει πολέμου  και της εκραγείσης επαναστάσεως εν Ισπανία».  Στις εαρινές συζητήσεις Ρωσίας και Αυστρίας, απεσταλμένος του Τσάρου ήταν ο Τάτιστσεφ, στον οποίο ο Μέττερνιχ είπε ότι η Αυστρία θα εγκατέλειπε τους Ρώσους εάν κήρυτταν τον πόλεμο κατά του Σουλτάνου και ότι μόνο για βελτίωση της τουρκικής διοίκησης μπορούσαν να γίνουν διαπραγματεύσεις και όχι για τη δημιουργία ημιανεξαρτήτου Ελλάδας, όπως είχε προτείνει ο Αλέξανδρος.  Και ενώ αποφασίστηκε να γίνει μια νέα Σύνοδος των ηγεμόνων της Ευρώπης, ο Τσάρος, για να έχει τη σύμπραξη των συμμάχων του, θα έπρεπε, κατά το Μέττερνιχ, να «θυσιάσει» τον Ι. Καποδίστρια. Πράγματι, η τσαρική αυτή πολιτική επέφερε και την απομάκρυνση του Επτανήσιου διπλωμάτη  από τη ρωσική Αυλή προς τα τέλη του θέρους του 1822.

Λίγους μήνες, λοιπόν, αργότερα στα μέσα του Οκτωβρίου του 1822, οι επιθυμίες του Τσάρου ευοδώθηκαν, καθώς ξεκινά τις εργασίες του το Συνέδριο της Βερόνας. Συμμετείχαν οι αυτοκράτορες Ρωσίας κι Αυστρίας, ο βασιλιάς της Πρωσίας, ανώτατοι άρχοντες μικρότερων κρατιδίων της ιταλικής χερσονήσου, ο νικητής του Ναπολέοντα, Ουέλλιγκτον ως επικεφαλής της αγγλικής αποστολής, ο  αντιπρόσωπος του Πάπα, καρδινάλιος Σπίνα, ο Μέττερνιχ και οι Γάλλοι πολιτικοί, Σατομπριάν και Μονμορανσύ.

Αρχές του Νοέμβρη του ίδιου έτους, οι Ρώσοι κι οι Τούρκοι ξανασυνάπτουν διπλωματικές σχέσεις. Οι όροι του σχετικού πρωτοκόλλου, που υπογράφεται στις 9/11/1822, είναι  υπέρ του Τσάρου (σεβασμός των Τούρκων στη χριστιανική θρησκεία  –  να αδειάσει ο τουρκικός στρατός τη Μολδοβλαχία  –  να διοριστούν ξανά ντόπιοι ηγεμόνες στις επαρχίες αυτές  –  ανάκληση όλων των μέτρων κατά της ξένης ναυτιλίας –  ελεύθερους διάπλους των Στενών της Κωνσταντινούπολης από τα πλοία όλων των χωρών).

Στις αρχές, λοιπόν, του 1824 (9/1/1824) ο Τσάρος της Ρωσίας, Αλέξανδρος, ρίχνει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων το ρωσικό σχέδιο των «3 τμημάτων». Το σχέδιο προέβλεπε να επέμβουν οι Δυνάμεις όχι για να καταπνίξουν την Επανάσταση, μα για να αναγνωρίσουν κρατική υπόσταση στους επαναστάτες και να επιβάλλουν την ειρήνευση στην περιοχή . Καθώς ο Σουλτάνος δε θα δεχόταν απόλυτη πολιτική ανεξαρτησία  κι οι Έλληνες τον τουρκικό ζυγό, προτείνει να ιδρυθούν 3 ηγεμονίες στα πρότυπα των παραδουνάβιων (σε Θεσσαλία, Βοιωτία κι Αττική η πρώτη, με Ήπειρο & Αιτωλοακαρνανία η δεύτερη κι η τελευταία θα περιλαμβάνει Κρήτη & Πελοπόννησο), στις οποίες η Τουρκία θα διατηρούσε την επικυριαρχία, θα εισέπραττε ετήσιο φόρο και θα κρατούσε φρουρές με στενά τοπικά δικαιώματα.

 

Με την έλευση του 1825

Τον Οκτώβρη του 1825, ο Ρώσος πρωθυπουργός, Nesselrod, καθώς η αιγυπτιακή βοήθεια του Ιμπραήμ είχε συμβάλει στη σύντριψη της Ελληνικής Επανάστασης, έβλεπε τη διπλωματία της χώρας του να ‘χει αποτύχει και δε θα μπορούσε πια να εξαναγκάσει έναν ηττημένο Σουλτάνο να συνθηκολογήσει. Τότε, οι Ρώσοι πρεσβευτές στις ευρωπαϊκές Αυλές (4/10/1825, ο Pozzo Di Borgo από το Παρίσι και δύο εβδομάδες αργότερα, από το Λονδίνο, ο Lieven) προτείνουν μιαν τολμηρή κίνηση, να καταληφθούν, αμέσως και δίχως να ληφθεί υπόψη η Ευρώπη, οι Παραδουνάβιες ηγεμονίες, έστω και με κίνδυνο ευρωπαϊκού πολέμου. Ο Τσάρος Αλέξανδρος, αν και – κατά το Φρειδερίκο Ένγκελς – «[…] νωθρός, κυκλοθυμικός, βαριεστημένος, μυστικιστής και ρομαντικός, από τον Grec du Bas Empire (όπως τον αποκαλούσε ο Ναπολέων) είχε όχι μόνο την πονηριά και τη δολιότητα, αλλά και την ψυχική αστάθεια και την αδράνεια […]», έδειχνε, όμως, να στρέφεται πια προς τη Σουλτανική και νόμιμη εξουσία και όχι στους επαναστάτες Έλληνες!


Ένας θάνατος αλλάζει τον ρου (1825)

Η ρωσική πολιτική για το ελληνικό ζήτημα, πάντως, θα αλλάξει σημαντικά στις 19/11 (ή 1/12) /1825, ημέρα που ο Τσάρος Αλέξανδρος ο 1ος  πέθανε και τον διαδέχτηκε, αν και με σφετερισμό του θρόνου, ο εκ των αδελφών του, Νικόλαος ο 1ος, ο οποίος, καθώς το επιτελείο του αποτελείτο από φιλοπόλεμους, ήθελε να λύσει τις όποιες ρωσοτουρκικές διαφορές με πόλεμο. Λέγεται, μάλιστα, και ότι λίγο πριν πεθάνει ο Αλέξανδρος, κατά τον Δ. Κόκκινο, «υπέβαλεν εις την Αγγλίαν την πρότασιν να διαχειρισθή και να ρυθμίση μόνη αυτή το ελληνικόν ζήτημα».

Για τον Τσάρο Αλέξανδρο και τη ρωσική πολιτική και διπλωματία για το ελληνικό ζήτημα, ο Φρ. Ένγκελς θα γράψει: «Η ελληνική εξέγερση πρόσφερε λοιπόν τη χειρολαβή? για να μπορέσει όμως η ρωσσική διπλωματία να την πιέσει με δύναμη, έπρεπε να εμποδιστεί η ανάμιξη της Δύσης, έπρεπε δηλαδή να παραμείνει απασχολημένη με τα εσωτερικά της προβλήματα. Για το σκοπό αυτό είχε προσφέρει λαμπρή προεργασία ο κούφιος λόγος για τη “νομιμότητα”. Οι νόμιμοι κύριοι είχαν γίνει παντού μισητοί πέρα για πέρα (…) Η Τσαρική διπλωματία (…) προστάτευε άμεσα τα επαναστατικά στοιχεία της Δύσης μόλις αυτά εμφανίζονταν με το προσωπείο του φιλελληνισμού – και ποιοι άλλοι ήσαν οι Φιλέλληνες, που μάζευαν χρήματα κι έστελναν ολόκληρα ένοπλα επικουρικά σώματα στην Ελλάδα, αν όχι οι Καρμπονάροι και άλλοι φιλελεύθεροι της Δύσης;

Όλα αυτά δεν εμπόδισαν τον πεφωτισμένο Τσάρο Αλέξανδρο να καλέσει τους νόμιμους συναδέλφους του στα συνέδρια του ΄Ααχεν, του Τρόππαου, του Λάιμπαχ και της Βερόνας, να πάρουν τα πιο ενεργά μέτρα εναντίον των εξεγερμένων υπηκόων τους και να στείλει στα 1821 τους Αυστριακούς στην Ιταλία και στα 1823 τους Γάλλους στην Ισπανία για να καταστείλουν την επανάσταση – κι ακόμα να καταδικάσει φαινομενικά την εξέγερση των Ελλήνων, ενώ ταυτόχρονα την υποκινούσε ο ίδιος κι έβαζε ανθρώπους του να ενθαρρύνουν τους Φιλέλληνες της Δύσης,  ώστε να διπλασιάσουν τη δραστηριότητά τους.

Και πάλι η ηλίθια Ευρώπη πιάστηκε κορόιδο με τρόπο απίστευτο στους ηγεμόνες και στους αντιδραστικούς ο Τσάρος κήρυσσε τη νομιμότητα, στους φιλελεύθερους φιλισταίους απελευθέρωση των λαών και διαφωτισμό, και τον πίστευαν κι οι δυο».

Ως απεριόριστα μεγαλοπρεπής, αποφασιστικός και ισχυρός, σκληρός σαν την πέτρα και αμείλικτος σαν τη μοίρα, ο νέος, όμως, Τσάρος, ένας – κατά τον Ένγκελς – «τύπος μέτριου ανθυπολοχαγού», είναι η ενσάρκωση του κλασικού δεσποτισμού και εμπιστευόταν λίγους ανθρώπους, τους οποίους είχε κοντά του ως συμβούλους, ενώ οι πόλεμοί του εναντίον της Μουσουλμανικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν ήσαν «κυήματα» του φιλελληνισμού του ή της φροντίδας του για τους σκλαβωμένους ομόθρησκους Έλληνες, αλλά μάλλον αποτελούν έμπρακτη εφαρμογή του ιδεολογικού τριπτύχου «Απολυταρχία, Ορθοδοξία, Πατριωτισμός», επί του οποίου στήριξε το γεμάτο ψεύδος, δουλοπρέπεια και υποκρισία σύστημα της εξουσίας του!

Παρασυρμένος από τους πολεμόχαρους συμβούλους του, ο Τσάρος Νικόλαος, λοιπόν, έστειλε νέο τελεσίγραφο στην Τουρκία στις 17/3/1826 για να ικανοποιηθούν εντός 6 (!) ημερών υπέρ της Ρωσίας οι όποιες διαφορές με την Οθωμανική Αυτοκρατορία από το 1812 και το 1821.

Διαφορετικά, ο Ρώσος διπλωμάτης Μinciaky θάφευγε από την Κωνσταντινούπολη κι αυτό θάταν εις βάρος της Σουλτανικής κυβέρνησης. Επιπλέον, ο νέος Τσάρος ήθελε η Ρωσία νάχει το πρώτο λόγο στις διπλωματικές εξελίξεις κι όχι ο Μέττερνιχ κι ο Γ. Κάννιγκ. Και με τις πρωτοβουλίες του τις, φαινομενικά, υπέρ των Ελλήνων, φαίνεται πως θα υποκινήσει και την ίδρυση του φιλορωσικού κόμματος κοντά στο αγγλικό και το γαλλικό στην Ελλάδα, το πρώτο δίμηνο του 1826!

Έβλεπε, λοιπόν, ο Νικόλαος πως τα βρετανικά δάνεια, ελέω Γ. Κάννιγκ, της διετίας 1824  – 1825 είχαν αυξήσει την αγγλική επιρροή στους επαναστάτες και, επιπλέον, ότι η Ρώσικη Αυλή είχε ενοχληθεί από την «Πράξη Υποτέλειας» του θέρους του 1825. Και ενώ τα κατοπινά χρόνια, ο ίδιος ο Τσάρος θα δώσει, για εξυπηρέτηση των ρωσικών συμφερόντων και με «πατρική – κατά το Μαρξ – πρόνοια» στους Έλληνες για Κυβερνήτη τον Καποδίστρια και θα βοηθήσει την ελληνική ανεξαρτησία, με τσαρική, λοιπόν, πρωτοβουλία, ανακινείται διπλωματικά το ελληνικό ζήτημα.  Στις 23/3 (ή 4/4)/1826 ο Άγγλος διπλωμάτης και στρατηγός Wellington, που είχε μεταβεί στη Ρωσία για να συγχαρεί το νέο Τσάρο,  κι ο Ρώσος πρωθυπουργός και υπουργός εξωτερικών Nesselrod υπογράφουν το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης και συμφωνούν να επέμβουν μεσολαβητικά για τη δημιουργία ενιαίου ελληνικού κράτους, υποτελούς, όμως, στο Σουλτάνο, καθορίζοντας, όμως, οι δυο δυνάμεις (Αγγλία & Ρωσία) τους όρους του ελληνοτουρκικού συμβιβασμού. Παράλληλα, δηλώνουν πως θα δεχτούν τη σύμπραξη και των άλλων δυνάμεων. Ο Τσάρος, με την υπογραφή του εν λόγω Πρωτοκόλλου, είχε πετύχει στο στόχο του, να πετύχει την ειρήνευση στην Ελλάδα χωρίς να έρθει σε αντιπαράθεση με την Αγγλία.

Με το πρωτόκολλο της Πετρούπολης (1826), εγκαταλείφθηκε πια το σχέδιο των 3 ηγεμονιών, εξοβελίζονταν η Αυστρία και ο Μέττερνιχ από τον κατάλογο των άμεσα ενδιαφερομένων για την Επανάσταση των Ελλήνων, αποτρεπόταν  – προς το παρόν –  ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, ουσιαστικά κατέλυε την «Ι.Σ.». Ήταν το πρώτο επίσημο διπλωματικό έγγραφο που  αναγνώριζε πολιτική ύπαρξη στους Έλληνες μνημονεύοντας το όνομα «Ελλάδα» και της εξασφάλιζε αυτονομία με ντόπιους αιρετούς άρχοντες και καταβολή φόρου υποτέλειας. Πάντως, το πρωτόκολλο θεωρείται ρωσική επιτυχία, καθώς δεν ικανοποίησε το Γ. Κάννιγκ κι η φίλα προσκείμενη στο σύμμαχο του Σουλτάνου, Μωχάμετ Άλυ της Αιγύπτου, Γαλλία θα συμφωνήσει με τις άλλες δυο δυνάμεις μόνο μετά τη συνθήκη του Αckerman (7/10/1826: πλήρης αποδοχή από την Υψηλή Πύλη των ρωσικών αξιώσεων, μ’ αντάλλαγμα τη μη ρωσική ανάμειξη στο ελληνικό ζήτημα)  και την επίμονη άρνηση της Τουρκίας να δεχτεί ειρηνική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών.


Τη λύση δίνει ρωσοτουρκικός πόλεμος

Με την είσοδο του 1827, έχουμε κινητικότητα για το ελληνικό ζήτημα στις Αυλές των Μεγάλων Δυνάμεων. Ιδιαίτερη προσοχή ας δώσουμε στις οδηγίες του Ρώσου υπουργού των Εξωτερικών Νέσελροδ στον πρέσβη του στο Λονδίνο, Λίβεν, στις 9 Ιανουαρίου 1827 και αφορούσαν κυρίως στον διαγραφόμενο κίνδυνο από τον αιγυπτιακό στόλο εναντίον των λιμανιών της Πελοποννήσου: «Τα πραγματικά εξαναγκαστικά μέτρα στα οποία αποδίδουμε μεγάλη σημασία είναι να ενωθούν οι ναυτικές μας μοίρες, με στόχο να εμποδίσουμε την είσοδο τουρκικών ή αιγυπτιακών ενισχύσεων στρατιωτών, όπλων, πλοίων και πολεμοφοδίων στην Πελοπόννησο ή στο Αρχιπέλαγος… Αν ο κ. Κάνιγκ αρνηθεί μια συνθήκη σύμφωνη με τις δικές μας επιθυμίες… ο αυτοκράτοράς μας σας υποβάλλει μια άλλη μέθοδο διαπραγματεύσεων, ως εφεδρικό μέσο, που θα μεταχειρισθείτε σε έσχατη ανάγκη…». Μ’ άλλα λόγια, ο Λίβεν θα έπρεπε να υπενθυμίσει κατηγορηματικά στον Κάνιγκ, το 6ο άρθρο του πρωτοκόλλου της Πετρουπόλεως της 4ης Απριλίου 1826, σύμφωνα με το οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη διατηρούσαν το δικαίωμα να εκμεταλλεύονται κάθε ευνοϊκή ευκαιρία, για να αναγκάσουν τη Τουρκία να δεχθεί τις αποφάσεις τους για την κατάπαυση του πολέμου στην Ελλάδα.

Στις 26/4/1828 θα κηρυχτεί νέος ρωσοτουρκικός πόλεμος, αφού ο Νικόλαος ο 1ος  απαιτούσε από το Μαχμούτ το 2ο τα συμπεφωνημένα στο Ackerman, όπου δεν είχε γίνει, όμως, αναφορά στο ελληνικό ζήτημα, κάτι που η Πύλη και οι επιτελείς της ερμήνευσαν ως έλλειψη ενδιαφέροντος εκ μέρους του Τσάρου και της Ρωσίας για την τύχη των Ελλήνων. Για δε τους Έλληνες, την άνοιξη του 1828, ο ίδιος ο Τσάρος θα εκφράσει την αντιπάθειά του για την -κατά τη γνώμη του- φριχτή, εγκληματική και αποκρουστική συμπεριφορά τους, εφόσον είναι υπήκοοι, όπως πιστεύει, που στασίασαν εναντίον του νομίμου ηγεμόνα τους (!).

Η Ρωσία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία, στους μεταξύ τους πολέμους κατά τον 19ο αιώνα, επιδίωκαν την ικανοποίηση διαφορετικών, αντίθετων σκοπών. Δεν επρόκειτο για μια σύγκρουση δυο εγωιστών τυράννων. Η Ρωσία, παρασυρμένη από τη σημαντική της γεωγραφική θέση και σπρωγμένη από τα οικονομικά της συμφέροντα στις θάλασσες που περιβάλλουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία (Μεσόγειος, Αιγαίο, Κασπία, Μαύρη Θάλασσα, Περσικός κόλπος), ήθελε να στερεώσει την επίδρασή της στα Στενά και στη Βαλκανική Χερσόνησο. Με τη διεξαγωγή των ρωσοτουρκικών πολέμων θα παγιωνόταν ο κυρίαρχος ρόλος της Ρωσίας στην περιοχή, θα αναπτυσσόταν η οικονομία της, θα διευρυνόταν η οικονομική και πολιτική επιρροή της στους βαλκανικούς λαούς. Έτσι, όμως,  ερχόταν σε αντιπαράθεση με την πολιτική του Σουλτάνου, εφόσον η Οθωμανική Αυτοκρατορία στόχευε στην επέκταση των εδαφικών κατακτήσεών της σε βάρος της Ρωσίας και στη διατήρηση της κυριαρχίας της στους βαλκανικούς λαούς.

Ο πόλεμος διήρκεσε μέχρι τις 14/9/1829, ο ρωσικός στρατός, μετά τις αποτυχημένες προσπάθειές του κατά το 1828 (Μάης – Οχτώβρης), προέλασε, από το Μάη του 1829 και εξής, στην ανατολική Βαλκανική και έφτασε ίσαμε την Αδριανούπολη. Εκεί, υπογράφεται η φερώνυμη συνθήκη, που ενοχλεί τους Αγγλογάλλους, οι οποίοι παρακολουθούν τον τελευταίο χρόνο (από αρχές του 1828) τη Ρωσία να προσπαθεί να λύσει εις όφελός της μόνον το ελληνικό ζήτημα. Ας ιδούμε τους σπουδαιότερους όρους της ειρήνης αυτής, εν τάχει: «1. ακεραιότητα του οθωμανικού κράτους, 2. τήρηση των προγενεστέρων συνθηκών μεταξύ Πύλης και Ρωσίας, 3. προσχώρηση της Πύλης στην από 6/7/1827 συνθήκη του Λονδίνου μεταξύ Γαλλίας, Αγγλίας και Ρωσίας κι αφορούσε τη ρύθμιση των ελληνικών υποθέσεων, 4. βάσιμες εγγυήσεις για την ελευθερία της ναυσιπλοΐας στη Μαύρη Θάλασσα και 5. περαιτέρω διαπραγματεύσεις Τούρκων και Ρώσων επιτετραμμένων σχετικά με τα αιτήματα αποζημιώσεων και με τις λοιπές αξιώσεις των δυο μερών».

Για τη σημασία του τελευταίου Ρωσοτουρκικού Πολέμου στη λύση του ελληνικού ζητήματος  ας δώσουμε, κλείνοντας, το λόγο στον Καρλ Μαρξ: «Ποιος έκρινε τον αγώνα όταν εξεγέρθηκαν οι Ελληνες; Οχι βέβαια οι συνωμοσίες και οι ξεσηκωμοί του Αλή Πασά στα Γιάννενα, όχι βέβαια η Ναυμαχία του Ναυαρίνου, όχι βέβαια η παρουσία γαλλικού στρατού στο Μοριά ούτε οι συνδιασκέψεις και τα πρωτόκολλα του Λονδίνου παρά ο Ντίμπιτς, που προέλασε με τον ρωσικό στρατό ίσαμε την κοιλάδα της Μαρίτσας περνώντας τον Αίμο».


Γεώργιος Ορφανός, haniotika-nea.gr


Εικόνα άρθρου: Τσάρος Αλέξανδρος Α΄

 

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

1. Στέφανος Τσαπάρας, «Η Πολιτική ηγεσία και οι ξένοι στη νεότερη Ιστορία της Ελλάδας», τ. Α – Δ, Αθήνα, 1988, εκδόσεις «Νέα Σύνορα»

2. Κ. Μαρξ – Φρ. Ένγκελς,  «Η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα», εκδόσεις «Γνώση»

3.  Ν. Σβορώνος, «Επισκόπηση της νεοελληνικής Ιστορίας», εκδόσεις «Θεμέλιο»

4. «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΒ

5.  Κορδάτος Γ., «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις «20ός αιώνας», τόμος X

6. Κυριάκος Σιμόπουλος, «Ξενοκρατία, Μισελληνισμός και Υποτέλεια», Αθήνα, 19999, εκδόσεις «Στάχυ»

7. Παύλος Καρολίδης, «Ιστορία της Ελλάδος μετ’ εικόνων», εκδόσεις «ματι», Κατερίνη, 2006

8.  Κυριάκος Σιμόπουλος, «Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ‘21», Αθήνα, 1999, εκδόσεις «Στάχυ»

9. Διονύσιος Κόκκινος, «Η ελληνική επανάστασις», τ. I – VI, Αθήνα, 19573 , εκδόσεις «Mέλισσα». κ.α.


Οδός Εμπόρων