Vekrakos
Spartorama | Η Ρούλα Σαμαϊλίδου - Βάκου μιλάει για το νέο της βιβλίο «Φτου και Βγαίνω Ζωή» στο spartorama.gr και στην Ευγενία Κονίδη

Η Ρούλα Σαμαϊλίδου - Βάκου μιλάει για το νέο της βιβλίο «Φτου και Βγαίνω Ζωή» στο spartorama.gr και στην Ευγενία Κονίδη

Ν.Μ. 17/09/2022 Εκτύπωση Δημοτικά Κοινωνία Παιδεία Πολιτισμός
Η Ρούλα Σαμαϊλίδου - Βάκου μιλάει για το νέο της βιβλίο «Φτου και Βγαίνω Ζωή» στο spartorama.gr και στην Ευγενία Κονίδη
«Αν εκείνες τις μέρες του πολέμου και των εχθροπραξιών στρωνόταν ένα κοινό τραπέζι με διάφορα φαγητά και γλυκά, ίσως η ιστορία να γραφόταν διαφορετικά»
Οδός Εμπόρων

Η γνωστή συγγραφέας Ρούλα Σαμαϊλίδου - Βάκου με καταγωγή από τη Λήμνο (αλλά και λίγο Σπαρτιάτισσα με την έννοια ότι ζει τα τελευταία χρόνια στη Σπάρτη) εξέδωσε πρόσφατα το έκτο βιβλίο της με τις εκδόσεις Σιδέρη -το ένατο στο σύνολο- με τίτλο «Φτου και Βγαίνω Ζωή».

Η μυθιστοριογράφος των πολυδιαβασμένων «Το Στίγμα» και «Ένας Τούρκος στο Σαλόνι μας» και πολλών άλλων μυθιστορημάτων, είχε την καλοσύνη να απαντήσει -πολύ εύστοχα και με μεγάλη ειλικρίνεια- στις ερωτήσεις της  συνεργάτιδά μας Ευγενίας Κονίδη, φιλολόγου, που αφορούν στο νέο της βιβλίο αλλά και στην συγγραφική της δραστηριότητα γενικότερα.

Απολαύστε τη παρακάτω:


-------

 

Συνέντευξη στην Ευγενία Κονίδη, Φιλόλογο


Το μυθιστόρημα είναι βασισμένο σε ιστορικά γεγονότα, χωρίς ωστόσο να αποτελούν  αυτά  το βασικό θέμα. Θα το χαρακτηρίζατε επομένως ιστορικό μυθιστόρημα ή καλύτερα μυθιστόρημα με φόντο την ιστορία; Γενικότερα σας γοητεύει η ιστορία;

Για μένα δεν μπορεί να υπάρξει μυθιστόρημα χωρίς  έρευνα της ιστορικής περιόδου μέσα στην οποία εξελίσσεται η πλοκή του. Αν δεν γνωρίζεις τον τρόπο ζωής των ανθρώπων της εποχής, τις συνήθειες τους, τα πλαίσια μέσα στα οποία κινούνταν, τα ήθη και έθιμα, τα αρώματά της, θα  ήταν ένα μυθιστόρημα άοσμο και άγευστο. Επιδιώκω ο αναγνώστης να μη διαβάζει απλά μια ιστορία αλλά και να μαθαίνει για την εποχή πράγματα που δεν είχε μάθει από τα σχολικά βιβλία ή αν θέλετε θα περνούσαν απαρατήρητα μέσα σε άλλα αναγνώσματα. Η γνώση που περνάει μέσα από δράση είναι δύσκολο να ξεχαστεί. 

 

Η Ασιμέ βιώνει όλες της τραγικές συνέπειες της ορφάνιας και δείχνετε ιδιαίτερη ευαισθησία στο θέμα αυτό. Είναι κάτι που σας συγκινεί;

Υπάρχει ιδιαίτερη ευαισθησία γιατί και η ίδια βίωσα την ορφάνια αν και δεν την πολυκατάλαβα. Ο πατέρας μου πέθανε 9 μέρες πριν γεννηθώ και μη μπορώντας στην τρυφερή ηλικία να ακολουθήσω τη μητέρα μου στα χωριά όπου δίδασκε, μεγάλωσα στα χέρια του παππού και της γιαγιάς. Αυτοί αντικατέστησαν τη μαμά και τον μπαμπά που έλειπαν, αυτοί μου πρόσφεραν την αγάπη που χρειαζόμουν ώστε να μη ψηλαφίσω τη λέξη «κοιλιάρφανο» στα ψιθυρίσματα του περίγυρου και να μένω να περιμένω την Μάλαμα (όνομα της μητέρας μου) να έρθει να με δει στις διακοπές κάθε Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρι γιατί συχνές συγκοινωνίες τότε δεν υπήρχαν. Η Ασιμέ δυστυχώς μέσα στην ορφάνια της  δεν βιώνει στο μυθιστόρημα μια ζωή σαν την δική μου γεμάτη αγκαλιές και αγάπη. Βιώνει τη σκληράδα της θείας της, όμοια με εκείνη της Σταχτοπούτας ή της Χιονάτης των παραμυθιών από τις μητριές τους, σκληράδα που δεν είναι άγνωστη σε πολλές οικογένειες των ημερών μας.


Σε ένα σημείο αναφέρεστε στις ανθρώπινες σχέσεις και με πόση ευκολία πολλές φορές μας προδίδουν άνθρωποι που αγαπήσαμε, βοηθήσαμε, εμπιστευτήκαμε, όταν αυτοί πια δεν μας είχαν ανάγκη. Πιστεύετε πως η κρίση στις ανθρώπινες σχέσεις είναι πιο έντονη στις μέρες μας ή είναι θέμα διαχρονικό και πώς νομίζετε ότι μπορούμε να βελτιώσουμε τις μεταξύ μας σχέσεις;

Πιστεύω πως είναι θέμα διαχρονικό αλλά πιο έντονο στις μέρες μας. Δυστυχώς, πολλοί άνθρωποι έχουν εξελιχθεί σε όντα επιφανειακά και εγωκεντρικά που τους αρέσει το εύκολο και οι περισσότεροι δρουν με γνώμονα το δικό τους θέλω. Δεν ενδιαφέρονται για τον άλλον και τα συναισθήματά του αλλά πορεύονται επενδύοντας στο «φαίνεσθε» χωρίς ανθρωπιά, πατώντας επί πτωμάτων, προδίδοντας αγάπες και φιλίες για το συμφέρον.

Αν αφήσουμε στην άκρη το εγώ και πορευτούμε με το εμείς,  αν απομακρυνθούμε από τον μικρόκοσμό μας που αδιαφορεί για τους άλλους, αν θυμηθούμε πως είναι να αγαπάς άδολα και ανυστερόβουλα ίσως μπορέσουμε να  είμαστε αισιόδοξοι για το μέλλον και για την αυριανή κοινωνία που θα αφήσουμε τα παιδιά μας.

 

Οι χαρακτήρες σας διαγράφονται με σαφήνεια και ακρίβεια. Άλλοι είναι τίμιοι και πιστοί στις αρχές τους, ακόμα και αν αυτό τους κοστίζει και άλλοι είναι αδίστακτοι και υπερόπτες. Γενικότερα το θέμα της ανθρώπινης ηθικής σας απασχολεί στα έργα σας και ποια είναι η προσωπική σας τοποθέτηση στο θέμα αυτό;

Ευχαριστώ πολύ γι αυτή τη διαπίστωση. Στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων δίνω μεγάλη σημασία και προσπαθώ να μην αφήνω κανέναν ήρωα στην τύχη του. Είναι μια μικρογραφία των ανθρώπων της μεγάλης κοινωνίας μέσα στην οποία ζούμε. Ηθικοί και ενάρετοι, κακοί και αδίστακτοι, όπως σε ένα κήπο συνυπάρχουν τα λουλούδια με τις αγριάδες και τα αγκάθια.

Κάποιος πολύ αγαπημένος φίλος με πήρε τηλέφωνο και με αποκάλεσε γελώντας «κάθαρμα» γιατί «δολοφόνησα» έναν καλό άνθρωπο. Μήπως αυτό δεν συμβαίνει και στην πραγματικότητα; Εκεί όμως είναι στο χέρι μας να θέσουμε τα κριτήρια της ορθής κοινωνικής συμπεριφοράς, τα όρια μέσα στα οποία μπορεί να κινηθεί κάθε μέλος της κοινωνίας και να αναδείξουμε τις κυρώσεις σε περιπτώσεις  παραβίασης των κανόνων Δικαίου.

 

Το θέμα της προσφυγιάς το αντιμετωπίζετε αντικειμενικά και από την πλευρά των Τούρκων που υπέφεραν εξίσου από όλη αυτήν την τραγική κατάσταση της ανταλλαγής πληθυσμών. Θέλετε να περάσετε το μήνυμα της καθολικότητας τέτοιου είδους φαινομένων και  επιδιώκετε να περάσετε ένα αντιπολεμικό μήνυμα στους αναγνώστες;

Και στο προηγούμενο βιβλίο μου «Ένας Τούρκος στο σαλόνι μου» και στο «Φτου και βγαίνω, ζωή» εκτός από τα αντιπολεμικά μηνύματα προσπάθησα να αναδείξω τα βάσανα και τους καημούς και των δυο λαών, που βίωναν ίδιες καταστάσεις, όχι απαραίτητα με την ίδια ένταση αλλά με την ίδια συναισθηματική φόρτιση. Όλοι μας είμαστε φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό. Άσπροι, μαύροι, χριστιανοί, μουσουλμάνοι, άθρησκοι. Πονάμε, υποφέρουμε, λυγίζουμε σε κάθε τραγική κατάσταση που μας τυχαίνει.

 

Κατάγεστε από την Λήμνο. Ζήσατε στην Αθήνα και τη  Σπάρτη, αρκετά μακριά από την πατρίδα σας. Αποτελεί και αυτό το γεγονός ίσως έναν λόγο για τον οποίο είστε ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη στο θέμα της προσφυγιάς;

Ευαισθητοποιημένη υπήρξα από τα παιδικά μου χρόνια. Οι παππούδες μου από την πλευρά του πατέρα μου ήταν Μικρασιάτες πρόσφυγες, Έλληνες, χριστιανοί ορθόδοξοι αλλά από τουρκόφωνα χωριά,  από το Αντά Παζάρ της Νικομήδειας και τη Φιλατσέχ αντίστοιχα, και όταν ήρθαν στο νησί δεν γνώριζαν γρι Ελληνικά. Αξιώθηκαν όμως να δουν αργότερα τον ένα γιο τους, τον πατέρα μου, να γίνεται δάσκαλος και να μαθαίνει γράμματα, ελληνικά γράμματα, στα παιδιά εκείνων που τους ονόμαζαν αρχικά τουρκόσπορους, γιαουρτοβαφτισμένους κι ένα σωρό άλλα κοσμητικά επίθετα γιατί είναι γνωστό πως όλοι δεν τους καλοδέχθηκαν. Μεγάλωσα επίσης σε μια γειτονιά ανάμικτη με πρόσφυγες και ντόπιους και σε μια εποχή που δεν υπήρχαν τηλεοράσεις να κλείνουν τον καθένα στο σπίτι του για να δει την εκπομπή που προτιμά αλλά μαζεύονταν  το χειμώνα γύρω από ένα μαγκάλι και το καλοκαίρι σε ένα πεζουλάκι να γειτονέψουν με παραμύθια, μύθους, ιστορίες του καθενός ανάμεσα στα καθημερινά, στα φαγητά και στα γιατροσόφια. Οι ιστορίες των προσφύγων ήταν τα πρώτα ακούσματά μου κι αυτές που με συγκινούσαν περισσότερο όπως κι εκείνα τα μακρόσυρτα ανατολίτικα τραγούδια με πολλά αμάν αμάν μιας προσφυγοπούλας που τα συνόδευε συνήθως χτυπώντας τα δάχτυλά της πάνω σε ένα ταψί.

 

Στο σύνολο του κειμένου είναι φανερές οι καλές και συχνά στενές σχέσεις που είχαν αναπτύξει μεταξύ τους Έλληνες και Τούρκοι πριν την καταστροφή παρά την διαφορετική θρησκεία και κουλτούρα. Σχέσεις αγάπης πραγματικής. Αισθάνομαι ότι σας πονά ένα τεράστιο γιατί, γιατί ενώ οι απλοί πολίτες δεν έχουν λόγους να αλληλοσκοτώνονται, πώς γίνεται να επεμβαίνουν πάντα οι πολιτικοί και να προκαλούν τόση καταστροφή και τόσο πόνο.

Θα μπορούσα να  αμφισβητήσω πολύ εύκολα τις καλές σχέσεις ανάμεσα στους δυο λαούς αν δεν υπήρχαν μαρτυρίες τόσο μέσα από διηγήσεις προσφύγων όσο και από την ίδια τη νόνα μου η οποία πέθανε πλήρης ημερών και συνυπήρξε με Τούρκους όσο κατείχαν το νησί (απελευθερώθηκε το 1912 αλλά έφυγαν μόνο όσοι ήταν διορισμένοι από την Υψηλή Πύλη) αλλά και  μέχρι την ανταλλαγή. Την άκουσα λοιπόν να μιλά γι΄ αυτή την ειρηνική συνύπαρξη  και με πολλή αγάπη ιδιαίτερα για τις δυο τουρκάλες, την Εμινέ και τη Σερφέ χανούμ, που την υπηρετούσαν για να μεγαλώσει τα δυο παιδιά που είχε πάρει, τη γιαγιά μου και τον αδελφό της Μενέλαο, τον ήρωά μου στο βιβλίο μου «Ένας Τούρκος στο σαλόνι μου» γιατί δικά της δεν είχε.

Η γνωριμία μου  επίσης με τον Τούρκο γιατρό Νατζί Χασανεφέντη, που κι αυτός είναι ήρωάς μου στο παραπάνω βιβλίο, η καλοσύνη του, η προθυμία του να κάνει ολόκληρο ταξίδι από τον Τσανάκκαλε στο Αϊβαλί, από το Αϊβαλί στη Μυτιλήνη και από τη Μυτιλήνη στη Λήμνο, για να είναι παρών στην παρουσίαση του βιβλίου, επικύρωσαν  τα λόγια της νόνας. Τίποτα δεν μας χωρίζει εμάς τους απλούς ανθρώπους. Θα μπορούσαμε να συνυπάρξουμε ειρηνικά, να βοηθά ο ένας τον άλλον χωρίς να υπάρχουν όμως  φανατικοί που ξεσηκώνουν πάθη.

Σε ένα σημείο του βιβλίου σταχυολογώ την πρόταση: «Αν εκείνες τις μέρες του πολέμου και των εχθροπραξιών στρωνόταν ένα κοινό τραπέζι με διάφορα φαγητά και γλυκά, ίσως η ιστορία να γραφόταν διαφορετικά».

 

Χρησιμοποιείτε συχνά τούρκικες λέξεις και ιδιωματισμούς απόλυτα ταιριαστά με το γενικότερο ύφος του μυθιστορήματος. Είναι προϊόν μελέτης ή λόγω της καταγωγής σας από την Λήμνο είστε εξοικειωμένη; 

Αφότου «έφυγαν» και οι τελευταίοι τουρκομερίτες, κανείς στο νησί, ούτε ακόμη τα παιδιά και τα εγγόνια τους δεν μιλούν τουρκικά. Το ίδιο κι εγώ που δεν εκμεταλλεύτηκα το γεγονός να μάθω έστω και λίγα αφού ο παππούς με τη γιαγιά μέχρι που πέθαναν μιλούσαν μεταξύ τους τουρκικά και άκουγαν στο ραδιόφωνο τούρκικους αμανέδες.  Για τη χρήση τούρκικων εκφράσεων στο μυθιστόρημα ρώτησα φίλους του διαδικτύου, γνώστες της γλώσσας  και ιδιαίτερα τη φίλη Ασιμέ από την Ξάνθη, από την οποία δανείστηκα και το όνομά της.

 

Η Ρόζα είναι μια ηρωίδα ιδιαίτερη για την εποχή της. Είναι σπουδασμένη και κυρίως φεμινίστρια, συνειδητοποιημένη απόλυτα σχετικά με τις απόψεις της. Πώς εμπνευστήκατε την συγκεκριμένη ηρωίδα, σας αντιπροσωπεύουν οι απόψεις της; Πιστεύετε  ότι οι απόψεις αυτές είναι ιδιαίτερα σημαντικές σήμερα λόγω της έξαρσης της βίας έναντι των γυναικών;

Η Ρόζα Αναγνωστάκη ήταν η γυναίκα που δημιούργησα για να οδηγήσει με τις γνώσεις και τις απόψεις της και την Αδριανή και τη Λιλή  να πουν το «φτου και βγαίνω, ζωή». Να κάνουν πραγματικότητα τα όνειρα και τις φιλοδοξίες τους όπως έχει δικαίωμα ο κάθε άνθρωπος είτε άνδρας είτε γυναίκα. Η μία θύμα μιας αμόρφωτης κοινωνίας και η άλλη μιας νοοτροπίας εκείνης της εποχής  πως προορισμός της γυναίκας ήταν ένας καλός γάμος και τίποτα περισσότερο.  Με την ανισότητα μεταξύ των δύο φύλων να επιμένει ακόμη και σήμερα, βλέπουμε απαράδεκτα και κατακριτέα φαινόμενα  σωματικής ή ψυχολογικής βίας,  που πρέπει οπωσδήποτε να εκλείψουν.


Η μοίρα μοιάζει να οδηγεί τη ζωή των ηρώων. Πιστεύετε στη μοίρα ή νομίζετε ότι ο άνθρωπος είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για τη ζωή του;

Η μοίρα έχει να κάνει μ’ αυτό που έχει προκαθοριστεί για τη ζωή μας. Μια φαντασίωση για μένα πως υπάρχει μια νομοτέλεια στο σύμπαν που δεν μπορεί να αλλάξει  όσο κι αν προσπαθήσουμε. Έτσι όμως εγκαταλείπουμε την πορεία και την εξέλιξη της ζωής μας και παραδίδουμε τον έλεγχο της ζωής μας σε άλλους. Αναπόφευκτα όμως έπρεπε να αφήσω τη μοίρα «να κάνει το δικό της παιχνίδι» για την εξέλιξη της μυθιστορίας  επειδή είχα να κάνω με μια κοινωνία που πίστευε στη μοίρα, στο κισμέτ.

 

Η Ανδριανή χρειάστηκε αρκετές φορές να κάνει μια νέα αρχή και να βάλει όλη της τη δύναμη για να συνεχίσει τη ζωή της  λέγοντας κάθε φορά τη χαρακτηριστική φράση «φτου και βγαίνω ζωή». Μοιάζει μια παιδική φράση που όμως μέσα της κρύβει όλη τη δύναμη ενός ανθρώπου και πιο συγκεκριμένα μιας γυναίκας. Έχετε βρεθεί συχνά στη θέση να πείτε φτου και βγαίνω ζωή;

Πολλές φορές και σε κάθε δυσκολία. Όμως θα πρέπει να πω πως αυτή η φράση που επέλεξα ήταν ένα «φτου και βγαίνω» και για μένα την ίδια. Με έσπρωχνε να βγω από το τέλμα και να ξεφύγω από την άρνηση που βίωνα μια μεγάλη περίοδο να συνεχίσω να γράφω. Κι ήταν αντιφατικό αλλά συγχρόνως προκλητικό να βάζω τους ήρωές μου να προσπαθούν να υπερβούν τα όριά τους, τα προβλήματά τους και να βαδίσουν μπροστά. Υποσυνείδητα αυτό που πραγματικά ήθελα να κάνω η ίδια.

 

Ποιος είναι ο αγαπημένος σας ήρωας και γιατί, ταυτίζεστε με κάποιον από αυτούς;

Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιον γιατί όλοι τους  μου κράτησαν συντροφιά τις δύσκολες μέρες της καραντίνας όταν η επικοινωνία με φίλους έξω ή και στα σπίτια μας  για ένα καφέ, για λίγη κουβέντα, ένα μοίρασμα ψυχής, ήταν αδύνατη. Τους δημιούργησα για να έχω να μιλώ  μαζί τους. Τους έκρινα, τους κατέκρινα, έκλαψα και γέλασα μαζί τους.

 

Βασικό χαρακτηριστικό της γραφής σας είναι ο συνδυασμός γλαφυρών περιγραφών με εύστοχα επίθετα που μεταφέρουν νοερά τον αναγνώστη στον τόπο και τον χρόνο που εσείς επιθυμείτε, αλλά και λιτές περιγραφές, χωρίς βερμπαλισμό όταν τα συναισθήματα και τα γεγονότα μιλούν μόνα τους. Αυτή η τεχνική της αφαίρεσης εμένα προσωπικά μου κέντρισε το ενδιαφέρον και με εκφράζει ιδιαίτερα στη λογοτεχνία. Εσείς κατά την συγγραφή του έργου σας ακολουθείτε κάποια συγκεκριμένη τεχνική συγγραφής, έχετε επηρεαστεί από κάποιο λογοτεχνικό ρεύμα ή αφήνετε ελεύθερο τον εαυτό σας;

Θα πρέπει να σας εξομολογηθώ πως δεν είχα σκεφθεί ποτέ στο παρελθόν να γράψω. Είχα άλλα ενδιαφέροντα. Η αρχή έγινε όταν θέλησα να προσπαθήσω να δικαιώσω έναν άνθρωπο έστω και μετά θάνατον και έτσι άρχισα να ψάχνω την ιστορία του Μήτσου, αδελφού του πεθερού μου που ήταν δάσκαλος  και δολοφονήθηκε τα αλγεινά χρόνια του εμφυλίου. Αποτέλεσμα αυτής της έρευνας ήταν το βιβλίο  «χρόνια οργής» και αιτία να μπει το μικρόβιο και να συνεχίσω να γράφω. Σ’ αυτό το ταξίδι ακολούθησα το ένστικτό μου, χωρίς να ακολουθώ απαραίτητα κάποιο λογοτεχνικό ρεύμα και χωρίς να παύω να πειραματίζομαι. Άλλοτε σε πρώτο πρόσωπο, άλλοτε σε τρίτο, άλλοτε χρησιμοποιώντας και τα δυο.  Ό, τι μου βγει, ό,τι μου πάει τη συγκεκριμένη στιγμή, ή ό, τι νομίζω πως ταιριάζει στην ιστορία που έχω στο νου. Ο βερμπαλισμός σε γραπτά κείμενα ή ποιήματα με ενοχλεί.  Πιστεύω πως χρησιμοποιείται περισσότερο για επίδειξη και εντυπωσιασμό, που εμένα προσωπικά σαν χαρακτήρα δεν μου ταιριάζουν.

 

Σας πληγώνει η αρνητική κριτική ή αυτή λειτουργεί θετικά, δημιουργικά στο έργο σας; 

Η καλοπροαίρετη αρνητική κριτική κανέναν δεν θα έπρεπε να πληγώνει αλλά να λειτουργεί θετικά και θα έλεγα λυτρωτικά στον κάθε δημιουργό που επιθυμεί το καλύτερο και δεν σκέπτεται  μόνο το κέρδος γράφοντας στο γόνατο.

 

Ποιες δυσκολίες έχετε αντιμετωπίσει κατά την διάρκεια συγγραφής των έργων σας;

Η μόνη δυσκολία είναι να διαβάζω ξανά και ξανά το κείμενό μου ολοκληρωμένο για διορθώσεις και αστοχίες λόγω των πολλών σελίδων. Μπουκώνω τόσο πολύ που όταν έρχεται στα χέρια μου τυπωμένο δεν ανοίγω καν τις σελίδες του.

 

Στην προσπάθειά σας είχατε ανθρώπους  δίπλα σας, ανθρώπους που πίστεψαν σε αυτό που ετοιμαζόσασταν να κάνετε;

Μόνη μου το αποφάσισα, μόνη μου προχώρησα χωρίς να ρωτήσω κανέναν. «Φτου και βγαίνω» κι εδώ… Θα έλεγα όμως πως δικοί μου άνθρωποι προσπάθησαν να με αποτρέψουν στο πρώτο μου εγχείρημα  όταν έμαθαν με τι είχα να κάνω. «Μη βάλεις τα πραγματικά ονόματα σε παρακαλώ» ήταν η αγωνιώδης συμβουλή  ενός μεγάλου ανθρώπου που ο τρόμος από τα δεινά του εμφυλίου υπήρχε ακόμη ζωντανός μέσα του.

 

Πιστεύετε ότι το βιβλίο στις μέρες μας περνά κρίση; Έχει μειωθεί το αναγνωστικό κοινό ή είναι πολλά πλέον τα βιβλία και υπάρχουν πολλές επιλογές;

Με την οικονομική κρίση ασφαλώς μειώθηκε η αγορά βιβλίων αλλά όχι το αναγνωστικό κοινό. Οι άνθρωποι που διαβάζουν πάντα βρίσκουν λύσεις είτε ανταλλάσσοντας βιβλία μεταξύ τους είτε με δανεισμούς από δημοτικές βιβλιοθήκες. Να αναφέρω επίσης πως ένα μεγάλο ποσοστό βιβλίων κυκλοφορεί σε e-books και μπορούν να διαβαστούν ηλεκτρονικά από ανθρώπους που δεν είναι αποκλειστικά εραστές του χαρτιού και της μυρωδιάς που αναδύει.

 

Οι σπουδές σας σάς βοήθησαν στο δύσκολο εγχείρημά σας;

Τελείωσα την Αρσάκειο παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών και η εκπαίδευσή μας  περισσότερο, εκείνα τα χρόνια, προσανατολιζόταν στη γνώση των παιδαγωγικών και τον τρόπο διδασκαλίας και λιγότερο, ή ίσως καθόλου, ασχοληθήκαμε με τη λογοτεχνία. Ειλικρινά ούτε καν θυμάμαι.

 

Σας ευχαριστούμε πολύ κα Σαμαϊλίδου για τις γενναιόδωρες απαντήσεις σας και τον πολύτιμο χρόνο σας που μας αφιερώσατε.



-------

 

 

Λίγα λόγια για το βιβλίο

«Φτου και βγαίνω. Μια έκφραση που χρησιμοποιούν τα παιδιά σε ομαδικά παιχνίδια τους. Φτου και βγαίνω, ζωή. Μια φράση που πρωταγωνιστεί στα χείλη της Ασιμέ, μιας γυναίκας που αγωνίζεται να αναδυθεί μέσα από τις στάχτες της παίρνοντας τη ζωή στα χέρια της κόντρα στη θέληση των δικών της, του κατεστημένου και των συμφωνιών που είχαν υπογραφεί. Προειδοποίηση και πρόκληση μαζί. Η ίδια φράση και στα χείλη της Αδριανής Καλαϊτζή, όταν µε την ανταλλαγή οι πόρτες της Ελλάδας άνοιξαν να υποδεχθούν τους Έλληνες της Ανατολής και ο βοριάς την έφερε στο νησί της Λήμνου. Το παρελθόν της ένα μυστήριο… Η πορεία της ανάμεσα σε δίκαιους και άδικους, συνετούς και μισάνθρωπους. Ένα μυθιστόρημα γεμάτο πάθη και περιπέτεια σε µια περίοδο πολιτικοκοινωνικών ανατροπών. Ένας φλογερός έρωτας και µια δολοφονία αναστατώνουν τη μικρή κοινωνία του Κάστρου αλλά και την Αθήνα του Μεσοπολέμου.»

 

Σύντομο Βιογραφικό

Η Ρούλα Σαμαϊλίδου γεννήθηκε στη Μύρινα της Λήμνου. Αποφοίτησε από την Αρσάκειο Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών και στη συνέχεια εργάστηκε σε τράπεζα. Είναι παντρεμένη και έχει δύο κόρες. Τα τελευταία χρόνια ζει στη Σπάρτη. Στο έργο της, πραγματεύεται θέματα που έχουν να κάνουν με παλιές εποχές, μεταφέροντας την πλοκή στο γενέθλιο νησί της.

Έχουν εκδοθεί τα βιβλία της 

  • «Χρόνια οργής» και «Τα κεντημένα γοβάκια» από τις εκδόσεις Ιδιομορφή
  • «Τα παραμύθια της γιαγιάς»  από τις εκδόσεις Λογότυπος

Με τις εκδόσεις Σιδέρη έχει εκδώσει τα παρακάτω μυθιστορήματα:

  • «Πέρα από το Νησί»
  • «Η Γειτονιά των Ονείρων»
  • «Το στίγμα»
  • «Άρωμα ρεζεντάς»
  • «Ένας Τούρκος στο σαλόνι μου»
  • «Φτου και βγαίνω ζωή» 

Ασχολείται γενικά με τη λογοτεχνία και μικρότερα έργα της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά.


Ν .Μ.


Οδός Εμπόρων