Τρίτη, 12 Νοεμβρίου 2024
Γιατί ο ψυχρός ορθολογισμός ουσιαστικά έχει σκοτώσει τη σκέψη, την ενόραση, όλες τις άλλες ψυχικές λειτουργίες, με ένα λόγο έχει ουσιαστικά αποδυναμώσει τον Λόγο, το Πνεύμα: Επί τέλους, ποιος είμαι; Γιατί ζω; Παντού, με πνίγει η αφθονία γνώσεων, πληροφοριών
Ο προγραμματισμός αρχίζει με τη λογική και καταλήγει στον
παραλογισμό Φυσικά ο καθένας μας μπορεί να σκεφθεί το μέλλον μας με
πολλούς τρόπους, με πολλά σχήματα. Δεν είναι στην πρόθεσή μου να μιλήσω για τις
βαθύτερες ρωγμές, τις οποίες συνειδητοποίησαν δραματικά μεγάλοι πνευματικοί
άνθρωποι. Γιατί οι άνθρωποι αυτοί τρόμαξαν με όσα υποψιάστηκαν. Ήταν ο
Κίρκεγκααρντ, φιλόσοφος της ύπαρξης, ή κυρίως ο Νίτσε, αλλά και άλλοι. Θα κάμω
όμως τυχαία μερικές σκέψεις για πράγματα που έγιναν και που δυστυχώς
επαναλαμβάνονται. Υπάρχουν πολλές ψευδαισθήσεις και ουτοπίες. Θέλω, λοιπόν,
απλά να ειπώ ότι κάτω από την επιφάνεια της ζωής συχνά μια σιγανή φωνή μας
λέει: κάτι δεν πάει καλά και ας έχουμε ενεργήσει σύμφωνα με τον κώδικα της
ηθικής και τις υποδείξεις της λογικής. Μπορεί, βέβαια, η αλήθεια να είναι
χειροπιαστή, να ικανοποιεί τη λογική. Όμως δεν αποδίδει αυτή η χειροπιαστή
-λογική- αλήθεια το νόημα των αγώνων της ανθρώπινης ζωής, ένα νόημα δηλαδή που
να συγκινεί, που να με συμφιλιώνει με τον εαυτό μου, με τους συνανθρώπους μου,
με τη φύση. Ο άνθρωπος της Δύσης έχει μέσα του την αλαζονεία -σχεδόν σε
διαβολική τελειότητα-, κατά την έκφραση του Γιούνγκ. Αυτό που δεν έχει είναι η
συνειδητή αναγνώριση της κατωτερότητάς του απέναντι στη φύση, γύρω του και μέσα
του. Η εμπειρική πραγματικότητα που ζούμε στον αιώνα μας επιβεβαιώνει την πιο
πάνω αλήθεια. Το εγώ είναι ο μεγαλύτερος τύραννος του ανθρώπου. Για τούτο και ο
χριστιανισμός δέχεται την ταπεινοσύνη, την αυτοταπείνωση ως πρώτο θεμέλιο. Από την εμπειρία μας, λοιπόν, γνωρίζουμε ότι οι μεγάλες
προκλήσεις στην ιστορία συντελούν, ώστε ο κλήρος των ανθρώπων να φαίνεται
σκοτεινός, ανέλπιδος. Πάντα, βέβαια, στη ζωή υπήρχαν προκλήσεις, αλλά σήμερα
υπάρχουν προκλήσεις που πάνε να καταργήσουνε την ίδια την υπόσταση του
ανθρώπου. Πάνω απ’ όλα, στον κόσμο της μετανεωτερικότητας, υπάρχει μια σοβαρή
πρόκληση: η τεχνική προκαλεί τη φύση, τη σκέψη και, τέλος, την ίδια τη ζωή.
«Διαφωτίσαμε τα πάντα, αλλά στο βάθος υπάρχουν φαντάσματα», έλεγε ο Γιούνγκ,
ένα από τα οξύτερα και βαθύτερα πνεύματα στη σφαίρα της σοφίας, όπου η ιστορική
επιστήμη, η ψυχιατρική διασταυρώνεται με τον φιλοσοφικό λόγο. Το ανθρώπινο πνεύμα, βλέπετε, γοητευμένο από την αφηρημένη
σκέψη της τεχνολογίας, του ρηχού ορθολογισμού, περιπλέκεται σε ολέθρια
αποτελέσματα. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, τελικά ο άνθρωπος από τη φύση δεν
είναι φτειαγμένος για να ζει με τις τηλεοράσεις, με τα ψυκτικά μηχανήματα, με
τα αυτοκίνητα, τα διαστημόπλοια. Δεν είναι δηλαδή να ζει με το αφηρημένο, με το
απρόσωπο. Ζει με το πρόσωπο, με το συγκεκριμένο, με τη σχέση. Κοινωνία προσώπων
είναι η ζωή. Ζει με την ευγένεια, με τη φιλία, με την ομορφιά, με το όνειρο, με
την ποίηση. Επί τέλους: ο άνθρωπος δεν είναι μόνο φύση, αλλά είναι και
συνείδηση, έχει ηθικά διλήμματα, ευθύνη. Θα ήθελα εδώ να προλάβω τυχόν
παρερμηνείες. Η τεχνική-τεχνολογία-μηχανή είναι η εφαρμοσμένη επιστήμη, η
εφαρμοσμένη γνώση. Εδώ την τεχνολογία δεν την εννοούμε μόνο ως επίτευγμα επιστημονικό,
ως κατασκευή, όπως πράγματι είναι, την εννοούμε ως τρόπο ζωής, δηλαδή το πώς
βιώνει ο άνθρωπος αυτή τη σχέση του με την τεχνολογία. Αυτό είναι το κύριο για
τη ζωή μας. Οι σκοποί που ρυθμίζουν και κινούν την ιστορία, δηλαδή την
εξέλιξη του πολιτισμού, την πορεία της ζωής, είναι πρώτα μέσα στη συνείδηση του
ανθρώπου. Σκοποί της ιστορίας είναι, για παράδειγμα, η ισοδύναμη και ταυτόχρονη
ανάπτυξη της πολιτικής, της επιστήμης, της θρησκείας, της φιλοσοφίας. Και
θέλουμε οι άνθρωποι να χαρούμε τα έργα των χειρών μας, τα αποτελέσματα των
έργων μας. Πρέπει όμως να μάθουμε να σπέρνουμε για να θερίσουν άλλοι, οι
μεταγενέστερες γενεές. Από την άποψη αυτή, κάθε νέα γενιά αρχίζει τη ζωή από την
αρχή, αγωνίζεται να λύσει τα δικά της προβλήματα, όπως και η προηγούμενη. Αυτή
είναι η θέρμη της. Να βρεί το δικό της δρόμο, να γράψει τη δική της ιστορία. Ο
νέος άνθρωπος καλείται να γίνει ο εαυτός του. «Γίνε ό,τι είσαι», λέει ο Γκαίτε
στον Φάουστ, παραφράζοντας μια αρχαία ελληνική ρήση. Ο άνθρωπος, λοιπόν, έχει
μέσα του το σπέρμα για να διαμορφωθεί σε προσωπικότητα. Είναι μια δυναμική
οντότητα, δεν είναι απλά, όπως για την επιστήμη, ένα πρόβλημα, ένα σύνολο
ιδιοτήτων. Ο άνθρωπος είναι κάτι πολύ περισσότερο, είναι ένα μυστήριο, το οποίο δεν προσδιορίζεται μόνο λογικά, ανατομικά.
Και φυσικά, ο νέος άνθρωπος δεν μπορεί να βλέπει τη ζωή από το παράθυρο. Ποιος,
άλλωστε, σήμερα, έπειτα από τόσες εμπειρίες, δεν ξέρει ότι ο πλανήτης κινείται;
Ποιός δεν ξέρει ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς επιστήμη, χωρίς τεχνική; Και,
ταυτόχρονα, ποιος δεν συνειδητοποιεί, ότι η πρόοδος αυτή καταστρέφεται από την
πρόοδο; Με το ένα χέρι, βλέπετε, ο πολιτισμός μας δίνει τα καλά και με το άλλο
μας τα παίρνει. Στη ζωή των ανθρώπων, τα πράγματα είναι μεικτά και η αλήθεια
τελικά βρίσκεται στη σύνθεση, στη μέση οδό. Μπορεί ο άνθρωπος να ξεφύγει από το
άμετρο, να αποκαταστήσει μια σφαιρικότερη εικόνα των πολιτιστικών
προτεραιοτήτων, της κοινωνίας και του ρόλου της τεχνικής, της παραγωγής, της
προϊούσης κρίσης; Το ερωτώ γιατί ο άνθρωπος καταρχήν δεν γνωρίζει την αλήθεια
παρά μόνον όταν την επιδιώκει. Γιατί ο άνθρωπος είναι αγωνιστής της ελευθερίας
του και της αξίας του, και είναι φυσικό να πλανάται συχνά. Ένας λόγος του
Πασκάλ, από τα μέσα του 17ου αιώνα, λέει: «αλλοίμονο στους τυφλούς που οδηγούν,
και αλλοίμονο στους τυφλούς που οδηγούνται». Και ποιος ήταν ο Πασκάλ; Ήταν ο
μεγάλος μαθηματικός και φυσικός, ο οποίος με τις γεωμετρικές και μαθηματικές
εργασίες του συνέλαβε την τάξη και το τυχαίο. Απέδειξε την πραγματικότητα του
κενού, τον υπολογισμό των πιθανοτήτων, το υπολογίσιμο άπειρο. «Ένας μόνος
ένθεος, πιστός χριστιανός, στοχαστής και επιστήμονας, πειραματίζεται και
στοχάζεται τον κρυμμένο Θεό, την αιώνια σιωπή του απείρου, τον άπειρο αυτόν
χώρο, το κενό. Ο νοών νοείτω» (Κώστας Αξελός, Προς την Πλανητική Σκέψη, Εστία
1970, σ. 159). Μοχθούν οι άνθρωποι για να κάνουν τον εαυτό τους ή και τους
άλλους ευτυχέστερους. Και τούτο, όσο και να φανεί παράξενο, στο τέλος-τέλος
είναι μια αφελής αισθησιοκρατική αντίληψη. Η «ευτυχία» είναι ανέφικτη. Υπάρχει
μόνο στο συσχετισμό, στην ισορροπία των ψυχικών δυνατοτήτων. Υπάρχει στην ήρεμη
συνείδηση που κινείται από το χρέος, την εσώτατη ανάγκη της πράξης. Όλα τα
ωραία στον κόσμο γεννιούνται με πόνο. Αυτός ο πόνος, σωματικός και ψυχικός,
είναι το θετικό στοιχείο που δόθηκε στον άνθρωπο. Χωρίς τον πόνο, εξάλλου, δεν
υπάρχει χαρά. Πόνος υπάρχει σε κάθε δημιουργία, στην επιστήμη, στην τέχνη, στην
παιδεία κ.λπ. Ακόμα και στη γέννηση ενός αστεριού, λέει ο Όσκαρ Ουάϊλντ,
υπάρχει πόνος. Οι συσχετισμοί αυτοί πόνου και δημιουργίας στη ζωή του ανθρώπου
δεν αλλάζουν καθόλου μ’ αυτό που λέμε «ευτυχία» και δεν αλλάζουν καθόλου με την
τεχνική «πρόοδο», θα λέγαμε καλύτερα με την τεχνική εξέλιξη, γιατί η λέξη
πρόοδος είναι μια πολύ ευρύχωρη έννοια, περιλαμβάνει και την ηθική πρόοδο του
ανθρώπου. Σήμερα, ξυπνάμε το πρωΐ και συλλογιόμαστε τη νύχτα που θα
’ρθει. Τί μπορεί π.χ. να γοητέψει την εαρινή ψυχή του νέου; Ποιός θα του δώσει
την ελπίδα; Μήπως εμείς «με την πίστη μας τραυματισμένη»; Εμείς που είμαστε
πρόθυμοι να αρνηθούμε «γιατί μάταια πολύ πιστέψαμε»; Πολύ απατηθήκαμε και
βαδίζουμε τώρα με τα μάτια κλειστά μέσα στη νύχτα των καιρών. Όλα συμβαίνουν
και φαίνεται πως η εμπειρία του κενού είναι ο μελλοντικός «σκοπός» μας.
Ερημικός ο άνθρωπος και ακατανόητος, άπιστος και στην απιστία του ακόμη. Δεν
αρκούν «ετικέττες» που γαληνεύουν τα πράγματα. Μια επιστημονική θεωρία, ένα
νεφέλωμα αφηρημένων θεωριών, οσοδήποτε ορθολογικά επεξεργασμένη κι αν είναι,
έχει και κατά την δική μας γνώμη, λιγότερη αξία από μια άμεση εμπειρική πραγματικότητα.
Δείτε αυτήν την αλήθεια, αυτήν την πικρή εμπειρία: Ο Γιώργος Σεφέρης είναι ο ποιητής μάρτυρας της εποχής μας,
που άρχισε με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο λόγος του είναι μια συγκλονιστική
μαρτυρία και το «κατηγορώ» μιας ολόκληρης γενιάς και όχι μόνο. Η ιστορία έχει απότομα ανεβοκατεβάσματα και ρευστότητα, αλλά
και συχνά είναι άδικη, γιατί οι άνθρωποι τη γράφουν. Σε κάθε βήμα λογικής και
σύνεσης παραμονεύει ένα πάθος, ένας παραλογισμός. Παραλογισμός δεν είναι ο
πόλεμος, οι ανατροπές; Ανατροπές μάλιστα που προετοιμάστηκαν από δυο τρεις
αιώνες πρωτύτερα. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
(1914-1918) ήταν συνέπεια του οικονομικού επεκτατισμού και ανταγωνισμού των
Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, ένας πόλεμος που σταθεροποιήθηκε, για τρία χρόνια, μέσα στην
«κόλαση των χαρακωμάτων». Πολεμούσε το άνθος της γαλλικής και γερμανικής
νεολαίας. Ένας φοβερός πόλεμος με εκατομμύρια νεκρούς. Μόνο με την αποτυχημένη
γερμανική επίθεση στο Βερντέν, μέσα σε λιγότερο από τέσσερες μήνες, σκοτώθηκαν
μέσα στην αποπνικτική βρώμα των χαρακωμάτων 515 χιλιάδες, 275 χιλιάδες Γάλλοι
και 240 χιλιάδες Γερμανοί. Όλοι τους νέοι. Το σημαντικό εδώ είναι όσα
ακολούθησαν. Όταν ο πόλεμος τελείωσε και έγινε η ανακωχή, οι νέοι εκείνοι
γύρισαν στα σπίτια τους και στα βιβλία τους με άλλα μάτια, με άλλα αισθήματα,
με άλλες προθέσεις. Δεν πίστευαν πια στην πραγματικότητα, όπως την έβλεπαν και
την ένοιωθαν παιδιά, πριν από το 1914, όπως τη μάθαιναν στη ζωή, στα σχολεία,
στην κοινωνία, στην τέχνη. «Αδύνατο, δεν μπορεί να είναι αυτή η πραγματική πραγματικότητα.
Ό,τι ως τώρα ξέρουμε για πραγματικό, σωστό, λογικό, ωραίο, τίμιο, υψηλό,
παντού, στη ζωή, στην κοινωνία, στη φιλοσοφία, στην τέχνη, πρέπει να το
αρνηθούμε σύρριζα, φανατικά, αφού αυτό μας οδήγησε στον πόλεμο. Αφού αυτό, όχι
μόνο δεν μπόρεσε ν’ αποτρέψει τον πόλεμο, μα τον ενίσχυσε. Αηδία αισθανόμαστε
γι’ αυτόν τον κόσμο, για τον σημερινό άνθρωπο και για όλες τις ώς τώρα
εκδηλώσεις του…» (Αντρέα Κατραντώνη, Εισαγωγή στη Νεώτερη Ποίηση, Παπαδήμα
1984, σ. 77). Ο Τζαρά, ο Αντρέ Μπρετόν, ο Αραγκόν, ο ποιητής Ελυάρ και άλλοι
ήταν μια ομάδα που πρόσβαλε κάθε αξία, που γελοιοποιούσε τα πάντα. Ήταν ένα
κίνημα όχι πολιτικό, ιδεολογικό. Ήταν ένα κίνημα άρνησης των μέχρι τώρα
πολιτιστικών αξιών. Άρχισαν το κίνημα του παραλόγου, στο θέατρο, στην τέχνη. «Επάνω
στην σκηνή του θεάτρου χτυπούσαν δυνατά σε κλειδιά, σε κουτιά, ενώ ταυτόχρονα
ακούγονταν συχνά γρυλλίσματα αρκούδας και προκαλούσαν τις διαμαρτυρίες των
θεατών». Μέσα από το κίνημα αυτό άρχιζε ο υπερρεαλισμός. Από εδώ ξεκίνησε ο
παραλογισμός με τις υποσυνείδητες επιδράσεις και συνακόλουθα ο υπαρξισμός ως
κίνημα, ως τρόπος ζωής, αλλά και οι ψυχαναλύσεις από τους οπαδούς του Φρόϋντ,
που συχνά παρερμήνευαν ψυχολογικές αλήθειες. Είναι περιττό να πούμε ότι, εκτός
από το θέατρο στη Ζυρίχη και στο Παρίσι, οργάνωσαν και μια πνευματική δίκη με
κατηγορούμενο τον Μωρίς Μπαρές, αρθρογράφο ρωμαντικό, άνθρωπο με μεγάλη
ευαισθησία, και εκπρόσωπο του γαλλικού εθνικισμού. Το κίνημα αυτό τελικά είχε
επίδραση σε μια καινούργια έκφραση στην ποίηση, στην τέχνη γενικότερα, και
διαλύθηκε σχετικά σύντομα. Σήμερα, ενώ ο άνθρωπος διερευνά τους ουρανούς, το δίκαιο και
η ηθική εξανεμίζονται. Ώς πού, λοιπόν, έχει φτάσει η οργή του θεού; Ο άνθρωπος
«αιωρείται ανάμεσα στο τίποτε και στο παν». Μόνο η φωτεινή συνείδηση μπορεί να
δώσει την έγκυρη απάντηση. Λέμε ο «άνθρωπος», η «φωτίζουσα συνείδηση». Φυσικά
δεν πρόκειται για τον ρηχό φωτιστή. Πρόκειται για μια πράξη πίστης μάλλον παρά
γνώσης. Θα μπορέσουμε, κάποτε, να το καταλάβουμε; Ποιος λοιπόν σήμερα ακόμα αγνοεί πώς τίποτα δεν γίνεται,
όπως το είχαμε προβλέψει; Και νομίζουμε συχνά, μέσα στην τυποποίηση των πάντων
και στον υποκειμενισμό μας, πως καταφέραμε να κάνουμε κάτι καινούργιο, ενώ στην
πραγματικότητα αυτό το δήθεν καινούργιο φοράει ρούχα ήδη παλιωμένα. Ταχύτατος εκσυγχρονισμός
των πάντων, αδιανόητες μέχρι χθες εξελίξεις. Προτεραιότητες έχουν τα
αναπτυξιακά προγράμματα, η αύξηση του αμυντικού προϋπολογισμού κ.λπ. «Τί
θέλετε; Αυτή είναι η Πρόοδος», αυτό συνήθως ακούμε. Το πνεύμα όμως του
ανθρώπου, ξεριζωμένο, είναι ένα πνεύμα αφηρημένο, χωρίς καμμιά ζεστή συνεπαφή
με τη ζωή. Είναι το απόλυτα ορθολογικό πνεύμα, πνεύμα καθαρά ρασιοναλιστικό που
παράγει την απρόσωπη τεχνική, την ιδέα της προόδου. Αυτή η μανία, λοιπόν, του
εκσυγχρονισμού ερήμην της ψυχής, του έσω δηλαδή πνεύματος, είναι μεταδοτική.
Είναι όπως οι λοιμώδεις νόσοι. Τί να κάνουμε μέσα σ’ αυτές τις διαλυτικές
εσωτερικές κρίσεις; Εδώ δεν μπορούμε να καθαρίσουμε την μολυσματική ατμόσφαιρα.
Μπορούμε όμως, όπως κάνουν οι γιατροί, να αναπτύξουμε μέσα μας αντισώματα
πίστης και ελπίδας, έλλογης ελπίδας. Ζούμε μέσα στην αλλοτρίωση, γινόμαστε όλο
και πιο ξένοι στον εαυτό μας τον ίδιο. Πώς να επιστρέψει η συνείδησή μας στον
εαυτό της, στην αυτεπίγνωση, στην ταπεινότητα; Πώς θα ακουστούν τα καινούργια
βήματα; Κάτι ήσυχο έφυγε από τη ζωή μας. Η απουσία ανησυχίας στους σύγχρονους καιρούς είναι πια κάτι
το αφύσικο. Η ανησυχία, από την άποψη αυτή, είναι γόνιμη, αν και μας είναι
ενοχλητική. Όταν ο ευαγγελιστής Λουκάς λέει «μη μεριμνάτε στη ζωή σας για το τί
θα φάτε», θέλει να μας ειπεί ότι η ζωή είναι κάτι πολύ περισσότερο από την
τροφή και τα ρούχα. Λοιπόν η «φωτίζουσα συνείδηση» είναι περισσότερο μια πράξη
πίστης παρά μια συνήθης λογική διαφώτιση. Από την εμπειρία μας ξέρουμε ότι το κακό στην ιστορία
προέρχεται μέσα από την ίδια τη ζωή. «Τα σχέδια των πολύ-πολύ μορφωμένων και
κοσμοδιορθωτών, είτε από το συναίσθημα πηγάζουν, είτε από το λογικό, οι λαοί τα
αισθάνονται ξένα προς την τραγική πραγματικότητα της ζωής τους και συνήθως τα
ειρωνεύονται με τους τρόπους του ο καθένας» (Ιω. Θεοδωρακόπουλος, Ευρώπη και
Σοσιαλισμός). Στην Ευρώπη, συνεχίζει ο ίδιος, με τον τεχνικό πολιτισμό ξύπνησε
μέσα μας ένας βαρβαρισμός, ο οποίος βαρβαρισμός σε προγενέστερες εποχές «ήταν
σκεπασμένος με το σύστημα των μορφών που είχε η ζωή». Έτσι καταστράφηκε η
συνείδηση της Ευρώπης και έτσι περιέπεσε στο έγκλημα. Η αγωνία που συνέχει τον
σημερινό ευρωπαίο συνοψίζεται στο ερώτημα: θα μείνει η Ευρώπη ό,τι ήταν ως
τώρα; Θα μείνει η Ευρώπη η εστία του πνεύματος, η καλύτερη αυτή ρίζα της ζωής;
Η Ασία, πανάρχαιοι πολιτισμοί είχαν ή και έχουν την αξία τους φυσικά, αλλά δεν
κατόρθωσαν να αναπτύξουν τη λογική και την επιστήμη. Τρεις εξελίξεις υπάρχουν
στην ανθρωπότητα: η Κινεζική, η Ινδική και η Δυτική Φιλοσοφία, η οποία άρχισε
με πρώτους τους αρχαίους έλληνες ήδη από τον 6ο
π.Χ. αιώνα. Η Ινδική φιλοσοφία, ο Βουδισμός (1000-400 π.Χ.), η Κινεζική
με τον Λάο Τσε και τον Κομφούκιο τον 6ο π.Χ. αιώνα. Και οι τρεις αυτές
εξελίξεις-παραδόσεις, αν και φαίνονται παράλληλες, ουσιαστικά δεν είναι. «Μόνο
εδώ, στην αρχαία Ελλάδα και συνέχεια στη Δύση, υπάρχει η καθαρότητα των
διακρίσεων των τριών αυτών φιλοσοφικών παραδόσεων, η ακρίβεια των ερωτημάτων, η
επιστήμη, η μακρά πνοή των πνευματικών κινημάτων, πράγματα τόσο απαραίτητα σ’
εμάς» (Κάρλ Γιάσπερς, Εισαγωγή κ.λπ., Χρήστου Μαλεβίτση, ό.π., σ. 300 κ.ε.).
Δεν είναι εδώ ο τόπος για το θέμα αυτό. Περιορίζομαι ενδεικτικά μόνο σε ένα δυο
παραδείγματα για το διχασμό των λαών και την τραγικότητα της Ευρώπης, όπως τη
ζούμε στην Τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Νέες απειλές, δυσοίωνη οικονομική παγκόσμια κατάσταση.
Ξαναθυμίζω εδώ, ότι στο όνομα της ιδεολογίας, της αφηρημένης θεώρησης,
διαπράχθηκαν ήδη στον 20ο αιώνα, τα φρικωδέστερα εγκλήματα. Στον δραματικό
εκείνο αιώνα που είχα την τύχη να μεγαλώσω, στον αιώνα αυτό («του πυρός και του σιδήρου»), ξέσπασαν δύο παγκόσμιοι πόλεμοι ως αποστήματα ενός ταραγμένου
ψυχισμού. Δεν προλάβαμε, στη δική μας γενιά, να χαρούμε τη λήξη του Β΄
παγκόσμιου πολέμου και ανακαλύψαμε ότι υπήρχε κάτι χειρότερο από τον πόλεμο.
Ήταν η ύπαρξη της πυρηνικής βόμβας που είχε φέρει στην επιφάνεια η μαγική
ράβδος της επιστήμης. Και λίγο αμέσως μετά, μάθαμε ότι υπήρχε κάτι χειρότερο
και από την ατομική βόμβα στη Χιροσίμα. Υπήρχε το Άουσβιτς. Τί, πια, να
ελπίσουμε; Ο ανθρωπισμός σχεδόν μέχρι τότε ήταν ανθρωπισμός κυρίως του γραφείου.
Ούτε η γνώση, ούτε οι στιλπνές μέθοδοι, ούτε η επιστήμη, ούτε η τεχνική, ούτε
και η τότε δημοκρατία κατάφεραν να κάμουν ένα κόσμο να συνεννοηθεί. Απουσίαζε ο
μαχόμενος ανθρωπισμός. Στην πραγματικότητα απουσιάζαμε εμείς οι ίδιοι, όπως
ίσως και τώρα. Φυσικά είναι αναγκαίο να δημιουργηθεί ένας νέος ανθρωπισμός, μια
νέα ευθύνη για τον «πλησίον», για τους ανθρώπους σε πλανητική κλίμακα. Τούτο
είναι και το ζητούμενο. Οι σκέψεις αυτές φέρνουν στο νου μου τον πρόεδρο των
Η.Π.Α. Τζών Φ. Κέννεντυ, έναν χαρισματικό νέον άνθρωπο που έδειξε στον κόσμο
ένα διαφορετικό και, κυρίως, πιο ήπιο παράδειγμα πολιτικής διπλωματίας. Στην
ομιλία του για την ειρήνη (Ιανουάριος 1961) είπε ότι «ειρήνη είναι ο αναγκαίος
λογικός σκοπός των λογικών ανθρώπων», ότι η επιδίωξη της ειρήνης «δεν είναι
τόσο εντυπωσιακή, όσο η επιδίωξη του πολέμου». Εναντιώθηκε στην κρατούσα
απαισιοδοξία, στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου, ότι η ειρήνη με την Σοβιετική
Ένωση ήταν αδύνατη. Διατύπωσε ξεκάθαρα τη θέση του για τις διαπραγματεύσεις:
«Ας μη διαπραγματευθούμε ποτέ από φόβο», έλεγε, «αλλά ας μη φοβηθούμε ποτέ να
διαπραγματευθούμε. Ας ανακαλύψουν και οι δύο πλευρές τα προβλήματα που μας
χωρίζουν». Και υπενθύμιζε, σε δραματικό τόνο, αυτό που ενώνει τις ΗΠΑ με την
Ρωσία: «Όλοι κατοικούμε στον ίδιο αυτό μικρό πλανήτη. Όλοι αναπνέουμε τον ίδιο
αέρα. Όλοι αγαπάμε το μέλλον των παιδιών μας. Και είμαστε όλοι θνητοί». Ο
πυρηνικός πόλεμος είχε αποφευχθεί. Αλλά στα σαράντα έξι του, αφού είχε
υπογράψει στη Μόσχα τη Συνθήκη Απαγόρευσης των Πυρηνικών Δοκιμών, στις 22
Νοεμβρίου 1963, σε στιγμές θριάμβου, δολοφονήθηκε στο Ντάλλας του Τέξας.
Παγώσαμε όλοι, δάκρυσαν και οι πέτρες. Δεν είχε προλάβει να χαρεί μερικά από τα
οράματά του, όπως την πρώτη προσελήνωση ανθρώπων-αμερικανών που σφράγισε τη
«νίκη» στον αγώνα για την κατάκτηση του διαστήματος με τους Σοβιετικούς ή όπως
ήταν η αναγνώριση των δικαιωμάτων των μαύρων συμπολιτών του. Η φωνή του ερχόταν
από το μέλλον της ανθρωπότητας γι’ αυτό και γοήτευε, έγινε μύθος. Ας ελπίσουμε
ότι τέτοιες ηγετικές προσωπικότητες υπάρχουν και σήμερα που θα πάρουν τις
μεγάλες αποφάσεις για την ανθρωπότητα. Απομένει να αποδειχθεί. Είμαστε, τάχα,
σήμερα ικανοί να καταλάβουμε, ως ανθρωπότητα, τί μας συμβαίνει; Μπορούμε τα
προβλήματά μας η ανθρωπότητα ως ολότητα να τα διαβάσουμε διαφορετικά; Βρισκόμαστε διαρκώς προ νέων εκπλήξεων. Ο κοινός πόνος
γίνεται εντελώς κοινή ιδεολογία, συναλλαγή λαϊκίστικης αγοράς. Αυτό, λοιπόν,
είναι ο προορισμός μας; Προορισμός. Να μια λέξη με άσημη σταδιοδρομία στον
καιρό μας. Προορισμός είναι το κίνητρο που οδηγεί τον άνθρωπο να βρει το δικό
του δρόμο. Αυτό σημαίνει, ότι το άτομο αυταναγκάζεται να προχωρεί στο δικό του
δρόμο, το δρόμο που να ορίζει τη ζωή του, να συνθέτει μέσα του όλα τα στοιχεία
της ζωής και να υψωθεί πάνω από το κοινό ανάστημα. Βέβαια και η ανάγκη για να
επιβιώσει ο άνθρωπος ως βιολογικό όν τον σπρώχνει να κινηθεί από την θέση, όπου
τον άφησε η φύση. Αλλά μόνη η βιολογική ανάγκη, οι φυσικοί νόμοι, δεν του
επιτρέπουν να πάει πιο πέρα από τη φύση, να αναζητήσει το νόημα της ύπαρξής
του, να αξιωθεί ως πρόσωπο, ανώνυμο ή επώνυμο, να ξεφύγει από την ισοπέδωση,
την απρόσωπη μάζα, η οποία και εισβάλλει τελευταία ορμητικά στην ζωή μας. Μέσα,
λοιπόν, στον προσωπικό αγώνα, ορθώνονται μπροστά στον άνθρωπο νέα ανυπέρβλητα
εμπόδια για να επιβιώσει βέβαια, αλλά και πολύ περισσότερο για να καταξιώσει
τον εαυτό του σε ένα προσωπικό προορισμό, πέρα από την αυτοματοποίηση της
παραγωγής, τη βιομηχανική κουλτούρα. Ο άνθρωπος που μπαίνει με όρεξη στη ζωή,
βρίσκει μπροστά του να υψώνονται τεράστια εμπόδια, εμπόδια οικονομικά,
τεχνολογικά, εξελίξεις που η επόμενη αναιρεί την προηγούμενη. Και ζητάει αυτός
ο άνθρωπος σήμερα την ελπίδα, να είναι ο εαυτός του, να γλιτώσει από την
αποξένωση, την αποβλάκωση. Είμαστε, τάχα, οι άνθρωποι προετοιμασμένοι να καταλάβουμε,
να διακρίνουμε αυτό που μας παρασύρει; Να βρούμε την ήρεμη σκέψη, την πίστη;
Αυτό ξαναρωτάμε. Γιατί ο ψυχρός ορθολογισμός ουσιαστικά έχει σκοτώσει τη σκέψη,
την ενόραση, όλες τις άλλες ψυχικές λειτουργίες, με ένα λόγο έχει ουσιαστικά
αποδυναμώσει τον Λόγο, το Πνεύμα: Επί τέλους, ποιός είμαι; Γιατί ζω; Παντού, με
πνίγει η αφθονία γνώσεων, πληροφοριών. Και όλα όσα συντελούνται, συντελούνται
σε επιτάχυνση του χρόνου, σε επιτάχυνση του άγχους, σε αφηρημένες έννοιες που
δεν προλαβαίνω να τις αφομοιώσω. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος, ο φίλος, ο διπλανός
μου απουσιάζει. Τον αναζητώ μέσα στην κοινωνία, στο κράτος. Παντού αφηρημένες
αντιλήψεις. «Μέσα στο σύμπαν του κράτους και της σύγχρονης κοινωνίας, ο
άνθρωπος δεν είναι πια η συγκεκριμένη προσωπικότητα, αλλά ένα άτομο, δηλαδή ένας
«ποσοτικός αριθμός της στατιστικής». Κλείνουμε εδώ με μια σύντομη διευκρίνιση των όρων
ορθολογισμός και εμπειρία. Και οι δύο λέξεις σημαίνουν τις διαφορετικές
ενέργειες, τους δύο διαφορετικούς δρόμους που ακολουθούμε για να αποκτήσουμε τη
γνώση των πραγμάτων. Ορθολογισμός αρχικά είναι οι κανόνες της λογικής, σύμφωνα
με τους οποίους κρίνουμε τα πράγματα. Ως φιλοσοφικός όρος όμως σημαίνει ότι
μόνο ο ορθός λόγος, δηλαδή η λογική, αποτελεί την ασφαλέστερη πηγή της γνώσης
σε αντιδιαστολή προς τον εμπειρισμό, την εμπειρία, τη γνώση δηλαδή που μας
παρέχουν οι αισθήσεις, τα βιώματά μας, παραδόσεις, θρησκεία κ.λπ. Σε φιλοσοφικό
επίπεδο, κατά την ορθολογιστική θεώρηση, πηγή της γνώσης είναι η Λογική. Με
απλά λόγια καθαρός λόγος είναι η λογική που δεν υπηρετεί άλλο σκοπό παρά μόνο
την αλήθεια. Θυμηθείτε τώρα τον αγώνα του Σωκράτη να ξεμπερδέψει με βάση τη
λογική τις εμπειρικές, υποκειμενικές γνώσεις. Ο ορθολογισμός του Σωκράτη είναι
το λογικά ορθό, το οποίο το αντιπαραθέτει προς την γνώμη των πολλών, την απλοϊκή «δόξα», την υποκειμενική δηλαδή
γνώμη, τη γνώμη χωρίς τον λογικό έλεγχο. Στην αρχαία Ελλάδα, π.χ., ο λόγος (η
λογική) έμεινε κύριος του εαυτού του. Τί θα πει αυτό; Ότι η λογική δεν
αναμείχτηκε με άλλους σκοπούς, όπως έγινε αργότερα στον Μεσαίωνα που υποδουλώθηκε
και η φιλοσοφία έγινε θεραπαινίδα της θεολογίας (ancilla Theologiae). Αλλά και
ύστερα που ελευθερώθηκε, δημιούργησε τα μεγάλα συστήματα της νεώτερης εποχής,
όπως είναι τα φιλοσοφικά και επιστημονικά συστήματα. «Στον αιώνα μας όμως
υποδουλώθηκε ο λόγος, χάνει την αυτοτέλειά του, οπότε σήμερα μιλάμε για
άκαμπτη-σιδηρά λογική, για ένα μονομερή ορθολογισμό. Ας σημειωθεί ακόμη, ότι ο καθαρός λόγος
αναφέρεται στα πράγματα, όπως αυτά είναι, ανεξάρτητα δηλαδή από τον υποκειμενισμό
μας, τα πάθη, και από την άλλη αναφέρεται στα πράγματα όπως αυτά σχετίζονται με
την εμπειρία του ανθρώπου (Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος). Ο ορθολογισμός λέγεται και ρασιοναλισμός (λατ. ratio) που
σημαίνει απόλυτη εμπιστοσύνη στο αυστηρά λογικό. Ας σημειωθεί δε ότι ο
ρασιοναλισμός φθάνει ώς τη μηχανιστική κοσμοερμηνεία. Η άλλη βασική πηγή των
γνώσεών μας είναι, όπως ξέρουμε, η εμπειρία, η οποία επικυρώνεται από τη
λογική. Εμπειρία αρχικά σημαίνει να νιώσεις, να ζήσεις κάτι. Σε επιστημονικό
όμως επίπεδο, εμπειρία σημαίνει να εξακριβώσεις κάτι ο ίδιος με τη συστηματική
παρατήρηση και το επιστημονικό πείραμα.