Vekrakos
Spartorama | «Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν» του Δ. Σολωμού από τον Δημήτρη Κατσαφάνα

«Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν» του Δ. Σολωμού από τον Δημήτρη Κατσαφάνα

Δημήτριος Κατσαφάνας 19/03/2024 Εκτύπωση Άρθρα Ιστορία Κοινωνία Παιδεία Πολιτισμός Φιλοσοφία
«Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν» του Δ. Σολωμού από τον Δημήτρη Κατσαφάνα
Ο Ύμνος είναι η γνήσια έκφραση της εθνικής ψυχής. Είναι η αφύπνιση των δυνάμεων ενός νέου κόσμου, μια νέα φάση στην πορεία του Ελληνισμού.

Θα δώσουμε μερικά ερμηνευτικά στοιχεία ως προϋπόθεση για να κατανοήσουμε το νόημα της ελληνικής Ελευθερίας, όπως την έδωσε το Εικοσιένα και την στιχούργησε ο Σολωμός.

Η Επανάσταση του 1821, έπειτα από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, είναι το μόνο γεγονός που οι δυνάμεις του Έθνους, ηθικές, πολιτικές, οικονομικές ενώθηκαν και ανακτήσαμε εκείνα που είχαμε χάσει. Τέσσερες αιώνες δουλείας, το Έθνος απογυμνώθηκε από τον πολιτισμό και αντιμετώπισε το ύστατο πρόβλημα ζωής και θανάτου. Στο διάστημα αυτό έγινε μια ανασύνθεση των αιώνιων και νέων εθνοφυλετικών στοιχείων που υπάρχουν σαν βάση αναλλοίωτη της Ελληνικής ιδιοτυπίας.

Η Νεοελληνική Λογοτεχνία είναι η γνήσια έκφραση της εθνικής ψυχής, του Νεοελληνικού χαρακτήρα. Ο Σολωμός ήταν μόλις 23 ετών το 1823 που έγραψε τον Ύμνο στην Ελευθερία. Ο Ύμνος αυτός δεν είναι απλά ένα τραγούδι, αλλά ήταν μια πράξη, μια παρουσία ηθικής δύναμης στον τιτάνιο εκείνο αγώνα. Για να αποφύγω περιττολογίες, προτιμώ να δώσω τον λόγο στον Γιάννη Αποστολάκη («Η Ποίηση στη Ζωή μας», Β΄ Έκδ., Εστία, σ. 143).

«Ο Ύμνος είναι το αναγάλιασμα του ανθρώπου, όταν τον αγγίξει η πνοή της λευτεριάς. Σ’ όλη τη λάμψη της φανερώνεται στο Σολωμό η λευτεριά. Βρίσκεται αντίκρυ της ο ποιητής. Ό,τι λέει γι’ αυτή, βγαίνει από άμεσο αντίκρυσμα». Η πρώτη στροφή δίνει το κλειδί όλου του τραγουδιού:


Σε γνωρίζω από την κόψη

Του σπαθιού την τρομερή,

Σε γνωρίζω από την όψη

Που με βία μετράει τη γη.

«Μοιάζει με το ξάφνιασμα και τη χαρά του ανθρώπου, όταν αυτός από εξωτερικά κινήματα, από ένα λόγο, από ένα σχήμα, από ένα νόημα μαντεύει το αγαπημένο πρόσωπο που τόσο αναζητούσε. Ο Σολωμός γεννήθηκε Έλληνας και στην Ελλάδα λάτρεψαν, για πρώτη φορά, οι άνθρωποι τη λευτεριά. Την αγάπησαν και γι’ αυτήν πολέμησαν και πέθαναν. Θα έλεγε κανείς πως η μορφή της ελληνικής ζωής είναι η λευτεριά. Ελλάδα και Ελευθερία είναι το ίδιο πράγμα».

Ας προχωρήσουμε τώρα λίγο. Ας έρθουμε στη δεύτερη στροφή του Ύμνου:


Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη

Των Ελλήνων τα ιερά,

Και σαν πρώτα ανδρειωμένη,

Χαίρε, ώ χαίρε, Ελευθεριά! 

 

«Αν η πρώτη στροφή», λέει πάλι ο Γ. Αποστολάκης, «εκφράζει τη χαρά του ανθρώπου γενικά για τη λευτεριά, η δεύτερη φανερώνει τη χαρά και την υπερηφάνεια του Έλληνα για την ιστορία του».

Ας προσθέσουμε εδώ ότι δεν είναι μόνο αυτό που έκαμε τον ποιητή να γράψει τη δεύτερη στροφή, όπως και μερικές άλλες πιο κάτω. Είναι και ένας άλλος λόγος, είναι μια απάντηση στις ειρωνείες του ξένου ποιητή που έλεγε ότι η γη των αρχαίων Ελλήνων, η γη σε στεριά και θάλασσα, γεννούσε πλέον δούλους (θυμηθήτε εδώ τη θεωρία του Φαλμεράγιερ, θεωρία βέβαια που κατέπεσε κάτω από την κριτική Ευρωπαίων ιστορικών, αλλά και δικών μας).

Τη χαρά, λοιπόν, του ποιητή τη γεννά αυτή η πραγματική στιγμή. Ό,τι ξέρει για ιστορία, το βλέπει ξαναζωντανεμένο γύρω του. Η θύμησή του βγαίνει από αφθονία ζωής και όχι από έλλειψη. Η Ελευθερία ήταν η ίδια η Ελλάδα που έβγαινε από τα κόκκαλα των Ελλήνων τα Ιερά.

Ήταν τα κόκκαλα των Αρχαίων Ελλήνων που ήταν, βέβαια, γενναίοι Μοραΐτες, Ρουμελιώτες, Σουλιώτες, Νησιώτες, όλοι τους Νεοέλληνες. Γι’ αυτό και θα φωνάξει ο ποιητής:


«Ώ τρακόσιοι! σηκωθήτε

Και ξανάλθετε σ’ εμάς.  

Τα παιδιά σας θέλ’ ιδήτε

Πόσο μοιάζουνε με σάς».

 

Στις 158 στροφές, ο Σολωμός επικυρώνει τη συνέχεια του Ελληνισμού, από την Αρχαιότητα μέχρι την Επανάσταση. Υπόψη δε, ότι στις μέρες εκείνες η Επανάσταση δεν είχε ακόμη αναγνωριστεί από τους ισχυρούς της Ευρώπης. Για τούτο ο ποιητής και παρουσιάζει τα κύρια στάδια της Επανάστασης σε στεριά και θάλασσα:


Και εσύ αθάνατη, εσύ θεία,

που ό,τι θέλεις ημπορείς,

εις τον κάμπο, Ελευθερία,

ματωμένη περπατείς.

 

Έτσι, περπατώντας βιαστικά η Ελευθερία βρίσκεται σε όλους τους τόπους της Επανάστασης. Πήγε και στο Μεσολόγγι «την ημέρα του Χριστού», στην πρώτη πολιορκία όπου άρχιζε η γιγαντομαχία μετά την καταστροφή του στρατού της Επανάστασης στην άτυχη μάχη του Πέτα. Εκεί στο Μεσολόγγι, «η Θρησκεία λαμποκοπώντας μ’ ένα σταυρό» καλεί την Ελευθερία:


«σ’ αυτό, εφώναξε, το χώμα

στάσου ολόρθη, Ελευθεριά.»

και φιλώντας σου το στόμα,

μπαίνει μές την εκκλησιά. 

 

«Εις την τράπεζαν σιμόνει», πυκνώνει γύρω της το σύννεφο «που σκορπάει το θυμιατό» και εκεί: «αγροικάει την ψαλμωδία όπου εδίδαξεν αυτή…». «Ψαλμωδία» είναι οι εκκλησιαστικοί ύμνοι που ψάλλονται κατανυκτικά μέσα στην εκκλησία, έργα υμνογράφων και μελωδών που γράφτηκαν και διδάσκονταν σε χρόνους που ακόμη «δεν τά ’σκιαζε η φοβέρα της σκλαβιάς». Βαθύτερα όμως παραπέμπει στη συνάντηση και την αλληλεπίδραση του ελληνικού πνεύματος και του χριστιανισμού. Η υπερούσια, άρρητη ουσία του χριστιανισμού έπρεπε να «πλησιάσει» τη νοημοσύνη, τα μέτρα των Ελλήνων, να γίνει λόγος εκφραστικός. Ο χριστιανισμός τα εναρμόνισε και τα ενσωμάτωσε, παρέχοντας άλλο ύφος και άλλη δομή στην έκφραση, ώστε να χωρέσει το ανέκφραστο, το υπερβατικό, το ΥπέρΛόγον. Έπρεπε ο λόγος των Ελλήνων να χωρέσει το άπειρο της θείας αγάπης. Το φως λοιπόν που «στολίζει» την Ελευθερία έρχεται από παλαιότερους αγώνες. Είναι το φως το οποίο δεν είναι εκ του κόσμου τούτου. Είναι κατακάθαρο φέγγος, δεν είναι το φως της ψυχρής λογικής:

 

Ά! το φως που σε στολίζει

σαν ηλίου φεγγοβολή,

και μακρόθεν σπινθηρίζει,

δεν είναι, όχι, από την γη.


-------


Λάμψιν έχει όλη φλογώδη

χείλος, μέτωπο, οφθαλμός.

φως το χέρι, φως το πόδι,

κι’ όλα γύρω σου είναι φως. 

 

Η Ελευθερία εδώ κυριεύει ολόκληρο τον άνθρωπο, το φως της σβήνει κάθε άλλη γοητεία. Το ιλαρό τούτο φως ενεργεί μέσα στην ψυχή των Ελλήνων του Εικοσιένα, ενεργεί ως μυθικό φως. Δεν είναι εδώ η φώτιση που ήρθε απ’ έξω. Αναβλύζει από το εσωτερικό του ανθρώπου. 

Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στην παρουσία της Ελευθερίας στους τόπους όπου διεξαγόταν ο Αγώνας. Ας σημειωθεί μόνο, ότι η έξαρση του ηρωϊσμού γίνεται χωρίς καμμιά ονομαστική αναφορά. Ο Σολωμός υπηρέτησε ανώνυμα τον Αγωνιστή και την Ιδέα. Αναφέρεται π.χ. στη θανάτωση του Πατριάρχη χωρίς ονομαστική αναφορά:

 

Όλοι κλαύστε· αποθαμμένος

ο αρχηγός της Εκκλησιάς. 

κλαύστε, κλαύστε, κρεμασμένος

ωσάν νάτανε φονηάς. 

 

Η μοναδική εξαίρεση ονομαστικής αναφοράς είναι αυτή στην υπέροχη θυσία του Μάρκου Μπότσαρη. Ο Σολωμός, αργότερα, συνέταξε μια σύντομη βιογραφία του ήρωα αυτού Σουλιώτη. Παραβάλλει εκεί τον Μάρκο Μπότσαρη με τον Ομηρικό ήρωα, τον Έκτορα. Όπως ο Πρίαμος και ο λαός έκλαψαν τον υπερασπιστή της πατρίδας τους, έτσι και οι Μεσολογγίτες εκήδευσαν τον νέον αυτό ήρωα, τον Μάρκο Μπότσαρη.

Συνοψίζοντας, η ελληνική Ελευθερία, το ίδιο το Εικοσιένα δεν είναι μια θεωρία, μια ιδεολογία, αλλά άμεσο λαϊκό βίωμα, κατάσταση ψυχής. Δεν είναι δηλαδή ένα φως που ήρθε απέξω. Και τούτο χωρίς να ξεχνάμε βέβαια την επίδραση του Διαφωτισμού. Δεν είναι μια Διακήρυξη. Είναι και ένα μυθικό φέγγος, το φως μιας μακράς παράδοσης. Είναι η λιτότητα του ηθικού παραδείγματος. Οι πρόγονοί μας εκείνοι μπορεί να ήταν αγράμματοι, αλλά είχαν ηθική υγεία, είχαν μια μυθική απλότητα. Και ας ξαναθυμίσω εδώ ένα λόγο του Ιων. Θεοδωρακόπουλου, ότι το πνεύμα, ο ανθρωπισμός του Εικοσιένα, τα δικαιώματα του ανθρώπου, δεν είναι ρητορικά κηρύγματα, όπως αυτά διακηρύχτηκαν από τη Γαλλική Επανάσταση. Αλλά υπάρχει διαφορά. Εκεί υπήρχε κράτος, κράτος της απόλυτης μοναρχίας. Οι Έλληνες δεν είχαν καν κράτος από το οποίο θα ζητούσαν δικαιοσύνη. Εδώ έπρεπε να ελευθερωθεί το έθνος, να υπάρξει εθνική ανεξαρτησία, ώστε να οργανωθεί σε πολιτεία δικαίου βέβαια.

Στο Εικοσιένα αποκρυσταλλώνεται το νόημα, ο χαρακτήρας της ελληνικής παράδοσης, μια ενδόμυχη βίωση, βίωμα μακράς ιστορικής πνοής και βαθιάς πείρας. Το Πνεύμα αυτό θα το βρείτε ζωντανό όχι μόνο στο Σολωμό μα και στο Μακρυγιάννη, στον Κολοκοτρώνη και στους άλλους αγωνιστές.


Δημήτρης Κατσαφάνας


Οδός Εμπόρων