Vekrakos
Spartorama | «Τι οδήγησε το Βυζάντιο στην κατάρρευση» από τον Στέλιο Ράμφο

«Τι οδήγησε το Βυζάντιο στην κατάρρευση» από τον Στέλιο Ράμφο

Spartorama 31/05/2025 Εκτύπωση Άρθρα Ιστορία Κοινωνία Παιδεία
«Τι οδήγησε το Βυζάντιο στην κατάρρευση» από τον Στέλιο Ράμφο
Η επέτειος της συμπλήρωσης 547 χρόνων από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης μας καλεί να σκεφθούμε για το μέλλον

Αύριο 29 Μαΐου του 2000, κλείνουν 547 χρόνια από την Αλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Θα θυμηθούμε το μεγάλο αυτό γεγονός της ιστορίας μας, θα μελαγχολήσουμε και θα τραγουδήσουμε το «πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ‘ναι»  Όμως καθώς συμβαίνει ανεξαιρέτως όλους τους αιώνες της πικρής τούτης μνήμης, δεν θα σκεφθούμε τι ακριβώς  συνέβη τότε, τι κεφάλαιο έκλεισε. Πρέπει να το πω: Το γεγονός ότι δεν έχουμε ακόμη σκεφθεί γιατί το Βυζάντιο κατέρρευσε είναι χειρότερο από την ίδια την Άλωση. Δείχνει αδιάψευστα ακόμη την παθητικότητά μας έναντι της ιστορίας, μια «πολυτέλεια» που κατ’ εξοχήν σήμερα δεν συγχωρείται. Θα γιορτάσω, λοιπόν, την επέτειο, μοιραζόμενος με τον αναγνώστη κάποιες σκέψεις.

Το Γένος προσπάθησε αλλά δεν βγήκε με τις δυνάμεις του από τους βυζαντινούς μέσους αιώνες και φυσικά δεν πέρασε στους δικούς του Νέους Χρόνους. Η προσπάθεια ως  εκκρεμότης κράτησε από τον δέκατο ως τον δέκατο τέταρτο αιώνα, οπότε το Βυζάντιο παραιτήθηκε οριστικά από την επιδίωξη να βαδίσει στην δική του «αναγέννηση». Εκείνη την περίοδο , και λίγο πριν, έλαμψαν προσωπικότητες, όπως ο Μέγας Φώτιος, ο Αρέθας, ο Λέων Φιλόσοφος (εκδότης πλατωνικών διαλόγων και σχολιαστής αρχαίων Μαθηματικών, ο Μιχαήλ Ψελλός, οι καλλιτέχνες της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης, του Οσίου Λουκά στην Φθιώτιδα η της μονής του Δαφνίου ελάμπρυναν  το στερέωμα της Ορθοδοξίας ζωγράφοι σαν τον Μανουήλ Πανσέληνο, υμνογράφοι σαν τον Ιωάννη Κουκουζέλη, θεολόγοι σαν τον Γρηγόριο  και τον Νικόλαο Καβάσιλα, λόγιοι σαν τον Θεσσαλονίκης Ευστάθιο , ιστορικοί σαν την Αννα Κομνηνή ή τον Ιωάννη Παχυμέρη, πολυμαθείς διανοητές σαν τον Νικηφόρο Βλεμμύδη, τον Μάξιμο Πλανούδη ή τον Νικηφόρο Γρηγορά, μαθηματικοί σαν τον Γεώργιο Ακροπολίτη ή τον Νικόλαο Φαβδά, φυσικοί σαν τον Ιωάννη Ακτουάριο, αστρονόμοι σαν τον Γρηγόριο Χωνιάδη ή φιλόσοφοι σαν τον Γεμιστό. Παραλλήλως, συνέβησαν μετακινήσεις στον κοινωνικό βίο και στις συμπεριφορές, από τη σπουδή των οποίων κατανοούμε τι διακυβεύθηκε εκείνα τα χρόνια.


Η ζωή αλλάζει

Εννοώ τη γνωστή από του δεκάτου αιώνος διαμόρφωση στα κέντρα της αυτοκρατορίας ενός ενδιαμέσου κοινωνικού στρώματος εμπόρων και βιοτεχνών (οι επονομαζόμενοι «δημοτικοί» ή «αστικοί»), ταυτοχρόνως με τη συγγκέντρωση της γαιοκτησίας στα χέρια του κράτους, της εκκλησίας και των δυνατών. Τότε ακριβώς κάνει την εμφάνισή του ο βυζαντινός ανθρωπισμός, υπό την εξυγιαντική ατμόσφαιρα της δυναστείας των Κομνηνών, οι οποίοι προχωρούν  σε σύνταξη ισχυράς κεντρικής εξουσίας, δημιουργούν αξιόμαχο επαγγελματικό στρατό και κόβουν σταθερό νόμισμα δημεύοντας τα ιερά εκκλησιαστικά σκεύη.

Αλλά δεν αρκεί μόνο ένα κράτος συγκεντρωτικό πρέπει να μην είναι και δεσποτικό, οπότε χρειάζεται χειραφετημένα νομικώς και ψυχολογικώς άτομα για να το στηρίζουν ως απροσωπόληπτο μηχανισμό ευτάκτου δημοσίου βίου. Από αυτή την άποψη η βυζαντινή «αναγέννηση» απέτυχε. Την εξατομίκευση ευνοούν ιδιαιτέρως ο καταμερισμός της εργασίας και η επαγγελματική εξειδίκευση. Στο Βυζάντιο υπήρχε κάποια εξειδίκευση, αλλά η τεχνολογική στασιμότης  -ιδεολογικής κυρίως αιτιολογίας- έθετε αυστηρά όρια. Η τεχνολογική ανάπτυξη οδηγεί σε σύνθετες μορφές ζωής και περαιτέρω σε κοινωνική άνοιξη, που επιτάσσει ποικιλία θεσμών και συμμετοχή των ανθρώπων στα κοινά μεγαλύτερη, άρα διαφορετικό πολιτικό σύστημα.  Η ανθρωπιστική αναγέννηση δεν ήταν δυνατόν να βασισθεί μόνο στους καλλιτέχνες ή τους λογίους- η κοινωνία δεν την ακολούθησε, τα αδιέξοδα που προεκλήθησαν απεφάσισαν το τέλος του Βυζαντίου και η Άλωσις το επεσφράγισε.


Αντιδράσεις των διανοουμένων

Οι βυζαντινοί διανοούμενοι έβλεπαν την κατάσταση. Λατινόφιλοι και μη, όπως ο Θεόδωρος Μετοχίτης, ο Ιωάννης Καντακουζηνός, ο Νικηφόρος Γρηγοράς, ο Αλέξιος Μακρεμβολίτης, ο Δημήτριος Κυδώνης, ο Φιλόθεος Κόκκινος, ο Βησσαρίων ή ο Γεμιστός, διεκτραγωδούν  την ανίατη παρακμή της άλλοτε κραταιάς αυτοκρατορίας.  Σε αιφνιδιαστική, λόγου χάριν, εισβολή των Τούρκων εις  την περιοχή της Κωνσταντινουπόλεως,  το 1337, το κράτος δεν είχε να αντιπαρατάξη παρά εξήντα έως εβδομήντα   ιππείς και τρία ξαρμάτωτα πλοία.

Αλλά και το γενικότερο πνευματικό κλίμα μετέδιδε στον παρατηρητή το αίσθημα της  στειρότητος. Ο Γεννάδιος Σχολάριος έβρισκε στο Βυζάντιο ελάχιστους μορφωμένους περί τον τύπο τυρβάζοντες, και χαρακτήριζε, μετά τη σύνοδο της Φλωρεντίας, τους Λατίνους «σοφότερους ημών» και τους Βυζαντινούς μηδενικά (τους μηδένας ημάς), ενώ ο Ιωάννης Χορτασμένος εξέφραζε τη λύπη του που η επιστήμη και ο πλούτος έγιναν πλέον κτήμα των Ιταλών.

Οσο για τον Βησσαρίωνα, στο υπόμνημά του προς τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο υπεγράμμιζε ότι ο Βυζαντινός πολιτισμός είχε ξεπέσει, η γνώση και η τεχνική δεξιότης είχαν χαθεί συνιστούσε δε στον μέλλοντα αυτοκράτορα να καλέσει  Ιταλούς ειδικούς προκειμένου να ανυψώσει το επίπεδο του πολιτισμού, της παιδείας και της τεχνολογίας στην Πελοπόννησο, να στείλει δε τέσσερις έως οκτώ σπουδαστές στην Ιταλία για να διδαχθούν μεταλλουργική, μηχανική, οπλουργική και ναυπηγική. Τότε δεν εισακούσθηκε, αλλά σήμερα, έξι αιώνες μετά, δεκάδες χιλιάδες Ελληνόπουλα ακολουθούν τη συμβουλή του και σπουδάζουν στη Δύση.

Την κρίση είχε συνειδητοποιήσει και ο Γεμιστός. Στα υπομνήματά του, επίσης προς τον αυτοκράτορα, ζητούσε επίμονα δημιουργία εθνικού κράτους και στρατού, κατάργηση της εγγείου ιδιοκτησίας, εξυγίανση του νομίσματος, περιστολή της εξουσίας των Δυνατών,  ενθάρρυνση της εγχωρίου παραγωγής και προστασία της, ενίσχυση των αστικών στρωμάτων και των παραγωγών. Ψυχανεμιζόταν την ιστορικότητα του κοινωνικού γίγνεσθαι και γι’ αυτό εκεί που προσωπικότητες, όπως ο ησυχαστής Ιωσήγ Βρυέννιος, δυνέδεαν την προϊούσα κατάπτωση με τις αμαρτίες των Βυζαντινών και τις απέδιδαν εις το γεγονός ότι πολλοί κατέφευγαν σε Εβραίους γιατρούς ή έπεφταν να κοιμηθούν το βράδυ γυμνοί στο κρεβάτι, ο Πλήθων μιλούσε για εσωτερική ανασυγκρότηση.


Η Δύση ανακαλύπτει το άτομο

Το άτομο του οποίου η κυοφορία άρχισε στην Ανατολή, γεννήθηκε εν τέλει  στη Δύση και έφερε την Αναγέννηση. Η ανακάλυψη του υπήρξε καταλυτικό γεγονός του εκεί Μεσαίωνος  και ουσιώδες χαρακτηριστικό των νέων χρόνων. Η Ανατολή δεν είχε άτομο ούτε δική της «αναγέννηση». Με την εμφάνιση του ατόμου στη Δύση αρχίζει η ψυχική εκείνη μετακίνηση και μεταβολή συμπεριφοράς, που ισοδυναμεί με αλλαγή εποχής στην παγκόσμιο ιστορία; Οι εξωτερικές κοινωνικές επιταγές του Αρχαίου και του Μεσαιωνικού κόσμου υποχωρούν υπέρ της εσωτερικής βεβαιότητος.

Αυτή την μετακίνηση ονομάζω εξατομίκευση. Επομένως δεν πρόκειται για ατομικιστικό εγωκεντρισμό, τυραννικό του έθνους μας από τ’ αρχαία  χρόνια. Ο ατομικισμός αυτός είναι εγωισμός στους κόλπους ης ομάδος χωρίς ατομικότητα, ήγουν χωρίς  αυτοσυνείδηση.

Θα μπορούσε κανείς να περιγράψει την πορεία προς την εξατομίκευση ως μετάβαση από την εξωστρεφή στην ανανοητική συνείδηση. Η ανανοητική συνείδηση υπάρχει με το Εγώ και πρώτο πρόσωπο και είναι  αυτοσυνείδηση. Η αναγεννησιακή  αναπαραστατικότης γεννιέται από ανάγκη να στραφούμε στην ίδια την σκέψη μας και να την παρατηρήσουμε, πράγμα που εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον η συμβολική σκέψη απαγορεύει. Ίσως εδώ να οφείλεται η εγκατάλειψη της συμβολικής νοοτροπίας του Μεσαίωνος από την Αναγέννηση.

Στον έντονα συμβολικό χαρακτήρα του πνευματικού των πολιτισμών οφείλεται πιθανότατα η συναισθηματική σκέψη του Ελληνα, του Βαλκανίου γενικότερα ή του Μεσανατολίτη. Οι λαοί αυτοί δεν έχουν χειραφετηθεί εν πολλοίς στο επίπεδο των νοοτροπιών από το μεσαιωνικό τους παρελθόν. Ένα παρελθόν με ανθρωπολογικό κενό, που οδήγησε στην κυριαρχία των συμβόλων και των τύπων μέχρι σήμερα.

Η τάση το ρωμηού  να προσεγγίζει διαισθητικά το αντικείμενό του και η αδυναμία του να προχωρήσει αναλυτικά δεν πρέπει να είναι άσχετα μεταξύ των και με την εξουσία  των συμβόλων στη  ζωή του. Το αντίθετο εξηγεί  την λογική αναλυτικότητα του ανθρώπου της Δύσεως, ο οποίος αναπαριστά εσωτερικώς με ισχυρή διανοητική αυτοσυγκέντρωση την δική του υπόσταση και την υλική υπόσταση του κόσμου.

Όταν ο νους συλλαμβάνει τις σχέσεις των παραστάσεων επί των οποίων στηρίζεται η γνώση του, τότε η έξοδος από τη φυλακή των συμβόλων, αναγεννητική  για εκείνα και για εμάς, πρέπει να θεωρείται γεγονός. Αντιθέτως, η σκέψη χωρίς τη συνεργασία της λογικής κρατάει τον άνθρωπο δεσμώτη γενικών σχημάτων και τον εγκλωβίζει στα σύμβολα.


Η Ανατολή εγκλωβίζεται στα σύμβολα….

Τέτοιος εγκλωβισμός στα σύμβολα υπήρξε καθοριστικός για τη διαδρομή της καθ’ ημάς Ανατολής, αν κρίνω από τις δυσκολίες προσαρμογής στο σημερινό πολιτισμό, που συναντούν πέραν των χωρών του τρίτου κόσμου, όλοι ανεξαιρέτως οι λαοί της ορθοδόξου παραδόσεως. Το βλέπουμε χαρακτηριστικά στη δυσκολία τους να δημιουργήσουν ένα σύγχρονο κράτος βασιζόμενο σε ελεύθερους πολίτες και όχι  σε ομαδικά υποκείμενα. Στο κράτος των ομαδικών ψυχισμών τη λογική της ζωής καλύπτει η τάξη του υπερλόγου, την οποία εκφράζει  κατ’ εξοχήν η εκκλησία με το λατρευτικό της τυπικό, εν συνδυασμώ προς θα ήθη και έθιμα των επιμέρους κοινοτήτων, ενσαρκώνει δε ένας άνθρωπος με εξωστρεφή συνείδηση ρόλου και όχι με συνείδηση εαυτού.  Υπ’ αυτές τις συνθήκες είναι φυσικό ο εκσυγχρονισμός  μας να συναντά διαρκώς οργανικά εμπόδια, που οφείλουμε να υπερβαίνουμε, αλλάζοντας τα ίδια εκείνα εμπόδια που απέτρεψαν προ οκτώ αιώνων το Βυζάντιο να διαβεί το κατώφλι της εξατομικεύσεως.

Στην συμβολική τάξη δεν ευδοκιμούν ελεύθερες συμπεριφορές αλλά συνολικοί τρόποι ζωής, ταυτιστικές προσηλώσεις στους τύπους. «Πνευματικότης» του ομαδικού ανθρώπου είναι ο ταυτισμός του με το σύμβολο, η παραίτηση από  κάθε προσωπική κατανόηση και η ψυχαναγκαστική απολογητική. Όταν το νόημα των πραγμάτων ορίζεται από τον τύπο τους, όταν ο τύπος διεκδικεί για λογαριασμό του την αλήθεια και υποδαυλίζει την πίστη, ο εσωτερικός κόσμος κατακλύζεται από το εξωτερικό καλό ή κακό, η λαϊκή ψυχή αλώνεται από φαντάσματα κι η δεισιδαιμονία λαμβάνει μορφή επιδημική – έρχεται η ώρα του 666, της ρίψεως των βιβλίων στην πυρά, της σωτηρίας της  πίστεως με αναγραφή του θρησκεύματος στα δελτία των ταυτοτήτων! Στο περιβάλλον της κλειστής συμβολικής παραστάσεως, η ατομική ταυτότης,  η δημιουργική κατανόηση και η ελευθερία της σκέψεως αποκλείονται. Ο άνθρωπος καταδικάζεται σε μερικότητα και η κοινωνία στην στατικότητα της προκαθορισμένης σημασίας.

Ως τάξης και τύπος αλήθειας ανεπίδεκτο ερμηνευτικής κατανοήσεως το σύμβολο τείνει να αποπετρώνει τη σκέψη. Μέσω των καθιερωμένων τρόπων της λατρείας και των παραδεδομένων εθίμων επιβάλλει άτεγκτους συσχετισμούς  μεταξύ φύσεως και κοινωνίας, ύλης και πνεύματος, και φθάνει έτσι να εξουδετερώνει τις κυοφορούμενες ιστορικές διαφοροποιήσεις, να πνίγει της δημιουργικές  ανασυνθέσεις σε μια ζοφερή απολογητική. Το κλειστό σύμβολο διαβιβάζει το περιεχόμενο του σε κάθε σκίρτημα της σκέψεως ως δέον, οπότε η σκέψη οφείλει να επιβεβαιώνει με τη σειρά της την αυθεντία  του ιδρυμένου συμβολικού συστήματος, ανάγοντας τα πάντα στην αιώνια σημασία του, την κατ’ εξοχήν πραγματικότητα.  Όταν όλα βρίσκονται κλειδωμένα στην αιωνιότητα, η σκέψη ταυτίζεται με το μήνυμα του συμβόλου και του παραδίδεται άνευ όρων.


... Και χάνει το παιχνίδι της Ιστορίας

Αφ’ ης στιγμής, ένα συμβολικό σύστημα παγιώνεται αμετακίνητα, όπως συνέβη τους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου, οι ατομικές συμπεριφορές έπρεπε να προσαρμοσθούν. Μπορεί η ατομική συμπεριφορά καθ’ εαυτήν να μην είναι συμβολική, δεν παύει ωστόσο να μετέχει στο υφιστάμενο συμβολικό  σύστημα και ν’ αντανακλάται σ’ αυτό. Η ψυχική ισορροπία του ατόμου κλονίζεται εκτός του συμβολικού  κοινωνικού οικοδομήματος και ο κοινωνικός  βίος τελματώνεται, εφ’ όσον δεν ανέχεται  καμία πρωτοβουλία και ζωντάνια. Η ατομική πρωτοβουλία λειτουργεί  αναγεννητικά στους κόλπους  της κοινωνίας , όπως η ποιητικά φορτισμένη λέξη στη φράση.

Όσο ανθίζει το άτομο, τόσο η συμβολική της κοινωνίας κερδίζει σε σφρίγος και νόημα –όσο η συμβολική της κοινωνίας θρέφεται  από τη σάρκα της, τόσο το άτομο μαραίνεται.  Το δεύτερο επικράτησε  στο Βυζάντιο  και  αποφάσισε  τη μοίρα της Αυτοκρατορίας. Αυτή όμως η μοίρα με τις γενεσιουργούς  αιτίες της βαραίνει ακόμη  στη ζωή των ορθοδόξων  λαών και αν δεν την εννοήσουμε  καλά, θα χάσουμε το παιχνίδι της ιστορίας. Η Άλωση  μπορεί να μας  βγει σε καλό εάν αποφασίσουμε σοβαρά να τη σκεφθούμε.


Οδός Εμπόρων