Vekrakos
Spartorama | «Γυναίκες στον καμβά - Με αφορμή μια επέτειο κι ένα βιβλίο» από την Γεωργία Κακούρου Χρόνη

«Γυναίκες στον καμβά - Με αφορμή μια επέτειο κι ένα βιβλίο» από την Γεωργία Κακούρου Χρόνη

Γεωργία Κακούρου-Χρόνη 06/03/2019 Εκτύπωση Άνθρωποι!
«Γυναίκες στον καμβά - Με αφορμή μια επέτειο κι ένα βιβλίο» από την Γεωργία Κακούρου Χρόνη
Θα αναγνωρίσουμε στις γυναίκες-μούσες των προραφαηλιτών ζωγράφων
Οδός Εμπόρων

Στην περυσινή επέτειο της «Παγκόσμιας Ημέρας της Γυναίκας» μίλησα στους/στις εκπαιδευτικούς με θέμα «Γυναίκες στον καμβά» 1 με μία επιλογή έργων από τον «Όρκο των Ορατίων» του Jacques-Louis David έως την «Ολυμπία» του Edouard Manet και με οδηγό τη Linda Nochlin 2 επέμεινα στη βικτωριανή εποχή, για να προσωπογραφηθεί η τοτινή γυναίκα και να αναδειχθεί ακόμη περισσότερο ό,τι προσκόμισε στην τέχνη ο Μανέ με την «Ολυμπία» του.

Η βικτωριανή εποχή ήθελε τη γυναίκα αδύναμη, παθητική, σεξουαλικά διαθέσιμη στις επιθυμίες των ανδρών. Ο ρόλος της, απολύτως καθορισμένος, περιοριζόταν στην ανατροφή των παιδιών και την καλή λειτουργία του σπιτιού η προσπάθειά της για εκλογικά δικαιώματα (Suffragettes), για ανάμειξη στην πολιτική ή για διάκριση στον χώρο εργασίας χαρακτηρίστηκε απονενοημένη. Αυτή η «προσωπογραφία» της προβάλλεται ως μέρος της ευταξίας, της εύρυθμης λειτουργίας του κόσμου πρόκειται για κάτι φυσικό και λογικό ή τουλάχιστον για εγγενή διαφορά ανάμεσα στα δυο φύλα. Ό,τι ακριβώς παρατηρεί ο William Thackeray: «Νομίζω πως η μεγάλη της γοητεία [της Αμέλια] ήταν η αδυναμία της: μια γλυκιά υποταγή και παθητικότητα που έμοιαζε να γυρεύει από κάθε αρσενικό τη συμπάθεια και την προστασία του».3

Η βικτωριανή εποχή «διαβάζεται» στο – για πολλούς το καλύτερο – μυθιστόρημα του Charles Dickens «Ο Ζοφερός Οίκος». Εξέλιξη και εξαθλίωση από τη μια η βιομηχανική επανάστηση 4 και από την άλλη η φτώχεια, η μιζέρια, ο θάνατος και η υποτίμηση της γυναίκας.5 Ίσως οι «αφηγήσεις της Έστερ» στο μυθιστόρημα του Ντίκενς επιτρέπουν να διίδουμε ότι προετοιμάζονται εκείνες οι γυναίκες που θα σταθούν με παρρησία και ηθικό σθένος απέναντι στην ανδρική εξουσία.6

Χαρακτηριστικά που θα αναγνωρίσουμε στις γυναίκες-μούσες των προραφαηλιτών ζωγράφων. Βιομηχανική επανάσταση από τη μια, με τα παιδικά χεράκια να σπρώχνουν κι αυτά την παραγωγή, κι από την άλλη τα κηρύγματα του Μαρξ ο πλούτος που αλλάζει χέρια και δεν αβγαταίνει με τη γη αλλά με τη βιομηχανία, αλλαγές που συνεπάγονται και νέα ιεράρχηση σε ιδέες και αξίες η πρόοδος και από την άλλη η παράδοση ως ανάχωμα των αλλαγών που προκαλούσε η εκβιομηχάνιση. Ο πίνακας του Frod Madox Brown, του μέντορα των προραφαηλιτών, με τον τίτλο «Εργασία» (1852-1865) απαθανατίζει αυτές τις αντιθέσεις. 7



  

Σ’ αυτή τη συγκυρία θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην τέχνη οι προραφαηλίτες ζωγράφοι. Την «αδελφότητα» ιδρύουν (1848) ο John Everett Millais, ο William Holman Hunt και ο Dante Gabriel Rossetti και υπογράφουν τα έργα τους με τα αρχικά PRB (Pre-Raphaelite Brotherhood), αρνούμενοι να αποδεχτούν τα διδάγματα του Joshua Reynolds και την προβαλλόμενη από τη Βασιλική Ακαδημία αυθεντία του Ραφαήλ. Τα πρότυπά τους αναζητούν στην πριν από εκείνον εποχή. Στρέφονται προς τη φύση, στην άμεση παρατήρηση, εμμένουν στη λεπτομέρεια, υιοθετούν τα λαμπερά χρώματα, την επίπεδη επιφάνεια έχοντας ως δόγμα την αλήθεια, που από το 1860 θα υποχωρήσει ως επιδίωξή τους έναντι της ομορφιάς, και αντλούν τις πολύπλοκες συνθέσεις τους από τη λογοτεχνία, τη μυθολογία, τη βίβλο. Το κίνημα θα υποστηριχθεί θεωρητικά από τον John Ruskin και θα διευρυνθεί με πολλές ακόμη παρουσίες, όπως του Edward Coley Burne-Jones ανάμεσά τους και γυναίκες που υπήρξαν μοντέλα τους, λειτούργησαν ως έμπνευσή τους, αλλά ανέδειξαν και προσωπικές ικανότητες στις τέχνες και τα γράμματα.

Περισσότερο αναγνωρίσιμη η Elizabeth Siddal που χάρισε το πρόσωπό της στην «Οφηλία» του Millais, σήμα κατατεθέν κατά κάποιο τρόπο των προραφαηλιτών, και σε εκατοντάδες πίνακες του Rossetti την ανακαλούμε ως μοντέλο, μόλο που και η ίδια υπήρξε ζωγράφος και ποιήτρια.



Edward Burne-Jones, «Ο Μύλος: Κορίτσα που χορεύουν κοντά στο ποτάμι» (1870-1882), V&A. Αριστερά η Αγλαϊα Κορωνιού, στο κέντρο ηΜαρία Ζαμπάκου και δεξιά η Ευφροσύνη Σπαρτάλη

Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζουμε τρεις ακόμη σημαντικές γυναίκες του προραφαηλιτικού κύκλου, τις «τρεις χάριτες», όπως ήταν γνωστές και οι τρεις με ελληνική καταγωγή: Maria Zambaco (Μαρία Κασσαβέτη Ζαμπάκου, 1843-1914), Marie Stillman (Μαρία Ευφροσύνη Σπαρτάλη, 1843-1927) και Aglaia Coronio (Αγλαϊα Κορωνιού, 1834-1906) με πολλούς μεταξύ τους δεσμούς. Πανέμορφες, μούσες και μοντέλα των προραφαηλιτών, δεμένες με την κοινή καταγωγή, συγγένεια και στενή φιλία, υπήρξαν οι ίδιες καλλιτέχνιδες. Και ως καλλιτέχνιδες ανέπτυξαν σπουδαία δραστηριότητα διακρίθηκαν αλλά χωρίς το μερίδιο στην αναγνώριση που τους αναλογούσε. Στην ανάδειξη του ρόλου που διαδραμάτισαν και οι ίδιες ως δημιουργοί στόχευε η ψηφιακή έκθεση του University of York (Τμήμα της Ιστορίας της Τέχνης) που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με το Victoria & Albert Museum.8

Όταν για πρώτη φορά είδα με θαυμασμό (αλλά και καημό, γιατί ευχόμουν η συλλογή να είχε βρει στέγη στην Ελλάδα) τη συλλογή «The Ionides Collection» στο Μουσείο Victoria & Albert δεν γνώριζα τίποτα για την οικογένεια «Ιωνίδη» ακολουθώντας τ’ αχνάρια των προραφαηλιτών προσέγγισα στον μεγάλο συλλέκτη που δώρισε περισσότερα από χίλια έργα στο Μουσείο, με την προϋπόθεση ότι η συλλογή δεν θα «σπάσει», αλλά τα έργα θα εκτίθενται μαζί, με τον τρόπο περίπου που είχαν αναρτηθεί και στο σπίτι του Κωνσταντίνου Αλέξανδρου Ιωνίδη (1833- 1900) 4 εξέχουσα θέση στη συλλογή του, εκτός από τους μεγάλους δασκάλους του 17ου αιώνα και τους προραφαηλίτες, κατέχουν οι γάλλοι ζωγράφοι (Delacroix, Courbet, Corot Degas, Millet, Rousseau κ.ά) που ο Ιωνίδης αγόραζε υπακούοντας στις συμβουλές του επιστήθιου φίλου του, του γλύπτη Alphonse Legros.

Οφείλουμε χάριτας στην Μιράντα Σοφιανού-Παρασκευά που με το βιβλίο της «Μαρία Κασσαβέτη-Ζαμπάκου. Ένα εκθαμβωτικό φθινόπωρο»9 ζωντανεύει την ατμόσφαιρα του σπιτιού του Ιωνίδη, περιβάλλον που θα διαπαιδαγωγήσει και τις «τρεις χάριτες». Το πορτραίτο τής μιας, της Μαρίας Κασσαβέτη-Ζαμπάκου, μας προσφέρει με το βιβλίο της, το οποίο επιμελήθηκε εισαστικά η Φωτεινή Στεφανίδη με ξέχωρη αισθητική ευαισθησία.



  

Η συγγραφέας πιάνει την κόκκινη κλωστή του «παραμυθιού» από τον παππού της Μαρίας και μέσα από την ανέλιξη της οικογένειας ξετυλίγεται και η ιστορία των ανήσυχων εκείνων Ελλήνων που από τις χαμένες πατρίδες εγκαθίστανται στην Πόλη για να εκπατριστούν τελικά στην Αγγλία, όπου μεγαλουργούν κουμαντάροντας με στιβαρά χέρια το εμπόριο.

Ο Κωνσταντίνος Καισαρεύς ή Καϊσαρλής, ορφανός από πατέρα, παίρνει – μόλις οκτώ χρονών – τη ζωή στα χέρια του. Δουλεύει σε κατάστημα υφασμάτων υφές, χρώματα, νήματα τον μεθούν τον γοητεύει το πάρεδώσε στο πολύβουο παζάρι της Προύσας. Θα αλλάξει το όνομά του δηλώνοντας, και με τον τρόπο αυτό, την αγάπη του και ταυτόχρονα την ενασχόλησή του με τον πολύχρωμο κόσμο που υφαίνουν τα νήματα και που με γνώση, περίσκεψη και σκληρή δουλειά τον πλουτίζουν. Το νέο όνομα «Ιπλικτσής», που σημαίνει έμπορος νημάτων, θα τον συνοδεύσει στο Μάντσεστερ, όπου εγκαθίσταται εγκαταλείποντας την Πόλη εξαιτίας της Επανάστασης του 1821. Στην Αγγλία θα αλλάξει οριστικά το όνομά του σε «Ιωνίδης» που παραπέμπει στις ρίζες, στην ιδιαίτερη πολυφίλιτη πατρίδα Ιωνία. Οι αλλαγές και μόνο του επωνύμου σηματοδοτούν μια πορεία που διατυπώνεται συναισθηματικά, αλλά εκφράζεται και με πράξεις προς τη μητέρα πατρίδα (ίδρυση της Ιωνιδείου Σχολής, για παράδειγμα) και με αφοσίωση στις τέχνες και τα γράμματα.

Παρακαταθήκες ακριβές και για τις επόμενες γενιές. Ο εγγονός του Κωνσταντίνος Αλέξανδρος Ιωνίδης, ακολουθώντας το οικογενειακό δόγμα «Ξόδευε το ένα τρίτο, δίνε το ένα τρίτο και αποταμίευε το ένα τρίτο», θα εξελιχθεί στον παθιασμένο συλλέκτη που θα εμπλουτίσει τις συλλογές του Victoria & Albert Museum. 8



  

H αδελφή του Ευφροσύνη θα παντρευτεί τον Δημήτριο Κασσαβέτη, έμπορο από τη Ζαγορά του Πηλίου, και θα αποκτήσει μαζί του δύο παιδιά, τον Αλέξανδρο και τη Μαρία-Τερψιθέα. Η Μαρία διαμορφώνει την προσωπικότητά της από τη μια στο αυστηρό περιβάλλον της βικτωριανής εποχής και από την άλλη στον ελεύθερο κόσμο της τέχνης. Θα την κερδίσει η δεύτερη, και στα δεκαοκτώ της θα μεταβεί στο Παρίσι για να σπουδάσει σχέδιο και γλυπτική. Εκεί θα ερωτευθεί το νεαρό γιατρό Δημήτριο Ζαμπάκο, με τον οποίο θα αποκτήσει δύο παιδιά θα τον εγκαταλείψει, ύστερα από πέντε χρόνια γάμου, για να επιστρέψει και πάλι στο Λονδίνο.

Προκαλεί την υποκριτική και συντηρητική κοινωνία με τους μοναχικούς της περιπάτους, τη σχέση της με καλλιτέχνες που στο πρόσωπό της βρίσκουν το ιδανικό μοντέλο και κυρίως με τον έρωτά της για τον ήδη παντρεμένο ζωγράφο Edward Burne-Jones. Η εντυπωσιακή της εμφάνιση, η ψηλόλιγνη φιγούρα της, ο μακρύς της λαιμός («ο λαιμός της δώδεκα φιλιά μακρύς» κατά τον Ροσέτι), τα λεπτά όμορφα ακροδάκτυλα, τα πλούσια κόκκινα μαλλιά, το πανέμορφο πρόσωπο με τα εκπληκτικά μάτια που στη μελαγχολία τους εμπεριέχουν ένα απροσδιόριστο βάθος μαζί με τη σπάνια πνευματική της καλλιέργεια κατακτούν τον ζωγράφο που δεν θα παύσει να την ζωγραφίζει σε ποικίλες εκδοχές έως το τέλος της ζωής του.

Στα τριάντα πέντε της θα επιστρέψει στο Παρίσι για να συνεχίσει τις σπουδές της. Θα συνδεθεί με σχέση μαθητείας και φιλίας με τον Rodin, θα μαθητεύσει στον Alphonse Legros και θα εξελιχθεί με εξαιρετικές επιδόσεις στη μικρογλυπτική των μεταλλίων με διακρίσεις και στο Σαλόν.

Αυτή τη γυναίκα με τη βαθειά καλλιέργεια, τη μεγαλωμένη με ασυνήθιστες ανέσεις, που μοίραζε τον χρόνο της ανάμεσα στο Λονδίνο και το Παρίσι, με σύντομες αποδράσεις στην Ελλάδα (Ζαγορά Πηλίου και Σύρο), θα την συναντήσουμε να υποστηρίζει οικονομικά, αλλά και με κίνδυνο της ζωής της, την περίθαλψη των στρατιωτών κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Ο «σωτήρ αυτός άγγελος», έτσι την αποκαλεί η Καλλιρρόη Περρέν σε κείμενό της στην «Εφημερίδα των Κυριών», ήταν πρόθυμη να περισυλλέξει τραυματίες παραβαίνοντας εντολές, γιατί «υπέρ πάσαν άλλην διαταγήν ετίθετο το καθήκον, να σώση όσον το δυνατόν περισσότερους τραυματίας» και καταλήγει σκιαγραφώτας την: «είναι γυνή νέα έτι, με πλουσίαν ερυθράν κόμην, μετριόφρων πολύ, με ύφος μάλλον συνεσταλμένον, ολιγολόγος, αποφεύγουσα τας επιδείξεις, τα μεγάλα λόγια και τον πολύν θόρυβον».

Η πολύπλευρη και πολυτάλαντη αυτή προσωπικότητα επισκιάζεται από τον ταραχώδη έρωτά της με τον Edward Burne-Jones. Η συγγραφέας επιχειρεί να φωτίσει τις σκιές εμμένοντας στη δημιουργική πορεία της Μαρίας, στον αντίκτυπο της παρουσίας της σε όσους άγγιζε η αύρα της και στη διαρκή και αισθαντική απεικόνισή της από Burne-Jones. Η Μιράντα Σοφιανού-Παρασκευά υπηρετεί τον στόχο της με μια εμφανή τρυφεράδα, όχι μόνο με τις λέξεις της, αλλά και με τις εικόνες στις οποίες εναποθέτει κτερίσματα καρδιάς γιασεμιά και κοραλάκια, θαλπωρή πατρίδας, εκεί στο κρύο του βορρά που η Μαρία αναπαύεται μαζί με τους δικούς της.

Σημ.

[1] Ο τίτλος «Γυναίκες στον καμβά» από το έργο της Σοφίας Καψούρου, «Ερωμένες στον καμβά», Θεατρικό έργο σε τέσσερις πράξεις, Εκδόσεις Sestina, Αθήνα 1975, που ανέβηκε στο θέατρο «Το Τρένο στο Ρουφ», την περίοδο 2015-2016, με πρωταγωνίστρια την ίδια.

[2] Linda Nochlin, «Women, Art, and Power and Other Essays», Westview Press, U.S.A. 1988.

[3] «Το πανηγύρι της ματαιοδοξίας», Μετ. Χρύσα Τσαλικίδου, Εξάντας, Αθήνα 1990, σελ. 478.

[4] «Σε λίγο καιρό, όλην αυτή την περιοχή θα την διασχίζουν οι σιδηρόδρομοι, και οι μηχανές και τα τρένα θα εκτοξεύονται με σαματά και λαμπρότητα πάνω στο απέραντο νυχτερινό τοπίο, κάνοντας το φεγγάρι ακόμα πιο χλομό», Charles Dickens, «Ο Ζοφερός Οίκος», Εισαγωγή Μετάφραση-Σημειώσεις Κλαίρη Παπαμιχαήλ, Gutengerg Orbis Litere, Αθήνα 2008, τόμ. Β, σελ. 467 και στον ίδιο τόμ. «Χάλυβας και σίδερο», σελ. 622-625.

[5] «Η κυρά μου […] είναι μια υπέροχη γυναίκα. Συνεπώς, μοιάζει με μία υπέροχη μέρα. Γίνεται καλύτερη όσο προχωράει. Πουθενά δεν έχω βρει άλλην αντάξιά της. Μα δεν το παραδέχομαι ποτέ μπροστά της. Πρέπει να διατηρηθεί η πειθαρχία», ό.π. τόμ. Α, σελ. 621.

[6] Η Σώτη Τριανταφύλλου στο μυθιστόρημά της «Άλμπαρτος» (Πατάκης, Αθήνα 2002) «ζωγραφίζει» εξαιρετικά τη βικτωριανή εποχή και καταγράφει το «χρονικό του πώς οι γυναίκες έγιναν άνθρωποι».

[7] Η εικόνα του Ντίκενς συνάδει με τον πίνακα: «και χωρίζουν· ο σιδηροβιομήχανος στρέφοντας το πρόσωπό του στον καπνό και στις φωτιές, κι ο στρατιώτης του ιππικού στην καταπράσινη εξοχή», ό.π., τόμ. Β, σελ. 633.

[8] Online Exhibition, «The Three Graces: Victorian Women, Visual Art and Exchange (2014)», History of Art Research Portal, University of York, http://yahcs.york.ac.uk/collaborations/three-graces-online-exhibition/· από όπου και η φωτογραφία με τις «Τρεις Χάριτες». Ας σημειωθεί ότι κατά την ελληνική μυθολογία ως ονόματα των Χαρίτων φέρονται και το «Αγλαϊα» και το «Ευφροσύνη».

[9] Μιράντα Σοφιανού-Παρασκευά, «Μαρία Κασσαβέτη-Ζαμπάκου. Ένα εκθαμβωτικό φθινόπωρο», Εκδοτικός Οίκος «Μέλισσα», Αθήνα 2018.


academia.edu


Οδός Εμπόρων