Vekrakos
Spartorama | «Ξυλογλυπτική στο παλαιό Σχολείο», από τον Βαγγέλη Μητράκο

«Ξυλογλυπτική στο παλαιό Σχολείο», από τον Βαγγέλη Μητράκο

Ευάγγελος Μητράκος 17/09/2019 Εκτύπωση Άρθρα Κοινωνία Παιδεία
«Ξυλογλυπτική στο παλαιό Σχολείο», από τον Βαγγέλη Μητράκο
«Έπρεπε να σφίγγεις πολύ την πεταλούδα, γιατί αλλιώς, κατά τη διάρκεια της ξυλοκοπτικής, μπορούσε να βγει το πριονάκι από τη θέση του και να σταματήσεις τη δουλειά στη μέση για να το ξανατοποθετήσεις»
Οδός Εμπόρων

Πολλές φορές, ανατρέχοντας στις παλιές σχολικές μέρες, αναρωτιέμαι αν, τελικά, το ελληνικό σχολείο πάει μπροστά ή πίσω. Και θα σας εξηγήσω ένα από τα πολλά «γιατί»:

Ένα από τα μαθήματα που υπήρχαν στο πρόγραμμα του παλαιού σχολείου ήταν η «ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ». Στο  μάθημα αυτό, που το δίδασκαν στην πράξη κι επιτυχώς οι δάσκαλοι (τότε δεν υπήρχαν εκπαιδευτικοί ειδικοτήτων) τα παιδιά έκαναν πράγματι τέχνη με τα χέρια τους, κατασκευάζοντας διαφόρων ειδών χειροτεχνήματα με πολλές και διάφορες τεχνικές. Μια από τις πιο αγαπημένες ενασχολήσεις του μαθήματος της χειροτεχνίας  ήταν η «ξυλοκοπτική» για τα αγόρια και το «κέντημα» για τα κορίτσια.

Για να κάνουμε ξυλοκοπτική αγοράζαμε από τα βιβλιοπωλεία μια σέγα σιδερένια με ξύλινη λαβή, σε σχήμα «ύψιλον», ένα σετ ειδικά πριονάκια, ένα τρυπάνι «χειροκίνητο» και κομμάτια κόντρα πλακέ, που πάνω τους ήταν τυπωμένα διάφορα σχέδια για την ξυλοκοπτική.

Όταν, λοιπόν, το πρόγραμμα της ημέρας είχε «ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ», παίρναμε μαζί μας τα σύνεργα και περιμέναμε ανυπόμονα πότε θα περάσουν τα άλλα μαθήματα, για να έρθει η ώρα της χαράς και της δράσης! Όταν αυτή έφτανε  (συνήθως ήταν την τελευταία ώρα του πρωινού προγράμματος  ή μία ώρα από τις δυο του απογευματινού), τα μεν κορίτσια έβγαζαν τα κεντήματα, τις βελόνες και τις κλωστές DMC, τα δε αγόρια τα σύνεργα της ξυλοκοπτικής.

Πρώτα τοποθετούσαμε το πριονάκι στη σέγα: Δεξιά και αριστερά στις άκρες της σέγας υπήρχαν δυο πεταλούδες σφιχτήρες. Χαλαρώναμε τις πεταλούδες, τοποθετούσαμε τη μιαν άκρη του πριονιού στον ειδικό σφιχτήρα και ύστερα βιδώναμε την πεταλούδα για να φρακάρει το πριονάκι. Έπρεπε να σφίγγεις πολύ την πεταλούδα, γιατί αλλιώς, κατά τη διάρκεια της ξυλοκοπτικής, μπορούσε να βγει το πριονάκι από τη θέση του και να σταματήσεις τη δουλειά στη μέση για να το ξανατοποθετήσεις. Αφού στερεώναμε τη μια άκρη του πριονιού, μετά λυγίζαμε λίγο την άλλη μεριά της σέγας προς τα μέσα και με το ίδιο τρόπο φρακάραμε την άλλη άκρη. Τη σέγα τη λυγίζαμε προς τα μέσα, ώστε όταν φρακάραμε και τη δεύτερη άκρη του πριονιού η σέγα, ελεύθερη πια, τράβαγε το πριονάκι και το «τέντωνε». Όσο πιο λυγισμένη ήταν η σέγα τόσο πιο τεντωμένο και σφιχτό ήταν το πριονάκι κι αυτό σήμαινε καλό και γρήγορο κόψιμο. Το χαλαρό πριόνι δεν έκοβε καλά, «έκανε κοιλιά» κι έσπαζε εύκολα κατά το κόψιμο.

Αφού, λοιπόν, είχαμε ετοιμάσει τη σέγα με το πριόνι, πιάναμε το κόντρα - πλακέ, το στηρίζαμε στην άκρη του θρανίου γερά με το ελεύθερο χέρι μας κι αρχίζαμε να κόβουμε με οδηγό τις γραμμές του σχεδίου. Κατά το κόψιμο έπρεπε το κόντρα - πλακέ να μην εξέχει πολύ από την άκρη του θρανίου, γιατί πήγαινε πάνω - κάτω κι εμπόδιζε το καλό κι εύκολο κόψιμο. Σ΄ αυτήν την προσπάθεια, να κρατήσουμε – δηλαδή - το κόντρα- πλακέ κοντά στην άκρη του θρανίου, πολλές φορές το πριόνι έκοβε … και λίγο θρανίο. Γι’ αυτό αρκετά παλιά ξύλινα θρανία που αναπαύονται ακόμα στα έρημα σχολεία της υπαίθρου μας  έχουν στις άκρες τους τα κοψίματα της σέγας, ενθύμια από τους μαθητές που φιλοξένησαν κάποτε στις ξύλινες ράχες τους, στο δύσκολο μα όμορφο ταξίδι προς τη Γνώση.

Ξυλοκοπτική, λοιπόν, και αντηχούσε όλη η τάξη αλλά και το σχολείο από τα ατέλειωτα «γρούτσου-γρούτσου» των πριονιών και μύριζε η αίθουσα από το ξύλο του κόντρα πλακέ. Τα λεπτά πριονιδάκια έπεφταν στο πάτωμα και ήταν η απελπισία της καθαρίστριας του σχολείου. Όταν στο σχέδιο που κόβαμε υπήρχαν και εσωτερικά κοψίματα, κάναμε τρύπα με το τρυπάνι στο κατάλληλο μέρος, ελευθερώναμε τη μιαν άκρη του πριονιού, την περνάγαμε μέσα στην τρύπα και ύστερα την ξαναφρακάραμε στη σέγα. Έτσι κόβαμε και τα εσωτερικά ποικίλματα του έργου που είχαμε επιλέξει. Κατά τη διάρκεια του πριονίσματος το πριονάκι έπρεπε να είναι κάθετο προς το κόντρα – πλακέ, γιατί αλλιώς το κόψιμο έβγαινε «φάλτσο» και ασχήμιζε το έργο. Η ατυχία και η αγανάκτηση της όλης δουλειάς ήταν να σου σπάσει το πριονάκι την ώρα που έκοβες ή να ξεφύγει η άκρη του πριονιού από τη σέγα. Τότε αναγκαζόσουν να σταματήσεις, για να περάσεις νέο, γερό πριόνι ή να ξανασφίξεις την άκρη που είχε ξεφρακάρει.

Τα χειροτεχνήματα της ξυλοκοπτικής ήταν ζώα, φιγούρες Καραγκιόζη, σπιτάκια, εταζέρες, κορνίζες, κ.α. Τις διάφορες φιγούρες τις στερεώναμε πάνω σε βάσεις με ειδικές υποδοχές, που κόβαμε οι ίδιοι,  για να στέκονται όρθιες, ενώ τις άλλες κατασκευές απλώς τις συναρμολογούσαμε. Αφού τέλειωνε το πριόνισμα, με ένα γυαλόχαρτο τρίβαμε τα κοψίματα γύρω – γύρω για να φύγουν οι ατέλειες. Μερικοί στο σπίτι τα πέρναγαν με λούστρο και τα χειροτεχνήματα γίνονταν τέλεια έργα τέχνης.

Οι δάσκαλοι επαινούσαν ΟΛΑ τα έργα των μαθητών και τα καλύτερα εκτίθεντο μόνιμα στις τάξεις ή κοσμούσαν τα γραφεία του διευθυντή και των δασκάλων και τους τοίχους των διαδρόμων του σχολείου. Ήταν μια διάκριση που δημιουργούσε κίνητρο στους μαθητές, να ασχολούνται με τη Χειροτεχνία ΚΑΙ στο σπίτι. Για κάποιους, μάλιστα, που είχαν έμφυτα καλλιτεχνικά ταλέντα η ξυλοκοπτική έγινε η σπίθα που τους ώθησε στο να γίνουν δημιουργοί. Για παράδειγμα, ο γλύπτης Κλέων Καρκανίδης, θυμάται:

«Από μικρός είχα τάση στα καλλιτεχνικά, όπου διακρίθηκα σε διαγωνισμό χειροτεχνίας που πραγματοποιήθηκε ανάμεσα σε όλα τα δημοτικά σχολεία της Αττικής και κέρδισα το Ά βραβείο για το 30ο Δημοτικό σχολειό (Αγ.Ζώνης & Φωκίωνος Νέγρη. Κυψέλη). Το έργο μου ήταν ο Πύργος του Άιφελ 1,20 ύψος από Ξυλοκοπτική σε κοντραπλακέ».

Στο τέλος της χρονιάς, στις «εξετάσεις», όλα τα σχολεία έκαναν έκθεση με τα χειροτεχνήματα των μαθητών του σχολείου, όπου ανάμεσά τους κυρίαρχη θέση είχαν τα έργα της ξυλοκοπτικής. Με πολλά απ’ αυτά τα έργα οι μαθητές στόλιζαν με καμάρι και τα φτωχικά σπιτάκια τους εκείνου του καιρού. Ακόμα και σήμερα, αν κάποιος αξιωθεί να επισκεφθεί ένα από τα πολλά κλειστά σχολεία των χωριών μας, είναι πολύ πιθανό να ανακαλύψει, «κρυμμένες», κάποιες ξυλοκοπτικές του παλιού καιρού, ενθύμια μιας εποχής που, φευ, πέρασε ανεπιστρεπτί.

Δυστυχώς, σήμερα, τέτοιου είδους δραστηριότητες έχουν εξοβελιστεί (στο όνομα της «προοδευτικότητας»), εδώ και πολλά χρόνια, από το πρόγραμμα του σχολείου και των Εικαστικών, όπως λέγεται σήμερα το μάθημα. Δραστηριότητες του παλιού σχολείου, οι οποίες ασκούσαν την ευχέρεια των χεριών  στη χρήση εργαλείων, την παρατηρητικότητα, τη μεθοδικότητα, την πειθαρχία, την αυτενέργεια, την αυτοεκτίμηση, την καλλιτεχνική δημιουργία, κλπ, κλπ, εξαφανίστηκαν, χωρίς να έχουν αντικατασταθεί από κάποιες άλλες, τουλάχιστον ισοδύναμες και ισάξιες, και μάλιστα σε μιαν εποχή που καλλιεργεί την απάθεια, την παθητικότητα και την απραξία!

Ας είναι! Εμείς οι μαθητές του παλαιού σχολείου, μπορεί να κρυώναμε, να πεινάγαμε, να μην είχαμε ρούχα να φορέσουμε, να μας έλλειπαν οι υλικές χαρές, είχαμε όμως δασκάλους με πύρινη καρδιά και είχαμε κι ένα σχολείο φτωχό, μεν, σε εξοπλισμό αλλά πλούσιο σε συναισθήματα, σε εμπειρίες και θετικές, όμορφες αναμνήσεις, που θα μας ακολουθούν ως την στερνή πνοή μας.


 

(*) Η φωτογραφία είναι  του 1964, από το Δημοτικό Σχολείο Άρνας Λακωνίας. Τα αγόρια κάνουν ξυλοκοπτική και τα κορίτσια κέντημα με τη βοήθεια και τις οδηγίες των δασκάλων τους.


16-9-2019
Βαγγέλης Μητράκος


Οδός Εμπόρων