Vekrakos
Spartorama | «Κοιτάζω τα σπίτια τα παλιά…», από τον Βαγγέλη Μητράκο

«Κοιτάζω τα σπίτια τα παλιά…», από τον Βαγγέλη Μητράκο

Ευάγγελος Μητράκος 11/05/2020 Εκτύπωση Άνθρωποι! Άρθρα Δημοτικά Κοινωνία
«Κοιτάζω τα σπίτια τα παλιά…», από τον Βαγγέλη Μητράκο
«Το στέφανον της δόξης» δεν τον αποζήτησαν ποτέ. Αρκεί που κάποιοι άνθρωποι τα ’κλεισαν μες στην καρδιά τους για πάντα
Οδός Εμπόρων

Κοιτάζω τα σπίτια τα παλιά. Έρημα τις πιο πολλές φορές, μοιράζονται τη μοναξιά τους με τις μνήμες και τους περαστικούς  που θα καταδεχτούν να κοντύνουν το βήμα τους και να ρίξουν μια ματιά στα φευγάτα - τσακισμένα κεραμίδια τους, στις βαθιές ρυτίδες των τοίχων, στις ώχρες που τις ξέφτισε ο καιρός, στα ξεχαρβαλωμένα παραθυρόφυλλα που τα βροντοχτυπά στους τοίχους ο βοριάς, στα θολά τζάμια που πίσω τους κρέμονται ακόμα τα κουρτινάκια, που κρέμασε κάποτε η τελευταία νοικοκυρά, στις κληματαριές που - σαν άρνηση του θανάτου - ακλάδευτες, ατρύγητες, αθειάφιστες, απότιστες, εξακολουθούν να πετούν τρυφερά φύλλα την άνοιξη (ίδια μ’ εκείνα που ’κανε  τα ντολμαδάκια - κάποτε - η κυρά του σπιτιού) και σταφύλια κεχριμπαρένια το καλοκαίρι, που τα γεύονται μονάχα οι σπουργίτες και οι ποντικοί που φωλιάζουν στις τρύπες της σκεπής.

Στις αυλές και στα μπαλκόνια τους, γλάστρες τενεκεδένιες με μυστήριες πρασινάδες που δε λένε να ξεκάνουν, ψάθινες καρέκλες που σαπίζει το ψαθί τους απ’ τη βροχή και το λιοπύρι, ένα πιατάκι τσίγκινο που ’τρωγε τ’ αποφάγια η γάτα του σπιτιού, μια νταβανόπροκα σκουριασμένη στον τοίχο, εκεί που κρέμαγαν το κλουβί με την καρδερίνα, δυο ξεχασμένες παντόφλες - χρόνια αφόρετες - ένα κόκκινο παιδικό ποδηλατάκι με τρεις ρόδες, μια σκούπα αμίλητη στη γωνιά κι ένα πέταλο - γούρι μιας πρωτοχρονιάς - πάνω από την εξώθυρα.

Κοιτάζω τα σπίτια τα παλιά. Έρημα τις πιο πολλές φορές, διηγούνται (για όσους ξέρουν και μπορούν ν’ ακούνε) παλιές ιστορίες, για τις χαρές στα γεννητούρια, στους γάμους και στις γιορτές, για τους πόνους, το κλάμα και τις αγωνίες της αρρώστιας, για το θρήνο και το μοιρολόι του θανάτου, για τις καθημερινές κουβέντες στα μπαλκόνια και στις αυλές τις άνοιξες και τα καλοκαίρια και τις ατέλειωτες ιστορίες του χειμώνα γύρω από τζάκια και στόφες και ξυλόσομπες.

Κοιτάζω τα σπίτια τα παλιά. Άκουσαν κάλαντα στα Χριστόγιορτα, μέτρησαν τις αναστάσιμες χαρές με μαύρους σταυρούς στ’ ανώφλια του από άσπρες λαμπάδες, συντρόφεψαν τα παιδιά της γειτονιάς στα ατέλειωτα παιχνίδια τους, άκουσαν το «μινόρε της αυγής» από τους κανταδόρους του σεληνόφωτος, απ’ έξω απ’ τα παράθυρά τους πέρασαν μύριες φορές  ο γαλατάς, ο μανάβης, ο παγοπώλης, ο γιαουρτάς, ο τυροπιτάς, ο παγωτατζής, ο κουλουράς, ο παλιατζής, ο γανωματής … στον τοίχο τους ακούμπησαν οι μπεκρήδες για να βρουν ισορροπία, απ’ τ’ ανοιχτά τους παράθυρα σεργιάνισαν τραγούδια στη γειτονιά από παλιά γραμμόφωνα με το χωνί κι απ’ έξω απ’ τις αυλές τους έστησαν ρούγα οι γειτόνισσες.

Κοιτάζω τα σπίτια τα παλιά. Έρημα τις πιο πολλές φορές, ατενίζουν με αξιοπρέπεια και ηρεμία το θάνατό τους. Γνωρίζουν πως το χρέος τους το έκαναν και με το παραπάνω. «Το στέφανον της δόξης» δεν τον αποζήτησαν ποτέ. Αρκεί που κάποιοι άνθρωποι τα ’κλεισαν μες στην καρδιά τους για πάντα.

 

Βαγγέλης Μητράκος


Οδός Εμπόρων