Vekrakos
Spartorama | «Το «Ρόδον» Ζει!», από τον Βαγγέλη Μητράκο

«Το «Ρόδον» Ζει!», από τον Βαγγέλη Μητράκο

Ευάγγελος Μητράκος 06/04/2022 Εκτύπωση Άρθρα Δημοτικά Ιστορία Κοινωνία Πολιτισμός
«Το «Ρόδον» Ζει!», από τον Βαγγέλη Μητράκο
Ο Κώστας Ρουμελιώτης κρατά ζωντανές τις μνήμες και…
Οδός Εμπόρων

Πρόλογος: Ο Κώστας Ρουμελιώτης υπήρξε, από πάντα, ένας ενεργός πολίτης και καταξιωμένος επαγγελματίας της Σπάρτης, που έχει προσφέρει, αθόρυβα και δημιουργικά, (ΚΑΙ αυτός ΚΑΙ η οικογένειά του) πάρα πολλά στην τοπική  μας κοινωνία.

Μια μεγάλη προσφορά του Κώστα Ρουμελιώτη στην πόλη μας ήταν η επαναλειτουργία του παραδοσιακού θερινού σινεμά ΡΟΔΟΝ για 11 ολόκληρα χρόνια (2002-2011).

Όμως, παρά τις προσπάθειες του Κώστα και της τοπικής κοινωνίας, ο δήμος Σπάρτης δεν μπόρεσε (ή δεν θέλησε) να αποκτήσει και να λειτουργήσει το «ΡΟΔΟΝ» ως δημοτικό θερινό κινηματογράφο.

Σήμερα, 11 χρόνια μετά το κλείσιμο και την κατεδάφιση του «ΡΟΔΟΝ», ο Κώστας Ρουμελιώτης συνεχίζει να προσπαθεί για την επανίδρυση του «ΡΟΔΟΝ» ώστε η Σπάρτη να αποκτήσει ένα δημοτικό θερινό σινεμά κατά τα πρότυπα πολλών άλλων πόλεων. Στην προσπάθεια αυτή εντάσσει και την προσφορά ιδιόκτητου χώρου στο πατρικό του σπίτι αλλά κι εξοπλισμού, προκειμένου ο δήμος Σπάρτης να διευκολυνθεί στην ίδρυση και λειτουργία ενός δημοτικού θερινού κινηματογράφου, που τόσο λείπει από την πόλη μας.

Η πρόταση-πρόσκληση αυτή του Κώστα Ρουμελιώτη, απευθύνεται όχι μόνο προς τον δήμο Σπάρτης, αλλά και προς τους επικεφαλής των δημοτικών παρατάξεων που συγκροτούν το δημοτικό συμβούλιο της Σπάρτης, προς τους υποψηφίους των επόμενων δημοτικών εκλογών, προς κάθε ευαισθητοποιημένο τοπικό, συλλογικό φορέα αλλά και προς την τοπική κοινωνία συνολικά.

Ας ελπίσουμε πως η προσπάθεια αυτή του Κώστα Ρουμελιώτη ΔΕΝ θα πέσει και πάλι στο κενό και η Σπάρτη ΔΕΝ θα αποποιηθεί την σημαντική αυτή προσφορά.

 

Μου είπαν ότι σε ένα σπίτι στη Σπάρτη, στην οδό Άγιδος, εμφανίστηκε η πινακίδα του θερινού Σινεμά «Ρόδον»!!! Κι εγώ έσπευσα, χωρίς καθυστέρηση, αφού το θερινό σινεμά «Ρόδον»  είχε γίνει κομμάτι της ζωής  μας, κάποτε, και μάλιστα από τα πιο όμορφα.

Βάδισα προς την πινακίδα του «Ρόδον» με γλυκό χτυποκάρδι, καθώς κάποιος πηγαίνει για να ανταμώσει μιαν αγάπη του παλιά και,  πράγματι, μόλις ξαγνάντησα στην Άγιδος, στον αριθμό 72, να την η γνωστή και πολυαγαπημένη πινακίδα  «Ρόδον», με τα όμορφα, κόκκινα, καλλιγραφικά γράμματα μιας παλαιότερης, ρομαντικής εποχής, αναρτημένη πάνω από την αυλόπορτα του παλαιού νεοκλασικού σπιτιού, που ομορφαίνει με την παρουσία του τη σημερινή Σπάρτη.

 

 

«Ρόδον» και πάλι, λοιπόν!!! Στάθηκα μπροστά στην πινακίδα μ’ έναν κόμπο στο λαιμό. Οι αναμνήσεις ήρθαν σαν πλημμύρα για να ξεπλύνουν κάθε τι παράταιρο που είχε συμμαζευτεί στην κοίτη τους: 

Καλοκαίρια του ’60, παιδιά εμείς τότε, και οικογένειες ολόκληρες και παρέες μεγάλες, συνέρρεαν στο θερινό σινεμά «Ρόδον» από κάθε γωνιά της Σπάρτης, εκεί στη σημερινή οδό των 118 (τότε Τριπόλεως). Έβγαζαν εισιτήριο και γέμιζαν τις πάνινες καρέκλες του θερινού σινεμά «Ρόδον», για να δουν τις μαυρόασπρες αγαπημένες ταινίες της εποχής, τις ελληνικές  κωμωδίες με τον Βέγγο, τον Μανέλη, τον Σταυρίδη, τον Χατζηχρήστο και τους άλλους μεγάλους κωμικούς αλλά και τα «λυπητερά» έργα (έτσι τα ’λεγε η μάνα μου) με τον Νίκο Ξανθόπουλο και τη Μάρθα Βούρτση, κι ακόμα τις έγχρωμες εξωτικές περιπέτειες, τα κατορθώματα του Ταρζάν , του Ρομπέν των Δασών, του Μασίστα και του Ζορό κι όλων εκείνων των αγαπημένων ηρώων που έρχονταν στη λευκή οθόνη του «Ρόδον», για να μας διασκεδάσουν και για να μας ταξιδέψουν.

Κοίταζα την πινακίδα του «Ρόδον» εκεί πάνω από την αυλόπορτα του νεοκλασικού σπιτιού στην οδό Άγιδος, αριθμ. 72 και θυμήθηκα τη θλίψη που δοκιμάσαμε, τότε που το «Ρόδον» (τέλη 10ετίας ’60) έκλεισε κι έγινε μια μάντρα αυτοκινήτων και ρήμαζε από πίκρα η οθόνη του και έκλαιγε βουβά το έρημο καμαράκι της προβολής. Κι η πινακίδα «Ρόδον» στην πρόσοψη να ’χει χάσει το Ρο της και να αγωνίζεται να κρατηθεί στη θέση της, για να λέει ιστορίες παλιές σ’ εκείνους που διάβαιναν από κάτω της.


 

Κι ύστερα, το βλέμμα μου έφυγε από την πινακίδα και  είδα έναν άνθρωπο να σκαλίζει στο βάθος του κήπου που περιβάλλει το όμορφο νεοκλασικό της οδού Άγιδος, αριθμός 72. Του φώναξα (να τον ρωτήσω ήθελα πώς βρέθηκε εκεί η πινακίδα) κι όταν έστρεψε ήταν ο… Κώστας. Ο καλός  και ακριβός φίλος Κώστας Ρουμελιώτης, ο άνθρωπος που ανέστησε το «Ρόδον» στα 2002 μετά από τριάντα τόσα χρόνια «θανάτου», που το δούλεψε με αγάπη και αφοσίωση επί 9 ολόκληρα χρόνια, μέχρι που έκλεισε για πάντα και κατεδαφίστηκε το 2011.

Πρόσχαρος και ανοιχτόκαρδος (όπως πάντα) ο Κώστας ήρθε και μου άνοιξε την αυλόπορτα και πέρασα κάτω από την πινακίδα του «Ρόδον», έτσι όπως πέρναγα τις παλιές καλές μέρες στο σινεμά του, και βάδισα στην παλιά βοτσαλωτή αυλή και με πήγε ο Κώστας και καθίσαμε στο πίσω μέρος της αυλής κάτω απ’ την κληματαριά και τις πορτοκαλιές και ήτανε οι καρέκλες εκείνες οι κίτρινες που είχε ο Κώστας στο σινεμά «Ρόδον» και ήτανε και το πράσινο τραπεζάκι ένα από κείνα που είχε βάλει ο Κώστας ανάμεσα στα καθίσματα του σινεμά  «Ρόδον», για να απολαμβάνουν με την άνεσή τους οι θεατές τα ποτά, τα σάντουιτς, τα πατατάκια τους και τα ποπ-κορν.

Και πιάσαμε την κουβέντα με τον φίλο τον Κώστα, και λέγαμε… και λέγαμε… και τι λέγαμε;  Τι άλλο από το «Ρόδον»: 

Πώς ο Κώστας ο Ρουμελιώτης (από μικρός μπολιασμένος με μία φοβερή αγάπη κι ένα πάθος για τον κινηματογράφο) με μια μηχανή προβολής φορτωμένη, κάποτε,  στο φορτηγάκι του, γύριζε στα χωριά κι έπαιζε ταινίες στις πλατείες και στα καφενεία και πώς, όταν αλλάξανε οι εποχές, ο Κώστας, αθεράπευτος λάτρης του κινηματογράφου και άνθρωπος που ήθελε να ξαναδώσει στην πόλη του μια χαμένη ομορφιά, ξανάνοιξε με προσωπικές θυσίες πολλές το «Ρόδον» («δε μετάνιωσα, όμως, ποτέ», λέει)  και το ’κανε  κόσμημα της Σπάρτης και ξανάδεσε τη σπασμένη αλυσίδα με το «Χθες» κι έδωσε στους Σπαρτιάτες  όμορφες στιγμές και νότες διασκέδασης και πολιτισμού σε εποχές γκρίζες και άχαρες.

 

 

Αυτά λέγαμε και ξαναθυμόμαστε με τον φίλο τον Κώστα, κι «ακούγαμε» την πινακίδα του «Ρόδον» να αναστενάζει από ευχαρίστηση και νοσταλγία και ήτανε σαν μια ακόμα προβολή να είχε ξεκινήσει και να είχαν βγει τ’ αστέρια και το φεγγάρι, μες στο καταμεσήμερο, και γρύλλοι να είχαν αρχίσει το τραγούδι, και το «ρουθούνισμα» της μηχανής ακουγότανε κι αυτό και ρουφάγαμε με το καλαμάκι την κρύα πορτοκαλάδα μας και βουλιαγμένοι στις καρέκλες αφήναμε την οθόνη να μας παίρνει απ’ το χέρι για να μας πηγαίνει όπου αυτή ήθελε, (όνειρα σε ασπρόμαυρο φόντο) και το αεράκι της καλοκαιρινής βραδιάς να μας χαϊδεύει τα πρόσωπα και να δροσίζει τις καρδιές μας. Κι ολόγυρα κατιφέδες και βασιλικά και γεράνια και κισσοί, γιασεμιά, νυχτολούλουδα και περικοκλάδες  που τύλιγαν τους τοίχους του «ΡΟΔΟΝ» και μας μεθούσαν με το άρωμά  τους, και μέσα σ’ όλα ο οικοδεσπότης Κώστας Ρουμελιώτης ένας άνθρωπος για όλες τις δουλειές… Αυτός στα εισιτήρια, αυτός στο κυλικείο, αυτός να πατά το κουμπί μαζί (με τον βοηθό του τον Βαγγέλη Ζαχαρόπουλο) για ν’ αρχίσει η ταινία, αυτός να είναι ανάμεσά μας στα διαλείμματα, αυτός να ανοίγει, στο τέλος, την κουρτίνα στην πραγματικότητα…

Και τότε, εκεί πάνω στο ονειροπόλημα,  βήματα ακούστηκαν στη βοτσαλωτή αυλή και ήταν ένας ακόμα κοινός φίλος, ο Δημήτρης ο Χριστοδούλου, ανιδιοτελής σύμβουλος και συνεργάτης του Κώστα στο μεγάλο εγχείρημα να ξανανοίξει, τότε, το «Ρόδον».


 

Κι έκατσε και ο Δημήτρης μαζί μας και πλάτυναν οι θάλασσες των αναμνήσεων και θυμηθήκαμε «κάτι νύχτες με φεγγάρι» στο θερινό σινεμά «Ρόδον», νύχτες που δεν ήταν απλά μια ακόμα κινηματογραφική προβολή αλλά ένας πολιτισμός της καθημερινότητας, ένα σμίξιμο, μια ζεστή επικοινωνία ανθρώπων, ένα ξανάνθισμα της ψυχής και του χαμόγελου της ζωής, τότε που περιμέναμε να σβήσουν τα φώτα  για να λάμψει το ταξίδεμά μας στη μαγεία, να πάρουμε τον κόσμο αγκαλιά και ν’ αφήσουμε τα προβλήματα και τις στενοχώριες απ’ έξω απ’ την πόρτα του «Ρόδον» και ν’ αλλάξει η  ζωή μας διάθεση ξανά.

Αν αυτό δεν ήταν παράδεισος, ας μας πει κάποιος τι ήταν.

Και μέσα σ’ όλα, θυμηθήκαμε και τον ξεσηκωμό του κόσμου όταν μαθεύτηκε ότι το θερινό σινεμά «Ρόδον» κινδυνεύει να χαθεί κι έγιναν εκδηλώσεις υποστήριξης και μαζεύτηκαν χιλιάδες υπογραφές με αίτημα προς τον δήμο και την πολιτεία να το διασώσει. Αλλοίμονο, όμως, αυτό που σε άλλες πόλεις έγινε κατορθωτό με ανακήρυξη θερινών σινεμά ως διατηρητέων από το ΥΠΕΧΩΔΕ και εξαγορά τους από τους δήμους, στη Σπάρτη έμεινε ουτοπία έως ότου, το φθινόπωρο του 2011, το «Ρόδον» έκλεισε και κατεδαφίστηκε.


  

Κι έτσι έμεινε η Σπάρτη χωρίς θερινό σινεμά που να δροσίζει και να ομορφαίνει τα καλοκαίρια της, όταν άλλες πόλεις διέσωσαν τα θερινά σινεμά τους διαφυλάσσοντας τον μοναδικό πολιτισμικό χαρακτήρα τους, δίνοντας συνέχεια σε μια μακρά παράδοση στην καλοκαιρινή ψυχαγωγία, εμπλουτίζοντάς την με σύγχρονες υπηρεσίες και παροχές και δημιουργώντας μιαν ολοκληρωμένη εμπειρία θέασης. Με επιλογή εξαιρετικών ταινιών και με δωρεάν είσοδο για τους πολίτες μετατρέπουν, οι δήμοι αυτοί, κάθε καλοκαίρι, την προσέλευση  του κόσμου σε κοσμοσυρροή και αποκτούν υπεραξία ως τόποι προορισμού.

Δυστυχώς, στη Σπάρτη, άνθη που φυτρώνουν και προκόβουν σε άλλες πόλεις, δεν ευδοκιμούν, για λόγους που έχουν αναλυθεί πολλάκις και που δεν είναι του παρόντος να επαναληφθούν.

Στο τέλος της κουβέντας μας ο Κώστας μού είπε (ο Δημήτρης, φυσικά,  το γνώριζε) πως αυτό το όμορφο νεοκλασικό στην οδό Άγιδος 72 είναι το σπίτι του το πατρικό (ο πατέρας του διατηρούσε ένα από τα παλαιά μεγάλα εμπορικά καταστήματα της Σπάρτης, πίσω από το Δημαρχείο) πως κάτω στο ημιυπόγειο του σπιτιού βρίσκεται η μηχανή προβολής και άλλα θυμήματα του «Ρόδον» και πως  ήτανε η αγάπη και η νοσταλγία του για το σινεμά της ζωής του, το «Ρόδον», που τον ώθησε να βγάλει την πινακίδα από το υπόγειο και να την βάλει στην εξώπορτα του σπιτιού του, έτσι σαν ένα  φάρο και σαν πυξίδα αναμνήσεων για τους ταξιδιώτες του Χθες.

 

 

Αποχαιρετιστήκαμε και δώσαμε λόγο με τον Κώστα να ξαναβρεθούμε, γιατί έχουμε ακόμα να πούμε και να θυμηθούμε πολλά.

Τον ρώτησα, φεύγοντας, μισο-αστεία…μισο-σοβαρά:

-Μήπως σκέφτεσαι τίποτε, πάλι, για το «Ρόδον»;

Ο Κώστας δεν μου απάντησε. Μόνο χαμογέλασε και ένα φως έλαμψε στα μάτια του.

Ένα χαμόγελο κι ένα φως από κείνα που πάντα κάτι καλό υπόσχονται.

Λένε πως οι παλιές αγάπες πάνε στον Παράδεισο. Όμως, κάποιες αγάπες προτιμάνε να μένουν μαζί μας, προτιμάνε τη Ζωή αντί για τον μακρινό Παράδεισο. Κι αυτό είναι που, τελικά, κάνει τη ζωή μας να έχει νόημα, ζεστασιά και ομορφιά.

Το «Ρόδον» είναι μια τέτοια αγάπη ακριβή. Γι’ αυτό το «Ρόδον» ζει και θα ζει για πάντα!!!

Και… ποιος ξέρει ποτέ …. Ίσως….

 

«Whatever you end up doing, love it»,

(Ό,τι και να κάνεις, να το λατρέψεις)

Giuseppe Tornatore, Ιταλός σκηνοθέτης και σεναριογράφος.

 

 

6-4-2022
Βαγγέλης Μητράκος


Οδός Εμπόρων