Vekrakos
Spartorama | «Ξυπόλητα Kαλοκαίρια» από τον Βαγγέλη Μητράκο

«Ξυπόλητα Kαλοκαίρια» από τον Βαγγέλη Μητράκο

Ευάγγελος Μητράκος 23/06/2022 Εκτύπωση Άρθρα Κοινωνία Χρονογράφημα
«Ξυπόλητα Kαλοκαίρια» από τον Βαγγέλη Μητράκο
Αυτή η αίσθηση, του να πατάς με γυμνό πόδι τη μάνα γη, όπως κάνανε οι πρόγονοι των σπηλαίων, ήτανε μια αίσθηση ξεχωριστή που σ’ έκανε να νιώθεις παιδί της φύσης και του σύμπαντος...
Οδός Εμπόρων

Εμείς, τα παιδιά του ’50 και του ’60, ζήσαμε καλύτερα από τα παιδιά των παλαιότερων, από τις δικές μας, εποχών: Εκείνα, τα καημένα, ακόμα και στο σχολείο, ξυπόλητα πήγαιναν, πατώντας στις λάσπες, στα νερά, στους πάγους και στα χιόνια.



  


ΕΜΕΙΣ, τον χειμώνα (τουλάχιστον) ΕΙΧΑΜΕ παπούτσια, κι ας ήτανε πολλές φορές σκισμένα ή ξεκολλημένα ή είχε ανοίξει τρύπα στη σόλα. Τα καλοκαίρια μας, όμως, ήτανε «ξυπόλητα»: Με το που παίρναμε το ενδεικτικό μας, την τελευταία μέρα του σχολείου, μετά τις «Γυμναστικές Επιδείξεις», πετάγαμε τα παπούτσια σε μιαν άκρη κι άρχιζε η εποχή της «ξυπολησιάς»: Πόδια ξυπόλητα όλο το καλοκαίρι, μια «αθλητικιά» φανελίτσα από πάνω (ή και «γδυτοί») κι ένα κοντό παντελονάκι (συνήθως «βρακούλα») χωρίς βρακί από μέσα (ή κιλότα όπως το έλεγε η μάνα μας, που αγόραζε κάμποσες κιλότες στο πανηγύρι του Μυστρά, για να μας «πορέψει» όλο το χρόνο, τότε που δεν υπήρχανε ούτε ως λέξεις, ακόμα, τα «σλιπάκια» και τα «μποξεράκια»). Οι κιλότες ήτανε άσπρες και πάντα ξεχειλωμένες από την πολλή χρήση, τις φοράγαμε το χειμώνα για να γλιτώνουμε λίγο κρύο, αλλά το καλοκαίρι τις «ξεφορτωνόμαστε» μαζί με τα παπούτσια. Στο κάτω της γραφής ήτανε και βολικό: Άμα εκεί που έπαιζες σου ’ρχότανε «ανάγκη», δεν είχες παρά να κατεβάσεις το κοντό σου παντελόνι.

Τέλος πάντων…ας ξαναγυρίσουμε στην «ξυπολησιά». Το να «πετάμε» τα παπούτσια μας όταν άρχιζαν οι σχολικές διακοπές του καλοκαιριού και να κυκλοφοράμε ξυπόλητοι, ήταν για μας  (περισσότερο) μια πράξη ελευθερίας. Έτσι το νιώθαμε. Ξυπόλητοι πατάγαμε παντού: ΚΑΙ σε δρόμους ΚΑΙ σε αλάνες ΚΑΙ σε αυλές ΚΑΙ σε μπαξέδες ΚΑΙ σε χωράφια ΚΑΙ σε κήπους ΚΑΙ σε ποτάμια ΚΑΙ σε αυλάκια με νερό ΚΑΙ σε περιβόλια ΚΑΙ…παντού. Το βασίλειο της «ξυπολησιάς»!!!



  


Βέβαια, στην αρχή, οι πατούσες μας «διαμαρτύρονταν» από το καυτό χώμα και τις μυτερές πέτρες (τότε οι δρόμοι ήτανε χωματόδρομοι), από τα αγκάθια, τα τριβόλια και κάθε τι άλλο ενοχλητικό, αφού παντού πηγαίναμε και παντού πατάγαμε. Όμως, γρήγορα συνήθιζαν και προσαρμόζονταν στη νέα κατάσταση. Μάλιστα, η γυμνή πατούσα, πολύ γρήγορα, έκανε μια σκληρή πέτσα που έμοιαζε σαν ο τσαγκάρης να είχε κολλήσει πάνω της μια σόλα κι έτσι τίποτε πια δεν την ενοχλούσε. Ακόμα και καρφί να πάταγες (που λέει ο λόγος) το καρφί θα στράβωνε η πατούσα δεν τρυπιότανε. Βέβαια δεν έλειπαν οι τραυματισμοί και δεν ήταν λίγες οι φορές που περπατάγαμε με δεμένο κόμπο στο πόδι ένα κουρέλι. Μέχρι εκεί, όμως. Τίποτε και κανένας δεν θα μπορούσε ποτέ να μας καταργήσει την ξυπολησιά. Πέρα απ’ αυτό τα κοκαλιάρικα πόδια μας, κάτω απ’ τη βρακούλα, γινόσαντε μαύρα από τον ήλιο, όπως μαύρη γινότανε κι η μούρη μας, ο λαιμός και οι ώμοι μας, ό,τι περίσσευε, δηλαδή, έξω από το αθλητικό φανελάκι μας. Έτσι, όταν ξεντυνόμαστε κάθε Σάββατο για να πλυθούμε στη σκάφη, το κορμί μας φαινότανε σαν να φοράει τα ρούχα του, παρ’ όλο που τα είχαμε βγάλει: Άσπρο εκεί που ήτανε το φανελάκι και η βρακούλα, μαύρο εκεί που το βάραγε ο ήλιος.

(Την καλοκαιριάτικη την ξυπολησιά μας την ενθάρρυνε με τον τρόπο του κι ο Μιχάλης, μια αξέχαστη και αγαπημένη φιγούρα της παλιάς Σπάρτης, ο οποίος γύριζε, χειμώνα – καλοκαίρι, ξυπόλητος και λέγανε (δεν ξέρω αν ήταν αλήθεια) πως αν φόραγε παπούτσια αρρώσταινε. Ο Μιχάλης, καταγότανε από τον Πόντο, έζησε στις Σέρρες κι από κει βρέθηκε στη Σπάρτη. Ήτανε ένας φτωχός, τίμιος, ήσυχος, καλόβολος και αξιαγάπητος άνθρωπος, δούλευε το χειμώνα στο πορτοκάλι (λένε πως σήκωνε απίστευτα τελάρα για το μπόι του) αλλά και σε άλλες δουλειές «του ποδαριού» και αγαπούσε να πίνει το κρασάκι του στα ταβερνάκια της εποχής, έχοντας παντού μόνο φίλους.)




  

Αυτή η αίσθηση, του να πατάς με γυμνό πόδι τη μάνα γη, όπως κάνανε οι πρόγονοι των σπηλαίων, ήτανε μια αίσθηση ξεχωριστή που σ’ έκανε να νιώθεις παιδί της φύσης και του σύμπαντος.

«Τόν δέ άνθρωπον γυμνόν τε καί ανυπόδητον καί άστρωτον καί άοπλον», λέει ο Πρωταγόρας του Πλάτωνα για την ανήμπορη φύση μας από την αρχή της ζωής μας, από όπου, όμως, πηγάζει πλήθος δυνάμεων. Οι πατούσες σκίζονταν και μάτωναν, ενώ την ίδια στιγμή γίνονταν πιο σκληρές και ανθεκτικές. Κι ο μυθικός Γίγαντας Ανταίος ξυπόλητος πάταγε στη Μάνα του τη Γη κι έπαιρνε δύναμη απ’ αυτήν, για να είναι ανίκητος. Και στην Ιστορία μάθαμε, αργότερα, πως οι «ξυπόλητοι» του κόσμου έκαναν τις μεγάλες Επαναστάσεις. Γι’ αυτό και η «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» της Γαλλικής Επανάστασης, στον περίφημο πίνακα του Ντελακρουά, ξυπόλητη είναι κι αυτή. Και, βέβαια, για την Ελλάδα, μάθαμε ότι στην Κατοχή έκανε Αντίσταση κατά των Γερμανών κατακτητών, στη Θεσσαλονίκη, το περίφημο «Ξυπόλητο Τάγμα» 160 ορφανών παιδιών που εκδιώχθηκαν από το Παπάφειο ίδρυμα της κατοχικής Θεσσαλονίκης, ίσως και από άλλα ορφανοτροφεία, γιατί επιτάχθηκαν τα κτίρια από τους Ναζί, αντιστάθηκαν με τον τρόπο τους στους κατακτητές και η ιστορία τους έγινε ταινία στα 1953-54.




  


Με τι λόγια να περιγράψει κανείς αυτό που ένιωθε, όταν μετά από περπάτημα, τρέξιμο και ατέλειωτο παιχνίδι στο χώμα το καυτό, έβρισκε ένα αυλάκι γεμάτο με πηγαδίσιο νερό, που «έτρεχε» να ποτίσει τους μπαξέδες και πλατσούραγε μέσα στο κρύο το νερό; Αυτό δεν μπορείς να το περιγράψεις. Μόνο να το νιώσεις μπορείς.

Εξάλλου, ΜΟΝΟ ξυπόλητοι μποράγαμε να σκαρφαλώνουμε πάνω στα δέντρα, (τις κορομηλιές, τις κερασιές, τις μηλιές, τις αχλαδιές, τις μουριές, τι καϊσιές, τις μουσμουλιές…) για να κόβουμε και να γευόμαστε τα νόστιμα και ζουμερά φρούτα του καλοκαιριού.

Η αλήθεια είναι ότι παραξενευόμαστε όταν καμιά φορά οι μεγάλοι «βρίζανε» κάποιον λέγοντάς τον «ξυπόλητο» («άντε ρε ξυπόλητε που θα μου πεις εμένα…»  ή «δεν κάνει αυτή για νύφη μας. Είναι ξυπόλητη.» κλπ). Δεν καταλαβαίναμε γιατί είναι κακό να είναι κάποιος ξυπόλητος. Εμείς μια χαρά είμαστε. Δεν ξέραμε, βλέπεις, πως οι μεγάλοι, οι παππούδες, οι γιαγιάδες, οι μανάδες κι οι πατεράδες μας, είχανε ζήσει εποχές, που ήτανε πολυτέλεια ακόμα και το να βάλεις παπούτσι στο πόδι σου. Γι’ αυτό και κουβαλάγανε μέσα τους, σαν απωθημένο, πληγές ανοιχτές από τις σκληρές αυτές εποχές που ζήσανε σαν παιδιά. Γι’ αυτούς, το να είσαι ξυπόλητος, δεν ήτανε παιχνίδι αλλά φτώχεια σκληρή και αλύπητη, που τους τρόμαζε μέχρι την τελευταία αναπνοή τους και γι’ αυτό δεν θέλανε ποτέ να την ξαναζήσουνε ούτε καν ν’ ακούνε γι’ αυτήν.

Όταν το μεσημέρι ή αργά το βράδυ μαζευόμαστε, τα ξυπόλητα πιτσιρίκια, στο σπίτι, το μόνο που κάναμε (αν το κάναμε) ήταν να πάμε στη βρύση, έξω στον κήπο, και να ξεπλύνουμε τα πόδια μας από τις «χοντρές» βρομιές. Ύστερα, ξυπόλητοι, μπαίναμε μέσα στο σπίτι, τρώγαμε το φαΐ μας (ό,τι μας είχε ’τοιμάσει η μάνα) και πηγαίναμε κατευθείαν για ύπνο, με τις εικόνες της μέρας που πέρασε να περνάνε σαν κινηματογραφική ταινία μέσα στο νου μας κι από πίσω να έρχονται τα «προσεχώς» για τη μέρα που θα ξημέρωνε.




  

Αυτά ήτανε τα ξυπόλητα καλοκαίρια μας, που τελειώνανε όταν χτύπαγε το πρώτο κουδούνι του σχολείου, τον Σεπτέμβρη. Βαρύθυμοι, τότε, ψάχναμε να βρούμε πού είχαμε πετάξει τα παπούτσια μας τόσον καιρό, τα φοράγαμε και ξαναγυρνάγαμε στην «ποδεμένη» ζωή, μετρώντας τις μέρες, μία- μία, πότε θα φτάσει το άλλο καλοκαίρι.

Και σήμερα, παππούδες και γιαγιάδες πια, διαβάζουμε ιατρικά άρθρα που λένε: «Αφήστε τα παιδιά ξυπόλητα. Είναι υγεία!» και χαμογελάμε με νόημα σαν να λέμε: «Εμείς ξέραμε ΤΙ κάναμε»!!!

Χορτασμένοι απ’ όλα τα καλά (και τα κακά) της ζωής, ποιος θα το πίστευε ότι θα νοσταλγούσαμε τον καιρό που ήμαστε ξυπόλητοι!!!

 

Σπάρτη 22-6-2022
Βαγγέλης Μητράκος


Οδός Εμπόρων