Vekrakos
Spartorama | «Παλιά Σπάρτη - Η καμινάδα του «Πολυωραία» από τον Βαγγέλη Μητράκο

«Παλιά Σπάρτη - Η καμινάδα του «Πολυωραία» από τον Βαγγέλη Μητράκο

Ευάγγελος Μητράκος 03/01/2023 Εκτύπωση Κοινωνία Λακωνία Χρονογράφημα
«Παλιά Σπάρτη - Η καμινάδα του «Πολυωραία» από τον Βαγγέλη Μητράκο
«Πραγματικά, δεν υπάρχει Σπαρτιάτης γεννημένος τουλάχιστον μετά το 1950 που να μην έχει ζωηρές, όμορφες και γλυκές αναμνήσεις ζωής από τον φούρνο ΠΟΛΥΩΡΑΙΑ»

«Είναι, λοιπόν, μια τόσο προσφιλής ανάγκη, να διατηρηθούν τα όσα ζήσαμε…»

Κοσμάς Πολίτης, «Ερόικα»

Όταν τα τείχη έπεσαν και «μπήκαν στην πόλη οι οχτροί» (πολιτισμός-εκσυγχρονισμός-αντιπαροχή-τσιμέντο-σίδερο…) έτρεξαν έντρομα τα παιδιά της παλαιάς Σπάρτης να κρυφτούν όπου βρήκαν, όπου μπόρεσαν, σε υπόγεια, σε έρημες αυλές, σε κλειστές κάμαρες, σε γωνιές κρυφές…όπου βρήκαν, όπου μπόρεσαν.

Οι εχθροί που άλωσαν την πόλη, έψαξαν με μανία (κι ακόμα ψάχνουν) να τα βρουν. Όλα να τα βρουν, όλα να τα ξεθεμελιώσουν, τίποτε να μη μείνει που να θυμίζει την ομορφιά της παλιάς αρχόντισσας.

Ένα τέτοιο τρομαγμένο παιδί της παλιάς Σπάρτης, έχει κρυφτεί, κάτω από τη μύτη, κυριολεκτικά, των διωκτών: Δίπλα ακριβώς από την κεντρική πλατεία της πόλης, πίσω από το δημαρχείο, κοντά στο άλλο πληγωμένο αδερφάκι του, τον θερινό κινηματογράφο «ΦΛΟΡΑΛ».

Είναι η καμινάδα του παλιού φούρνου του «Πολυωραία», του κατά κόσμον, Παναγιώτη Κουντούρη του Αριστομένη.



  

Ποιος ξέρει τα κύματα της θάλασσας της ζωής που έφεραν τον κυρ-Παναγιώτη τον Κουντούρη από τη Νεάπολη της Λακωνίας στη Σπάρτη; Όποια κι αν ήταν αυτά, ο κυρ-Παναγιώτης, όταν «έπιασε λιμάνι» στη Σπάρτη, πρόκοψε, αγόρασε διώροφο χτίσμα στο κέντρο της πόλης, στην οδό Αμαλίας (σημερινή Λυκούργου), έφτιαξε ξυλόφουρνο στο ισόγειο και το πάνω μέρος το νοίκιαζε σε επαγγελματίες (οι παλαιοί θυμούνται πάνω από το φούρνο του Κουντούρη το φωτογραφείο του «ΤΟΜΠΡΟΥ» και το οδοντιατρείο του «ΦΙΛΙΠΠΑ») ενώ στο υπόγειο δούλεψε για κάμποσα χρόνια η ταβέρνα «ΤΡΟΥΓΚΑΚΟΥ».

Ήταν εκεί μια ωραία και πολυσύχναστη γωνιά της Σπάρτης με το υποδηματοποιείον ΓΙΑΝΝΕΑ στην Ακροπόλεως (Γκορτσολόγου), με το χρυσοχοείον-ωρολογοποιείον-κοσμηματοπωλείον ΠΡΙΣΤΟΥΡΗ ακριβώς στη γωνία, τον φούρνο του ΠΟΛΥΩΡΑΙΑ κι από πάνω του το μεγάλο κατάστημα τροφίμων ΒΑΜΒΑΚΙΤΗ. Μάλιστα στο υπόστεγο του ΠΡΙΣΤΟΥΡΗ, απ’ τη μεριά της Λυκούργου (τότε Αμαλίας) κρεμόταν ένα μεγάλο στρογγυλό ρολόι που έδειχνε πάντα τη σωστή ώρα και το οποίο συμβουλεύονταν όλοι οι περαστικοί. Ένα ρολόι που είχε γίνει σήμα κατατεθέν της γωνίας αυτής του κέντρου της πόλης. Κρίμα που χάθηκε μαζί με ό,τι συμβόλιζε για την πόλη.

Στο πίσω μέρος του φούρνου του ΠΟΛΥΩΡΑΙΑ ανέβαινε ψηλά και δέσποζε ανάμεσα στα χαμηλά, τότε, κτήρια της Σπάρτης, μια φίνα, χτιστή με τούβλα, καμινάδα, που έβγαζε στον ουρανό τον καπνό από τα ξύλα που καίγονταν για να ζεστάνουν τον φούρνο, σαν σημάδι και μήνυμα πως εδώ από κάτω ζυμώνεται και ψήνεται το  ευλογημένο ψωμί των ανθρώπων.



  

Ο κυρ-Παναγιώτης ο Κουντούρης έβγαζε στον φούρνο του ωραίο ψωμί, παξιμάδια, βουτήματα αλλά και ωραία κουλούρια με σουσάμι, που τα διαφήμιζε με την τεράστια φωνή του:

«Κουλούρια…κουλούρια πολύ ωραία, πολύ ωραία, πολύ ωραία…!».

Κι απ’ το πολύ «πολύ ωραία, πολύ ωραία» «έχασε» το όνομά του ο κυρ-Παναγιώτης ο Κουντούρης και πήρε το παρατσούκλι «Πολυωραίας», που οι περισσότεροι νόμιζαν πως είναι το επίθετό του.



  

Δραστήριος και φιλοπρόοδος επαγγελματίας, ο Παναγιώτης ο «Πολυωραίας», ωραίος άνθρωπος, καλοσυνάτος, εύχαρις, καλαμπουρτζής, άνθρωπος της παρέας, κοινωνικός, μέλος δραστήριο της αδελφότητας των φουρναραίων της Σπάρτης που, τότε, ήταν πολλοί κι εκλεκτοί, «γεμάτος», με μουστάκι, σπαστά μαλλιά με χωρίστρα, πάντα καλοντυμένος όταν η περίσταση το απαιτούσε, ο κυρ-Παναγιώτης ο Κουντούρης μύησε στην τέχνη του φούρναρη τον γιο του Αριστομένη (Μένη ή Μένιο για τους φίλους) και τον άφησε κληρονόμο του ονόματος και του φούρνου.



  

Ο Μένιος «Πολυωραίας», γεννημένος το 1927, φάνηκε αντάξιος διάδοχος του πατέρα του αλλά και της ιστορίας του φούρνου «ΠΟΛΥΩΡΑΙΑ». Η καμινάδα συνέχισε να καπνίζει και η μυρουδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού συνέχισε να «λιγουρεύει» το κέντρο της Σπάρτης μέχρι ΚΑΙ την πλατεία. Πατώντας πάνω στην πατρική παράδοση της τέχνης του φούρναρη, ο Μένιος «ΠΟΛΥΩΡΑΙΑΣ»,  την εξέλιξε περαιτέρω κι έκανε τον φούρνο του υπόδειγμα επιχείρησης αρτοποιίας στη Σπάρτη, εκτοξεύοντας τη φήμη του ονόματος ΠΟΛΥΩΡΑΙΑΣ πέρα από τα στενά όρια του τόπου μας.

Σε μια διαφήμιση που δημοσιεύτηκε στον ΛΑΚΩΝΙΚΟ ΚΗΡΥΚΑ του αείμνηστου δημοσιογράφου κι εκδότη Ανδρέα Χιώτη, διαβάζουμε:

 

ΑΡΤΟΠΟΙΕΙΟΝ ΠΟΛΥΩΡΑΙΑ

–Η βασική τροφή μας είναι το ψωμί. Γιατί να μην το τρώμε με ευχαρίστησι;

–Έχετε φιλοξενουμένους; Αγοράζοντες το ψωμί μας να είσθε βέβαιοι ότι θα μείνουν ευχαριστημένοι κι εσείς θα είσθε περήφανοι.

–Κάθε πρωί διαθέτομεν άρτον πολυτελείας εις μικρά τεμάχια των 25, 50 κι 100 δραμίων. Αγοράζοντες για τα παιδιά σας, εξασφαλίζετε την ΥΓΕΙΑΝ τους.

Πλουσία συλλογή παξιμαδιών εις εξαιρετικήν ποιότητα.

Αρίστης ποιότητος άρτος  μ η χ α ν ο π ο ί η τ ο ς.

Για τις εκδρομές σας θα βρείτε ό,τι ζητήσετε, ό,τι το Αθηναϊκόν.

Αναλαμβάνομεν παντός είδους εργασίας της αρτοποιητικής τέχνης.

Βουτήματα ΕΥΓΕΥΣΤΑ, ΧΟΡΤΑΣΤΙΚΑ.

ΚΟΥΝΤΟΥΡΗΣ



  

Πραγματικά, δεν υπάρχει Σπαρτιάτης γεννημένος τουλάχιστον μετά το 1950 που να μην έχει ζωηρές, όμορφες και γλυκές αναμνήσεις ζωής από τον φούρνο ΠΟΛΥΩΡΑΙΑ.

Προσωπικά, θυμάμαι, σαν παιδί, τα όμορφα και λαχταριστά ψωμιά του ΠΟΛΥΩΡΑΙΑ αραδιασμένα στις προθήκες αλλά και τα σιροπιαστά γλυκά του ταψιού μέσα στις βιτρίνες που μας τα αγόραζαν οι γονείς μας σαν ακριβή λιχουδιά και που δε βλέπαμε την ώρα και τη στιγμή να φτάσουμε στο σπίτι για να τα απολαύσουμε. Θυμάμαι ακόμα τις φρυγανιές-βουτήματα του ΠΟΛΥΩΡΑΙΑ, ωραίες, μεγάλες, κίτρινες και λαχταριστές, που τις απολαμβάναμε σκέτες ή με βούτυρο και μέλι ή μέσα στο ζεστό γάλα μας. Τις φρυγανιές αυτές τις έπαιρνε και το ιστορικό υπόγειο ΓΑΛΑΚΤΟ-ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟ του ΚΑΙΣΑΡΗ, γωνία Παλαιολόγου και Λυκούργου, κάτω από το χειμερινό σινεμά ΦΛΟΡΑΛ, για να σερβίρει τον χειμώνα, στους ξεπαγιασμένους πρωινούς πελάτες, το ζεστό φρέσκο γάλα μέσα σε γυάλινα μεγάλα ποτήρια, με τη ζαχαριέρα γεμάτη στο πλάι.

Με την εργατικότητα και το επιχειρηματικό «δαιμόνιο» που τον διέκρινε, ο Μένιος Κουντούρης-ΠΟΛΥΩΡΑΙΑΣ έκανε την αρτοποιία του μια δυναμική και συνεχώς ανερχόμενη επιχείρηση ενώ ο ίδιος έγινε μια σημαντική και υπολογίσιμη προσωπικότητα του επιχειρηματικού κόσμου της πόλης μας αλλά και της τοπικής κοινωνίας.



  

Πάλι στον ΛΑΚΩΝΙΚΟ ΚΗΡΥΚΑ (1-5-1958) διαβάζουμε στη στήλη «Η ΖΩΗ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ» που επιμελείτο ο εκδότης της εφημερίδος Ανδρέας Χιώτης, τα εξής:

«Ο φιλοπρόοδος συμπολίτης κ. Μένης Κουντούρης, μετά την πρόσφατον αντικατάστασιν των παλαιών μηχανημάτων του αρτοποιείου του δια καινουργών νεωτάτου τύπου γερμανικών τοιούτων, προέβη ήδη εις εξαιρετικώς καλαίσθητον ανακαίνισιν του καταστήματός του, αποτελούντος αληθώς στολίδι της πόλεως.»

Τα χρόνια πέρασαν, ο Μένης έκανε μια όμορφη οικογένεια και κάποια στιγμή η διώροφη παλαιά οικοδομή μετατράπηκε σε σύγχρονη 5ώροφη πολυκατοικία, με το φούρνο, όμως, πάντα να συνεχίζει να δουλεύει στο ισόγειό της. Ήταν τότε που η παλιά χτιστή καμινάδα του ΠΟΛΥΩΡΑΙΑ χρειάστηκε να «ψηλώσει» με μια μεταλλική προέκταση, ώστε να ξεπεράσει το ύψος της πολυκατοικίας.

Τώρα, πλέον, η παλαιά φινετσάτη, πλινθόχτιστη καμινάδα, στο σχήμα του οβελίσκου, με το ωραίο ροζ χρώμα της, δεν φαινόταν από τους περαστικούς (όπως κι ο Ταΰγετος μαζί), αφού περιζώθηκε από πολυκατοικίες. Παρ’ όλα αυτά, σεμνά και ταπεινά έκανε τη δουλειά της όπως και τότε, που ήταν αρχόντισσα και ξεχωριστή.

Πέρασαν τα χρόνια, ο σύντροφος και γείτονας της καμινάδας του ΠΟΛΥΩΡΑΙΑ (το θερινό σινεμά ΦΛΟΡΑΛ) έκλεισε, άλλαξε η γειτονιά, γενικώς, κι έγινε αγνώριστη, ο Μένιος Κουντούρης-ΠΟΛΥΩΡΑΙΑΣ έφυγε από τη ζωή σχετικά νωρίς, το 1997, σε ηλικία 70 χρόνων, ο φούρνος έκλεισε, έφυγε μετά από χρόνια (δυστυχώς) και ο μεγάλος του γιος, ο Παναγιώτης, το 2020, και βάρυνε η πίκρα και ο πόνος πάνω εκεί που γράφτηκε η μεγάλη και όμορφη ιστορία της οικογένειας και του φούρνου ΠΟΛΥΩΡΑΙΑ.



  

Όμως, εκεί, πίσω από το δημαρχείο, στον στενό και αδιέξοδο δρόμο που σήμερα του έχουν βάλει πινακίδα με ονομασία «Οδός Παλαιάς Ηλεκτρικής», η καμινάδα του φούρνου του ΠΟΛΥΩΡΑΙΑ, σφιχτά αρπαγμένη πάνω στις σύγχρονες οικοδομές, μακριά από τα μάτια του κόσμου (κι αν κάποιος τη δει κατά τύχη δεν θα ξέρει τι βλέπει) εξακολουθεί να «καπνίζει» αναμνήσεις ζωής, για όσους ξέρουν, για όσους έχουν καρδιά τέτοια σπαρτιάτικη, που να χτυπά διαφορετικά, ακόμα κι όταν βλέπει μια παλιά, ξεχασμένη και άσημη καμινάδα.


3-1-2023

Βαγγέλης Μητράκος


Οδός Εμπόρων