Τετάρτη, 4 Δεκεμβρίου 2024
«Όταν έφτανε το αμίλητο νερό στο σπίτι που το περίμεναν οι κοπελιές με τους νέους της παρέας έπαιρναν το νερό και το έριχναν σ΄ ένα μεγάλο καζάνι, ή σε μια βαθιά πήλινη λεκάνη, που την είχαν ονομάσει «κλήδονα»»
Το Σάββατο, 24 Ιουνίου η Ορθόδοξη Εκκλησία μας εόρτασε το
γενέθλιο του Ιωάννη Προδρόμου και Βαπτιστού. Τιμά έτσι τη μνήμη εκείνου που
προπορεύτηκε του Ιησού Χριστού και προετοίμασε το δρόμο του, ενώ αξιώθηκε να
τον βαπτίσει στα νερά του Ιορδάνη. Για τον Ιωάννη ο ίδιος ο Χριστός είπε ότι :
“Μείζων εν γεννητοίς γυναικών προφήτης Ιωάννου του Βαπτιστού ουδείς εστί”
(Λουκ. ζ’ 28). Το Γενέσιον του Ιωάννου Προδρόμου, ήταν καθιερωμένο στα
παλιά χρόνια να εορτάζεται από την παραμονή της 23ης Ιουνίου με παραδοσιακές τοπικές
εκδηλώσεις, ανάλογες με τα έθιμα κάθε περιοχής. Δηλαδή σε κάθε χωριό είχαν δώσει διάφορα προσωνύμια
όπως του Αγιαννιού του «Ριγανά», του Αγιαννιού του «Κλήδονα», του Αγιαννιού του
«Ριζικάρη», του Αγιαννιού του «Λαμπαδιάρη» ή «Λαμπαδάρη» ή «Φουγγαρίτη» ή
«Φανιστή». Οι γιορτές άρχιζαν το απόγευμα στις 23 Ιουνίου με πρώτη εκδήλωση τον «Κλήδονα» ή Ριζικάρι.
Όλες οι νέες και οι νέοι, κάθε χωριού, μαζεύονταν αργά το απόγευμα σε ένα μεγάλο σπίτι ή σε μια μεγάλη αυλή, συνήθως κάτω από μια
κληματαριά, και διάλεγαν μεταξύ τους και από την παρέα τους ένα παλικάρι που
ήταν το πιο άξιο, από μεγάλη οικογένεια και λεγόταν οπωσδήποτε « Γιάννης». Τον Γιάννη, λοιπόν, αυτόν τον έστελναν με μια μικρή βαρέλα ή
ένα μεταλλικό κουβάς ή ένα κανάτι στη βρύση, ή στο πηγάδι για να φέρει το
«αμίλητο νερό». Το ονόμαζαν έτσι γιατί ο νέος, όσο κρατούσε η διαδικασία, δεν
έπρεπε να μιλήσει σε κανέναν. Όταν έφτανε το αμίλητο νερό στο σπίτι που το περίμεναν οι
κοπελιές με τους νέους της παρέας έπαιρναν το νερό και το έριχναν σ΄ ένα μεγάλο
καζάνι, ή σε μια βαθιά πήλινη λεκάνη, που την είχαν ονομάσει «κλήδονα». Μέσα στον κλήδονα, έριχναν όλες και όλοι, από ένα μικρό
αντικείμενο που είχα επάνω τους (δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, κουμπιά, καρφίτσες
διακοσμητικές, νομίσματα, καρύδια, αμύγδαλα κλπ. ) και παρακαλούσαν «να βγει το ριζικό τους» και να
παρουσιαστεί στον ύπνο τους. Αφού
έριχναν όλα αυτά τα αντικείμενα, τα «ριζικάρια» μέσα στον κλήδονα τον σκέπαζαν με ένα κόκκινο πανί και
το έβαζαν στη μέση της αυλής ή στο χαγιάτι, όπου το άφηναν όλη τη νύχτα για να το βλέπουν τα
άστρα και να του χαρίσουν τη μαγική τους δύναμη. Πίστευαν ότι οι μοίρες
επισκέπτονταν τον κλήδονα με τα ριζικάρια κι έγραφαν πάνω στο καθένα το μέλλον
και το τυχερό τους. Γύρω από τον κλήδονα, οι νέες και οι νέοι άρχιζαν το χορό
και τα τραγούδια, οι γερόντισσες τα πειράγματα και καμιά φορά χόρευαν και αυτές
με τους νέους μέχρι που άρχιζε να νυχτώνει για τα καλά. Τότε άφηναν τον κλήδονα και πήγαιναν στην άκρη της αυλής ή
σε ένα κοντινό σταυροδρόμι και άναβαν φωτιές, τις «φουγγαρίες» για να κάψουν
την παλαιά - περσινή - ρίγανη και τα στεφάνια με τα λουλούδια της πρωτομαγιάς.
Όλοι οι παρευρισκόμενοι νέες και νέοι ακόμη
και μεσήλικες πηδούσαν πάνω από τη φωτιά, τρεις φορές για να αφήσουν
πίσω τις αρρώστιες και ό,τι άλλο κακό τους βασάνιζε. Πηδούσαν πάνω από τη φωτιά και φώναζαν δυνατά «πηδάω τη
φωτιά τ΄ Αγιάννη, αρρώστια να μη με πιάνει». Τα τραγούδια και οι χοροί
κρατούσαν μέχρι αργά τη νύχτα κι΄ αν τέλειωναν η ρίγανη και τα φρύγανα έριχναν
στη φωτιά ξύλα που είχαν στις αυλές για να μένει η φωτιά αναμμένη. Οι φωτιές που άναβαν έδωσαν στη γιορτή το προσωνύμιο
«Αγιάννης ο Λαμπαδιάρης ή Φουγγαρίτης».
Το πρωί ανήμερα του Αγιάννη, πριν ακόμη «έβγει» ανατείλει ο ήλιος, όλες
οι νοικοκυρές έτρεχαν στα χωράφια να μαζέψουν ένα ή δύο μάτσα ρίγανη. Την ρίγανη αυτή την έπλεναν στο ποτάμι ή στη βρύση και την
πήγαιναν στο σπίτι και την κρεμούσαν σ΄ ένα σημείο που να φαίνεται επάνω από
την πόρτα ή το χαγιάτι, ώστε να τη βλέπει όποιος επισκεπτόταν το σπίτι, για να μην το βασκάνει! Πίστευαν επίσης πως η ρίγανη αυτή είχε και θεραπευτικές
ιδιότητες σε διάφορα νοσήματα όπως πόνους στην κοιλιά, κρύωμα, πόνους στο
αναπνευστικό κλπ. Η ρίγανη αυτή έμενε εκεί κρεμασμένη μέχρι τον επόμενο χρόνο του Αγίου Ιωάννη. Δεν
την χρησιμοποιούσαν στα φαγητά, γιατί
ήταν άψητη, δηλαδή δεν είχε ωριμάσει. Τον Αλωνάρη, δηλαδή τον Ιούλιο μάζευαν τη
ρίγανη που χρησιμοποιούσαν σαν μυρωδικό
στα φαγητά. Το πρωί πήγαιναν στην εκκλησιά και μετά την απόλυση οι νέες και οι νέοι, που είχαν από το βράδυ
ρίξει τα ριζικάρια στο δοχείο του κλήδονα με το αμίλητο νερό, μαζεύονταν γύρω
από τον κλήδονα και πρόσεχαν να μη λείπει κανένας. Έβγαζαν τότε το κόκκινο πανί
που είχαν σκεπάσει το δοχείο, έδεναν τα μάτια του Γιάννη, που είχε φέρει το
αμίλητο νερό με μια «μεσήνα» (μαντήλι μεταξωτό) για να μην βλέπει κι έτσι έβαζε
το χέρι του μέσα στον κλήδονα και έβγαζε ένα - ένα τα ριζικάρια. Βγάζοντας ένα – ένα τα ριζικάρια γνώριζαν οι άλλοι το καθένα και το έδιναν σε αυτόν που του ανήκε
αφιερώνοντας του ένα αυτοσχέδιο δίστιχο και στο τέλος του έλεγαν: «Να ζήσεις
πολλά χρόνια και να πάρεις μια όμορφη
κοπέλα». Στις κοπέλες έλεγαν: «Να είσαι και του χρόνου καλά και να είσαι όμορφη
και χαρούμενη, να σε πάρει ένας πλούσιος και όμορφος νέος». Όταν έβγαινε και το τελευταίο ριζικάρι όλες οι κοπέλες
μπούκωναν το στόμα τους με νερό από τον κλήδονα και έβγαιναν στους δρόμους της
γειτονιάς ή κρυφάκουγαν μέσα από το παράθυρο τους ή έβγαιναν στον κήπο του
σπιτιού τους για να ακούσουν κάποιο ανδρικό όνομα. Το πρώτο όνομα που άκουγαν,
πίστευαν πως ανήκει στον άνδρα που θα
παντρεύονταν. Το ίδιο έκαναν και
τα αγόρια της παρέας τους. Δεν έλειπαν
όμως και τα πονηρά. Ορισμένοι κρύβονταν
κοντά στο δρόμο, που θα περνούσε η κοπελιά ή ο νέος με το μπουκωμένο στόμα με
αμίλητο νερό και όταν την ή τον έβλεπαν
να περνά φώναζαν ένα πολύ παράξενο όνομα! Τέτοια και πολλά άλλα γίνονταν κάθε χρόνο την ημέρα του
Αγιάννη του Κλήδονα. Η γιορτή όμως δεν
τελείωνε εδώ. Οι κοπέλες που είχαν πάρει μέρος στον κλήδονα έπαιρναν έναν καθρέπτη, κάλυπταν το κεφάλι
τους με ένα κόκκινο πανί - μαντήλι και πήγαιναν στο πηγάδι κι αν δεν υπήρχε πηγάδι σε μια μικρή λιμνούλα ή
σε ένα καζάνι γεμάτο νερό, έσκυβαν μέσα και με κατάλληλες κινήσεις του καθρέπτη
έβαζαν τον ήλιο μέσα στο νερό και περίμεναν αρκετές ώρες για να ιδούν στον καθρέπτη
το νέο που θα έπαιρναν σύζυγο. Πολλά - πάρα πολλά έφτιαχναν και έλεγαν στη γιορτή του
Ριγανά και με όλα αυτά περνούσαν τις
ημέρες τους οι πιο παλιοί άνθρωποι του χωριού. Σήμερα η αστυφιλία κι
άλλες αιτίες έχουν ερημώσει τα χωριά και οι λίγοι μόνιμοι κάτοικοί τους είναι
μερικοί γέροντες και γερόντισσες. Τα παλιά έθιμα μόνο σε μερικά χωριά επιζούν
από τους πολιτιστικούς συλλόγους που τα παρουσιάζουν ως θέαμα. Ο πολυσέβαστος κι αγαπητός παπα- Λάζαρος Σκάγκος εφημέριος
Μυστρά είχε την καλοσύνη να μας ειδοποιήσει ότι την κυριώνυμο ημέρα θα
λειτουργούσε στο εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννη στη Λαγκάδα του Μυστρά και μάλιστα
χρειαζόταν για το λόγο αυτό ιεροψαλτική βοήθεια εκ μέρους του υποφαινόμενου. Το Σάββατο λίαν πρωί βρισκόμαστε στον αύλειο χώρο του Αγίου
Γεωργίου Μυστρά, όπου σταθμεύσαμε τα αυτοκίνητα και στη συνέχεια πήραμε το
μονοπάτι που οδηγεί στο Βλαχοχώρι και στην Ταϋγέτη. Ανηφορίζαμε ο παπα-Λάζαρος,
ο βοηθός του κύριος Θεόδωρος Βαχαβιώλος, ο υποφαινόμενος και η σύζυγός μου,
απολαμβάνοντας το δροσερό πρωινό αεράκι, τις μυρωδιές από τις ανθισμένες
ροδοδάφνες και τα γλυκόλαλα κελαδήματα των πουλιών. Απέναντι ορθώνονταν τα
επιβλητικά βράχια του λόφου του
βυζαντινού Μυστρά και σε μια μικρή πεπλατυσμένη έξαρση φαινόταν το κατάλευκο
εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονα. Στο μέσο της διαδρομή είδαμε τα ερείπια του
νερόμυλου του Λιούνη, που κάποτε δεχόταν τα φορτώματα με τα σιτάρια των
κατοίκων της περιοχής και τα έκανε αλεύρι. Σε λίγο φτάσαμε στο ναΐσκο του Αγίου Ιωάννη σ’ ένα πλάτωμα
που το σκίαζε ένας καταπράσινος πλάτανος. Ο ναός είναι υπερυψωμένος και στη
βάση του κυλάει από έναν πέτρινο κρουνό το λιγοστό, αλλά δροσερό νερό μιας
πηγής. Φέτος, όπως επισήμανε ο παπα-Λάζαρος είναι η πρώτη φορά μετά από χρόνια
ξηρασίας που πήγασε νερό. Ανοίγουμε το εκκλησάκι, ανάβουμε το κεράκι μας, στολίζουμε
την εικόνα της γέννησης του Προδρόμου με λίγα λουλούδια κι ετοιμαζόμαστε για να
αρχίσουμε τον όρθρο. Ο παπα-Λάζαρος κατά την αρχαία τάξη ίσταται ενώπιον των
αγίων θυρών κι εκφωνεί το: «Ευλογητός ο Θεός ημών, πάντοτε νυν και αεί, και εις
τους αιώνας των αιώνων». Η ατμόσφαιρα στο φτωχικό εκκλησάκι του 19ου αιώνα με το
ημίφως, που δημιουργούσαν τα λιγοστά
κεράκια στο σιδερένιο μανουάλι, ήταν κατανυκτική και θύμιζε κάπως τις γλαφυρές
όσο και λυρικές περιγραφές του Αγίου των ελληνικών γραμμάτων, του Αλέξανδρου
Παπαδιαμάντη από ανάλογα εκκλησάκια στο νησί του τη Σκιάθο. Σε λίγο καταφτάνουν ευλαβικοί προσκυνητές από το Μυστρά και
η αρτοκλασία της οικογένειας του Θεόδωρου και της Αφροδίτης Λαμπρινού, που
τελείται κατά την καθιερωμένη τάξη. Μαζί τους και ο νεαρός Γεώργιος Μπουρλόκας
εγγονός του παπα-Λάζαρου και δεξί του χέρι σε όλα τα ιερατικά του καθήκοντα. Φτάσαμε στο τέλος της Θείας Λειτουργίας και γίνεται η
απόλυση και η διανομή του αντίδωρου. Στο νάρθηκα διανέμεται και ευωδιαστός άρτος
και όλοι εύχονται: «Βοήθειά μας ο Αη-Γιάννης! Και του χρόνου!». Πίνουμε δροσερό νεράκι από τη βρύση, καθόμαστε στο πεζούλι
κάτω από τον ίσκιο του πλάτανου κι ακούμε τους παλιούς Μυστριώτες να θυμούνται
«περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαίς» (Διονύσιος Σολωμός)! Σε λίγο
παίρνουμε το δρόμο του γυρισμού χαρούμενοι που αξιωθήκαμε να εορτάσουμε τη
γέννηση του Ιωάννη του Προδρόμου σ’ αυτό το γραφικό εκκλησάκι, που στολίζει τη
Λαγκάδα του Μυστρά και παραμένει ζωντανό εκκλησιαστικό μας μνημείο για όσους θα
υποβάλλουν τον εαυτό τους στη βάσανο ενός ολιγόωρου περπατήματος που αξίζει τον
κόπο! Γιάννης Μητράκος