Κυριακή, 6 Ιουλίου 2025
Κι άπλωσε το χέρι της/ η βερικοκιά/ και μου ’δωσε/ ένα μπουκέτο ανθάκια
Μπουκέτο
Μια ταπεινή βερικοκιά ήταν,
φυτρωμένη
στην άκρη του δρόμου.
Και ήτανε άνοιξη
και διάβαινα
κάτω απ’ τα κλαριά της
συννεφιασμένος.
Κι άπλωσε το χέρι της
η βερικοκιά
και μου ’δωσε
ένα μπουκέτο ανθάκια.
Και ξαστέρωσε η συννεφιά
κι η καρδιά μου άνθισε
και γέμισαν τα μάτια μου
ομορφιά και φως.