Πέμπτη, 1 Μαίου 2025
Κι άπλωσε το χέρι της/ η βερικοκιά/ και μου ’δωσε/ ένα μπουκέτο ανθάκια
Μπουκέτο Μια ταπεινή βερικοκιά ήταν, φυτρωμένη στην άκρη του δρόμου. Και ήτανε άνοιξη και διάβαινα κάτω απ’ τα κλαριά της συννεφιασμένος. Κι άπλωσε το χέρι της η βερικοκιά και μου ’δωσε ένα μπουκέτο ανθάκια. Και ξαστέρωσε η συννεφιά κι η καρδιά μου άνθισε και γέμισαν τα μάτια μου ομορφιά και φως.