Τετάρτη, 13 Αυγούστου 2025
Έτσι άτσαλοι που είναι μονάχα να κατακτήσουν μπορούν, να βιάσουν, να εξουσιάσουν
Κάθισα χτες σπίτι, επάνω στους λόγους,
αντικρύζοντας το Νότιο Κρητικό Πέλαγο. Η ησυχία μου έφερε καρπούς γλυκούς στην καρδιά
και ανησυχία στα χέρια κι έπιασα μια πετρούλα ολόλευκη, θραύσμα μαρμάρου, σμιλεμένο απο τα φιλιά και τα
παρακάλια της θάλασσας κι είπα να την ιστορήσω. Έψαξα να βρω επάνω τη φανέρωση μορφών που
ζουν μέσα της. Συνήθως έτσι εργάζομαι με τα απλά στοιχεία της κτίσης. Βρήκα μια ωραία κατακόρυφο και την ακολούθησα.
Έσυρα ανυναίσθητα μια μύτη και ακολουθώντας την βγήκε μια μορφή και αυτή ζήτησε
κι άλλες κι άλλες και γέμισε η πετρούυλα, που χωρά μέσα στην απαλάμη μου, με μορφές και σχήματα. Είδα στις μορφές αυτές κάτι ανήμερο και ήρθαν
στο νου μου οι Μνηστήρες. Όλων των λογιών οι μνηστήρες, όλων των εποχών οι
μνηστήρες που διεκδικούν να κλέψουν όσα έχουν οι άλλοι, να κατακτήσουν με τη
βία την ομορφιά, όποου οι ίδιοι δεν την
έχουν γιατί δεν είναι αθώοι ούτε γενναίοι, ούτε συγχωρητικοί. Έτσι άτσαλοι που είναι μονάχα να κατακτήσουν
μπορούν, να βιάσουν, να εξουσιάσουν. Ντράπηκα όμως να αφήσω την ανήμερη ετούτη
εικόνα μόνη της. Ήθελα να φτιάξω ένα διάλογο σαν κι αυτόν που υπάρχει πάντα
στον κόσμο και στήν ιστορία των βροτών. Κι έσυρα μιαν
άλλη πετρούλα στο χρώμα της Σινώπικης ώχρας και πήρα να σχεδιάζω ένα
Οδυσσέα, το αληθινό πρόσωπο του άρχοντα Νόστου που για την ωραιότητα του έρωτα
και την θαλπωρή της εστίας κατανίκησε όσα θέλησαν να τον κρατήσουν μακρυά απο
όσα αγαπούσε, που προσπάθησαν να τον γητέψουν
για να χάσει το αληθινό του πρόσωρο και να ζήσει αιωρούμενος, αγείωτος
με πρόσκαιρες ηδονές και φτηνές δόξες. Τον έφτιαξα και, αφού έβαλα στο σκουφί του και
λίγο χρωματάκι κόκκινο των σπλάχνων της γης, τον έβαλα δίπλα στους Μνηστήρες
για να τους φοβερίζει με την απλή παρουσία του θεϊκού νόστου. Κι άμα το ολοκλήρωσα κι αυτό είδα πως δεν
είναι ως σύνολο καλό χωρίς την Ωραιότητα
της Πηνελόπης που περίμενε τον έρωτά της χρόνους πολλούς θεωρώντας μακρυά τον
κρασόχρωμο πόντο. Και πήρα καλή πετρούλα και σχεδίασα μια κόρη. Μια κόρη ωραία παρουσία, με ολάνοιχτα μάθια
εκστατικά και μειδίαμα πούχουν μονάχα οι Κόρες των αρχαϊκών μαρμάρων. Να μειδιά
γνωρίζοντας μέσα στην καρδιά της όσα επέπρωντο. Κι όλα αυτά στην γλύκα του δειλινού της Νότιας
Κρήτης μεσα στην ευωδία του ανθισμένου θυμαριού και το χάδι των διαβατάρικων
ανέμων. 3-8-2025
Γεώργιος Κόρδης, kordis.gr