Τετάρτη, 8 Οκτωβρίου 2025
(Από το βιβλίο του Δημήτρη Κατσαφάνα «Ξαναδιαβάζοντας τον Γιούνγκ», Έκδοση ΙΔΙΟΜΟΡΦή, Σπάρτη 2017)
Ένα παράδειγμα ενδοστρεφή και εξωστρεφή Για όλα τα παραπάνω ο Γιουνγκ φέρνει ένα
παράδειγμα απλό με το οποίο διασαφηνίζει πολλά. «Δυο νέοι», λέει, «περπατούν
στην εξοχή ώσπου φθάνουν σ’ ένα όμορφο παλάτι. και οι δύο θέλουν να ιδούν το
εσωτερικό του. Ο ενδοστρεφής λέει: “Θα ’θελα να ’ξερα πώς φαίνεται από μέσα.” Ο
εξωστρεφής απαντάει: “Πάμε μέσα” και κάνει να πάει προς την πύλη. Ο ενδοστρεφής
ακόμα διστάζει: “Ίσως να ’ναι απαγορευμένη η είσοδος”, και του δημιουργούνται
παράλληλα θολές παραστάσεις για αστυνομική βία, τιμωρίες, φθονερά σκυλιά κ.λπ.
Ο εξωστρεφής απαντάει πάνω σ’ αυτό: “Μπορούμε να ρωτήσουμε. θα μας αφήσουνε να
μπούμε μέσα”, ενώ στο βάθος φαντάζεται παλιούς ευχάριστους φρουρούς, φιλόξενους
παλατιανούς και κάθε είδους ρομαντικές περιπέτειες. Χάρη στην αισιοδοξία του
εξωστρεφή, φτάνουν, τέλος, στο παλάτι. Τώρα αρχίζει η περιπέτεια. Το παλάτι
είναι από μέσα κατεστραμμένο και το διορθώνουν. δεν έχει τίποτ’ άλλο από δυο
σάλες και μια συλλογή από χειρόγραφα. Έτυχε τα χειρόγραφα να ενδιαφέρουν
εξαιρετικά τον ενδοστρεφή. Μόλις τα πήρε το μάτι του, είναι σαν να άλλαξε
ριζικά. Παρασέρνει το φύλακα σε μια συνομιλία για να του “τραβήξει” όσο το
δυνατό πιο πολλές πληροφορίες, κι επειδή το αποτέλεσμα δεν είναι ικανοποιητικό,
ρωτάει που είναι ο έφορος, για να τον βρει αμέσως και να τον ρωτήσει. Ο φόβος
του πάει πια, τα αντικείμενα έχουν εξωτική λάμψη κι ο κόσμος απόχτησε άλλη όψη.
Εν τω μεταξύ το κέφι του εξωστρεφή πέφτει σιγά-σιγά, τα μούτρα του κατεβαίνουν
κι αρχίζει να χασμουριέται. Εδώ δεν υπάρχουν γελαστοί φύλακες ούτε φιλόξενοι
παλατιανοί. Όσο για ρομαντικές περιπέτειες ούτε λόγος να γίνεται -μονάχα ένα
παλάτι, που έχει καταντήσει μουσείο- χειρόγραφα μπορεί να ιδεί και σπίτι… Κι
ενώ ο ενθουσιασμός του ενός ανεβαίνει, πέφτουν τα κέφια του άλλου: το παλάτι
τον ερημώνει, τα χειρόγραφα θυμίζουν βιβλιοθήκες Πανεπιστημίου και το
Πανεπιστήμιο σπουδές κι απειλητικές εξετάσεις. Σιγά-σιγά σκεπάζει ένα πένθιμο
κρέπι το παλάτι, που ήταν τόσο ενδιαφέρον και μαγευτικό. Το αντικείμενο γίνεται
αρνητικό. “Δεν είναι εκπληκτικό” φωνάζει ενθουσιασμένος απ’ την άλλη μεριά ο
ενδοστρεφής, “που ανακαλύψαμε τυχαία μια τόσο θαυμάσια συλλογή;” “Τα βρίσκω όλα
εδώ μέσα τρομερά βαρετά”, απαντάει ο άλλος με ανυπόμονη κακοκεφιά. Απ’ αυτό
θυμώνει ο πρώτος κι αποφασίζει να μην ταξιδέψει ποτέ πια στη ζωή του μ’ έναν
εξωστρεφή. Ο τελευταίος θυμώνει κι αυτός με τη σειρά του
και συλλογιέται, πως το ’ξερε από πάντα ότι ο άλλος είναι ένας αδιάκριτος
εγωιστής και για τα προσωπικά του ενδιαφέροντα σπαταλάει τη θαυμάσια
ανοιξιάτικη μέρα, που θα μπορούσαν να τη χαρούν καλύτερα στο ύπαιθρο». Τι έχει συμβεί; Οι δύο νέοι περπάτησαν
αδερφωμένοι σαν σε χαρούμενη συμβίωση, μέχρι που έφτασαν στο μοιραίο παλάτι.
Εκεί είπε ο προνοητικός (προμηθεϊκός) ενδοστρεφής: «Θα μπορούσε να το ιδεί
κανείς κι από μέσα» ο εξωστρεφής όμως (επιμηθεϊκός), που πρώτα ενεργεί κι
ύστερα το σκέφτεται, άνοιξε το δρόμο. Και τώρα τα πράγματα αντιστράφηκαν: Ο
ενδοστρεφής, που πρώτα δίσταζε να μπει μέσα, δεν μπορεί να βγει έξω, κι ο
εξωστρεφής αναθεματίζει την ώρα που μπήκε μέσα. Ο πρώτος είναι συνεπαρμένος απ’
το αντικείμενο κι ο τελευταίος απ’ τις αρνητικές του σκέψεις. Όταν ο πρώτος
είδε τα χειρόγραφα, το «κακό» είχε πια γίνει. Ο φόβος του εξαφανίστηκε, το αντικείμενο
τον κυρίεψε και δόθηκε σ’ αυτό με την καρδιά του. Αντίθετα ο τελευταίος ένιωσε
βαθμιαία αποστροφή για το αντικείμενο και τελικά αιχμαλωτίστηκε απ’ τον
κακόκεφο εαυτό του. Ο πρώτος έγινε εξωστρεφής και ο τελευταίος ενδοστρεφής.
Όμως η εξωστρεφικότητα του ενδοστρεφή είναι αλλοιώτικη απ΄την εξωστρέφεια του
εξωστρεφή. Όσο περπατούσαν και οι δυο μονιασμένοι σε χαρούμενη αρμονία, δεν
ενοχλούσαν ο ένας τον άλλο, γιατί ο καθένας βρισκόταν στο φυσικό του κλίμα. Κι
οι δύο ήταν θετικοί για τον εαυτό τους και οι τοποθετήσεις τους συμπλήρωναν η
μια την άλλη. Συμπλήρωνε ο ένας τον άλλον, γιατί η τοποθέτηση του ενός
περιέκλεινε πάντα και τον άλλο. Τη στιγμή όμως που στον ενδοστρεφή το
αντικείμενο (τα χειρόγραφα) επιβάλλεται στο υποκείμενο και το τραβάει, χάνει η
τοποθέτησή του τον κοινωνικό της χαρακτήρα. Ξεχνάει την παρουσία του φίλου του,
δεν τον λογαριάζει πια, βουλιάζει στο αντικείμενο και δεν βλέπει την πλήξη του
φίλου του. Αντίστοιχα, χάνει ο εξωστρεφής τη διακριτικότητα και το σεβασμό του
για τον άλλο, τη στιγμή που οι προσδοκίες του δεν πραγματοποιούνται, κι
αποτραβιέται στις υποκειμενικές παραστάσεις και σκέψεις. Αν η περίπτωση αφορά άνδρα και γυναίκα,
αποδείχτηκε, ύστερα από έρευνα, ότι οι δύο αντίθετοι ψυχολογικοί τύποι συνήθως
έλκονται μεταξύ τους και παντρεύονται γυρεύοντας ασυνείδητα την αμοιβαία
ολοκλήρωση. Οι δύο τύποι είναι, όπως λέμε, πλασμένοι ο ένας για τον άλλο.
Παντρεμένοι μπορούν για ένα διάστημα να κάμουν μια ιδανική οικογένεια. Όσο
καιρό προσπαθούν ν’ αντιμετωπίσουν τις πολυάριθμες εξωτερικές ανάγκες της ζωής,
ταιριάζουν θαυμάσια. Ο ένας σκέφτεται και προμελετάει τα πάντα, ο άλλος είναι
αυθόρμητος και ενεργεί πρακτικά. Όταν όμως ο άντρας κερδίσει αρκετά λεφτά ή
όταν τους πέσει από τον ουρανό κάποια κληρονομιά, ώστε να μην τους απορροφούν πια
οι εξωτερικές ανάγκες της ζωής, τότε τους μένει καιρός ν’ ασχοληθούν και με τον
εαυτό τους. Πρώτα στέκονταν πλάτη με πλάτη και πολεμούσαν κι οι δυο τις
εξωτερικές ανάγκες. Τώρα όμως στρέφεται ο ένας στον άλλο κι ανακαλύπτει με
πίκρα ότι ποτέ δεν τον ένιωσε. Μιλάει ο καθένας τους άλλη γλώσσα. Αρχίζουν έτσι
οι διαφωνίες κι η διαμάχη τους είναι φαρμακερή και βάναυση, γεμάτη από
αμοιβαίες προσβολές και διαλυτικές βρισιές, όσο κι αν γίνεται αυτό σιγά κι
εντελώς μεταξύ τους. Η αξία του ενός είναι η απαξία του άλλου. Όταν πρόκειται
για ανθρώπους κανονικούς, αργά ή γρήγορα ξεπερνούν πάντα μια τέτοια μεταβατική
περίοδο. Κανονικός, βέβαια, είναι ο άνθρωπος που μπορεί να ζει κάτω από
οιεσδήποτε συνθήκες, αρκεί να του εξασφαλίζεται το minimum των δυνατοτήτων της
ζωής. Πολλοί όμως δεν το μπορούνε αυτό, και γι’ αυτό ο αριθμός των «κανονικών»
ανθρώπων περιορίζεται τόσο. Αυτό που λέμε άνθρωπος κανονικός είναι ένας
ιδανικός τύπος ανθρώπου. Κλείνοντας το κεφάλαιο αυτό καλό είναι να
έχουμε υπόψη μας, ότι το πρόβλημα της αντιθετικότητας σαν αξίωμα είναι
συνυφασμένο με την ανθρώπινη φύση. Όπως η φύση, έτσι και η ζωή λειτουργεί και
ισορροπεί μέσα από αντιθέσεις, από αντίθετες ροπές, τάσεις, καταστάσεις. Είναι
ο νόμος της αντιρρόπησης, όπως έχουμε ειπεί, του Ηράκλειτου. Είναι χρήσιμο,
μάλλον επιβάλλεται, ο εξωστρεφής να στρέφεται και προς όσα συμβαίνουν μέσα του,
όπως εξάλλου ο ενδοστρεφής οφείλει να μη διστάζει μπροστά στις απαιτήσεις του
έξω κόσμου, να καλλιεργεί σε κάποιο βαθμό και την απαραίτητη εξωστρέφεια. Γιατί
το «έτερο», το άλλο, το αντίθετο, υπάρχει σε κάθε άνθρωπο, αλλά κατοικεί στο
ασυνείδητο. Δεν πρέπει όμως να συγχέουμε, όπως συχνά συμβαίνει, την εσωστρέφεια
με την ενδοσκόπηση. Η ενδοσκόπηση είναι συνώνυμη με την αυτοεξέταση, με την
αυτογνωσία, η οποία είναι περισσότερο μια συλλογιστική του νου. Μερικές μόνο
φορές η ενδοσκόπηση είναι μη υγιής. Θα ήταν, ωστόσο, ανόητο να συμπεράνουμε ότι
κάθε συλλογισμός γύρω από τον εαυτό μας εμπίπτει με μια παθητική ενδοσκόπηση.
Το να συλλογιζόμαστε, να διερευνούμε, να σκεφτόμαστε πριν κάμουμε ένα άλμα
είναι απολύτως υγιές. Με αυτή την έννοια πρέπει να γίνει κατανοητός ο όρος
«εσωστρέφεια» του Γιουνγκ. Πίστευε ότι είναι επωφελές και επιθυμητό να
«κοιτάζει κανείς μέσα του». Με την ευκαιρία, τώρα στο τέλος, ας αναφέρουμε
ότι το βιβλίο του Γιουνγκ Ψυχολογικοί τύποι δημοσιεύτηκε το 1920 στο Λονδίνο σε
μετάφραση στην αγγλική, από τον δρ Χ.Γ. Μπέιν, ο οποίος το περιέγραψε ως την
κορωνίδα του έργου του Γιουνγκ. Η συμβολή του Γιουνγκ στην ψυχολογική σκέψη
συνεχίστηκε μέχρι το 1961, τη χρονιά του θανάτου του. Στους ψυχολογικούς τύπους του Γιουνγκ, η
υπόθεση του ασυνειδήτου είναι απεριόριστη. Υπάρχει, όπως παρατηρεί ο Μπένετ,
«μια αναπόφευκτη συσχέτιση ανάμεσα στις ασυνείδητες και συνειδητές εκδηλώσεις
της εξωστρέφειας, της ενδοστρέφειας και καθεμιάς από τις τέσσερες βασικές
λειτουργίες. Ό,τι απουσιάζει σε σημαντικό βαθμό από τη συνείδηση, θα βρεθεί στο
ασυνείδητο. Αυτό έχει μεγάλη σημασία στην ψυχοθεραπεία, όπου ο στόχος του
καθοδηγητή είναι να κάνει συνειδητές (και επομένως ελέγξιμες) τις απωθημένες ή
λησμονημένες αναμνήσεις, κι έτσι να αποκαταστήσει την υγιή, ή έστω μια
υγιέστερη, λειτουργικότητα». -------