Δευτέρα, 8 Δεκεμβρίου 2025
Τα χριστόψωμα διαφέρουν από τα καθημερινά ζυμώματα. Γίνονται με ψιλοκρισαρι-σμένο αλεύρι, για να είναι λευκά και αφράτα...
Δεν είχα την ευτυχία να γεννηθώ και να
μεγαλώσω στη Γορτυνία όπως άλλοι συμπατριώτες. Έτσι δεν έζησα από κοντά –
βιωματικά όπως είναι ο σύγχρονος όρος – τις μεγάλες γιορτές των Χριστουγέννων
και της Πρωτοχρονιάς. Είχα ακούσει, όμως, όταν ήμουν παιδί, πολλές διηγήσεις
από τους μακαρίτες γονείς μου, που με αυτές μας μετέφεραν σαν σε παραμύθι σ’
εκείνα τα δύσκολα, φτωχικά αλλά όμορφα χρόνια που έζησαν αυτοί στα πατρογονικά
τους χωριά στη Βρετεμπούγα (σήμερα Δόξα) ο πατέρας και στο Κουρουνιού της
Καρύταινας η μητέρα. Σήμερα θα προσπαθήσω μέσα από κείμενα λόγιων
συμπατριωτών μας να περιγράψω εκείνη την εποχή και όλα τα λαϊκά δρώμενα των
εορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς στη Γορτυνία. Θα ξεκινήσουμε με ένα απόσπασμα από το βιβλίο
«Αντίλαλοι» του Καλαβρυτινού Γορτύνιου Νώντα Π. Σακελλαρόπουλου, που
δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΓΟΡΤΥΝΙΑ το Δεκέμβρη του 2015. «Σε όλα τα χωριά μας “ξημερώνουν Χριστούγεννα,
χρονιάρα ημέρα”. Η χαρά είναι μεγάλη. Είναι η μεγαλύτερη γιορτή της χριστιανοσύνης
και γιορτάζεται με ιδιαίτερη παραδοσιακή ευλάβεια από τον λαό μας. Οι γιορταστικές
ετοιμασίες αρχίζουν σχε-δόν από τις αρχές του Δεκεμβρίου και ολοκληρώνονται την
παραμονή με τα τελευ-ταία ψώνια. Οι καλοί νοικοκυραίοι, άνδρες χωρικοί, ξωμάχοι
φροντίζουν τις έξω από το σπίτι δουλειές και οι καλές νοικοκυρές τις δουλειές
του σπιτιού, ώστε την παραμονή να είναι όλα έτοιμα. Οι άνδρες ασχολούνται με τα
σπαρτά που τελειώνουν στις δέκα με δεκαπέντε του μήνα, με την περιποίηση των γιδοπροβάτων,
την βόσκηση τους, την τροφή τους (σανό, τριφύλλια, βελόνια, ξύλα) στα υποστατικά,
με τα ζώα και το σφα-χτό της ημέρας. Οι νοικοκυρές συγυρίζουν τα σπίτια (καθαριότητα,
στρώσιμο, χρι-στόψωμα, γλυκά κ.τ.λ.!) , γιατί περιμένουν τους δικούς τους (παιδιά,
νύφες, εγγόνι-α) να έρθουν από τις πολιτείες –συνήθως τις παραμονές– και πρέπει
το σπίτι να είναι σε όλα του τακτοποιημένο. Τα χριστόψωμα διαφέρουν από τα καθημερινά ζυμώματα.
Γίνονται με ψιλοκρισαρι-σμένο αλεύρι, για να είναι λευκά και αφράτα. Τα παστώνουν
με σουσάμι, τους φτιάχνουν ένα μεγάλο σταυρό και φυτεύουν καρύδια για να είναι
πιο εντυπωσιακά και να ξεχωρίζουν από τα άλλα ψωμιά. Παράλληλα ο νοικοκύρης κανονίζει
το κρέας που θα μαγειρευτεί ανήμερα. Σε πολλά από τα χωριά, αντί να σφάξουν τα
ζώα τις απο-κριές, που συνηθίζουν οι περισσότεροι, το κάνουν παραμονές των Χριστουγέννων.
Το πιο φτωχικό σφαχτό θα είναι ένας καλός κόκορας. Έτσι το βράδυ της παραμονής
είναι όλα έτοιμα για την ημέρα των Χριστουγέννων. Πριν κοιμηθεί η οικογένεια,
κλείνουν καλά πόρτες και παραθύρια, για να μην μπουν μέσα τα κακά πνεύματα. Η
φωτιά ενισχυμένη καίει στο τζάκι. Σε πολλά χωριά πριν κοιμηθούν, βγάζουν έξω ένα αναμμένο ξύλο (δαυλί) για να
διώχνει τους καλικάντζαρους και να τους
αποθαρ-ρύνει να πλησιάσουν τα σπίτια τους ! Η λειτουργία των Χριστουγέννων αρχίζει νύχτα,
(γύρω στις 4-5) για να τελειώσει στα χαράματα.
Η νυχτερινή λειτουργία εκτός από τη θρησκευτικότητα
και την γρα-φικότητά της, επιβαλλόταν στα ορεινά χωριά μας και για λόγους πρακτικούς.
Τα σφαχτά (γιδοπρόβατα) έπρεπε να βγουν και για την βοσκή τους και φυσικά έπρεπε
να τα συνοδεύει ο τσοπάνης τους, που έπρεπε να είναι φαγωμένος και πιωμένος,
γι-α να αντέχει στο κρύο και τις βροχές.
Στο τέλος της λειτουργίας άρχιζαν τα “χρόνια πολλά”,
οι ευχές, τα χειροφιλήματα και οι ασπασμοί. Επιστρέφοντας στο σπίτι, το χριστουγεννιάτικο
τραπέζι ήταν έτοιμο και το φαγητό άρχιζε με κρασοκατάνυξη, μεζέδες, γλυκά και
ευχές. Σε αρκετά
γορτυνιακά χωριά, τις παραμονές των Χριστουγέννων ή στις 27 Δεκέμβρη του
Αγίου Στεφάνου, γίνονταν τα χοιροσφάγια μια τελετή με πανάρχαιες ρίζες. Ακούστε
πως την περιγράφει ο Κώστας Παπαντωνόπουλος: «Η χοιροσφαγία, συνήθως δε συνέπιπτε τις
ίδιες ημερομηνίες σε όλη την Ελλάδα. Σε άλλες περιοχές τα έσφαζαν μερικές
ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα και σε άλλες άρχιζαν από την ημέρα των
Χριστουγέννων και μετά. Τα περισσότερα γουρούνια σφάζονταν στις 27 Δεκεμβρίου,
την ημέρα μνήμης του Αγίου Στεφάνου. Όπου σφάζονταν πριν τα Χριστούγεννα, η
γιορτή αυτή ονομαζόταν «γουρουνοστέφανος». Στην Πελοπόννησο σφάζονται κυρίως
τις Αποκριές. Υπήρχαν όμως και αρκετές περιοχές που τα έσφαζαν ένα μήνα ή και
περισσότερο μετά τα Χριστούγεννα. Η εθιμοτυπία της τελετής ήταν η ημέρα των
«Χοιροσφαγίων» ή «γουρουνοχαράς» που ξεκινούσε πολύ πρωί με το άναμμα της
φωτιάς για να γίνει το νερό πολύ καυτό με το οποίο θα μαδούσαν το γουρούνι. Οι
χοιροσφάχτες, ήταν συνήθως ομάδες φίλων μεταξύ τους, που έσφαζαν το χοιρινό του
καθενός. Για τη σφαγή ακολουθούνταν ιδιαίτερη εθιμοτυπία. Για παράδειγμα το
σφάξιμο γινόταν με ειδικό μαυρομάνικο μαχαίρι και θύτης ήταν ο αρχηγός της
οικογένειας. Οι χοιροσφάχτες σύμφωνα με το εθιμοτυπικό,
έτρωγαν τον πρώτο μεζέ, που ήταν ο καρύντζαφλος ή καρούτζος (ο λάρυγγας του
γουρουνιού στο σημείο που είχε γίνει η τομή του σφαξίματος). Ήταν ο πρώτος
μεζές, που ψήνονταν, για να πιούν ένα ποτήρι κρασί και συνάμα να ευχηθούν: «
Χρόνια πολλά, καλοφάγωτο και του χρόνου με υγεία, να ξαναφτιάξετε ίδιο και
μεγαλύτερο χοιρινό»! Μετά το ξεψύχισμα του σφαγίου, το μαδάγανε με
καφτό νερό. Σκέπαζαν το σφάγιο με ένα σακί και επάνω του έριχναν καφτό νερό και
όταν «έπαιρνε», δηλαδή ήταν έτοιμο, τότε το μαδάγανε τρίβοντας το με το σακί ή
με διάφορα αιχμηρά αντικείμενα. Μετά το μάδημα άρχιζε το ξεβράκωμα, δηλαδή
άρχιζαν να το γδέρνουν από τα πισινά πόδια μέχρι να φθάσουν στην ουρά του. Στην συνέχεια έκοβαν τα πόδια στα γόνατα,
τρυπούσαν τις κλιτσινάρες των πισινών ποδιών, του περνούσαν ένα ξύλο χονδρό σαν
ξιναροστύλιαρο και το κρεμούσαν, συνήθως από κάποιο δένδρο ή κάποιο μπαλκόνι
ανώγειας οικίας, για να μπορεί ο σφάχτης να το ξετομαριάσει.. Μόλις τελείωνε το γδάρσιμο, σειρά είχε το
ξεκοίλιασμα. Προσεκτικά ο σφάχτης, άνοιγε την κοιλιά του και έβγαζε όλα τα
ζωτικά όργανα του ζώου. Ο άνθρωπος, όλα αυτά, μετά από την ανάλογη επεξεργασία,
τα έτρωγε. Δεν τρωγόταν η ουροδόχος κύστη (φούσκα), όμως την χρησιμοποιούσαν
μετά από ειδική κατεργασία για τόπι, για καπνοσακούλα, σακούλι για ν’
αποθηκεύουν σπόρους (ντομάτα, αγγούρι, λάχανα, πιπεριά, κρεμμύδι κ.ά.) επίσης
την χρησιμοποιούσαν και για πουγκί. Μετά την φούσκα έβγαζαν την γουρουνοπυτιά,
στην συνέχεια την έβαζαν σε ένα πιάτο και την έκοβαν κομματάκια. Στην συνέχεια
της έριχναν ξύδι, λάδι, σκόρδο, αλάτι και ούζο και την τοποθετούσαν στον ήλιο
για ν’ αποξηρανθεί. Ύστερα την κρεμούσαν στο τζάκι στην καπνιά και την
χρησιμοποιούσαν όταν έπηζαν τυρί.» Συνεχίζουμε με ένα κείμενο του Σερβαίου
Γεωργίου Δ. Βέργου που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του Σέρβου το Δεκέμβρη του
2017 με τίτλο: Παλιά χριστουγεννιάτικα έθιμα στο χωριό μας Σέρβου. «Τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, και των Φώτων, λόγω του ότι
τις πιο πολλές φορές είχαμε κρύο και χιόνια στο χωριό, οι εκδηλώσεις ήταν
περιορισμένες. Την παραμονή των Χριστουγέννων πάντως, τ’
αγόρια - κορίτσια δεν θυμάμαι να έλεγαν τα κάλαντα!- σηκωνόσαντε πρωί-πρωί, ντύνονταν πρόχειρα και αφού
συναντιόσαντε με τα άλλα παιδιά της παρέας, αποφασίζανε από πού θα ξεκινήσουνε
να πούνε τα κάλαντα πρώτοι, ώστε να μην τους προλάβουν άλλα παιδιά. Αν πήγαιναν δεύτεροι ή τρίτοι, υπήρχε ο
«κίνδυνος» να τους έδιωχναν λέγοντάς τους: «τα είπαν άλλοι». Αν
έλεγαν τελικά τα κάλαντα τα παιδιά, η αμοιβή τους συνήθως ήταν ένα-δύο καρύδια (κοκόσιες τα έλεγαν
στο χωριό μας), για το κάθε παιδί, ή κανένα ξερό σύκο, που έφερναν από τη
Μεσσηνία (Μεσένια), όταν έρχονταν οι άνδρες τις παραμονές των Χριστουγέννων.
Στην καλύτερη περίπτωση, κανένα χαλβά, αν ο νοικοκύρης είχε φέρει λάδι, κανένα
αβγό, και πολύ σπάνια καμιά δραχμή ή πενηντάλεπτο. Τη
νύχτα των Χριστουγέννων το τζάκι, σε όλα τα σπίτια του χωριού, συνήθως έκαιγε
μέχρι το πρωί. Τις πρώτες ώρες με δυνατή φωτιά, και μετά που κοιμόσαντε ή
χτύπαγε η καμπάνα του παπά «σιγόκαιγε».
Μάλιστα όποιος μπορούσε πήγαινε την παραμονή και έφερνε αρωματικά ξύλα
για να μυρίζει ωραία το τζάκι. Τέτοιο ξύλο είναι η «κοκορίτσα», που αφθονεί στα βράχια του
χωριού μας (Αραμανάλι και αλλού). Γύρω στις 2 τη νύχτα τα Χριστούγεννα, χτυπούσε
η καμπάνα για εκκλησιασμό. Πήγαιναν σχεδόν όλοι, μικροί-μεγάλοι, στην εκκλησιά (στο Ναό της Ζωοδόχου Πηγής,
μέχρι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960, που άρχισε λειτουργία και στο Ναό
Κοίμησης της Θεοτόκου) και κοινωνούσαν
οι περισσότεροι. Κάποια γιαγιά έμενε συνήθως στο σπίτι για να μαγειρέψει, ώστε το φαγητό να είναι έτοιμο, όταν σχολάσει
η εκκλησία, για το Χριστουγεννιάτικο γιορταστικό τραπέζι. Ένα τραπέζι που το περίμεναν «πώς και πώς», με μεγάλη
ανυπομονησία, ύστερα από τη νηστεία που συνήθως κράταγε όλη τη Σαρακοστή. Στο σπίτι έμενε ακόμη όποια μαμά είχε μικρό παιδί, και έπρεπε να το θηλάσει, καθώς και οι πολύ λυπημένοι, που είχαν χάσει πρόσφατα
κάποιον δικό τους. Γενικά πάντως, σε
κάθε σπίτι έμενε και από μια γυναίκα,
για να προσέχει και τη φωτιά. Μετά το γιορταστικό τραπέζι, και αφού η μέρα
είχε ξημερώσει πια για καλά, άρχιζε η
καθημερινή απασχόληση, αφού υπήρχαν και
τα ζώα της οικογένειας και τα οποία … δεν καταλαβαίνουν από γιορτές. Κάποιος έπρεπε
λοιπόν, να τα περιποιηθεί και ενδεχομένως να πάει να τα βοσκήσει και ας ήταν
Χριστούγεννα. Οι γυναίκες βέβαια έπρεπε να ετοιμάσουν το μεσημεριανό φαγητό και
οι άνδρες … να βγουν μια βόλτα στην αγορά, να πιούν τα ποτηράκια τους και να
πουν τα … δικά τους, με τους φίλους τους. Να προλάβουν ενδεχομένως και την
«κατηγόρια» πως … δεν τους άφησαν οι
γυναίκες να βγούνε!. Την
παραμονή της πρωτοχρονιάς, πάλι τα παιδιά του χωριού έτρεχαν αξημέρωτα
πρωί-πρωί στις γειτονιές να πουν τα κάλαντα, ώστε να προλάβουν πρώτα. Το βράδυ της παραμονής (31) συνήθως δεν γινόταν
κάτι ιδιαίτερο, στα σπίτια εκείνα τα
χρόνια. Μάλιστα, πολλοί πατριώτες
κοιμόσαντε ενωρίς. Βέβαια υπήρχαν τα καφενεία και οι ταβέρνες στο χωριό,
που ήσαν γεμάτα, μέχρι αργά το βράδυ. Επί πλέον υπήρχαν και οι «φίλοι της
τράπουλας» που έπαιζαν «31» και σχεδόν το ξενυχτούσαν. Έπαιζαν συνήθως με λεφτά
–όχι πολλά- και κάποιοι είχαν …εξαιρετικές επιτυχίες και είχαν «όνομα στην
πιάτσα». Η χαρτοπαιξία κρατούσε συνήθως κάποια βράδια στις γιορτές, αλλά και
στη διάρκεια της μέρας. Το πρωί, ανήμερα της πρωτοχρονιάς, ξυπνούσαμε πάλι ενωρίς. Ηγιαγιά, αν ήταν
σχετικά νέα, αναλάμβανε να κάνει τη βασιλόπιτα, με τη βοήθεια της μαμάς και των
κοριτσιών, για να μαθαίνουν και αυτά. Όχι βέβαια αυτή η βασιλόπιτα που ξέρουμε σήμερα, με ένα σωρό νοστιμιές,
αλλά μια πίτα με αλεύρι μόνο, σε σφιχτή ζύμη, και με λίγη σόδα. Την ψήνανε στο
τζάκι, στην πυρωμένη γωνιά, την σκέπαζαν με στάχτη και κάρβουνα και μέσα βάζανε
το γούρι, κανένα παλιό κέρμα (κοινό ή ασημένιο), που συνήθως είχε αποσυρθεί από την κυκλοφορία. (Μετά την
κατοχή και μέχρι το 1953 ή 54, που επιστρέψαμε στη δραχμή, δεν είχαμε νομίσματα
σε κέρματα). Κατά τα άλλα, η μέρα
κυλούσε όπως και αυτή των Χριστουγέννων, με γιορτινό τραπέζι και πολλές ευχές,
ιδιαίτερα κυρίως για τα κορίτσια, για να
βρεθεί «ένα καλό παιδί», από νοικοκυρόσπιτο, να αποκατασταθούνε. Την
παραμονή των Φώτων «της Πρωτάγιασης», σπάνια τα παιδιά πήγαιναν να πουν
κάλαντα. Ότι είχαν να πάρουν, τα είχαν πάρει την παραμονή Χριστουγέννων και της
Πρωτοχρονιάς. Η μέρα αυτή ήταν, μέρα του
παπά. Πρωί-πρωί ξεκίναγε να αγιάσει τους πιστούς σε όλα τα σπίτια του χωριού. Σε μία μικρή
τέσα (σ.σ. μεταλική λεκανίτσα με χερούλι) είχε την αγιαστούρα του, και πήγαινε
από σπίτι σε σπίτι, για τον αγιασμό, για να φύγουν οι καλικάτζαροι, που σύμφωνα
με την παράδοση, «μας τυραννούσαν, από την ημέρα των Χριστουγέννων». Μαζί του
είχε και ένα παιδί ο παπάς, σχετικά μεγάλο και από το σόι του, με ένα καλαθάκι
για να βάζει τα αυγά, που οπωσδήποτε του έδιναν οι νοικοκυρές. Να σημειωθεί πως η παραμονή των Φώτων ήταν αυστηρή νηστεία,
για να πιούμε όλοι τον αγιασμό, και να μην … αμαρτήσουμε, σε περίπτωση που είχαμε φάει! Τη μέρα των Φώτων, πάλι η εκκλησία ήταν γεμάτη
από κόσμο και αφού παίρναμε τον αγιασμό, πηγαίναμε τρώγαμε και στη συνέχεια
πηγαίναμε να αγιάσουμε τα χωράφια μας, όπου και αν βρίσκονταν, στην Αράχωβα,
Αρτοζήνο, Τσίπολη, Μακριά Λάκα, και όπου αλλού, ώστε να έχουμε καλή σοδειά το
καλοκαίρι. «Τ’ Αϊ Γιανιού την άλλη μέρα πάρ’ τη σάκα σου
και φεύγα», λέγαμε στο χωριό, αφού τελείωναν οι διακοπές για τους μαθητές, και
άρχιζε πάλι το σχολείο και ο αγώνας να μάθουμε λίγα γράμματα, γιατί παράλληλα είχαμε και τις
δουλειές στο σπίτι (ζωντανά, νερό από τη βρύση, θελήματα κλπ), και όχι όπως
σήμερα που τα παιδιά ασχολούνται μόνο με τα μαθήματα τους. Αυτό βέβαια ήταν
καλό για μας, που είμαστε παιδιά τότε,
γιατί μάθαμε να δουλεύουμε από μικρά παιδιά και συνεπώς να ωριμάζουμε
νωρίτερα. Έτσι συνειδητοποιούσαμε και τις υποχρεώσεις που είχαμε απέναντι στην
οικογένεια. Για παράδειγμα, να πάμε να βοσκήσουμε τις γίδες αλλά να τις
προσέχουμε μη πάνε σε κανα κήπο, και στην επιστροφή να φέρουμε και μια κλάρα
κλαρί στον ώμο για την άλλη μέρα να φάνε οι γίδες. Μπορεί να ήταν κοπιαστική η ζωή μας τότε στα
χωριά, αλλά με ευχαρίστηση τη θυμάμαι, γιατί μεγαλώσαμε με τρόπο, που μας έδωσε
εφόδια για τη ζωή, ώστε να ζήσουμε χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Τι θα γίνει
σήμερα και αύριο με το μέλλον των δικών μας παιδιών και εγγονών κανένας δεν
ξέρει, με τις γνωστές άσχημες συνθήκες που επικρατούν τα τελευταία χρόνια, σε
όλη τη χώρα. Τα χωριά μας έχουν ερημώσει, τα σχολεία έκλεισαν, πολλοί ναοί δεν
έχουν ιερέα… Θα τελειώσω τη γιορτινή αναφορά μου στη
Γορτυνία με λίγους στίχους της Σπαθαραίας
Θεοδώρας Κουφοπούλου – Ηλιοπούλου. Το ποίημά της έχει τίτλο: «Γορτυνία μην κλαις» Τρανή, μικρή Πατρίδα μου Γορτυνία μου, Μάνα μην κλαις. Βαθιές οι ρίζες σου στη Γη, θα ζήσεις. Πάλι θα ξανανθίσεις. Από τις στάχτες του αναγεννιέται ο δυνατός Αετόμορφος Φοίνικας. Μια αγκαλιά αγάπης σας στέλνω, συμπατριώτες μου κι ευχές για καλή υγεία, για μια καινούργια, καλή αρχή. Γιάννης Μητράκος
Πρόεδρος Γορτυνιακού Συνδέσμου Σπάρτης![]()