Τρίτη, 16 Δεκεμβρίου 2025
Με τη μασιά αυτήν την παλιά στήριζε ο πατέρας και η μάνα μας (αργότερα μάθαμε να το κάνουμε κι εμείς) τις μεγάλες φέτες του ψωμιού, για να στέκουνται απέναντι στη φωτιά, μέχρι να αρχίσουνε να σκουραίνουνε και να γίνουνται καψάλες
-Και που λέτε, παιδιά, ένας μυλωνάς, το βράδυ
τα Χριστούγεννα, εκεί στο μύλο που δούλευε και κοιμότανε, άναψε τρανή φωτιά στο
τζάκι του για να κάνει κάρβουνα και να ψήσει λίγο χοιρινό, να φάει κι αυτός σαν
άνθρωπος, τόση νηστεία που είχε κάνει όλο το σαραντάημερο. Έβαλε ωραία κομμάτια
κρέας, με ξυγκάκι, απ’ το γουρούνι που ’χε σφάξει, τα ’βαλε σε μια σούφλα,
άνοιξε κάρβουνα με τη μασιά στο παραγώνι, κι άρχισε να τα ψήνει. Έλιωνε το
ξυγκάκι κ’ έσταζε στα κάρβουνα και τσίκνισε όλος ο τόπος. Άξαφνα, να σου πλάι
στο μυλωνά ένας καλικάντζαρος κρατώντα μια σούφλα με ένα σφαρδάκλι. Ο μυλωνάς
τσιμουδιά. Έβαλε ο καλικάντζαρος τη σούφλα του πάνω στα κάρβουνα κι άρχισε να
ψήνει το σφαρδάκλι. «Το δικό σου λιγδίζει…το δικό μου δε λιγδίζει», έλεγε κάθε
τόσο. «Το δικό σου λιγδίζει…το δικό μου δε λιγδίζει», πάλι τα ίδια. Κι άξαφνα
κάνει έτσι τη σούφλα με το σφαρδάκλι και τη βάζει πάνου στη σούφλα με το
χοιρινό του μυλωνά. Δεν άντεξε ο μυλωνάς πια, βουτάει τη μασιά που ’τανε στα
κάρβουνα και…φράααπ, του ρίχνει μια του καλικάντζαρου, τον κατάκαψε κ’ έφυγε αρουλιώντα… . Τούτη την ιστορία, που έχει κι άλλο παραπίσω,
μας την έλεγε η μάνα μου, η Παναγιώτα Κοντοέ απ’ του Κουρουνιού της Γορτυνίας,
κάθε Χριστούγεννα που μας μάζευε, όπως η κλώσσα τα κλωσσόπουλα, γύρω απ’ τ’
αναμμένο τζάκι του παλιού μας σπιτιού, εδώ στη Σπάρτη. Μας τήνε έλεγε όπως
ακριβώς τη θυμότανε από τη γιαγιά της και τη μάνα της, γιατί η μάνα μου, που
’φυγε τριάντα χρονώ απ’ το χωριό της, ήτανε από κείνε τις παλιές γυναίκες, που
χωρίς κανείς να τους το ’χει πει και διδάξει, ήτανε από μόνες τους
θεματοφύλακες και δάσκαλοι της παράδοσης, κρατώντας άσπαστη την αλυσίδα που
ενώνει (πρέπει να ενώνει) το σήμερα με το χθες. Κι εμείς, αρπάγαμε από τη γωνιά του τζακιού τη
βαριά, μαύρη σιδερένια μασιά και φωνάζαμε: -Με τούτη τη μασιά, μάνα, έκαψε ο μυλωνάς τον
καλικάντζαρο; -Ναι…με τούτη τη μασιά. Δε ρωτάγαμε περισσότερα. Η διήγηση της μάνας
μας τα είχε όλα τακτοποιήσει μέσα μας μια χαρά: Ο μύλος ήτανε δικός μας, δικός
μας (του σογιού) κι ο μυλωνάς, κι η μασιά μας, δεν μπορεί άλλη να ήτανε παρά
του μυλωνά, που κατά τρόπο θαυμαστό μάς την είχε κληρονομήσει. Αυτή τη μασιά, λοιπόν, εμείς, όταν
γεννηθήκαμε, τη βρήκαμε στο σπίτι μας το πατρικό. Εμείς μπουσουλάγαμε στο παλιό
ξύλινο πάτωμα και η μασιά φύλαγε το τζάκι. Τώρα, μετά από 72 χρόνια, η μασιά
είναι ακόμα νέα όπως ήτανε και τότε. Την είχε φτιάξει τόσο καλά ο σιδεράς, που
ο χρόνος δεν καταφέρνει να τη γεράσει. (Μακάρι και μας να μας είχε φτιάξει ο
ίδιος σιδεράς. Όμως … δεν μας έφτιαξε.) Είναι μια μαύρη, καλοδεμένη μασιά από ατόφιο
σίδερο, που πήρε μορφή και σώμα σε κάποιο σιδεράδικο του ’50 στη Σπάρτη. Ένα
κομμάτι άμορφο σίδερο ήτανε στην αρχή. Μπήκε μέσα στη φωτιά που έκαιγε στο
καμίνι του «γύφτικου», κοκκίνισε, πύρωσε, και μετά με την τσιμπίδα του ο
σιδεράς την έβαλε πάνω στ’ αμόνι κι άρχισε, κρατώντας τη με την τσιμπίδα, να τη χτυπάει με το βαρύ σφυρί του κι
αντηχούσανε τα γύρω λες και βαράγανε καμπάνες εκκλησιάς. Όταν το σίδερο
ξεπύρωνε, το βούταγε μέσα στο καζάνι με το νερό για να γίνει σκληρό και
ανθεκτικό και το ξανάβαζε στο καμίνι. Και μετά πάλι τα ίδια … και πάλι … και
πάλι… μέχρι που γίνηκε μια μασιά όμορφη και λειτουργική, έτσι όπως τήνε ήθελε ο
μάστορας ο σιδεράς: Μακρουλή όσο έπρεπε για να μπαίνει βαθιά στο τζάκι, με
στρογγυλό χέρι, λυγερό, με μια μύτη πλατιά αλλά μπροστά μυτερή, τριγωνική, για
να πιάνει τα κάρβουνα και τη στάχτη αλλά και για να σπάζει κάρβουνα από τα
αναμμένα κούτσουρα. Και στο πίσω μέρος του χεριού της μια όμορφη θηλίτσα μ’
έναν κρίκο, για να κρεμιέται στην πρόκα
του τζακιού (κάτι σαν αρρεβώνας, για να
μείνει πιστή στο σπιτικό μας ολάκερη τη ζωή της). Κάθε που κοιτάω την παλιά, ομορφοφτιαγμένη
παλιά μασιά, θέλω δεν θέλω, θυμάμαι το ποίημα του Τέλλου Άγρα «Ο σιδεράς» από
το παλαιό λατρεμένο βιβλίο της Β΄Δημοτικού: Ο Σιδεράς Τα μπρ?τσα του, για ιδ?στε, γυαλ?ζουν μελαν?. Τη ν?κτα, τ?ν ημ?ρα, σκυφτ?ς,
σφυροκοπά, δ?χως να πα?ρν? αν?σα, στ’ αμ?νι του κτυπά! Τα ουρ?νια δεν τα ξ?ρει ποτ? του γαλαν?. Τη φλ?γα, το σφυρ? του, θωρεί παντοτινά. Τη ν?κτα, την ημ?ρα, σκυφτ?ς, σφυροκοπά, δ?χως
να πα?ρν? αν?σα, στ’ αμ?νι του κτυπά. Έχει παιδι?, γυναίκα, γι’ αυτο?ς τ?σον καιρ? σιδερικ? σκαρώνει κ?θε λογής σωρ?. Τη ν?κτα, την ημ?ρα, σκυφτ?ς, σφυροκοπ?, δ?χως να πα?ρν? αν?σα, στ’ αμ?νι του κτυπά. Τ?λλος ?γρας Τζάκι χωρίς μασιά ούτε ν’ ανάψει και να κάψει
καλά μπορεί, ούτε και να σβήσει καλά και να καθαριστεί για το νέο άναμμα.
Θυμάμαι τον πατέρα μου, τον Παναγιώτη Μητράκο από τη Δόξα (Βρετεμπούγα) της
Γορτυνίας, να έρχεται «σκοτωμένος» απ’ τη δουλειά και να πηγαίνει κατευθείαν
στ’ αναμμένο τζάκι, πιάνοντας τη μασιά, σα να τήνε καλησπέριζε, σα να της
μολόγαγε πόσο του είχε λείψει. Κι αμέσως το πρόσωπό του, το κατακουρασμένο από
τον κάματο της μέρας, μαλάκωνε, ημέρευε, και οι φλόγες του τζακιού παίζανε πάνω
του και γινούντανε κάτι σαν φωτοστέφανο, αυτό το φωτοστέφανο που φόρεσαν για το
μαρτύριό τους ΟΛΟΙ εκείνοι οι «ταπεινοί άγιοι», που μοχθούσανε καθημερινά με
ιδρώτα κι αναστεναγμό για να βγάλουνε το ψωμί της φαμελιάς τους. Καθότανε ο
πατεράκος μου με τη μασιά στο χέρι και κοίταγε τη φωτιά, και μετά σήκωνε τη
μασιά, κούναγε λίγο τα κούτσουρα για να ξανανιώσει η φωτιά τους, τα χτύπαγε με
τη μύτη της μασιάς για να δώσουνε αναμμένα κάρβουνα και μάζευε τα ξύλα και τα
κάρβουνα με τη μασιά ώστε να καίνε καλύτερα και να ζεσταίνουνε. Μαζευόμαστε και
μεις τότε κοντά του για να ζεσταθούμε…δε μίλαγε ο πατέρας μας…ούτε εμείς του
μιλάγαμε…όμως ακούγαμε κουβέντες
μυστικές να βγαίνουνε απ’ την ανάσα του. Θα ’ρχότανε κι η ώρα να μιλήσει και το
στόμα. Η πιο κατανυκτική στιγμή στο τζάκι το παλιό ήτανε εκείνη που ο πατέρας
μου τράβαγε στάχτη με τη μασιά, την άπλωνε όπως ανοίγεις ένα χαρτί κι άρχιζε να
«γράφει» πάνω της γράμματα αδιάβαστα και μυστικά και μεις κοιτάγαμε
παραξενεμένα πότε το πρόσωπο του πατέρα μας, πότε τη μασιά και τα γράμματά της.
Κατά έναν τρόπο μαγικό και ανεξήγητο, ενώ δεν ξέραμε να τα διαβάζουμε αυτά τα
γράμματα τ’ αδιάβαστα και μυστικά, όμως … καταλαβαίναμε τι λέγανε. Κι ύστερα ο
πατέρας μας έκανε έτσι μια με τη μασιά και χάλαγε τη στάχτη με τα γράμματα, κι
άρχιζε πια γελαστός να μας μιλάει, να ρωτάει τι κάναμε όλη μέρα, πώς τα πήγαμε
στο σχολείο, αν είμαστε καλά παιδιά … όλα εκείνα που ρωτάγανε τα παιδιά τους οι
παλιοί «αμόρφωτοι» γονείς, που δεν είχανε ακούσει τίποτε για παιδαγωγική, δεν
ψάχνανε σε βιβλία να μάθουνε για την ανατροφή των παιδιών, αλλά είχανε μέσα
τους αποθησαυρισμένη την παιδαγωγική της αγνής ψυχής και του απλού μυαλού τους
συνταιριασμένα με την παράδοση που είχανε παραλάβει από τους πιο παλιούς. Με τη μασιά αυτήν την παλιά στήριζε ο πατέρας
και η μάνα μας (αργότερα μάθαμε να το κάνουμε κι εμείς) τις μεγάλες φέτες του
ψωμιού, για να στέκουνται απέναντι στη φωτιά, μέχρι να αρχίσουνε να
σκουραίνουνε και να γίνουνται καψάλες. Έβγαζε μετά τα κρεμμύδια που είχε
παραχώσει στη θράκα από νωρίτερα (πάλι με τη μασιά) τα ξεφλούδιζε, τα έβαζε σ’
ένα πιάτο με λάδι, τα έλιωνε με το πιρούνι να ξεχωρίσουνε τα κομμάτια τους,
τους έριχνε πάνω μπόλικο αλάτι και ρίγανη, έστιβε κι ένα λεμόνι, τ’ ανακάτευε
όλα στο πιάτο, μας μοίραζε τις καψάλες και όλοι μαζί, πατέρας, μάνα και παιδιά,
κόβαμε μπουκιές ζεστές καψαλισμένες και τις βουτάγαμε στο λάδι και πιάναμε με
τη μπουκιά και λίγα γλυκοψημένα κρεμμύδια και τρώγαμε όλοι από το πιάτο της αγάπης, όπως έτρωγε
κι ο Χριστός με τους Μαθητές Του στο
Δείπνο το Μυστικό. (Άμα είχαμε τυρί και ελιές τρώγαμε κι απ’ αυτά μαζί). Τα Χριστούγεννα έφερνε ο πατέρας μου κρέας
χοιρινό απ’ το χασάπη, του ’ριχνε αλάτι, πιπέρι και ρίγανη, έβγαζε κάρβουνα με
τη μασιά στο παραγώνι που ήτανε στρωμένο με ωραία πλακάκια κεραμικά τα οποία
είχανε περισσέψει από κάποια δουλειά του
πατέρα μου σε οικοδομή και … είχανε «κατασχεθεί». Έβαζε πάνω στα κάρβουνα μια
γριά σκάρα (της οικογένειας κι αυτή), έστρωνε τα μεζέδια πάνω της και τα ’ψηνε
αργά–αργά, κι έσταζε το ξίγκι από κάτω και τσίκνιζε το σπίτι κ’ έβγαινε η
τσίκνα από την καμινάδα και τσίκνιζε όλη η γειτονιά και λέγανε οι γείτονες: «ο
Παναγιώτης θα ψήνει»! Από καιρού εις καιρόν σήκωνε τη σκάρα ο πατέρας μου,
ανακάτευε τα κάρβουνα με τη μασιά, έκοβε νέα κάρβουνα κατακόκκινα από τα
κούτσουρα και το ψήσιμο συνεχιζότανε. Κι εμείς περιμέναμε ολόγυρα αλλά ρίχναμε, καλού κακού, πίσω μας καμιά
ματιά, μήπως μέσα στο φως της λάμπας του πετρελαίου που κρεμότανε στον τοίχο,
πάνω από το τραπέζι του χειμωνιάτικου, ξετρυπώσει κάνας καλικάντζαρος. Όταν τα κοψίδια ήτανε έτοιμα τα’ βγαζε η μάνα
μου σε μια πιατέλα που ’χε από την προίκα της, τα περίχυνε με λαδολέμονο και
τρώγαμε χριστουγεννιάτικα εκεί κοντά στο τζάκι. Ούτε τραπέζια, ούτε
επισημότητες, ούτε τίποτα Ο πατέρας μου είχε και μια μπουκάλα γιομάτη καλό
κρασί από την ταβέρνα του Τσούση ή του Κακαλέτρη ή του Λουμάκη κι έβαζε στο ποτήρι του κι έπινε το κρασάκι του να πάνε κάτω οι
καημοί και τα φαρμάκια κι έλεγε: -Χρόνια Πολλά… Καλά Χριστούγεννα να έχουμε… Να
μας έχει καλά ο Χριστούλης… Να κλείνει το βράδυ η πόρτα και να ’μαστε ΟΛΟΙ
μέσα. -Μην πιεις πολύ, του ’λεγε η μάνα μου (το φοβότανε η δόλια το πιοτό) και τότε
κέρναγε ο πατέρας μου κρασάκι και τη μάνα μου και μετά από ένα-δυο ποτηράκια,
σταμάταγε τις προειδοποιήσεις. Μας κέρναγε
κι εμάς λίγο κρασί: «Ασ’ τα
παιδιά να πιούνε μια γουλιά», έλεγε της μάνας μας. Κι εκείνη μας άφηνε
να πιούμε δυο - τρεις γουλιές, που τις νιώθαμε στο στόμα μας σαν μεταλαβιά. Και
θυμότανε τότε η μάνα μου πως κι η γιαγιά μας η Σταμάτα, στου Κουρουνιού, όταν
γύριζε το σούρουπο απ’ τα χωράφια και τα πρόβατα, πήγαινε στο κατώι κι έπιανε
λίγο κρασί κι έπινε ένα-δυο ποτήρια, για να πάρει όση δύναμη είχε χάσει όλη τη
μέρα στη σκληρή δουλειά. Θυμότανε, ακόμα, πως τον μικρό αδερφό της, τον Θύμιο,
νεογέννητο ακόμα, τον είχε ποτίσει η
γιαγιά μου, κρασί από το υνί,για να μη
μεθάει όταν μεγαλώσει. Βάλανε, όπως μας έλεγε, ένα καθαρό υνί κοντά στο στόμα
του μωρού, στάξανε λίγο κρασί στο υνί κι εκείνο κύλησε κατευθείαν στο στόμα του
μωρού που άρχισε να ξερογλείφεται. Και
πράγματι, ο θείος μου ο Θύμιος, 90 χρόνων σήμερα, συνεχίζει να πίνει το κρασάκι
του, και ποτέ στη ζωή του δεν έχει μεθύσει. Είναι δυνατόν ή σοφή γιαγιά μου, η
Σταμάτα, να μην ήξερε τι έκανε; Κι ύστερα το κρασάκι, εκεί στο αναμμένο τζάκι,
ξεκλείδωνε τις καρδιές κι άνοιγε τα στόματα κι αρχίζανε οι παλιές ιστορίες που
τις άκουγε μαζί μας κι η μασιά που ξεκουραζότανε, επιτέλους, απέναντι απ’ τα
αναμμένα κούτσουρα, που είχανε
συμμορφωθεί απέναντί της όπως τα παιδόπουλα του δημοτικού μπροστά στη βίτσα του
δασκάλου: Μας λέγανε, η μάνα κι ο πατέρας, για το Χριστόξυλο,
το μεγάλο κούτσουρο του τζακιού, που έπρεπε να καίει μέρα - νύχτα όλο το
δωδεκάμερο, για να μη μπαίνουνε τα καλικαντζάρια από την καμινάδα, και
ιδιαίτερα να καίει το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, για να ζεσταίνει
την Παναγιά που κοιλοπόναγε και μετά το νεογέννητο Χριστό στη φάτνη. Μας λέγανε για το κόσκινο που κρεμάγανε στο
χωριό πίσω από την πόρτα του σπιτιού και ο καλικάντζαρος, έτσι περίεργος που
ήτανε και «μπιτ για μπιτ κουτός», στεκότανε κι άρχιζε να μετράει τις τρύπες του κόσκινου και μπερδευότανε
και ξανάρχιζε από την αρχή, μέχρι που ξημέρωνε και λάλαγε ο πρώτος πετεινός κι
ο καλικάντζαρος έτρεχε να χαθεί μην τον
δει το φως του ήλιου. Μας λέγανε για τα κάλαντα που τραγουδάγανε
κάθε παραμονή-πρωί τα παιδιά του χωριού σε όλα τα σπίτια, κρατώντας αναμμένα
φαναράκια για να βλέπουνε στα σκοτάδια και ραβδιά για να χτυπάνε τις πόρτες των
σπιτιών, για το καλό, όταν τραγουδάγανε «καλήν εσπέραν άρχοντες-αν είναι
ορισμός σας -Χριστού τη θεία γέννηση-να πω στ’ αρχοντικό σας…». Κι άνοιγαν οι νοικοκυρές
τις πόρτες και τα φίλευαν, ανάλογα με «το έχει τους», κάστανα, καρύδια,
κουλούρια, γλυκίσματα (πού και πού καμιά
δεκσαρίτσα)… αφού το ’χανε σε κακό να διώξουνε τα παιδάκια χωρίς κανένα φίλεμα
ή να μην τους ανοίξουνε την πόρτα. Μας λέγανε, ακόμα, για το σφάξιμο του
γουρουνιού, πριν από τα Χριστούγεννα, που το κόβανε κομμάτια και το βράζανε με
μυρουδικά, φτιάχνανε και λουκάνικα, και
τα βάζανε όλα μαζί μέσα στη λίγδα, στις λαΐνες, και το ’χανε όλο το χρόνο για
φαΐ και για προσφάι, τότε που το κρέας δεν ήτανε για χόρταση. Μας λέγανε και για το Χριστόψωμο που το
γεμίζανε απάνου με στολίδια από ζυμάρι, βάζοντας εδώ το αλέτρι με τα βόδια,
εκεί το βαρέλι του κρασιού, το αμπέλι, το σπίτι, αρνάκια, κατσικάκια, όλα
εκείνα που ήτανε η ζωή τους κι έπρεπε να βλογηθούνε μπαίνοντας πάνω στην
κουλούρα τη χριστουγεννιάτικη. Μας λέγανε που την παραμονή, τη νύχτα,
ανοίγανε τα ουράνια. Και ήτανε τόση η πίστη τους τότε που πολλοί ξενυχτάγανε για να δούνε τη θεϊκή
λάμψη και να προλάβουνε να κάνουνε μια ευχή. Μας λέγανε για το στάρι που ρίχνανε στη
χριστουγεννιάτικη φωτιά, όταν ήτανε μαζεμένοι
όλοι γύρω από το τζάκι, και κοιτάγανε οι σοφές οι γιαγιάδες του καιρού
πώς πηδάγανε οι σπόροι σαν πέφτανε στη φωτιά, για να ξηγήσουνε τα μελλούμενα. Μας λέγανε κι άλλα πολλά και πάμπολλα και
πάντα τελειώνανε με το χριστουγεννιάτικο τραπέζι στο χωριό τους, που μπορεί να
’τανε ταπεινό και να μην είχε πάνω του τα καλούδια που ’χει σήμερα, αλλά είχε
γύρω του ολάκερη την οικογένεια, τα παιδιά, τους παππούδες, τους γονιούς, τις
νύφες και τις πεθερές, θείους ανήψια, ξαδέρφια… αλλά και τους ξενιτεμένους
καμιά φορά, που «μέρες που ’ναι» τους
έπιανε το παράπονο και η νοσταλγία για
τον τόπο τους και τους δικούς τους και «σκίζανε τα βουνά (και τα πελάγη), με
της ελιάς το φύλλο», για να βρεθούνε κοντά τους τις μέρες τις γιορτινές. Και λέγανε, η μάνα κι ο πατέρας, κι ακούγαμε
εμείς με τα στόματα ανοιχτά και τα μάτια τα ονειρεμένα, ώσπου έπιανε τη μασιά ο
πατέρας μου και τη χτύπαγε χαϊδευτικά στο παραγώνι: -Άιντε τώρα να κοιμηθείτε κι αύριο θα πούμε κι
άλλα. Και παίρναμε, τα παιδιά, μια τελευταία πύρα
απ’ τ’ αναμμένο τζάκι και τρέχαμε να χωθούμε στα κρεβάτια μας, κάτω απ’ τις
παντανίες, πλάγιαζαν κι οι γονείς μας στο ντιβάνι πλάι ακριβώς στο τζάκι (πόσο
ζηλεύαμε αυτό το «μαγικό» κρεβάτι!!!) έτσι όπως το κάνανε και στα χωριά τους,
όπου δεν υπήρχε τζακογωνιά που να μην έχει δίπλα της ένα κρεβάτι, ή έστω ένα
σάισμα καταγής, για να πλαγιάζουνε οι νοικοκυραίοι. Κι η γριά μασιά ξεκούραζε κι αυτή το λιγνό της
το κορμί ακουμπισμένη στο παραγώνι, έσβηνε κι η λάμπα στον τοίχο και μένανε
μόνο να χορεύουν στους τοίχους του χειμωνιάτικου οι σκιές κι οι αναλαμπές από
τις τελευταίες φλόγες του τζακιού. Κι ύστερα ερχότανε ο ύπνος ο γλυκός και τα
όνειρά μας τραγούδαγαν το χριστουγεννιάτικο τραγουδάκι που μας είχε μάθει η
δασκάλα μας στο σχολείο: Στη γωνιά μας κόκκινο τ’ αναμμένο τζάκι, τούφες χιόνι πέφτουνε στο παραθυράκι. Όλο απόψε ξάγρυπνο μένει το χωριό και χτυπά Χριστούγεννα το καμπαναριό. Έλα, εσύ που αρχάγγελοι σ’ ανυμνούν απόψε, πάρε από την πίτα μας που ευωδιά και κόψε. Έλα, κι η γωνίτσα μας καρτερεί να ‘ρθεις, σου ‘στρωσα, Χριστούλη μου, για να ζεσταθείς. Κοιτάζω σήμερα τη γριά μασιά, στο τζάκι μου.
Θα κάνω ΚΑΙ φέτος Χριστούγεννα μαζί της. Ξέρω πως δεν της αρέσουν τα μάρμαρα τα γυαλιστερά, τα
ξύλα τα λουστραρισμένα, τα μαντέμια και τα άλλα τα στολίδια. Ξέρω πως νιώθει
παράταιρη, πως νοσταλγεί το τζάκι το παλιό. Όμως κάνει υπομονή. Και συνεχίζει
φιλότιμα την ίδια τη δουλειά που έκανε και τότε. Κι εγώ όταν την πιάνω στο χέρι μου για να ανασκαλίσω τη φωτιά
στο τζάκι, νιώθω πάνω της τα χέρια του πατέρα και της μάνας μου, να σφίγγονται
πάνω στα δικά μου και να με οδηγάνε στο δρόμο της ζωής καθώς κάνανε όταν,
μικρό, με βγάζανε περίπατο. Κι εύχομαι, κάποτε, τα παιδιά μου και τα εγγόνια
μου να νιώσουν πάνω στη μασιά της οικογένειας ΚΑΙ τα δικά μου χέρια . Καλά Χριστούγεννα Σπάρτη 16-12-2025![]()
Βαγγέλης Μητράκος