Vekrakos
Spartorama | «Ο δικός μας Άγιος Βασίλειος», από τον Βαγγέλη Μητράκο

«Ο δικός μας Άγιος Βασίλειος», από τον Βαγγέλη Μητράκο

Ευάγγελος Μητράκος 31/12/2020 Εκτύπωση Άρθρα Ιστορία Κοινωνία
«Ο δικός μας Άγιος Βασίλειος», από τον Βαγγέλη Μητράκο
Και το ερώτημα είναι: Ποια σχέση έχει ο Σάντα Κλάους με τον Άγιο Βασίλειο; - Η απάντηση είναι: Καμιά!
Οδός Εμπόρων

Μόλις ανοίγει το εορτολόγιο των Χριστουγέννων, έρχεται κυριαρχικά κι εγκαθίσταται στη ζωή και στην καθημερινότητά μας ο Σάντα Κλάους ο κοκκινοφορεμένος ασπρομάλλης και ασπρογένης καλοθρεμμένος γέροντας που όλο το χρόνο φτιάχνει παιχνίδια με τα ξωτικά του στον Β. Πόλο και το βράδυ της πρωτοχρονιάς πετά στον ουρανό με ένα έλκηθρο που το σέρνουν τάρανδοι και μπαίνει από τις καμινάδες για να φέρει τα δώρα, χωρίς να μιλάει, κάνοντας μόνο «Χο χο χο»!!!

Και το ερώτημα είναι: Ποια σχέση έχει ο Σάντα Κλάους με τον Άγιο Βασίλειο;

Η απάντηση είναι: Καμιά!

Γιατί αυτός ο ξενόφερτος Αγιο-Βασίλης είναι αποκλειστικό δημιούργημα της COCA COLA, κατά το 1931, για διαφημιστικούς λόγους. Έκτοτε παρέλαβε τον Σάντα Κλάους το δυτικό σύστημα εμπορίας (marketing) και τον κεφαλαιοποίησε σε όλα τα επίπεδα για λόγους κερδοφορίας, κάνοντάς τον, δυστυχώς, παγκόσμιο «σύμβολο» των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.

Το κρίμα είναι πως κι εμείς, οι «σύγχρονοι» Ορθόδοξοι Χριστιανοί, αφήσαμε τον ξενόφερτο και ψεύτικο Σάντα Κλάους να επισκιάσει τον δικό μας Άγιο Βασίλειο, τον Μεγάλο Ιεράρχη της Ορθοδοξίας που αφιέρωσε τη ζωή του στον Θεό, στην Ασκητική Ζωή και στη βοήθεια προς τον πάσχοντα συνάνθρωπο με το ασύγκριτο κοινωνικό έργο του που έγινε πρότυπο για τις μελλοντικές κοινωνίες.

Αν εμείς όμως, σήμερα, γίναμε έτσι, οι παλαιοί Έλληνες, αυτοί που σήμερα, με πολλή και ασυγχώρητη ευκολία χαρακτηρίζουμε αμόρφωτους, καθυστερημένους, άξεστους κλπ., κλπ., είχαν τον Άγιο Βασίλειο πρότυπο και οδηγό της ζωής τους,  άνθρωπο δικό τους, με όλη τη σημασία της λέξης, όπως μαρτυρά η περίοπτη θέση του Αγίου Βασιλείου μέσα στην Ελληνική Παράδοση.

Στα παραδοσιακά κάλαντα της Πρωτοχρονιάς, λόγου χάρη, έβαλε ο Λαός μας τον Άγιο Βασίλειο ως κυρίαρχο  πρόσωπο της πρώτης ημέρας του νέου χρόνου: Στα κάλαντα αυτά που ψάλλονται σε πολλά μέρη της Ελλάδας, ο Άγιος Βασίλειος της Ορθοδοξίας, που έρχεται από την Καισαρεία σαν γνήσιος οδοιπόρος, κρατάει στα χέρια του, ένα ραβδί, που δεν είναι συνηθισμένο. Λένε τα κάλαντα:

 

Αρχιμηνιά Πρωτοχρονιά, πρώτη του Γεναρίου

που είναι του Χριστού γιορτή και του Αϊ-Βασιλείου.

Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία,

βαστάει πένα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι,

το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε.

«Βασίλη πόθεν έρχεσαι και πόθεν κατεβαίνεις.»

«Από τη μάνα μ’ έρχομαι και στο σχολειό πηγαίνω.»

«Βασίλη ξέρεις γράμματα, πες μας την αλφαβήτα.»

Και το ραβδί τ’ εβλάστησε και έβγαλε κλωνάρια

και πάνω στα κλωνάρια του πέρδικες κελαηδούσαν.

 

Δηλαδή, το ραβδί του Άγιο - Βασίλη, το ξύλο το ξερό, που είχε περαστεί και από τη φωτιά για να σκληρύνει, καταργεί τους νόμους της φύσης και βγάζει χλωρά κλαριά και ανθοφορεί, όπως έγινε και με το ραβδί του Ααρών στην Π.  Διαθήκη. Τότε, επρόκειτο να κρίνει ο Θεός, ποια από τις 12 φυλές θα εξέλεγε τον Αρχηγό των Ισραηλιτών. Έδωσαν, γι’ αυτό, οι άρχοντες της κάθε φυλής το ραβδί τους και από τα 12 ραβδιά μόνο η ράβδος του Ααρών  πέταξε βλαστούς και άνθη «σημάδι θεϊκό ξαναγεννημού και δυναμικότητας».

Επειδή, λοιπόν, ο Αϊ - Βασίλης κράταγε ένα ραβδί που είχε την ευλογία του Θεού, σημάδι της Αγάπης Του για τον εκλεκτό Ιεράρχη, τα παιδιά που λέγανε τα κάλαντα στα χωριά μας στα παλιά χρόνια, κρατάγανε κι εκείνα, όπως ο Άγιος Βασίλης των καλάντων, ένα μεγάλο ραβδί, πάνω στο οποίο ακουμπάγανε όταν στέκονταν να πούνε τα κάλαντα στην εξώπορτα του κάθε νοικοκύρη. Και μπορεί, μεν, το δικό τους ραβδί να μη βλάσταινε και να μην άνθιζε όπως του Άγιο - Βασίλη, όμως θεωρούσανε ότι έπαιρνε κι αυτό θαυματουργική ιδιότητα από το ραβδί του Αγίου και γι’ αυτό με το ραβδί ετούτο, τη «σούρβα» όπως τη λέγανε, αγγίζανε τα παιδιά που λέγανε τα κάλαντα τους γέρους του σπιτιού, τους αρρώστους ακόμα και τα ζώα, για να τους χαρίσει  ο Άγιος υγεία, προστασία, μακροζωία και θαλερότητα.

Ένα άλλο αξιοπρόσεχτο σημείο στα Παραδοσιακά Κάλαντα της Πρωτοχρονιάς είναι ότι ο Άγιος Βασίλειος παρουσιάζεται σαν ένας μικρός μαθητής που κρατώντας το χαρτί, την πέννα και το καλαμάρι (μελανοδοχείο) πηγαίνει στο σχολείο και τον προσκαλούν οι νοικοκυραίοι να κάτσει μαζί τους και να τους πει την Αλφαβήτα:

Είναι κι αυτό μια έμπνευση, μια δημιουργία των παιδιών του παλιού καιρού, τα οποία, αφού αυτά ήταν που λέγανε τα κάλαντα από σπίτι σε σπίτι, φέρνανε και τον Άγιο Βασίλη στα μέτρα τα δικά τους και τον κάνανε μικρό παιδί και μαθητή όπως ήτανε κι εκείνα.

Γιατί, όμως, οι καλαντιστές ζητάνε από τον Άγιο να τους πει την Αλφαβήτα σαν να είναι μαθητής και δίνει εξετάσεις; Έχει κι αυτό την εξήγησή του:

Στα παλιά χρόνια του Βυζαντίου υπήρχε το έθιμο να γυρίζουν τα παιδιά στα σπίτια και να λένε τα λεγόμενα «Θρησκευτικά Αλφαβητάρια» ή αλλιώς τους «Ψυχωφελείς Αλφαβήτους». Αυτά ήτανε μικρά τραγούδια με θρησκευτικό περιεχόμενο, που κάθε στίχος τους άρχιζε με ένα γράμμα της Αλφαβήτας. Μ’ αυτά τα τραγουδάκια τα παιδιά αποστήθιζαν την Αλφαβήτα (πράγμα αναγκαίο για να μάθουνε να διαβάζουν και να γράφουν) και συγχρόνως αποτύπωναν στη μνήμη τους το θρησκευτικό περιεχόμενο και τα μηνύματά τους.

Παραδείγματος χάρη, ένας Βυζαντινός Ψυχωφελής Αλφάβητος του 12ου αιώνα έλεγε τα εξής:


«Άλφα: Αρχηγός των απάντων

Βήτα: Βασιλεύσει ο Κύριος

Γάμμα: Γεννάται ο Χριστός

Δέλτα:  Δια λόγου Θεϊκού

Έψιλον: Έρχεται επί Γης

Ζήτα: Ζωήν φέρει εν τω κόσμω

Ήτα: Ήλιος και Σελήνη

Θήτα: Θεόν προσκυνούσι»

 

Όπως βλέπουμε, το Βυζαντινό αυτό Αλφάβητο αναφέρεται στη Γέννηση του Χριστού, γι’ αυτό και ο Άγιος Βασίλης καλείται κι αυτός με τα κάλαντα της πρωτοχρονιάς  να πει την «Άλφα Βήτα», να αναφερθεί, δηλαδή, στη Γέννηση του Χριστού, που γιορτάστηκε πριν από μερικές μέρες.

Άλλα ελληνικά πρωτοχρονιάτικα κάλαντα, απευθυνόμενα στον Άγιο Βασίλειο, λένε:

 

«Αγριελιά είναι τ’ αλέτρι σου  και δάφνη ο ζυγός σου,

Ειν’ κι η βουκεντρίτσα σου τριανταφυλλιάς κλωνάρι.»

 

Εδώ φαίνεται η μεγάλη αγάπη του Ελληνικού λαού για τον Άγιο Βασίλειο, που  ο Άγιος προβάλλεται σαν ένας απλός γεωργός όπως και οι νοικοκυραίοι του χωριού, ένας ζευγολάτης, που έχει αλέτρι πολύ γερό, καμωμένο από ξύλο ελιάς, που ο ζυγός για το ζευγάρι των ζώων του είναι από ξύλο δάφνης που δεν σαπίζει εύκολα και η βουκέντρα του «τσιμπάει» τα ζώα τόσο καλά ώστε να  προχωράνε, όπως τσιμπάει και το κλωνάρι της τριανταφυλλιάς με τα αγκάθια του.

Όμως και ο Άγιος Βασίλειος των καλάντων δεν απαρνιέται τον χαρακτήρα και τη μορφή που του αποδίδουν οι χωρικοί. Αντίθετα τον δέχεται, καμαρώνει γι’ αυτόν και λέει στο τέλος των καλάντων:

 

«Μα θέρισα κι αλώνεψα κι έκανα χίλια μόδια

Και τ’ αποκοσκινίδια μου χίλια και πεντακόσια

Και τ’ άλλα δεν εμέτρησα, γιατ’ ο Χριστός επέρνα».

 

Δηλαδή, ο ζευγολάτης Άγιος Βασίλειος, αφού οι καλαντιστές παινέψανε το αλέτρι και τον ζυγό και τη βουκέντρα του, λέει ότι αφού καλλιέργησε τα χωράφια του, έκανε χίλια μόδια καρπό  και ήτανε τόσο πλούσια η σοδειά του ώστε ακόμα  και τα αποκοσκινίδια του (ό,τι απέμεινε δηλαδή από το κοσκίνισμα) δώσανε χίλια πεντακόσια μόδια καρπό και θα μετρούσε κι άλλον καρπό ακόμα, αλλά περνούσε εκείνη τη στιγμή ο Χριστός και από σεβασμό σταμάτησε το μέτρημα.

(Το μόδι ήτανε παλιά μονάδα μέτρησης του βάρους. Ένα μόδι ήτανε πεντακόσιες οκάδες).

Με ο άγγελμα αυτό που φέρνει ο Αγιο-Βασίλης μέσα απ’ αυτά τα «αγροτικά» κάλαντα, προφήτευε στους φτωχούς και ταλαιπωρημένους γεωργούς του καιρού εκείνου το μεγάλο και χαρμόσυνο νέο πως η χρονιά που ερχόταν θα είχε, με την ευλογία του Χριστού, αφθονία σιταριού για όλα αυτά τα γεωργικά σπίτια.

Εκτός από τα κάλαντα, ένα άλλο έθιμο της Πρωτοχρονιάς δεμένο με τον Άγιο Βασίλειο είναι και η Βασιλόπιτα, χωρίς την οποία δεν κάνει Πρωτοχρονιά κανένα ελληνικό σπίτι. Στα παλαιότερα χρόνια η βασιλόπιτα δεν ήτανε γλύκισμα όπως την κάνουνε στα νεότερα χρόνια αλλά μια πίτα που η νοικοκυρά του σπιτιού ζύμωνε με αλεύρι, ζάχαρη, λάδι, ξηρούς καρπούς και μυρωδικά, τη στόλιζε με διάφορα στολίδια, όπως και το Χριστόψωμο, και μέσα έβαζε (όπως και σήμερα) ένα «φλουρί». Σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, εκτός από το «φλουρί», κρύβανε και μικρά γεωργικά και ποιμενικά σύμβολα, συνήθως τυλιγμένα σε μικρά χαρτάκια: Ένα κομματάκι άχυρο για τα μουλάρια, ένα φύλλο από πουρνάρι για τα γίδια, σπυριά από καλαμπόκι για τις αγελάδες, τριφύλλι για τα πρόβατα και ρίγανη για τα μελίσσια. Σε όποιον έπεφτε το νόμισμα, θα ήταν ο τυχερός της χρονιάς, όποιος έπαιρνε το άχυρο θα γινόταν καλός γεωργός, όποιος έπαιρνε το φύλλο πουρναριού καλός τσοπάνος κ.ο.κ.

Ο αρχηγός του σπιτιού (ο παππούς ή ο άντρας) όταν ερχόταν η ώρα που αλλάζει ο χρόνος, αργά και τελετουργικά, σύμφωνα με το έθιμο, άρχιζε  να κόβει την πίτα: Πρώτα τη σταύρωνε τρεις φορές, στο όνομα της Αγίας Τριάδας και μετά χάραζε τα κομμάτια.

Το πρώτο ήτανε του Χριστού, το δεύτερο της Παναγίας, το τρίτο του Αγίου Βασιλείου, το τέταρτο του σπιτιού, το πέμπτο του νοικοκύρη, το έκτο της νοικοκυράς και μετά ένα κομμάτι για κάθε μέλος της οικογένειας με σειρά ηλικίας, έστω και αν δεν ήταν παρόντα. Στα χωριά, συνηθιζόταν ένα κομμάτι να κόβεται για τα ζώα και ένα για τα σπαρτά. Οι παλαιότεροι συνήθιζαν να κόβουν και ένα κομμάτι για τους φτωχούς, ενθυμούμενοι τις αγαθοεργίες του Αγίου Βασιλείου.

Το έθιμο της Βασιλόπιτας συνδέεται, σύμφωνα με την θρησκευτική παράδοση, με τη ζωή και τη δράση του Α. Βασιλείου ως Επισκόπου Καισαρείας. Οι πιο βασικές παραλλαγές της ιστορίας της βασιλόπιτας είναι τρεις:

  • Η πρώτη λέει ότι ο ίδιος ο Άγιος Βασίλειος σκέφτηκε το τέχνασμα αυτό, θέλοντας να προσφέρει χαρά στο ποίμνιό του, χωρίς να ακούει ούτε ένα ευχαριστώ. Ήθελε να βλέπει τα πρόσωπα των ανθρώπων να φωτίζονται από χαρά. Τι έκανε λοιπόν; Έπαιρνε λίρες, τις έβαζε μέσα στις πίτες και τις μοίραζε στους φτωχούς. Έπειτα καθώς έτρωγαν τις πίτες, έβρισκαν το δώρο του Αγίου Βασιλείου και περνούσαν όμορφα τις γιορτές. Έτσι διατηρήθηκε η παράδοση να βάζουμε και εμείς φλουρί για να τιμήσουμε τον Άγιο Βασίλειο και προς τιμήν του ονομάσαμε την πίτα, βασιλόπιτα.
  • Η δεύτερη παραλλαγή έχει να κάνει με μία ιστορία που συνέβη στα χρόνια του Μεγάλου Βασιλείου, τον 4ο αιώνα μ.Χ. στην πόλη Καισάρεια. Κάποια χρονιά έπεσε μεγάλη σιτοδεία στη χώρα,  η γη δεν κάρπισε και ο κόσμος πεινούσε. Ο σκληρός όμως Έπαρχος Ελβίνιος ζητούσε οπωσδήποτε το φόρο της «δεκάτης» και απειλούσε με επιδρομή και λεηλασία την Καισάρεια. Τότε ο Μέγας Βασίλειος ζήτησε από τους πλούσιους της πόλης και από κάθε νοικοκύρη να προσφέρει ένα χρυσαφικό, για να τα παραδώσουν, ως «λύτρα», στον Έπαρχο και να σώσουν την πόλη και τη ζωή τους. Έτσι μαζεύτηκε ένας ολόκληρος θησαυρός. Ο Άγιος  πήγε και συνάντησε το σκληρό Έπαρχο, του εξιστόρησε το δράμα των ανθρώπων και του είπε ότι ως νομοταγείς πολίτες ήταν πρόθυμοι να εξοφλήσουν τους φόρους, στερούμενοι χρυσά κειμήλια και αγαπημένα τους κοσμήματα. Με τη γλύκα του λόγου του μαλάκωσε την ψυχή του Έπαρχου και καταλάγιασε τόσο το θυμό του, ώστε αποφάσισε να χαρίσει τους φόρους και παρακάλεσε τον Ποιμενάρχη να επιστρέψει τον θησαυρό στο ποίμνιό του.
  • Σύμφωνα με τρίτη εκδοχή ο Μέγας Βασίλειος προσευχήθηκε και μετά παρουσίασε στο στρατηγό τα χρυσαφικά που είχε μαζέψει μέσα σε ένα σεντούκι. Τη στιγμή, όμως, που ο στρατηγός άνοιξε το σεντούκι και ακούμπησε τα χέρια του πάνω στα χρυσαφικά, έγινε το θαύμα! Όλοι οι συγκεντρωμένοι είδαν μια λάμψη και αμέσως μετά έναν καβαλάρη να ορμάει με το στρατό του επάνω στον σκληρό στρατηγό και τους στρατιώτες του  και σε ελάχιστο χρόνο ο κακός στρατηγός και οι δικοί του αφανίστηκαν. Κατά την παράδοση ο λαμπρός καβαλάρης ήταν ο Άγιος Μερκούριος με πλήθος Αγγέλων, που απομάκρυνε το στρατό του Έπαρχου και απάλλαξε την πόλη από την καταστροφή.

Έτσι σώθηκε η πόλη της Καισαρείας, αλλά ο Μέγας Βασίλειος βρέθηκε σε δύσκολη θέση!  Έπρεπε να επιστρέψει τα χρυσαφικά στους κατοίκους της πόλης και να πάρει ο καθένας το δικό του. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο, αφού δεν ήξερε τι ανήκε στον καθένα. Προσευχήθηκε, λοιπόν, ο Μέγας Βασίλειος και ο Θεός τον φώτισε με μια ωραία ιδέα. Επειδή ο κόσμος πεινούσε, έδωσε εντολή και ετοιμάστηκαν τόσοι εορτάσιμοι άρτοι, όσες και οι οικογένειες που είχαν προσφέρει τιμαλφή. Σε κάθε  άρτο τοποθετήθηκε και από ένα χρυσό αντικείμενο και άφησε στη χάρη του Θεού να καθορίσει τί θα τύχαινε στον καθένα. Στην αρχή όλοι παραξενεύτηκαν, μα η έκπληξή τους ήταν ακόμη μεγαλύτερη, όταν κάθε οικογένεια έκοβε το ψωμάκι αυτό και έβρισκε μέσα το χρυσαφικό της! Από τότε η βασιλόπιτα με το «φλουρί», για τον τυχερό του χρόνου, καθιερώθηκε σαν έθιμο, που εορτάζεται την πρώτη μέρα του χρόνου στη γιορτή του Αγίου Βασιλείου. 

Ως Έλληνες και ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί  έχουμε Χρέος Ιερό να διατηρούμε τις αλήθειες και τις αρχές της Πίστης και της Παράδοσής μας και να τις παραδίδουμε ζωντανές στις νέες γενιές. Μέσα σ’ αυτό το Χρέος είναι να αναδεικνύουμε διαρκώς τη μεγάλη προσωπικότητα, το έργο και τη διδασκαλία του Αγίου Βασιλείου, του Μεγάλου Πνευματικού Διδασκάλου, Κορυφαίου Θεολόγου και Πατέρα της Εκκλησίας και να τον καθιστούμε παράδειγμα ζωής στους πολύ δύσκολους καιρούς που περνάμε.

Ας αφήσουμε τον Σάντα Κλάους της COCA COLA  στους δυτικούς. Εμείς έχουμε τον δικό μας, τον πραγματικό Άγιο Βασίλειο, ο οποίος, εκτός από την ελληνική μας παράδοση στόλισε  και τα ήθη των ανθρώπων σύμφωνα με το απολυτίκιο της γιορτής του:

 

«Εις πάσαν την γήν εξήλθεν ο φθόγγος σου,

ως δεξαμένην τον λόγον σου

δι΄ ου θεοπρεπώς εδογμάτισας,

την φύσιν των όντων ετράνωσας,

τα των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησας,

Βασίλειον ιεράτευμα, Πάτερ όσιε,

Χριστόν τον Θεόν ικέτευε,

δωρήσθαι ημίν το μέγα έλεος.»


Καλή   Χρονιά!!!

 

Σπάρτη 30-12-2020
Βαγγέλης  Μητράκος


Οδός Εμπόρων