Vekrakos
Spartorama | «Η ένδον Μικρά Ασία του Ηλία Βενέζη» από την Παναγιώτα Λάσκαρη

«Η ένδον Μικρά Ασία του Ηλία Βενέζη» από την Παναγιώτα Λάσκαρη

Spartorama 06/09/2022 Εκτύπωση Άρθρα Ιστορία Κοινωνία Παιδεία Φιλοσοφία
«Η ένδον Μικρά Ασία του Ηλία Βενέζη» από την Παναγιώτα Λάσκαρη
Προτάσεις ερμηνείας με επίκεντρο την ασάλευτη προσήλωση στο όραμα της χαμένης πατρίδας
Οδός Εμπόρων

Αν η πατρίδα δεν είναι το κράτος, ούτε το όποιο «εθνικό» ιδεολόγημα· αν η πατρίδα εμπειρικά αισθητοποιεί την οικείωση του κοινωνικού γεγονότος μέσα από σχέσεις αμεσότητας, τρυφερής εγγύτητας, ερωτικής συνάφειας με τον τόπο και τους ανθρώπους· αν η πατρίδα ως ολοκληρία σχέσεων μορφοποιεί δεσμούς φιλίας συναγωγούς και συγκροτεί την ιστορική συλλογική συνείδηση· αν η πατρίδα σμιλεύει την αλήθεια της στο βάθος του χρόνου σε όλες τις εκφάνσεις της πολιτισμικής της ανάπτυξης και σαρκώνεται στη μήτρα της κοινής- πάτριας γλώσσας, τότε, για τον μελετητή του έργου του Ηλία Βενέζη  αποτελεί μιαν εύγλωττη διαπίστωση το γεγονός ότι αυτή η πατρίδα και η εσωτερικευμένη αλήθεια της, η ένδον Μικρά Ασία, εμπνέει και διαπνέει σύνολη τη δημιουργία του.

Γεννημένος στο ξακουστό Αϊβαλί της Μικράς Ασίας, τέταρτο κατά σειρά από επτά παιδιά, μεγαλώνει σε ένα ήρεμο και πατριαρχικό περιβάλλον που τα καλοκαίρια τού παρέχει τη δυνατότητα της οικογενειακής απόδρασης στο μεγάλο τσιφλίκι του πάππου του, στην καρδιά του αιολικού κάμπου, που απλώνεται στα πόδια των Κιμιντένιων, μιας σειράς βουνών, τυλιγμένων με την αχλύ του μύθου, απέναντι από τη Λέσβο. Σε αυτά τα πρώτα παιδικά χρόνια, η προσφιλής αιολική γη, με τα αστικά και αγροτικά της ερεθίσματα, τις πατρογονικές παραδόσεις, άλκιμες και δεσπόζουσες στο ιστορικό του παρόν, μέσα από τη δυνατή αλληλουχία μιας αδιάσπαστης ιστορικής συνέχειας, και τη μοναδική συναρπαγή που επεφύλασσε στην αγνή παιδική ματιά η ερωτική σχέση μ’ έναν αφτιασίδωτο στο κάλλος του φυσικό κόσμο, αυτή η γη, ως ιδιαίτερα χαρισματικός τόπος, αρχίζει και υφαίνει το μαγνάδι μιας άλλης Ινούς, για την αποκάλυψη εκείνης της πατρίδας, που πάντα ως τρόπος θα είναι για το Βενέζη και η ζήση του και το όραμά του και η αδιαφιλονίκητη πρόταση ζωής.

Και για την καταγωγική δύναμη αυτού του τρόπου που ορίζει και ξεχωρίζει την πατρίδα ως διαρκή παρουσία γονιμοποιού σχέσης ακατάλυτης στον χρόνο, με ιδιαίτερα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά, να τι λέει ο ίδιος ο Βενέζης: «σα γεννηθήκαμε εμείς κι αρχίσαμε να μεγαλώνουμε οι γονοί μας δεν μάς μαθαίνανε μόνο να πιστεύουμε. Μάς μαθαίναν και να ονειρευόμαστε. Μάς παίρναν απ’ το χέρι και μάς ανεβάζανε στα βουνά της πατρίδας μας, ψηλά στην κορφή, και μάς δείχναν πέρα κατά τη θάλασσα. Εκεί, πέρα απ’ τη θάλασσα ήταν η Ελλάδα. Μάς τη ζωγραφίζανε με χρώματα απίστευτα, μάς λέγανε το παραμύθι της, μάς τη βάζαν στη καρδιά μας. Και μάς μαθαίναν να περιμένουμε. Γιατί πια λέγανε η ώρα ήρθε. Να ‘ρθει η Ελλάδα στην αρχαία κοιτίδα του Ελληνισμού, ο Ελληνισμός να γίνει πάλι ενότητα  μια, απ’ τη μια και την άλλη όχθη του Αιγαίου. Έτσι λέγανε. Και περιμέναμε». (1)

Αυτό το μικρό κείμενο, κατά την προσωπική μας εκτίμηση, περικλείει τον πυρήνα της πατριδογραφίας του Βενέζη, μιας πατριδογραφίας που συνιστά και αυτοβιογραφία, καθώς, τόσο στη ζωή όσο και στο έργο του, ο νόστος φαίνεται να αποτελεί, άλλες φορές μια συνειδητή, και άλλες φορές μια ανεπίγνωστη, εκ καταβολής, επιδίωξη προς την επίτευξη μιας πολυπόθητης και πολυεπίπεδης ενότητας. Το πρώτο επίπεδο εδώ είναι εύκολα αναγνώσιμο: πατρίδα προσφιλής και αξιέραστη δεν είναι μόνο η Μικρά Ασία ως γη, αλλά και ο τρόπος ο μικρασιατικός που καθιστά πατρίδα και την ηπειρωτική Ελλάδα από την άλλη πλευρά του Αιγαίου, η συνάντηση με την οποία  γιγαντώνεται ως επιθυμία εντός του από την πολύ μικρή του κιόλας ηλικία. Έτσι, καθίσταται ενδιαφέρουσα για το μελετητή η παρακολούθηση της πορείας του συγγραφέα τόσο μέσα από τα συμβάντα της ζωής του όσο και μέσα από τη δημιουργία  του, κατά την οποία χάνει πότε τη μια πατρίδα, πότε την άλλη, η οποία εξ αρχής έχει ενσωματωθεί στην πρώτη, πότε και τις δυο μαζί, ενώ, ταυτόχρονα, εναγωνίως μάχεται να τις κερδίσει με την πίστη, την ευρηματικότητα, την  ευαισθησία και τη δύναμη ενός γνήσιου ανθρώπου και δημιουργού.

Το 1914, με την κήρυξη του α΄ παγκοσμίου πολέμου και τους διωγμούς των Τούρκων, αναγκάζεται με τα περισσότερα μέλη της οικογένειας του να καταφύγει στη Μυτιλήνη, όπου μια καινούρια πατριδολατρική σχέση εγκαινιάζεται, για να ξαναβρεθούν όλοι μαζί το 1919 στο Αϊβαλί ως το 1922, όταν ξεσπά η μεγάλη συμφορά και οι δικοί του φεύγουν πάλι για τη Μυτιλήνη, ενώ ο ίδιος, την τελευταία στιγμή, συλλαμβάνεται από τους Τούρκους και σύρεται με 3000 άλλες ψυχές, σκλάβος στα εργατικά τάγματα της ανατολής, απ΄ όπου μετά 14 μήνες φρίκης διασώζεται και απελευθερώνεται μαζί με άλλους, 22 μόνον. Αυτό το αυθεντικό στον πόνο του μαρτυρικό βίωμα, όχι τόσο ως εξωτερικός παράγοντας όσο ως γενεσιουργός αιτία διαμόρφωσης της πνευματικής του ταυτότητας, ήταν και η κύρια ώθηση για την καλλιτεχνική του δημιουργία. Ο ίδιος έτσι ορίζει τη συγγραφική του αρχή, αλλά και το συγγραφικό του τέλος, κλείνοντας κατά αυτόν τον τρόπο έναν κύκλο που είχε πάντοτε ως κέντρο το όραμα της χαμένης πατρίδας: «στα εφηβικά μου χρόνια η μοίρα μου ήταν να βρεθώ μες την πύρινη ζώνη της καταστροφής εκείνης. Η ζωή μου συνδέθηκε με αυτά τα συμβάντα που σφράγισαν και τη μοίρα μου ως συγγραφέα: τα βασικά βιβλία μου έγιναν χρονικό και αφιέρωμα στο δράμα της Μικρασίας…Τώρα, μισόν αιώνα από τότε , στο σύνορο της σιωπής, νόμισα χρέος μου να αναφερθώ και πάλι στην εποχή εκείνη, να αφηγηθώ ό,τι έζησα και ό,τι είναι ιστορία, να αναζητήσω άγνωστες ή λησμονημένες πράξεις. Η πρόθεση μου ήταν να καταθέσω τη μαρτυρία μου για τα παιδιά μας, για τα οποία αυτή η εποχή είναι  πια μυθική» (2). Και αλλού: «Η τέχνη με κατέβασε στον τάφο της ζωής για να μ΄ αναστήσει στη δόξα της, να με κάνει να ψάλλω τα παθήματα του κόσμου και τα μαρτύρια του λαού μας… να βασανιστώ και να δώσω σαν καλλιτέχνης τη μαρτυρία μου για ένα υλικό της εθνικής μας ιστορίας που δεν μπορεί να το συλλάβει ο νους και η ιστορία… στα  βιβλία μου δεν περιγράφονται προσωπικές μικροϊστορίες… αλλά χρονογραφούνται συμβάντα της χώρας μας και του λαού μας: οι πόλεμοι, η καταστροφή του 22, το ξερίζωμα του Ελληνισμού της Μικρασίας που είναι το σημαντικότερο συμβάν μετά την Άλωση και την επανάσταση του 21». (3)

Η πατρίδα, λοιπόν, και σαν ιδιαίτερη πατρίδα, προσφιλής αιολική γη, και σαν μητέρα Ελλάδα, και σαν παθημένος και κατατυραννισμένος ελληνικός λαός στο διάβα της ιστορίας  γίνεται ο καημός και το μεράκι του, το μαρτύριο και ο θρίαμβός του, το πνευματικό γεγονός που εμπνέει το έργο του και η πυριφλεγής ανάσα που το διαπερνά ως ρομφαία, η ένδον Μικρά Ασία του. Και έτσι αυτός ο λογοτέχνης με την ιδιότητα του μάρτυρα, πότε ως αιχμάλωτος και σκλάβος στα εργατικά τάγματα της ανατολής, πότε ως πρόσφυγας που ζει με τον καημό της χαμένης πατρίδας, πότε ως ύποπτος αγωνιστής που δικάζεται δυο φορές(η δεύτερη επί δικτατορίας Μεταξά), πότε ως κρατούμενος των Γερμανικών ss στο Μπλοκ C των φυλακών Αβέρωφ (4), αναλαμβάνει ως γνήσιος νοσταλγός, με κύρια δύναμη την πολύπλαγκτη ευαισθησία του, (5) να διασώσει την πατρίδα εντός του και, μέσα από την τέχνη του, ανόθευτη και γνήσια να την κομίσει ως καθολική πρόταση νοήματος ζωής στους συγκαιρινούς και τους κατοπινούς του.

Ο Ηλίας Βενέζης αναλαμβάνει ένα δύσκολο εγχείρημα, ένα εγχείρημα που ταιριάζει, ίσως, απόλυτα στην ιδιοσυγκρασία του και την ιδιαίτερη ευαισθησία του, ένα εγχείρημα που προσδίδει στο έργο του μια ιδιοτυπία και μια μοναδικότητα. Ο Βενέζης είναι ο συγγραφέας της εσωτερικότητας. «Δεν είναι τα εξωτερικά στοιχεία που κάνουν τη λογοτεχνική σελίδα του, δεν είναι ο έξω αλλά ο μέσα κόσμος» (6). Η  λογοτεχνία του, αν και απόλυτα προσηλωμένη στο όραμα της χαμένης πατρίδας(7), δεν είναι κλασικά επική και εθνοκεντρική, όπως, ίσως, το απαιτούσαν οι καιροί. Προτείνει μια εσωτερικότερη αντιμετώπιση γενικών, ιστορικών και εθνικών καταστάσεων και έναν εσωτερικότερο τρόπο πατριδογνωσίας μέσα από ένα πρίσμα μιας βιωματικής θεώρησής τους, μιας θεώρησης που αφήνει το στίγμα της τόσο σε επίπεδο επιλογής και διαχείρισης των λογοτεχνικών θεμάτων όσο και σε επίπεδο τεχνοτροπίας και ύφους. Ο Βενέζης είναι φορέας μιας ανανέωσης και μιας διαφορετικότητας υπεύθυνης για μια κραυγαλέα αντινομία: εγκωμιάστηκε σε Ελλάδα και εξωτερικό όσο λίγοι της γενιάς του, αλλά και προκάλεσε με την πένα του μια δριμεία και, πολλές φορές, κακόβουλη εις βάρος του έργου του κριτική.

Αυτός ο εσωτερισμός στη λογοτεχνία του, απόλυτα συναφής με την δική του, προσωπική σχέση με την πατρίδα, προϊόντος του χρόνου, πλαταίνει και βαθαίνει και κινεί τα νήματα σε όλα τα επίπεδα. Πρώτα-πρώτα ας τον παρατηρήσουμε στο επίπεδο του θεματογραφικού υλικού. Με μια προσεκτική εξέταση σε όλη την έκταση του έργου του ο μελετητής διαπιστώνει ότι, και στην καθαρά αφηγηματική του πεζογραφία και, αργότερα, στις ιστορικές του αφηγήσεις «το κέντρο ή το πλαίσιο παραμένει συχνά η κοινή για τον τόπο αναταραχή και το βαθιά ριζωμένο εθνικό αίσθημα» (8).Τα εθνικά ζητήματα, η μοίρα του τόπου, οι ανώμαλες περιστάσεις της εθνικής μας ιστορίας, με κορυφαίο το δράμα του μικρασιατικού ελληνισμού, την μικρασιατική καταστροφή και τις συνέπειες της, ανάμεσα σε δυο παγκοσμίους πολέμους που συνταράσσουν Ελλάδα και οικουμένη, δεν είναι κάποια από τα θέματά του. Είναι το θέμα του. Ένα θέμα με πυρήνα τη Μικρασιατική περιπέτεια, όπως αυτή ξετυλίγεται στην τριλογία του, «το Νούμερο 31328», «Γαλήνη» και «Αιολική Γη», και με προεκτάσεις ως τη γενικότερη μοίρα του ανθρώπου.

Το θεματικό, όμως, κέντρο καθώς ο Βενέζης προχωρεί στην τέχνη του δεν εμφανίζει την ίδια συμπαγή, στέρεη και αδρή μορφή της αρχής. Η σταδιακή εσωτερίκευση της χαμένης πατρίδας, αλλά και το επαναλαμβανόμενο όραμά της μοιάζει μεν συνειδητή επιλογή, όμως, προβληματίζει και συχνά εκπλήσσει αρνητικά την κριτική της εποχής, την ώρα, βέβαια, που η λογοτεχνία του  γίνεται ανάρπαστη για το πλατύ κοινό στην Ελλάδα και χαιρετίζεται θερμά από κριτικούς στο εξωτερικό.  Και έρχεται η στιγμή που ο ασκός του Αιόλου ανοίγει εκκωφαντικά με την «Αιολική Γη», ένα έργο σταθμό και σκάνδαλο μαζί. Αξίζει να μελετήσει κανείς το φιλολογικό ζήτημα που προκάλεσε αυτό το βιβλίο, το οποίο δόθηκε στην κυκλοφορία στις 14 Δεκεμβρίου 1943, αποτελώντας ένα σημαντικότατο λογοτεχνικό γεγονός στην πνευματική ζωή της κατεχόμενης Ελλάδας. Αμέσως μετά τη διθυραμβική υποδοχή του ξεκινά με μένος μια αρνητική έως υβριστική εκτενής κριτική από το Βασίλη Λαούρδα  (15  Μαίου 1944), στην οποία σταδιακά εμπλέκονται μεγάλα ονόματα της κριτικής, για να κλείσει με κατευναστικό τρόπο από το Γιάννη Χατζίνη, αρκετούς μήνες μετά. (9)

Η « Αιολική Γη», ως προς το θέμα της, την πλοκή της, τους χαρακτήρες της, την αφηγηματική της τέχνη, για μια μερίδα του πνευματικού κόσμου, ανάμεσά τους και ο Άγγελος Σικελιανός με τον υπέροχο πρόλογό του στη β΄έκδοση, προέβαλλε με αριστουργηματικό, και δη ποιητικό, τρόπο, σε μια σύνθεση που υπερέβαινε τα μυθιστορηματικά στεγανά, τον προαιώνιο ελληνικό πολιτισμό των χαμένων πατρίδων, που η προσφυγική πένα του Βενέζη τον αποκαθιστούσε στο βάθρο του και μαζί όλη τη  «μέσα» Ελλάδα του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, διάφανη στην πνευματικότητά της, την ώρα που για κάποιους άλλους ήταν ένα «αχυρογράφημα», ένα κακότεχνο ομοίωμα μυθιστορήματος, ένα παραμύθι - σκαρίφημα ενός αδύναμου, για την εθνική αφύπνιση συνειδήσεων, νοσταλγού του παρελθόντος.

Και προτού περάσουμε και στην εξέταση ζητημάτων μορφής του Βενεζικού έργου, θεωρούμε σημαίνουσα μια ακόμη παρατήρηση που αφορά στον δεύτερο δρόμο, μετά την εσωτερικότητα, που ανοίγει η ασάλευτη προσήλωση του συγγραφέα στη χαμένη πατρίδα: πρόκειται για τον διφυή, δισυπόστατο χαρακτήρα της βιοσοφίας και της τέχνης του που στοχεύει πάντοτε σε μια ενότητα των αντιθέτων, προς μια συμφιλίωση, ατόφιο γέννημα της κοινής μήτρας του πολιτισμού του μικρασιατικού ελληνισμού. Επί παραδείγματι, σχετικά με το περιεχόμενο των έργων και τους χαρακτήρες του, παρατηρούμε ότι την ώρα που αυτοβιογραφείται, την ίδια  ώρα προβάλλει με υποκειμενικό τρόπο ένα συλλογικό βίωμα. Με έναν αριστοτεχνικό τρόπο παρουσιάζει την ψυχολογία του πλήθους και συγχωνεύει αποτελεσματικά το λυρικό υποκειμενικό  «εγώ» με το συλλογικό «εγώ» των απλών και κατατρεγμένων ανθρώπων, δίνοντας τους τη διάσταση χορού της αρχαίας τραγωδίας (10).

Αλλά εσωτερικός και διφυής ο Ηλίας Βενέζης, κατεξοχήν, αποκαλύπτεται στη μορφή των έργων του. Το όραμα της χαμένης πατρίδας γίνεται η καυτή ρευστή λάβα της ψυχής του στο φαινομενικά ανενεργό ηφαίστειο των σελίδων του. Οι εκρήξεις του πυροδοτούνται υποχθόνια, ενώ στην επιφάνεια αναδύεται η ηδύτητα μιας ποιοτικά επεξεργασμένης, σε όλες τις εκφάνσεις της ,οδύνης.

Ο λυρισμός συνυπάρχει με την ηθογραφία της παράδοσης στο έργο του, αλλά ανανεώνεται από την ελεύθερη μορφή της δεύτερης, και από την εσωτερική φωνή που καθιστά το λυρικό υποκείμενο ως την κύρια αμετάβλητη πραγματικότητα που συγκροτεί τα μορφικά στοιχεία της αφήγησης. Από την άλλη, ο εξωτερικός κόσμος του λιπόσαρκου, συχνά, μύθου προβάλλεται ως η φευγαλέα και ρευστή φαινομενικότητα. Η εσωτερική αυτή, καλά κρυμμένη, αλλά πανίσχυρη δύναμη μεταστοιχειώνεται σε σιωπή, σε ανολοκλήρωτο μίλημα (11) και υποβάλλει τον αναγνώστη ως μουσική που ηχεί πατρίδα σε μια αριστοτεχνική ενορχήστρωση όλων των μορφικών στοιχείων, σημαίνοντας και σιωπώντας ταυτόχρονα.

O Βενέζης στα πρώτα του έργα («Μανώλης Λέκκας και άλλα διηγήματα» και «Νούμερο 31328») εμφανίζεται περισσότερο ρεαλιστής, ενώ ο λυρισμός του υπολανθάνει, αλλά στη συνέχεια (στη «Γαλήνη» και στην «Αιολική Γη», αν θέλουμε να εστιάσουμε στη μυθιστορηματική τριλογία του), καθώς η εσωτερικότητά του κερδίζει έδαφος, ο λυρισμός επικρατεί και ο ρεαλισμός περνά σε δεύτερο επίπεδο. Η εναλλαγή, όμως, λυρισμού και ρεαλισμού είναι μια πραγματικότητα της πένας του που έχει αντίκτυπο στο ύφος του. Αυτός ο διφυής χαρακτήρας της γραφής του(12) συγκεραννύει τη λιτή, μικρή και ρεαλιστική-πραγματιστική φράση με τον υποβλητικό, συμβολικό και εικονοποιητικό τρόπο του λυρισμού σε μια γλώσσα που συγκινεί, υποβάλλει και τελεσφορεί ποιητικά. Περνώντας μέσα από τον εσωτερικό μονόλογο και τον συμβολισμό, αδιόρατα και ανεπαίσθητα, συμφιλιώνει τον εσωτερισμό του με τις πραγματικότητες της ζωής (13) και αυτό είναι ένα υψηλό επίτευγμα, αναμφίβολα.

O Βενέζης, μέσα από την επιλογή και τη διαχείριση των θεμάτων του, την αφηγηματική του τέχνη και την ιδιοτυπία των χαρακτήρων του, την τεχνοτροπία και το ύφος του, χαράζει για μας οδό συνάντησης με την κοσμοθεωρία και την κοσμοαντίληψή του, οδό ουσιαστικής γνωριμίας με την προσωπική αλήθεια του. Με άξονα την ασάλευτη προσήλωσή του στο όραμα της χαμένης πατρίδας και με αρωγούς την εσωτερικότητά του και το δισυπόστατο του πνεύματός του, μάς κάνει κοινωνούς μιας θέασης του νοήματος της πατρίδας και μιας θέασης του νοήματος της ζωής, που τα πάντα διαλαμβάνονται στην προοπτική της υπέρβασης της δοκιμασίας και του πάθους, χωρίς όμως την απώθηση της πικρίας που σωρεύει στην ατομική και συλλογική ψυχή η άδοξη συχνά κατάληξη του αγώνα μαζί τους. Ο Βενέζης, ως γεφυροποιός, προτείνει την επίτευξη μιας δύσκολης εν τη γενέσει της, αλλά λυτρωτικής, εκ του αποτελέσματός της, ενότητας.

Πιο συγκεκριμένα, και σχετικά πρώτα- πρώτα με την πατρίδα: στον Βενέζη μαθητεύουμε στην διαδικασία τού πώς ο άνθρωπος γίνεται πατρίδα. Πώς δηλαδή φέρει εντός του όλο το βαθύτερο νόημά της, που το κάνει τρόπο ζωής για να το κοινωνήσει στη σχέση του με τους άλλους, ακόμη και με τους δηλωμένους εχθρούς. Πατρίδα γι΄αυτόν  είναι η φύση, οι άνθρωποι, η ιστορία, τα πάθη του λαού, τα συναισθήματα που γεννά η αναστροφή μαζί της και κομιστής τους γίνεται ένας ολόκληρος πολιτισμός, πατρίδα είναι ένας τρόπος νοηματοδότησης του βίου που τον κατέχει επειδή τον ζει και τον επαναστρέφει στην πραγματικότητα, αναδομώντας την. Και αυτή η πατρίδα είναι τα Κιμιντένια του, η αιολική γη ολάκερη, η Μικρά Ασία, ολάκερη η Ελλάδα, η οικουμένη όλη, όχι, πρωτίστως, γιατί ο Βενέζης είναι ο φορέας ενός πνεύματος οικουμενισμού, αλλά γιατί, κυρίως, είναι άνθρωπος που γνώρισε πατρίδα που τον αγάπησε, όπως φιλάνθρωπος είναι εκείνος που είχε την τύχη να τον αγαπήσει πραγματικά η μάνα του. Συγκλονιστική είναι η αποκάλυψη του ιδίου σ΄ένα κείμενό του που μιλά για το τραγικό ξεκλήρισμα του μικρασιατικού ελληνισμού. Λέει, λοιπόν: «Και το μίσος; Τι έγινε, λοιπόν, το μίσος που θα ΄πρεπε να τρέφουμε γι΄αυτό το απίστευτο ξεκλήρισμα; Ω δόξα σοι ο Θεός, μας άφησε άγγιχτους, μας άφησε αμόλυντους! Το μίσος είναι για τους αδύνατους, κι εμείς είμαστε κύτταρο γερό, δυνατό» (14). Πρόκειται για ένα κείμενο εθνικής αυτοσυνειδησίας που φωτίζει τις εσωτερικές δυνάμεις, το ηθικό μεγαλείο και την αγαπητική δύναμη του ανθρώπου που, ούτε λίγο ούτε πολύ, μας λέει ότι ως γνήσιος Έλληνας δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικός. Μια τέτοια, όμως, τοποθέτηση από τον συγγραφέα είναι σαφώς μια πρόκληση για την εποχή του και, ίσως, θα μπορούσε να εξηγήσει τον λόγο γιατί κάποιοι δεν κατανόησαν την απουσία εθνικιστικών και επικών εξάρσεων στο έργο του και κάποιοι άλλοι διαμαρτυρήθηκαν ότι κουράστηκαν από τη «γλυκερή» εμμονή του στις χαμένες πατρίδες. Ο Βενέζης δεν υπηρέτησε ποτέ μια ιδεοληπτική φιλοπατρία. Δεν χωρά ούτε στον εθνικισμό ούτε όμως στον απάτριδα προδευτισμό του ψευτοοικουμενισμού. Απέφυγε τις πολώσεις και τις στρεβλώσεις του εθνικού οράματος, γιατί ήταν ξένες στην ιδιοσυγκρασία και το ανάστημά του. Μακριά από τις εθνικιστικές εξάρσεις, αλλά και την απάτριδα ρητορεία ενός διανοουμενίστικου, δήθεν προοδευτικού, μεταπρατισμού, κατηγορήθηκε εκατέρωθεν και μαζί με αυτόν και η τέχνη του. Αλλά αυτός πήρε το δρόμο της ενότητας και της αρετής και είπε να σώσει την πατρίδα στην καρδιά του και να την κάνει τέχνη. Μια  τέχνη με στυλιστικές, ίσως κάποτε, αδυναμίες, γιατί δεν επεδίωξε ποτέ να είναι μια σπουδή ύφους, μια και ήτανε τέχνη της καρδιάς.

Και από τη θέαση του νοήματος της πατρίδας, ας περάσουμε στη θέαση του νοήματος της ζωής. Η γνήσια ελληνοκεντρική θέαση της πατρίδας τον οδηγεί και σε μια καθαρά ελληνοκεντρική θεώρηση νοηματοδότησης του βίου, όπου οι αντιφάσεις αίρονται και καταφάσκεται το φαινόμενο της ζωής στο σύνολό του. Χαρακτηριστικό, και μάλιστα κορυφαίο, παράδειγμα αυτής της άρσης των αντιφάσεων και της ενοποιού δύναμης της τέχνης του δισυπόστατου Βενέζη αποτελεί ο ρόλος της Μοίρας στο έργο του. Οι περισσότεροι από τους μελετητές του έκαναν εκτενή λόγο για τη Μοιρολατρία του, που τη συνέδεσαν και με την καταγωγή του. Τον είπανε Ανατολίτη και, μαζί με αυτόν τον χαρακτηρισμό, του απέδωσαν και την κατηγορία της ηττοπάθειας, της παθητικής αποδοχής του πεπρωμένου, της άπνοης συγκατάνευσης στην Ανάγκη, που επιμαρτυρούσε και τις κατηγορίες περί της άψυχης από εθνικό και επικό παλμό τέχνης του. Ο τρόπος που έβλεπε την πατρίδα απηχούσε τον τρόπο που έβλεπε τη ζωή και αυτός, υπαινίχτηκαν πολλοί, δεν ήταν ο τρόπος του ελληνικού ευ αγωνίζεσθαι, δεν ήταν εθνοκεντρικός, δεν ήταν ο τρόπος που προσιδίαζε στο αρχέγονο ελληνικό κλέος και στις απαιτήσεις των καιρών. Είναι, όμως, όντως, τα πράγματα έτσι;

Μια προσεκτικότερη μελέτη και του έργου και των προσωπικών του τοποθετήσεων και της ίδιας του της ζωής θα μας οδηγήσει μάλλον σε διαφορετικά συμπεράσματα. Ο φιλοσοφικός μυστικισμός του Βενέζη (15) προβάλλει τη Μοίρα ως την προσωπική του απάντηση στο αίνιγμα του κακού, αλλά και της ζωής γενικότερα, όχι, όμως, για να την αναγάγει στη σφαίρα της υπέρτατης δύναμης του ζωικού φαινομένου.  Μέσα από μια γνήσια χριστιανική θεώρηση, αυτή του  «μη αντιστήναι τω πονηρώ», αποδέχεται τη Μοίρα, όχι για να υποταχτεί σ΄αυτήν, αλλά για να την υπερβεί. Στη Μοίρα αντιτάσσει την Αρετή και έτσι το Πεπρωμένο στον Ηλία Βενέζη χάνει το παραδοσιακό ή, ενδεχομένως, ανατολικής προελεύσεως σημασιολογικό του περιεχόμενο. Οι αντιμαχόμενες δυνάμεις εναρμονίζονται σε μια σύνθεση που υπερβαίνει τις αντινομίες και τελικά καταφάσκει στη ζωή. Η συμφιλίωση, που τον οδηγεί σ΄ έναν ανόθευτο ανθρωπισμό, δεν είναι συμβιβασμός και υποταγή. Και η αξιοθαύμαστη αγωνιστική καρτερία δεν είναι μοιρολατρία και δουλική παράδοση. Το έργο του όλο συγκροτείται από μια σπάνια εσωτερική ενότητα και διέπεται από μια υπόσχεση νίκης. Και τέτοιος, με απόλυτη συνέπεια, στάθηκε και στη ζωή του, από τα  πρώτα κιόλας αγωνιστικά χρόνια ως το τέλος, που πάλεψε με την επάρατη νόσο, για τρία χρόνια, με την αλκή ενός ήρωα, αγωνιζόμενος και καταφάσκοντας στη ζωή μέχρι την τελευταία μέρα. Με την αποδοχή της Μοίρας, και εν τω άμα την υπέρβασή της, προβάλλεται μια ενιαία πρόταση ζωής, που καταφάσκει στη συνεχή ενατένιση του μέλλοντος με ελπίδα, σταθερή στην υπηρεσία ενός ανθρωπισμού που μάχεται ειρηνικά, αλλά με όλες τις δυνάμεις της αρετής, προκειμένου να αντισταθεί  στις μεθοδεύσεις για την προσφυγοποίηση μιας ολόκληρης κοινωνίας, όπου οι άνθρωποι παντού, ακόμη και στον τόπο τους καταντούν πρόσφυγες. Μέσα από αυτή την οπτική, της ενιαίας ενατένισης, δεν είδε σαν κάτι ξεχωριστό τωρινά και περασμένα, και είναι τούτο, ακριβώς, μια στάση ελληνική, καθώς ο Έλληνας θα είναι με χαμένο το κέντρο του, αν σταματήσει να θυμάται και αν αγνοήσει τον προορισμό του που είναι αναπόδραστα δεμένος με μια ζωή ιστορικής διάρκειας χιλιετηρίδων.

Έτσι, μπορούμε να αφουγκραστούμε τί σήμαινε γι΄αυτόν η προσήλωση στο όραμα της χαμένης πατρίδας και πώς μέσα από αυτή την οπτική μπορεί να ερμηνευθεί κάθε πτυχή της δημιουργίας του. Με την εσωτερίκευση της πατρίδας, την ένδον Μικρά Ασία του, έδωσε στο έργο του μια διάσταση βάθους, και με την ικανότητά του να στήνει γέφυρες, καταφάσκοντας συνεχώς στη ζωή, επεχείρησε να κατορθώσει έναν εσωτερικό επαναπατρισμό, μια ουσιαστική παλιννόστηση κατά τρόπον ώστε η προσήλωση στη χαμένη πατρίδα να γίνει το στοίχημα για την επανεύρεσή της. Στο ερώτημα αν επετεύχθη τούτος ο στόχος, τούτον το κείμενο δεν φιλοδοξεί να δώσει τελεσίδικες απαντήσεις, γιατί εμφορείται από την πεποίθηση ότι οι γνήσιες απαντήσεις δεν είναι γραπτά κείμενα, αλλά βιώματα. Άλλωστε, για την αξιόπιστη έρευνα η γνησιότερη λύση των προβλημάτων είναι πάντοτε ο περαιτέρω προβληματισμός.

Για τούτο τον λόγο, καθώς η μικρή περιδιάβαση μας στην έδον πατριδογραφία του Ηλία Βενέζη βρίσκεται στο τέλος της, ας αφήσουμε τον ίδιο τον συγγραφέα να μας μεταγγίσει κάτι από το προσωπικό του βίωμα: «Η Μικρά Ασία σώπασε. Όπως όλα σ΄αυτόν εδώ το χώρο, με την ίδια αναγκαιότητα, ύστερα από την κορύφωση μπήκε κι αυτή η Μικρασία, στην περιοχή του θρύλου, στην περιοχή των χαμένων θεοτήτων, των  χαμένων ειδώλων. Εκεί, θα ΄χει την άλλη διάρκεια. Αυτήν, που με το να είναι σε σφαίρα άλλη, δεν μπορεί πια καμιά ανθρώπινη πράξη, καμιά αγριότητα, να την πειράξει: τη διάρκεια της ομορφιάς». (16)


Παναγιώτα Λάσκαρη, poiein.gr

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Πέτρος Χάρης, αφιέρωμα στον Ηλία Βενέζη, περιοδ. «Νέα Εστία», τευχ.1139
  2. Π. Χάρης, αφιέρωμα στον Η.Βενέζη, «Οι πρώτες…κείμενα», «Νέα Εστία», σελ.20-21
  3. Γ. Βαλέτας, «Ο μαρτυρικός θριαμβικός ανήφορος του Βενέζη», «Νέα Εστία», σελ.95 και εξής.
  4. Κ. Στεργιόπουλος (παρουσίαση), Η μεσοπολεμική πεζογραφία , τόμος Β΄, εκδ. Σοκόλη, σελ.343
  5. Ε. Παπανούτσος, «Ο Αιγαιοπελαγίτης», «Νέα Εστία»
  6. Π. Χάρης, Έλληνες Πεζογράφοι, τομ. Ε΄. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», σελ.192
  7. Ε. Παπανούτσος, «Ο ραψωδός της χαμένης πατρίδας»,  «Τετράδια Ευθύνης», αρ.6
  8. Η μεσοπολεμική πεζογραφία, εκδ. Σοκόλης, σελ.352
  9. Β. Αθανασόπουλος, «Αχυρογράφημα υποκειμενικής νοσταλγίας ή αριστουργηματικό μνημείο πίστης και καρτερίας;», περιοδ. «Διαβάζω», αριθμ.337
  10. Η μεσοπολεμική πεζογραφία,σελ.357
  11. Η μεσοπολεμική πεζογραφία, σελ.344
  12. «Ο ραψωδός της χαμένης πατρίδας», σελ.13
  13. Γ. Χατζίνης, Προτιμήσεις, εκδοτ. Οικ.Φέξη, Αθήνα 1963, σελ.246
  14. Π. Χάρης , «Νέα Εστία», σελ 22
  15. Α. Καραντώνης, Φυσιογνωμίες Β΄, εκδ. Παπαδήμα, σελ.478-484
  16. Π. Χάρης, « Νέα Εστία», σελ.23


Οδός Εμπόρων