Πέμπτη, 10 Οκτωβρίου 2024
Παραδείγματα από τη συσσωρευμένη πείρα του παρελθόντος
Συνέχεια από το προηγούμενο... -Β- Ο Μολιέρος, ο μεγάλος συγγραφέας του νεώτερου θεάτρου και
ιδιαίτερα της κωμωδίας, είχε καλέσει φίλους του σε δείπνο, στο σπίτι του. Αλλά
ήπιαν πολύ και μέθυσαν. Μεθυσμένοι αποφάσισαν να πάνε στον ποταμό και να
πνιγούν όλοι μαζί. Και πράγματι, μέσα στη νύχτα όρμησαν όλοι τους και έπεσαν
στον ποταμό. Κάποιοι χωρικοί και υπηρέτες τούς αντιλήφθηκαν, τρέχουν και τους
βρίσκουν. Οργισμένοι εκείνοι, μέσα από τον ποταμό, τους απειλούν. Κατά καλή
τύχη έφτασε και ο συμποσίαρχος, ο Μολιέρος, και μαθαίνει ότι, κουρασμένοι από
τα δεινά του κόσμου τούτου, θεώρησαν καλό να πάνε στον άλλον. Έχετε δίκιο, τους
λέει ο Μολιέρος, αλλά γιατί να μην είμαι κι εγώ σαν φίλος μαζί σας; Γιατί με
αφήνετε έξω από μια τέτοια τιμή; Ποιό είναι το φταίξιμό μου; Είσαστε αχάριστοι,
εάν πνιγείτε χωρίς εμένα. Καλά λές, του είπαν εκείνοι οι ήρωες του Βάκχου. Έλα,
λοιπόν, και σύ, φίλε Μολιέρε, να πνιγούμε. Ναί, αλλά τέτοια ώρα; Ίσως ειπούν
πολλοί, ότι πνιγήκαμε ως μεθυσμένοι και απελπισμένοι. Ας βρούμε μια
καταλληλότερη ώρα και ενώπιον όλων, αύριο το πρωί π.χ. κατά τις οχτώ με εννέα η
ώρα. Συμφώνησαν με αυτή τη γνώμη και όλοι πήγαν στα σπίτια τους και κοιμήθηκαν.
Αλλά την επομένη είχε ξεχαστεί ο σκοπός τους καθώς ο οίνος είχε
εξατμιστεί. Πουθενά ίσως στην αρχαιότητα δεν ήταν τέτοια η τιμή στους
γέροντες, όσο στην Σπάρτη. Είχαν καθήκον όταν συναντούσαν τους νέους, να τους
ρωτάνε. Και εάν οι νέοι σιωπούσαν ή προφασίζονταν, τους παρατηρούσαν. Γιατί, οι
γέροντες, αν έμεναν αδιάφοροι και δεν τους παρατηρούσαν, γίνονταν ένοχοι και οι
ίδιοι σύμφωνα με το νόμο. Αλλά οι Λακεδαιμόνιοι όχι μόνο στην πατρίδα τους, αλλά και
μακριά, οπουδήποτε αν βρίσκονταν, σέβονταν και τιμούσαν τους γέροντες. Στην Ολυμπία, με το στάδιο κατάμεστο, εμφανίστηκε κάποιος
γέρος. Πολλοί από τους θεατές τον περιέπαιζαν καθώς εκείνος ζητούσε κάθισμα.
Αλλά μόλις ήρθε μπροστά από τους Λακεδαιμονίους, με μιας σηκώθηκαν όλοι εκείνοι
οι νέοι της Σπάρτης, και τον καλούσαν να καθίσει. Δάκρυσε ο γέρος και φώναξε:
«Ώ, της δυστυχίας! επειδή πάντες οι Έλληνες γνωρίζουν τα καλά, αλλά μόνοι οι
Λακεδαιμόνιοι τα πράττουν». Ανάλογο συνέβηκε και στην Αθήνα, στη μεγάλη γιορτή των
Παναθηναίων. Και εκεί, στην Αθήνα, οι νέοι προσκαλούσαν κάποιο γέροντα να
καθίσει, αλλά δεν κουνιούνταν από τις θέσεις τους. Κάποιος Σπαρτιάτης που έτυχε
να είναι εκεί είπε: «Νη τω Σιώ! Ίσασι μεν Αθηναίοι τα καλά, ου πράττουσι δέ» (Μά τον Θεό! Γνωρίζουν οι Αθηναίοι τα καλά, αλλά δεν τα πράττουν). Είδε το
περιστατικό ο κόσμος και χειροκρότησε. Όλοι οι αθηναϊκοί νόμοι αρχίζουν με τη φράση: «΄Εδοξε τη βουλή και τω δήμω» (Αποφασίστηκε έτσι, γιατί φάνηκε σωστό στο δήμο). Πεντακόσια χρόνια πριν από τη Γέννηση του Χριστού σε μια
μικρή πόλη (την Αθήνα), μια καινούργια, παράξενη δύναμη άρχισε νά ΄ρχεται στο
φως. Κάτι είχε ξυπνήσει μέσα στο Νου των ανθρώπων που ζούσαν εκεί. Και αυτό το
κάτι θά ΄μενε γραμμένο στη μορφή του κόσμου (Edith Hamilton).