Vekrakos
Spartorama | «Κι όμως ο Ξέρξης δάκρυσε», του Αθανασίου Στρίκου

«Κι όμως ο Ξέρξης δάκρυσε», του Αθανασίου Στρίκου

Αθανάσιος Στρίκος 08/10/2017 Εκτύπωση Άρθρα Φιλοσοφία
«Κι όμως ο Ξέρξης δάκρυσε», του Αθανασίου Στρίκου
«Γιατί η φιλοσοφία είναι μέσα στη ζωή και ξεπηδά απ’ αυτή. Είναι πόνος»
Οδός Εμπόρων

Έφτιαξε γέφυρα ο Ξέρξης για να μπορέσει να περάσει τον Ελλήσποντο. Όμως σήκωσε τρικυμία και η γέφυρα γίνηκε κομμάτια. Τα πάντα διαλυθήκανε.

Αυτό ο μέγας Ηρόδοτος το λέει: “επιγενόμενος χειμών μέγας συνέκοψε εκείνα πάντα και διέλυσε”. Ο Ξέρξης εξεμάνη και διέταξε να τιμωρήσουν τον Ελλήσποντο με τριακόσια μαστιγώματα. Ανόητοι άνθρωποι οι εξουσιαστές. Και αφιλοσόφητοι παντελώς. Κι οι σύμβουλοί τους γλοιώδεις, κόλακες και τρομαγμένοι, να μην τολμούν να ειπούν το απλό: “ότι τη θάλασσα δεν μπορείς να διατάξεις να μη φουρτουνιάζει. Ούτε τον άνεμο να μη φυσά". Οι πολυδύναμοι όμως εξουσιαστές πιστεύουν πως μπορούν. Κι αν η θάλασσα σηκώσει κύματα βουνά διατάσσουν να τη μαστιγώσουν να μην το ξανακάνει! 

Μάλιστα όταν οι θαλασσομαστιγωτές την εράπιζαν έλεγαν: “Ω πικρόν ύδωρ, ο βασιλιάς, σου επιβάλλει αυτήν την τιμωρία, γιατί τον αδίκησες, χωρίς να πάθεις κανένα κακό από εκείνον. Κι ο βασιλιάς Ξέρξης θα σε περάσει είτε θέλεις είτε όχι”.   

Τρελοί ηγέτες. Αυτά τα συναντά κανείς στους ηγεμόνες και τις θρησκείες  Κι ο Μπους έπαιρνε εντολές απ’ το Θεό. “Τζώρτζ, μου είπε ο Θεός, πήγαινε να πολεμήσεις τους Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν. Κι εγώ το έκανα. Μετά μου είπε ο Θεός. Τζώρτζ πήγαινε να φέρεις τη δημοκρατία στο Ιράκ. Κι εγώ το έκανα”. Και σαν ρώτησαν οι δημοσιογράφοι τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, τί έχει να δηλώσει για όλα τούτα εκείνος απάντησε: “Αυτά είναι ιδιωτική συνομιλία μεταξύ του Προέδρου και Θεού”. Και πέστε εσείς αν ειδωλολατρεύουμε ή όχι παρανοϊκούς. Και τα εκατομμύρια των λαών κάθονται κι ακούνε. Κι ύστερα λένε ότι ο άνθρωπος είναι λογικό ον, ενώ το μόνο σίγουρο πως είναι το πλέον παρανοϊκό και παράλογο. 

Διέταξε δε ο Ξέρξης, για να επανέλθουμε σ’ αυτόν, να αποκεφαλίσουν και τους μηχανικούς που επιστατούσαν στην κατασκευή της γέφυρας του Ελλησπόντου (“ενετέλλετο των επεστεώτων τη ζεύξι αποταμείν τας κεφαλάς”).  

Και όμως ο Ξέρξης δάκρυσε.  

Ήταν στην Άβυδο, πόλη που βρισκόταν στο στενότερο μέρος του Ελλησπόντου, (700 μέτρα ως 4 χιλιόμετρα το φάρδος του Ελλησπόντου) στην Ασιατική ακτή, κι έβαλε τους Αβυδηνούς να του φτιάξουν εξέχουσα εξέδρα από λίθο λευκό, για να ιδεί και να θαυμάσει όλο το στρατό του.   

Βλέποντας δε όλο τον Ελλήσποντο σκεπασμένον με πλοία (θάλασσα δε φαινόταν πουθενά σ’ όλη την έκταση γιατί την κρύβανε τα πλοία), κι όλες τις ακτές και τις πεδιάδες γεμάτες ανθρώπους (αμέτρητος ο στρατός του, ο στρατός του θάλασσα “επίπλεα ανθρώπων”), αφού εμακάρισε τον εαυτό του, μετά απ’ αυτό εδάκρυσε (“ως δε ώρα (=έβλεπε), τον Ελλήσποντον υπό των νέων αποκεκρυμμένον, πάσας δε τας ακτάς και τα πεδία επίπλεα ανθρώπων, εμακάρισε εωυτόν, μετά δε τούτο εδάκρυσε).  

Και είναι μοναδικό το κείμενο που ακολουθεί.  

Βλέποντας τον ο Αρτάβανος (θείος του Ξέρξη. Ο Αρτάβανος ήταν αδελφός του Δαρείου, πατέρα του Ξέρξη) να δακρύζει, τον ρώτησε γιατί. Κι ο Ξέρξης του απάντησε : Συλλογίστηκα ότι όλη η ζωή των ανθρώπων είναι σύντομη και με κατέλαβε οίκτος (“Ως βραχύς ο πας ανθρώπινος βίος”). Κι εδώ ο Ηρόδοτος χρησιμοποιεί ένα φοβερό ρήμα. 

Το κατοικτείρω. Για να εκφράσει τη λύπη του Ξέρξη δεν λέει απλώς “οικτείρει”. Αλλά κατοικτείρει. (Όλα τα ρήματα όλων των γλωσσών του κόσμου να μαζέψουμε δεν κάνουν τα ρήματα της αρχαίας ελληνικής. Κατά τα λοιπά πανεπιστημιακοί διδάσκουν πως τ’ αρχαία ελληνικά είναι νεκρά).

Και συνεχίζει ο Ξέρξης γιατί δάκρυσε, διευκρινίζοντας αυτό που είπε, ότι δηλ. η ζωή του ανθρώπου είναι σύντομη, λέγοντας ότι απ’ αυτούς (εκατομμύρια ο στρατός του Ξέρξη) μετά από εκατό χρόνια δεν θα υπάρχει κανείς. 

Αυτό σκέφτηκε ο Ξέρξης και δάκρυσε.  

Όμως ο Αρτάβανος του απάντησε: Άκου βασιλιά. Παθαίνουμε άλλα χειρότερα απ’ αυτό σ’ αυτήν εδώ τη ζωή “έτερα τούτου παρά την ζόην πεπόνθαμεν οικτρότερα”. (Λίγο διαφορετική από την Αττική διάλεκτο η γλώσσα του Ηροδότου. Εδώ η ζόη αντί ζωή, όπως παραπάνω το ώρα παρατατικός του ορώ ώρα αντί εώρα γ’ ενικό). Και για το μεγαλείο της παραγράφου την παραθέτω:

Σε τόσο βραχύ βίο, συνεχίζει ο Αρτάβανος, κανένας άνθρωπος ούτε απ’ αυτούς εδώ ούτε απ’ όλους τους άλλους δεν είναι τόσο ευτυχισμένος ώστε να μην έλθει στιγμή, όχι μια φορά αλλά πολλές , να ευχηθεί να πεθάνει μάλλον παρά να ζει. Γιατί οι συμφορές έρχονται απανωτές (“προσπίπτουσαι”). Και οι αρρώστειες συνταράσσουν τον άνθρωπο και κάνουν τη ζωή του, αν και σύντομη, να φαίνεται μακρά. Έτσι όταν η ζωή είναι άθλια (“μοχθηρής εούσης της ζόης”) γίνεται στον άνθρωπο ο θάνατος προτιμότερο καταφύγιο. (“θάνατος καταφυγή αιρετωτάτη τω ανθρώπω γέγονε”). (Όπως τώρα οι Έλληνες που υποφέρουν, “προσπίπτουσαι αι συμφοραί” και οδηγούνται στην αυτοκτονία). Κι ο Θεός, συνεχίζει ο Ηρόδοτος δια στόματος Αρτάβανου, αφού μας αφήσει να γευτούμε, μερικά γλυκά πράγματα κατά τη διάρκεια της ζωής μας, αποκαλύπτεται σ’ αυτή φθονερός (“γλυκύν γεύσας τον αιώνα φθονερός εν αυτώ ευρίσκεται εών”). Και γίνονται σκληρότερες οι δοκιμασίες, όταν συγκρίνονται με τις ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μας. (Και κανείς θεολόγος ή άλλος μην ειπεί πως ο θεός τα κάνει αυτά για να μας δοκιμάσει. Βαρεθήκαμε τους παραλογισμούς ότι ο Θεός κάνει … καψόνια).

Κι εδώ αν έχουμε μεγάλη φιλοσοφία πηγάζουσα από την ίδια τη ζωή που τη ζεις και τη βλέπεις. Κι ο σύγχρονος φιλόσοφος που λέει: θα καθίσω στο γραφείο μου να γράψω ένα βιβλίο φιλοσοφίας και το κάνει, στην ουσία κοροϊδεύει τα μούτρα του και τους άλλους. Γιατί η φιλοσοφία είναι μέσα στη ζωή και ξεπηδά απ’ αυτή. Είναι πόνος.

Όχι κατασκεύασμα γραφείου. 

Θα κλείσω με μια λέξη του Ηροδότου. Που ποτέ ως σήμερα δεν είχα προσέξει. Τη λέξη αιών. Αιώνας. (“γλυκύν γεύσας τον αιώνα” είναι στο κείμενο). Όπου εδώ αιών σημαίνει τη διάρκεια της ζωής του κάθε ανθρώπου. Το χρόνο της ζωής καθενός όποιος κι αν είν’ αυτός, λίγος ή πολύς. Αυτός είναι ο αιών.

Αργότερα η λέξη αιών σήμαινε μια γενεά. Τη γενεά. Ύστερα εκατό χρόνια (ολόκληρος αιών). Κι όταν λέμε “αιωνία του η μνήμη” σημαίνει να τον θυμούνται τρείς γενιές. Τα παιδιά του, τα ’γγόνια του και τα δισέγγονά του. Ίσαμ’ εκεί. Τα πάντα βλέπετε πεθαίνουν, χάνονται. Σα νάταν μάταια. Περιττά πράγματα, περιττά όνειρα κι ενθουσιασμοί. Φρούδα. Κι ο πλούτος κι η δόξα και η θέληση και η πίστη. “Όσον ενδέχεται αθανατίζειν’’ λέει ο Αριστοτέλης. Όσο είναι ενδεχόμενο να αθανατιστεί κάποιος ή κάτι. Ακόμα και η ανάμνηση. Κι έχουμε και το επίρρημα αιωνίως. Και τέλος για να δηλωθεί το πολύ μακρό, το ατελεύτητο, χρησιμοποιούμε τη λέξη δύο φορές και με πρόθεση. Εις τους αιώνας των αιώνων. Ως ευχή πλέον. Γιατί το αναπόδραστον πάντων είν’ ο θάνατος. ”Το μόνο αθάνατο είν’ ο θάνατος” έλεγε ο Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής Ιάκωβος, πραγματικά σοφός Άνθρωπος.


Οδός Εμπόρων