Τετάρτη, 11 Δεκεμβρίου 2024
Πού πηγαίνουμε; Γιατί πηγαίνουμε; - «Δώστε μας πίσω την ελπίδα!...»
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Πού πηγαίνουμε;
Γιατί πηγαίνουμε; Θα αρχίσω με ένα λόγο του Οδυσσέα Ελύτη στα «Ανοιχτά
Χαρτιά», αν θυμάμαι καλά, που λέει ότι «σαν τα παιδιά μπορεί με τα ξώβεργα να
πιάνουμε τα πουλιά, δεν πιάνουμε όμως το κελάηδημά τους». Έτσι συμβαίνει και με
τη σκέψη. Η σκέψη μας δεν αποτυγχάνει, μόνο και μόνο, γιατί οι δυνατότητές της
είναι περιορισμένες, είναι ελαττωματική, αλλά κυρίως γιατί ο ίδιος ο αστερισμός
του κόσμου δεν προσφέρεται σε καμιά λογική μας σύλληψη. Σε κάθε μας ανακάλυψη
εμφανίζεται το απροσδιόριστο, το άγνωστο. Όσο πιο τελειοποιημένη είναι η
λογική-επιστημονική γνώση, τόσο προκλητικότερη εμφανίζεται χωρίς να σταματά
κάπου, ώστε να αναπαύει τον άνθρωπο. Όσο προχωρεί η γνώση, τόσο μεγαλώνει το
άγνωστο, οδηγούμαστε έτσι σε μια πολύπλοκη οργάνωση της ζωής και ταυτόχρονα σε
μια αποξένωση και δοκιμασία. Ο άνθρωπος, μέσα στη σύγχρονη τρομακτική τρικυμία,
δεν παύει να ζητάει ένα νόημα ζωής στον απόηχο της αγωνίας, χωρίς πια την
οραματική δύναμη του στοχασμού. Ζητάει ένα χαιρετισμό ελπίδας και θάρρους. Θα βρεθούμε πιο κοντά στην αλήθεια με κάτι απλό. Κοιτάξτε
ένα λαμπρό ηλιοβασίλεμα! Τί ωραία που τελειώνει η μέρα και πόσο άσχημα
τελειώνουμε εμείς! Ένα «τίποτε», λοιπόν, δεν σας φέρνει αγωνία; δεν καλεί
δηλαδή σε εγρήγορση τη συνείδηση; Η ματαιοδοξία μας, η μονόπλευρη ερμηνεία της
ζωής με την τεχνολογία δημιούργησαν ένα κλίμα μαρασμού, ερήμωσης και
απανθρωποποίησης, μέσα στις μεγαλουπόλεις, όπου οι άνθρωποι δεν βλέπουν πάνω
τους πια ένα κομμάτι γαλάζιου ουρανού. Όταν συνειδητοποιήσεις το πρόβλημα σε όλη του την έκταση και
το βάθος του, χρειάζεται τόλμη να αποπειραθείς να χαρακτηρίσεις την εποχή σου,
να επισημάνεις τα προβλήματά της, να αναδείξεις τα θετικά και τα αρνητικά
στοιχεία της. Και για να τα δεις καλύτερα, χρειάζεται κάποια απόσταση από αυτά,
όπως την χρειάζεται και ένας ζωγραφικός πίνακας για να φανεί καλύτερα. Από την
άποψη αυτή, το μικρό τούτο βιβλίο μου είναι αυτονόητα και μια πνευματική
περιπέτεια του συγγραφέα του. Αν αποφάσισα να γράψω τις λίγες τούτες σελίδες, το κάνω από
συνείδηση της παιδαγωγικής μου αποστολής, αν και φαίνεται πια πως μια τέτοια
αποστολή είναι σχεδόν περιττή σήμερα. Στόχος μου πάντως ήταν να προσφέρω από τη
σκοπιά μου μια γενική προοπτική στο ευρύ κοινό, να δώσω κάποιες βάσεις για να
διαμορφώσουν και οι αναγνώστες μου μια άποψη για τα θεμελιακά προβλήματα του
σύγχρονου κόσμου μας. Φυσικά πολλά σημαντικά παρέλειψα ή για άλλα μίλησα
ελλιπέστατα. Πολλά πράγματα υποψιάστηκα τον περασμένο αιώνα, όπου έζησα το
μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου, στον αιώνα του «Πυρός και του Σιδήρου». Η δική
μου Γενιά τα καλύτερά της χρόνια τα έζησε μέσα στη φρίκη του Β΄ Παγκόσμιου
Πολέμου, του επάρατου Εμφυλίου και στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου Αμερικής και
Ρωσίας. Έβλεπα, αμυδρά, από έφηβος, τις αστραπές του κεραυνού στον ορίζοντα του
κόσμου. Προοιωνίζονταν θλιβερά σχέδια. Φάνηκε από τότε η αδυναμία του ανθρώπου
να φτειάξει έναν ανθρώπινο κόσμο, κατά πως ήταν οι ελπίδες όλων μας μετά τον
Πόλεμο. Γινόταν φανερό, χρόνο με τον χρόνο, ότι πίσω από την απάτη των μεγάλων
λόγων -σε πλανητικό επίπεδο- ήταν η υποκρισία, τα μέχρι σήμερα αλληλοσυγκρουόμενα
συμφέροντα. Λίγο πριν από τον μεγάλο Πόλεμο ζούσαμε στην κλειστή μας επαρχία,
μα το ζήτημα ήταν παγκόσμιο. Πιστεύαμε ότι «ευτυχία» δεν είναι το να κατέχει
κάποιος πολλά, αλλά να αγαπά και να ελπίζει πολύ. Αλλά ήρθε η θύελλα και όλα
άλλαξαν. Γράφω, λοιπόν, σήμερα με την ελπίδα ή και την αφέλεια πως ίσως κάποιοι
ξανασκεφτούν μερικά πράγματα. Ο στοχασμός, βέβαια, η φιλοσοφία, θα μου ειπείτε
ότι δεν λύνει τα προβλήματα. Σύμφωνοι, όμως τα αναδεικνύει. Και αυτό είναι ένα
καλό πρώτο βήμα προς τη μακρινή λύση τους. Μια γενική επισκόπηση έκανα, μερικών από τα καίρια
προβλήματα της εποχής μας που εμπλέκονται με το ανθρώπινο πεπρωμένο μας,
προσφεύγοντας συχνά σε ειδικούς αναλυτές και στοχαστές της εποχής μας. Δεν
υπάρχει κάποια φιλοδοξία του συγγραφέα, δεν υπάρχουν άλλωστε ούτε λόγια, ούτε
πράξεις οριστικές στον κόσμο. Ποιόν κόσμο; Φυσικά, κόσμο εννοώ την ανθρωπότητα
στον πλανήτη, αλλά και τις προεκτάσεις, όπου κόσμος είναι οι μεγάλες
στοιχειώδεις δυνάμεις του Κόσμου, που περικλείουν άλλους κόσμους μέσα στην τάξη
και το σύστημα του Σύμπαντος. Δεν μπορώ τώρα να ξέρω ποιοι και πόσοι θα
διαβάσουν τις σελίδες αυτές. Στην προαίρεση του καθενός είναι ποιες σκέψεις να
κρατήσουν ή να τις προσπεράσουν αδιάφοροι. Στις καλύτερες περιπτώσεις, ένα
κλίμα μυστικής φιλίας αναπτύσσεται ανάμεσα στον συγγραφέα και στον αναγνώστη.
Γιατί ένας από τους σκοπούς ενός βιβλίου δεν είναι να δώσει μόνο επιστημονικές
πληροφορίες για τους ειδικούς, αλλά και να μας ανεβάσει από τα χαμηλά στον
καλύτερο εαυτό μας. Άλλωστε ας μην ξεχνάμε, ότι ένα βιβλίο που το διαβάζουν
χίλιοι διαφορετικοί άνθρωποι, είναι χίλια διαφορετικά βιβλία. Δ. Γ. Κ. ------- Ο ρηχός ορθολογισμός της εποχής μας ένα μεγάλο σώμα. Του
χρειάζεται ένα συμπλήρωμα ψυχής. «Δώστε μας
πίσω την ελπίδα!...» Πρέπει να ήταν κάπου στην δεκαετία του 1970, όταν η γαλλική
εφημερίδα Le Monde έκανε μια έρευνα για τα προβλήματα της νεότητας. Ένας νεαρός
Γάλλος, στον απόηχο της αναταραχής στο Παρίσι το 1968, απάντησε με μια επιστολή
που απευθυνόταν στη γενιά των μεγαλύτερης ηλικίας: «δώστε μας πίσω την
ελπίδα!». Θα μας διευκολύνει μια σύντομη εικόνα της περιόδου εκείνης, έτσι ώστε
να αντιληφθούμε την έκταση της δραματικής εκείνης φωνής που ζητούσε ελευθερία
από παλιές δεσμεύσεις. Ήταν η εποχή που ο Ψυχρός Πόλεμος των ΗΠΑ και της
Σοβιετικής Ρωσίας άφηνε ανεξίτηλα τα ίχνη του στον κρατικό και κοινωνικό ιστό
της Ευρώπης. Η πίεση φαινόταν ασφυκτική. Το Μάϊο του 1968, φοιτητές και εργάτες
στο Παρίσι οργάνωσαν διαμαρτυρίες που παραλίγο
να ανατρέψουν την κυβέρνηση Ντε Γκώλ, αυτού δηλαδή που με την εθνική
Αντίσταση ζωντάνεψε το γαλλικό «όχι» κατά της χιτλερικής Γερμανίας. Οι διαμαρτυρίες στη γαλλική πρωτεύουσα ήταν και οι πιο
δραματικές. Αμφισβητούσαν τις κυρίαρχες δομές της εξουσίας, δεσμεύσεις που
έρχονταν από το παρελθόν. Ήταν ένα αντιεξουσιαστικό πολύπλευρο ιδεολογικό
κίνημα που αγκάλιαζε τους νέους όλων των Δυτικών Δημοκρατιών. Το κίνημα εκείνο
αποτέλεσε το γόνιμο έδαφος μέσα από το οποίο προήλθε η «Νέα Αριστερά». Το 1968,
λοιπόν, ήταν από τα πιο σημαντικά γεγονότα του Ψυχρού Πολέμου, για τον οποίον
θα κάνουμε μια σύντομη αναφορά σε επόμενο κεφάλαιο. Οι αμφισβητήσεις των
κυρίαρχων δομών εξουσίας απλώθηκαν σε ολόκληρη την δυτική Ευρώπη ακόμη και στις
ΗΠΑ. Ας θυμίσουμε εδώ, ότι η Δυτική Ευρώπη με την οικονομική βοήθεια των ΗΠΑ,
που ήταν το σχέδιο Μάρσαλ, είχε ανοικοδομηθεί από τα ερείπια και οι
οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις ήταν ταχύτατες. Η επιτυχία αυτή
θεωρήθηκε επιτυχία του Ψυχρού Πολέμου. «Είχε δημιουργήσει την εντύπωση ότι οι
συνέπειές του, η ειρήνη, η σταθερότητα, η υλική αφθονία, οι ευκαιρίες για την
εκπαίδευση και πολλά άλλα ήταν πλέον δεδομένα. Παράλληλα όμως υπήρχε η ακαμψία
των κυρίαρχων δομών στην πολιτική και κοινωνική ζωή. Οι διαμαρτυρίες λοιπόν του
1968 τάραξαν τον κοινωνικό ιστό ολόκληρης της Ευρώπης. Αξίζει εδώ να θυμηθούμε
και τη σύντομη «Άνοιξη της Πράγας», η οποία και η αυτή κράτησε λίγο. Θυμίζω ότι
ο Ντούμπτσεκ, κομμουνιστής, ηγέτης με μεταρρυθμιστικές ιδέες, προσπάθησε να
ανταποκριθεί στην εθνική απαίτηση του τσεχοσλοβακικού λαού για περισσότερες
πολιτικές ελευθερίες, διατηρώντας ταυτόχρονα τη στήριξη της Σοβιετικής Ένωσης.
Αποδείχθηκε ότι επρόκειτο για ανέφικτο ακροβατισμό, για ουτοπία. Το βράδυ στις
20 Αυγούστου του 1968 τα σοβιετικά τάνκς, όπως και πριν δώδεκα χρόνια στην
Ουγγαρία, μπαίνουν στην Τσεχοσλοβακία και «τσάκισαν το πείραμα του πολιτικού
πλουραλισμού». Αυτά βέβαια για την ιστορία. Η φωνή, λοιπόν, εκείνη του νεαρού
Γάλλου στη Le Monde είναι από τις πιο δραματικές της νέας εκείνης Γενιάς. Και
δεν αντήχησε σαν φωνή ενός άλλου καιρού, αλλά ήταν και είναι και η δική μας
σήμερα φωνή, της κάθε γενιάς. Ναι, η ελπίδα είναι κάποτε ένας ανθρώπινος ηρωϊσμός, ένα
μεταφυσικό φέγγος, είναι το θάρρος της ταπεινής ψυχής. Νικημένος θα ειπεί να είσαι ένα πράγμα στα χέρια των
δυνατών. Έτσι ήταν. Σήμερα όμως υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά. Ο δυνάστης είναι
απρόσωπος, η μηχανή, απότοκος των θετικών επιστημών, ένα ανθρωπόμορφο ρομπότ. Στις
ανέσεις θυσιάζουμε την ελευθερία μας. Θα μπορούσαμε, τάχα, να
συνειδητοποιήσουμε το πρόβλημα; Κανείς δεν αγνοεί πόσο ωφέλησε τον άνθρωπο η
τεχνολογία, ούτε όμως αγνοούνται και οι μεγάλες υποσχέσεις της για ελευθερία
του ανθρώπου από τον καταναγκασμό, για «ευτυχία», κ.λπ. Το πρόβλημα είναι πώς
θα φιλιώσουν τα έξω από τη φύση του ανθρώπου, δηλαδή οι κατασκευές του, η
οργάνωση της κοινωνίας, με τα μέσα του, με τον ψυχισμό του. Η τεχνολογία μπήκε
πια για καλά στη ζωή μας. Δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς τη δίψα των ανέσεων,
όπως δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε και με τον ψυχικά ταραγμένο και εξαντλημένο
άνθρωπο. Δεν θέλω να δώσω την απαισιόδοξη εικόνα, αλλά μας είναι δύσκολο να
βγάλουμε πια από τη ζωή μας την ξέφρενη ζήτηση των προϊόντων της τεχνολογίας. Ας πάρουμε ένα πολύ απλό παράδειγμα. Στα πρώτα χρόνια, το
«κινητό» διαφημίστηκε για αγχολυτικό στα παιδιά, γρήγορα όμως κατάντησε
αγχογόνο. Και δυστυχώς όχι μόνο στα παιδιά. Το πρόβλημα περιγράφω. Δεν αρνούμαι
τη μεγάλη χρησιμότητα της τεχνολογίας. Να, τί διαβάζουμε τώρα τελευταία. «Ο
στόχος φυσικά δεν είναι απλώς να επιβιώσουμε, αλλά να ευημερήσουμε όλοι. Η
τεχνητή νοημοσύνη έχει το δυναμικό μιας μεγάλης υπόσχεσης, έχει μέσα της το
σπόρο της ελπίδας. Μπορεί να βοηθήσει την ανθρωπότητα να λύσει πολλά μεγάλα προβλήματά
της, να εξοντώσει ασθένειες, να μας απαλλάξει από τις βαρετές δουλειές… Είναι
ζήτημα χρήσης, ζήτημα κανόνων, αλλά είναι και ζήτημα συνθηκών». Λογικό είναι
αυτό. Αλλά μόνο λογικό. Αυτή η μεγάλη υπόσχεση μπορεί να ικανοποιεί τη λογική,
δεν αποδίδει όμως ποτέ το νόημα της ζωής, τη φωνή της καρδιάς που συγκινεί και
εκφράζει το ανθρώπινο. Δεν ελευθερώνονται δηλαδή όλες οι δυνάμεις της ζωής. Η
ελπίδα για την οποία μιλάνε, δεν είναι η ελπίδα του συγκεκριμένου ανθρώπου που
βιώνει ως ύπαρξη την πραγματικότητα. Είναι άχρωμη, γκρίζα τα χρώματά της.
Αγάπη, Πίστη, Ελπίδα κατοικούν πλέον στον ορίζοντα της ανθρωπότητας
θρυμματισμένες. Τρεις ψυχικές λειτουργίες, σιαμαίες αδελφές. Ο θάνατος της μιας
φέρνει το θάνατο της άλλης. Το νόημά τους είναι πολυσήμαντο. Θα μας απαλλάξει, λένε, η τεχνητή νοημοσύνη, από τις
ασθένειες, από τις βαρετές δουλειές. Σίγουρα βρισκόμαστε στην αυγή ενός μεγάλου
μετασχηματισμού της κοινωνίας, όπου με τα εργαλεία θα γίνουμε πιο παραγωγικοί.
Όμως, χωρίς να έχουμε τεχνοφοβία, το πόσο μας απάλλαξε από τις βαρετές δουλειές
κ.λπ., το ξέρουν ήδη πολύ καλά οι νέοι, οι εργαζόμενοι, οι μάζες των
πεινασμένων ανθρώπων στον πλανήτη. Θα «εξοντώσει» τις ασθένειες. Ώστε δεν θα
υπάρχουν πια ασθένειες. Τούτο το τελευταίο θυμίζει αυτό που είπε ο Άλντους Χάξλεϋ
στο έργο του «Ο Νέος Γενναίος Κόσμος». Αντίκρυσε με σκεπτικισμό και φρίκη την
προοπτική που άνοιγε η επιστήμη. Είναι αυτός που είπε το πολύ χαρακτηριστικό
οξύμωρο: η ιατρική κάνει τέτοιες προόδους που στο μέλλον κανείς δεν θα είναι
καλά. Είναι γνωστό ότι παράλληλα οι φαρμακοβιομηχανίες παράγουν όλο και
περισσότερα φάρμακα. Δεν πουλάνε μόνο φάρμακα, πουλάνε και ασθένειες. Πλήθυναν
έτσι ξαφνικά οι ασθένειες. Πού καταλήγουμε λοιπόν; Η πραγματικότητα, η αλήθεια
γενικά, βρίσκεται στη σύνθεση και όχι στη μονόπλευρη θεώρησή τους. Αλλά αυτό
είναι και το δύσκολο. Η ενοποίηση των αντιθέτων, η εναρμόνισή τους. «Τα πολλαχή διεσπαρμένα εις εν συνοράν», όπως μας
ειδοποίησε ενωρίς ο Πλάτων. Από εδώ ξεκινάει και το πρόβλημα. Δεν είναι δηλαδή
η μηχανή ως κατασκευή, ως ανθρώπινο επίτευγμα, αλλά είναι το πνεύμα, η παγωμένη
πνοή της αφηρημένης σκέψης που σιγά-σιγά καταδυναστεύει, αντί να λυτρώνει, τη
ζωή μας. Τα προβλήματα γίνονται όλο και πιο περίπλοκα, προβλήματα οικονομικά,
κοινωνικά, ψυχολογικά. Μέσα στις υψηλές ταχύτητες που προβάλλουν έχουν κάνει τη
ζωή μας δύσκολη, άχαρη, και η «εναρμόνιση» δεν φαίνεται και τόσο πιθανή. Ένα ερώτημα αναταράζει τη σκέψη και ενοχλεί: Θα πάψουμε μέσα
στον τεχνοκρατούμενο κόσμο μας να έχουμε μια ζωή δραστήρια, στοχαστική; Ήδη
χάνουμε την ηρεμία μας μέσα στην αγωνία και το άγχος. Να γυρίσουμε σε μια ζωή
απλή και απροβλημάτιστη; Αδύνατον. Να μπορείς τουλάχιστον να αντέχεις στην
επιθετικότητα και στη βία, να εργάζεσαι και να αγαπάς, να αγαπάς και να
ελπίζεις. Να μπορείς να δεχθείς έναν αδελφικό χαιρετισμό. Κανείς δεν μπορεί να
είναι μόνος του, ιδιαίτερα στα μεγάλα προβλήματα της ζωής, της μοναξιάς, της
απελπισίας, του θανάτου. Η αγάπη είναι τελικά που ανοίγει το δρόμο προς τον
άλλο, προς το Εσύ. Χωρίς πίστη δεν υπάρχει αγάπη. Όταν απελπίζεται ο άνθρωπος,
στη μοναξιά του απέναντι σε οριακά προβλήματα της ζωής, τότε προβάλλει η
ελπίδα. Με τη λογική γνωρίζουμε τα πράγματα, τα αντικείμενα. Με την αγάπη μόνο
γνωρίζουμε τον άνθρωπο. Γιατί ο άνθρωπος είναι και ένα μυστήριο. Δεν είναι
δηλαδή μια ιδιότητα της λογικής. Η λογική αναλύει, διακρίνει, φωτίζει ένα
πράγμα. Αλλά τούτο, δηλαδή η λογική γνώση, δεν σημαίνει ότι είναι το ίδιο το
πράγμα. Πριν από τη λογική γνώση υπάρχει η εσωτερική όραση, οι λειτουργίες της
ψυχής. Ας διαφωτίσουμε κάπως περισσότερο το ζήτημα τούτο. Με την αγάπη, και όχι
με την λογική, η προσωπικότητα του άλλου δεν διαλύεται, δεν είναι για μένα ο
«κάποιος», μια αδιάφορη δηλαδή ποσοτική, αφηρημένη μονάδα. Δεν είναι «αποθήκη
ιδιοτήτων» ο άλλος, ο συνάνθρωπος. Είναι μια «παρουσία». Είναι ύπαρξη, πρόσωπο
δηλαδή με εσωτερικότητα. Είναι ελευθερία και διαφορετικότητα. Δεν «είμαι», εάν
ο άλλος δεν «είναι». Αυτή η υφή της διαφορετικότητας είναι υφή μεταφυσικής. Για
τη βαθύτερη ερμηνεία της δεν άρκεσαν μέχρι τώρα τόσες ψυχολογικές και
ψυχαναλυτικές, κοινωνιολογικές αναλύσεις. Σε οριακές καταστάσεις, μόνο επίκληση
χωράει προς το «Εσύ», μόνο πίστη που είναι αντανάκλαση μιας άλλης πίστης, της
πίστης προς το Υπέρτατο Εσύ, προς τον Θεό. Αυτά, βέβαια, στον φοβερό αιώνα της
«Λογικής» ακούγονται ως εξωπραγματικά. Και όμως είναι λόγοι που ειπώθηκαν και
από νεώτερους στοχαστές, όπως π.χ. είναι ο Γάλλος Γκαμπριέλ Μαρσέλ, οι οποίοι
είδαν την ανθρώπινη ύπαρξη με αγωνία. Για τους φιλοσόφους αυτούς «αγάπη και
ελπίδα συμπίπτουν». Και καλύτερος ορισμός της αγάπης απ’ αυτόν που έδωσε ο
Απόστολος Παύλος σε καιρούς πνευματικής παρακμής και ερήμωσης του ανθρώπου, δεν
υπάρχει μέχρι σήμερα. «Η αγάπη, …πάντα στέργει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει,
πάντα υπομένει» (Προς Κορινθίους 13,7). Η ελπίδα -αυτό κυρίως θέλουμε να τονίσουμε τώρα- είναι
συνυφασμένη με την εμπιστοσύνη, την πίστη. Η ελπίδα αναφέρεται στο μέλλον, αλλά
τροφοδοτείται από την τωρινή εμπειρία, την εμπειρική γνώση. Είναι «μια πρόληψη
του μέλλοντος, αφού αυτό που υπάρχει αποτελεί την εγγύηση γι’ αυτό που θα έρθει»
(Τ. Μπουγάς, Αναζητήσεις-Φιλοσοφικά Δοκίμια, Ρέθυμνο 1988, σσ. 111-120). Η
ελπίδα είναι το ύφασμα με το οποίο είναι φτειαγμένη η ψυχή μας, είναι αδελφή
της πίστης, μεταφυσικής υφής. Αν και σήμερα υπάρχουν ακόμη παραδόσεις και ελπίδες που μας
δίνουν κάποιο στήριγμα, άραγε, αναρωτιόμαστε, μπορούμε να ζήσουμε στο μέλλον
που ανοίγεται μόνο με την ορθολογική δράση χωρίς ελπίδα, χωρίς δηλαδή αυτό το
παρα-λόγον, χωρίς πίστη, χωρίς καταγωγή; Στην πορεία του κόσμου δεν λείπουν οι δονήσεις και οι
θύελλες, αλλά και η ελπίδα ότι θα αποκατασταθεί η τάξη. Για τούτο θα μας
επιτραπεί να επιμείνουμε λίγο ακόμη στη δύναμη της ελπίδας, της λέξης που
χρησιμοποιούμε όλοι αδιακρίτως. Λοιπόν, η ελπίδα δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει
καμιά τεχνική. Και όταν ακόμη χρησιμοποιεί τη γνώση της επιστήμης και της
τεχνολογίας, αυτό δεν σημαίνει ότι η ελπίδα χάνει την αποτελεσματικότητά της.
Το χαρακτηριστικό είναι, ότι η ελπίδα γεννιέται μέσα από οριακές καταστάσεις,
συχνά από την απόγνωση. Γίνεται και εδώ κάτι ανάλογο μ’ ό,τι παρατηρείται, όταν
το ρεύμα ενός ποταμού αλλάζει κατεύθυνση, όταν πέφτει πάνω σε ένα εμπόδιο. Και
φυσικά οι εκβολές της ελπίδας δεν τοποθετούνται απευθείας στον ορατό κόσμο.
«Φαίνεται λοιπόν πως η ελπίδα έχει αυτήν την παράξενη αρετή να εξουδετερώνει,
κατά κάποιο τρόπο, τις δυνάμεις που θέλει να κατανικήσει όχι πολεμώντας τις,
αλλά υπερβαίνοντάς τις… Πώς πραγματικά να ερμηνεύσουμε με τον τρόπο αυτόν μια
π.χ. θεραπεία; Αλλά δεν πρέπει να λησμονούμε ότι οι εκβολές της ελπίδας
τοποθετούνται στον αόρατο κόσμο» (Κ. Δεδόπουλος, Οι άνθρωποι και τα οράματα,
Αθήνα 1962, σσ. 375-376). Το παρελθόν πέρασε. Στη διαμόρφωση του παρόντος εισβάλλει
αμετάκλητα το πρόβλημα του μέλλοντος, με δυνάμεις που μας διαπλάθουν και μας
αποξενώνουν και φαίνεται, όπως παρατηρήθηκε (Κίρκεγκααρντ), ότι μια αγωνία μας
αιχμαλωτίζει, αλλά και μας γοητεύει για να μας ρίξει τελικά στην πραγματικότητα
του κακού. Η ελπίδα, τέλος, αναφέρεται στο μέλλον, σε κάτι δηλαδή που είναι το
ελπιζόμενο. Η ιδιαιτερότητα του ελπιζόμενου τοποθετείται καθ’ ολοκληρία στην
προοπτική του μέλλοντος. Δεν είναι «γενόμενο», αλλ’ «εσόμενο». Δεν είναι
γεγονός, αλλά διεργασία γένεσης… «Η ελπίδα, κατά συνέπεια, δεν είναι ούτε
καθαρή σκέψη ούτε καθαρό πάθος, αλλά εμπαθής λόγος, έλλογο πάθος. Είναι σύζευξη
νόησης και επιθυμίας» (Τ. Μπουγάς, ό.π., σσ. 62-95).
Σήμερα που ο άνθρωπος χάνει τη γεύση της ζωής, που
κλονίζονται επικίνδυνα κάποια εσωτερικά-πνευματικά υποστηλώματα που μας
διέπλαθαν και οι μεγάλες παραδόσεις σφυρηλατούνται από νέες απρόσωπες δυνάμεις,
ακούγεται πιο δραματική η κραυγή του νεαρού Γάλλου, στην έρευνα της Le Monde:
Δώστε μας πίσω την ελπίδα! Αναγνωρίζουμε αυτή τη φωνή; Πού είμαστε εμείς; Τί
προσφέρουμε; Επί τέλους, τα λάθη των Μεγάλων Δυνάμεων δεν είναι απλά ατυχήματα.